Βασίλης Δημητρίου - «Η μουσική είναι παρέα»

Μια μεγάλη βιογραφική συνέντευξη ενός σπουδαίου δημιουργού.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Ο Βασίλης Δημητρίου ξεκίνησε το δικό του «Σεργιάνι στον Παράδεισο». Είχα τη χαρά και την τιμή να τον γνωρίσω, πριν από έξι χρόνια στο πλαίσιο μιας συνέντευξης για το περιοδικό «Όασις». Από τις δυο ώρες περίπου που κράτησε η κουβέντα μας, που πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του στο Παγκράτι, αυτά που «καρφώθηκαν» στη μνήμη μου, εκτός από την παροιμιώδη ευγένειά του, είναι η συγκίνησή του, όταν του ζήτησα να μου μιλήσει για τον Σταύρο Κουγιουμτζή… Δάκρυσε… Από τότε μιλήσαμε κάποιες φορές με αφορμή την κυκλοφορία κάποιων έργων του σε cd…

Ο Βασίλης Δημητρίου έγραψε την δική του ιστορία μέσα από τις μουσικές του για την τηλεόραση και το θέατρο, παράλληλα με τα πολλά ξεχωριστά λαϊκά τραγούδια που παρουσίασε με κάποιους από τους σημαντικότερους στιχουργούς και τραγουδιστές. Στην κουβέντα μας αναφερθήκαμε τόσο στις παλιές δισκογραφικές του δουλειές, όσο και στα καινούργια του τραγούδια που ακούγονταν εκείνη την εποχή στην τηλεοπτική σειρά «Καρυωτάκης»…

Τα πρώτα ακούσματα και το λαϊκό τραγούδι

 
Ποια ήταν τα πρώτα ακούσματά σας κύριε Δημητρίου;
Τα πρώτα, πρώτα ακούσματά μου ήταν η εκκλησία. Γιατί πήγαινα στην εκκλησία και ντυνόμουν παπαδάκι και είχα την τύχη να είμαι σε μια πολύ ωραία εκκλησία, στον Άγιο Γιάννη Γαργαρέττας που είχε πολύ  καλλίφωνους ψάλτες και πολύ καλλίφωνους παπάδες. Παράλληλα, μαζί μ’ αυτά τα ακούσματα, είχα και τη φωνή της μάνας μου. Η μητέρα μου ήταν απ’ τον Τσεσμέ και τραγουδούσε συνήθως αυτά τα λαϊκά και Σμυρνέικα τραγούδια. Τότε τα ραδιόφωνα ήταν λίγα και τα γραμμόφωνα ακόμα λιγότερα. Εγώ απέκτησα γύρω στα δέκα, έντεκα μου χρόνια ραδιόφωνο και έγινα κι εγώ ένας φανατικός ακροατής αν και πιτσιρικάς.

Με το λαϊκό τραγούδι εκείνης της εποχής ποια ήταν η σχέση σας;
Στο λαϊκό τραγούδι μπήκα σιγά, σιγά, όταν απέκτησα ραδιόφωνο. Άρχισα να ακούω λαϊκά τραγούδια, γιατί ο σταθμός των ενόπλων δυνάμεων τότε έπαιζε λαϊκά, ενώ η ΕΡΑ, το δεύτερο πρόγραμμα κυρίως, δεν έπαιζε. Και σιγά, σιγά, επειδή βγήκα πολύ νωρίς στη βιοπάλη, μόλις τελείωσα το δημοτικό, γνώρισα και το λαϊκό τραγούδι, γνώρισα πάρα πολύ καλά την επιθεώρηση που μου άρεσε και εξακολουθεί να με μαγεύει και που δυστυχώς δεν υπάρχει πια και έπαιξε καταλυτικό ρόλο για μένα. Γιατί αν ασχολήθηκα με την μουσική, - και το ‘χω ξαναπεί - έπαιξαν ρόλο δυο τελείως διαφορετικά πράγματα αλλά και τα δυο ήταν θεαματικά. Η επιθεώρηση και η εκκλησία. Ήταν δυο διαφορετικά ακούσματα αλλά αυτά ήτανε η αιτία που έγινα μουσικός.

