«Εμένα δε μ’ αγάπησε κανείς»: Η ψυχογραφία της απόλυτης μοναξιάς

«Μόνος ήμουν, μόνος είμαι Χάρε μου, την ψυχή μου πάρε μου…»
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
*Γράφει ο Γιάννης Παπαδημητρόπουλος

Μέσα στην τεράστια σε όγκο και ποιότητα δισκογραφία του μεγάλου Δημήτρη Μητροπάνου υπάρχουν δεκάδες τραγούδια για τον πόνο, την εγκατάλειψη, το σκληρό πρόσωπο της ζωής και της κοινωνίας, που άλλωστε το είχε βιώσει από τα παιδικά του χρόνια τόσο έντονα. Πολλές φορές ο Μητροπάνος τραγούδησε την έξωθεν επιβαλλόμενη μοναξιά όσο και την εσωτερική μοναχικότητα, την κατ’ επιλογήν, που είναι όμως απαραίτητη κάποτε για την ενδοσκόπηση και τη γνώση του εαυτού.

Ένα λιγότερο γνωστό απ’ αυτά είναι το «Εμένα δε μ’ αγάπησε κανείς», σε μουσική και στίχους του Τάκη Μουσαφίρη. Το τραγούδι αυτό περιλαμβάνεται στο δίσκο του 1980 «Λαϊκά του Σήμερα» και μπορούμε να πούμε ότι έχει επισκιαστεί από τα άλλα περισσότερο γνωστά κι αγαπημένα του μεγάλου ερμηνευτή.

Είναι όμως η μοίρα μερικών τραγουδιών να παραμένουν «κρυφά» διαμάντια, γνωστά μόνο σε μερικούς, σ’ όσους εκφράζουν τους πόθους, τους φόβους τους, τις ιδιαίτερες καταστάσεις που έχουν βιώσει. Είναι ίσως κι η αξία τους, ότι δεν «κακοποιούνται» από συνεχείς εκτελέσεις αμφιβόλου ποιότητας σε live και σε τηλεοπτικές εκπομπές, δε χορεύονται άτεχνα από μεθυσμένους φοιτητές για να εντυπωσιάσουν έφηβες στα μπουζούκια, ούτε ακούγονται συνεχώς σε ραδιόφωνα και μεταδόσεις, παρά μόνο στις «μεγάλες ώρες» της νύχτας για τους «μυημένους».

Το «Εμένα δε μ’ αγάπησε κανείς» είναι σαφώς ένα εικονοπλαστικό τραγούδι, ένα τραγούδι-εξιστόρηση των τελευταίων στιγμών μιας ακραία μοναχικής ζωής. Ένας άνθρωπος που δεν αγαπήθηκε από κανέναν εκτός από τη μητέρα του κατά το πέρασμά του από τη ζωή, ψυχορραγεί μόνος ένα βράδυ και δηλώνει όχι απλά έτοιμος, αλλά πρόθυμος και χαρούμενος να συναντήσει το Χάρο, ώστε να βρει την ηρεμία και τη λύτρωση που δε του δόθηκε ενώ ζούσε. Κάθε μια λέξη από τους στίχους του Μουσαφίρη είναι και μια μαχαιριά όταν προφέρεται από την πανίσχυρη και ρωμαλέα φωνή του Μητροπάνου, κάθε φράση καίει, κάθε εικόνα πονάει και ξυπνάει δυνατά συναισθήματα.

Είναι η κοινή μας μοίρα ο θάνατος, το ξέρουμε. Όμως το πως θα τον υποδεχτούμε όταν θα έρθει η ώρα θα εξαρτηθεί από τη ζωή που έχουμε ζήσει, τις εμπειρίες, τα διαβάσματα και το φιλοσοφικό μας υπόβαθρο, που είναι αποτέλεσμα αυτών.