Σήμερα πιστεύετε ότι υπάρχει λαϊκό τραγούδι;
Η μουσική είναι μία και τη χωρίζουμε σε φόρμες, σε είδη, όπως θέλετε πείτε το, ανάλογα με τις διαθέσεις και τη στιγμή μας. Δεν μπορεί, ας πούμε, να κάτσεις και να πιεις ήρεμα ένα ποτό ή να διαβάσεις ένα βιβλίο και αν θέλεις κάτι να σε ακολουθεί, να βάλεις τον Τσιτσάνη. Θα βάλεις ένα πιο κλασσικό, ένα άλλο πράγμα. Όταν θέλεις να διασκεδάσεις, να κάνεις ένα γλέντι, δεν θα παίξεις Σούμπερτ, θα παίξεις κάτι άλλο. Θα βάλεις τον Τσιτσάνη, θα βάλεις τα ταγκό, αλλά δεν θα βάλεις ούτε τον Τσαϊκόφσκυ, ούτε τον Μότσαρτ.

Υπήρξαν κάποιοι από τους λαϊκούς συνθέτες που σας επηρέασαν στο ξεκίνημά σας;
Δεν με επηρέασε ένας συνθέτης. Θαύμασα και εξακολουθώ να θαυμάζω πολλούς αλλά δεν υπήρξε ένας συνθέτης που να τον θαύμασα και να τον ακολούθησα πιστά. Πολλοί συνθέτες ήταν αυτοί που θαύμασα και θαυμάζω ακόμα, αγάπησα και με μάγεψαν. Το «ελαφρό», το λαϊκό, το σύγχρονο τραγούδι και βεβαίως η κλασική μουσική. Αλλά μην ξεχνάτε ότι ανήκω στη γενιά του 114 και του ροκ, αυτό ενδεχομένως να προσδιορίζει κάπως τις επιλογές μου και τα ακούσματα που εξακολουθούν να με ερεθίζουν.


Τα «Ματωμένα χώματα» και ο «Καρυωτάκης»

 
Φέτος, γράψατε την μουσική στις δύο μεγαλύτερες παραγωγές της Ελληνικής τηλεόρασης, τα «Ματωμένα Χώματα», όπου ξανασυναντηθήκατε ύστερα από κάποια χρόνια με τον Κώστα Κουτσομύτη, τον σκηνοθέτη με τον οποίο η συνεργασία σας έχει γράψει ιστορία και στον «Κ. Καρυωτάκη», όπου συνεργασθήκατε για πρώτη φορά με έναν άλλο σημαντικό σκηνοθέτη τον Τάσο Ψαρρά. Ας ξεκινήσουμε με τα «Ματωμένα Χώματα». Έπαιξε ρόλο η καταγωγή σας και τα ακούσματα που είχατε από τη μητέρα σας;
Κοιτάξτε να δείτε, όλοι συσσωρεύουμε ακούσματα, διαβάσματα, ότι βλέπει το μάτι μας και ακούει το αυτί μας, ότι έχουμε ζήσει και ότι μας έχουν διηγηθεί. E, δεν είναι πολύ φυσικό σε μια δεδομένη στιγμή όλα αυτά να έρχονται μπροστά σου ακόμα και χωρίς να το καταλαβαίνεις; Ένας καλλιτέχνης δεν χρειάζεται να ζει ή να έχει ζήσει κάτι για να το εκφράσει και να το αποδώσει με τον δικό του τρόπο στην τέχνη του. Φτάνει να καταφέρνει να το πλησιάσει με το μυαλό του. Δεν είναι απαραίτητο όμως να έχεις καταγωγή για να γράψεις ένα έργο για μια περίοδο. Εγώ δεν την έζησα αυτή την περίοδο, ούτε η μάνα μου καλά καλά. Ήταν μωρό παιδάκι τότε. Αν ήτανε έτσι δεν θα υπήρχε κανένα έργο που να αναφέρεται στο παρελθόν…

Είχατε το σενάριο και δουλέψατε πάνω σ’ αυτό;
Το σενάριο το είχα αλλά αυτό που με επηρεάζει εμένα δεν είναι το σενάριο. Πολλές φορές δεν τα διαβάζω κιόλας τα σενάρια. Στον «Καρυωτάκη» για παράδειγμα, τα διάβασα πολύ λίγο τα σενάρια, αφού απορούσε κι ο Τάσος ο Ψαρράς. «Μα το σενάριο, αν το κάνει ένας άλλος θα το σκηνοθετήσει διαφορετικά» του είπα. Δε λέει τίποτε για μένα το σενάριο. Η εικόνα λέει, η κουβέντα που κάνεις, αλλά πιο πολύ αυτό που θα δω. Αυτό μου δίνει το χρόνο, το χώρο και το ρυθμό. Πάνω σ’ αυτό θα κινηθώ εγώ. Στο χρώμα και στο ρυθμό της εικόνας. Πώς κινούνται οι ηθοποιοί, πώς κινείται η μηχανή, τι χρώματα έχει… Αυτά είναι που με ερεθίζουν και με επηρεάζουν.

Με ποιο σκεπτικό διαλέξατε τους ερμηνευτές των τραγουδιών στα «Ματωμένα Χώματα»;
Την Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, την είχε επιλέξει ο Κουτσομύτης σαν μια πολύ καλή ηθοποιό που χρειαζόταν για να παίζει και να τραγουδάει, αφού θα είχε το ρόλο της τραγουδίστριας. Και βεβαίως τραγουδάει πολύ ωραία, έχει αυτή την χαρακτηριστική φωνή που μου άρεσε πάρα πολύ όταν την άκουσα, και είναι και πολύ καλή συνεργάτης. Η Τσαλιγοπούλου ήταν μια σκέψη που είχα κι εγώ και η εταιρεία, να υπάρχει και μια ερμηνεύτρια λαϊκή μέσα στο δίσκο και να πει τα ίδια τραγούδια με το δικό της τρόπο. Και νομίζω ότι πηγαίνουν τα τραγούδια πάνω της. Και μια άλλη ωραία περίπτωση ήταν η πολύ όμορφη Φιντέ Κοκσάλ, αυτό το πολύ ωραίο κορίτσι από την Τουρκία που εμφανίστηκε και σε κάποια επεισόδια, η οποία γράφει και πολύ ωραίους στίχους. Και βεβαίως ο Νταλάρας που είναι πάντα ένας Νταλάρας.

Επιτρέψτε μου να καταθέσω μια προσωπική άποψη, χωρίς να έχω καθόλου τη διάθεση να σας κολακέψω. Θεωρώ πως αυτά τα τραγούδια είναι ότι καλύτερο έχει καταθέσει τα τελευταία χρόνια, σε επίπεδο νέου υλικού ο Γιώργος Νταλάρας. 
Εγώ δεν μπορώ να τα λέω αυτά…

Τα λέω εγώ λοιπόν… Ας περάσουμε λοιπόν τώρα στο πιο πρόσφατο δίσκο σας αυτόν με τη μουσική και τα τραγούδια από την σειρά  του «Καρυωτάκη». Μιλήστε μας για την συνεργασία σας με τον Τάσο Ψαρρά και στη συνέχεια στις επιλογές των τραγουδιστών.
Μάλιστα. Ο Ψαρράς είναι ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες του τόπου μας και βεβαίως είναι πρόκληση και τιμή μια πρόταση για συνεργασία. Χαίρομαι γιατί γνώρισα ένα μεθοδικό άνθρωπο, έναν άνθρωπο ακάματο, έναν άνθρωπο που εξαντλεί όλα τα περιθώρια έρευνας για να είναι απόλυτα σίγουρος ότι αυτό είναι αυτό που ψάχνει, έναν άνθρωπο με ξεχωριστή φινέτσα και αγωγή, πράγμα κάπως σπάνιο στις μέρες μας, κάτι που νομίζω φαίνεται και πολύ εύκολα στο έργο του. Γιατί ξέρετε, τα έργα μας είναι πάντα ο εαυτός μας και δείχνουν το χαραχτήρα μας. Νομίζω πως το αποτέλεσμα δείχνει πως υπήρξε μια πολύ καλή «χημεία» στη συνεργασία μας. Την Μάγδα Πένσου την θεωρώ μια εξαιρετική νέα τραγουδίστρια, εκφραστική τραγουδίστρια με πολύ ταλέντο. Με τον Θηβαίο μας ενώνει μια μεγάλη επιτυχία η «Αγάπη»  και με τον Μητσιά δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργαζόμαστε έτυχε να συναντηθούμε από την αρχή της καριέρας μας. Δουλέψαμε και σε Μπουάτ μαζί και κάποια από τα πρώτα τραγούδια του είναι και από τα πρώτα δικά μου τραγούδια που ηχογράφησα σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου και του Γιάννη Λογοθέτη. Ξέρετε κάθε φορά προσπαθώ να βρω τον κατάλληλο ερμηνευτή για τα δεδομένα τραγούδια και να μην ξεχνάμε ότι συνήθως υπάρχουν και αντικειμενικές δυσκολίες. 