Τί προκάλεσε μια τόσο ολοκληρωτική και καθολική μοναξιά στη ζωή αυτού του ανθρώπου; Γιατί κανείς δεν τον αγάπησε ποτέ; Γιατί βρίσκεται πάλι μόνος του στο τέλος; Πραγματικά δεν πρόκειται να λυπηθεί κανείς γι’ αυτόν, κανείς να ανάψει ένα κερί στη μνήμη του, όπως λέει; Τί μπορεί να πήγε τόσο στραβά μέσα σε αυτή τη ζωή; Μήπως έφταιξε κι ο ίδιος, μήπως με τον τρόπο του απομάκρυνε ανθρώπους που τον αγάπησαν, αλλά δε θέλει να το παραδεχτεί; Μήπως έζησε μια απολύτως «φυσιολογική» ζωή μέσα στην κοινωνία, όμως στο βάθος της ψυχής του δεν μπόρεσε να συνδεθεί ουσιαστικά με κανένα συνάνθρωπο πέραν του τυπικού μέρους; Μήπως είχε σύντροφο, οικογένεια και γνωστούς, που όμως δεν τους αισθάνθηκε ποτέ κοντά του; Η εσωτερική μοναξιά και η αδυναμία να συνδεθείς με τους άλλους είναι η πιο τρομακτική μορφή της εξάλλου. Δε θα πάρουμε ποτέ απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα.

Μια προσωπική εξομολόγηση: Ο μεγαλύτερος φόβος μου στη ζωή είναι να πεθάνω μόνος, χωρίς κανέναν στο πλάι μου, απότοκο όχι μόνο τύχης, αλλά και επιλογών. Δεν το ήξερα, σπάνια ξέρεις τον εαυτό σου όσο καλά νομίζεις. Το συνειδητοποίησα μόνο όταν άκουσα αυτό το τραγούδι, ένα περίεργο βράδυ. Κατάλαβα το πόσο τρομερό είναι αυτό το συναίσθημα, της απόλυτης απομόνωσης κι εγκατάλειψης τις τελευταίες στιγμές σου, λίγο πριν την αβεβαιότητα του μεγάλου μυστηρίου του θανάτου. Και κατάλαβα την τραγικότητα των τελευταίων στιγμών απόκληρων, μοναχικών, απόρων, ξεχασμένων, τοξικομανών, αμάχων σε πολέμους, προσφύγων, μακροχρονίως πασχόντων, ανθρώπων που έχουν περάσει πολλά, έχουν φορτωθεί περισσότερα από όσα τους αναλογούσαν σε αυτή τη ζωή χωρίς το φταίξιμο να είναι δικό τους και φεύγουν ξεχασμένοι, χωρίς να ενδιαφερθεί κανείς για το αν έζησαν ποτέ.

Η μεγάλη Τέχνη πολλές φορές λειτουργεί προειδοποιητικά, όπως και αφυπνιστικά. Η μεγάλη Τέχνη μας υποδεικνύει τα λάθη μας ως άνθρωποι και ως κοινωνίες και μας καλεί να τα διορθώσουμε πριν είναι πολύ αργά. Η μεγάλη Τέχνη έχει αξία πανανθρώπινη, γιατί εξετάζει μοτίβα, φόβους, ελπίδες κι εμπειρίες κοινές για όλους. Η μεγάλη Τέχνη μιλάει για τους μικρούς, για αυτούς που κανείς άλλος δε θέλει να μιλήσει. Και μεγάλη Τέχνη μπορεί να είναι κι ένα αυθεντικό λαϊκό τραγούδι. Γιατί ο Μητροπάνος κι ο Μουσαφίρης είναι μεγάλη Τέχνη. Και εμείς ως λαός, τυχεροί που έζησαν ανάμεσά μας.

Υ.Γ. Μια γρήγορη αναζήτηση δεν αποκάλυψε αν ο Τάκης Μουσαφίρης είχε δηλώσει αν έγραψε το τραγούδι για κάποιο πραγματικό γεγονός που γνώριζε, για κάποια σωρό από τις δεκάδες των αζήτητων και αγνώστων στοιχείων νεκρών που κάθε χρόνο οι υπηρεσίες υγείας μεταφέρουν στα νεκροτομεία της χώρας και παραμένουν για χρόνια στους ψυκτικούς θαλάμους. Ίσως και να απηχεί κάποιο περιστατικό των αρχών της δεκαετίας του 1980, που εμφανίστηκε στους τίτλους των εφημερίδων και είναι μια πληροφορία που θα ήθελα να μάθω, αν κάποιος αναγνώστης γνωρίζει.
*Ο Γιάννης Παπαδημητρόπουλος είναι Πολιτιστικός Διαχειριστής και αρθρογράφος

Video

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!