Από τη συχνότητα που παίζονται που παίζονται και οι δύο δίσκοι στο ραδιόφωνο καθώς και από τις πωλήσεις πρέπει να είστε αρκετά ευχαριστημένος μέσα σ’ αυτή τη «νεκρή» αγορά… Εκτός από το τραγούδι με την Πένσου, φαίνεται πως το τραγούδι σε ποίηση του Καρυωτάκη οι «Ξεχαρβαλωμένες κιθάρες» μπορεί να επαναλάβει την επιτυχία του «Πόσο πολύ σ’ αγάπησα» με τον Θηβαίο.
Μακάρι,  θα δείξει…


Η Μπέλλου και το «Σεργιάνι στον Παράδεισο»

 
Θέλω να πάμε πολύ πίσω και να μιλήσουμε για ένα δίσκο σας που μου αρέσει ιδιαίτερα το «Σεργιάνι στον Παράδεισο» σε στίχους Μάνου Ελευθερίου το 1976. Υπήρχαν και τότε αρκετές αναφορές στη Σμύρνη, όπως και στα «Ματωμένα χώματα». Πείτε μου δυο λόγια γι’ αυτή τη δουλειά στην οποία συμμετείχαν η Σωτηρία Μπέλλου, ο Γιάννης Μπογδάνος και η Έλενα Κωστή.
Το «Σεργιάνι στον Παράδεισο» είναι μια σειρά με τα πρώτα λαϊκά τραγούδια που έγραψα. Είναι από τις καλύτερες δουλειές που έχω κάνει κι εγώ και ο Ελευθερίου μαζί. Μιλάω και για τον Ελευθερίου, αυθαίρετα βέβαια, αλλά ξέρω ότι το πιστεύει κι αυτός αυτό. Ήταν σε μια πάρα πολύ καλή στιγμή, τριάντα χρόνια πίσω και παραπάνω, γιατί τα τραγούδια αυτά τα είχαμε γράψει μες στην επταετία. Από εκείνη την περίοδο είναι και τα τραγούδια μου που τραγούδησε ο Μητσιάς γύρω στο 72 -73. Αυτά λοιπόν τα τραγούδια στο «Σεργιάνι στον Παράδεισο» ατύχησαν για λόγους, που δεν θέλω να πω τώρα. Εκτός από την Μπέλλου που συμμετείχε και είναι πολύ καλή, δεν είχε τις φωνές αυτές που θα τα προωθούσαν…

Βασιστήκατε στο υλικό της εταιρείας;
Ναι. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, είναι οι συγκυρίες αυτές, δυστυχώς.

Από την Μπέλλου τι θυμάστε, πώς ήταν;
Η Μπέλλου ήταν πάντα Μπέλλου.

Και στη συνεργασία σας; Έχει κατά καιρούς ακουστεί πως ήταν κάπως, ας πούμε, ιδιόρρυθμη.
Καθόλου ιδιόρρυθμη δεν ήταν. Toν κάθε άνθρωπο όταν δεν έχει τα δικά μας μυαλά και τις δικές μας ιδιορρυθμίες, τον λέμε ιδιόρρυθμο. Δεν είναι ιδιόρρυθμος. Έχει το δικό του τρόπο κίνησης και έκφρασης. Εμείς θέλουμε όλοι να κινούνται όλοι και να εκφράζονται σαν κι εμάς. Να τρώνε όσο αλάτι τρώμε εμείς, να τρώνε όση ζάχαρη τρώμε εμείς… Άμα δεν τρώνε όση ζάχαρη τρώμε εμείς, τον λέμε ιδιόρρυθμο. Εμένα δεν μ’ αρέσουν αυτοί οι χαρακτηρισμοί. Όχι. Ήταν συνεπέστατη μαζί μου. Και νομίζω πως δεν έχει ακουστεί πως η Σωτηρία δεν ήταν συνεπέστατη. Απεναντίας ήταν ένας άνθρωπος έξω καρδιά και ότι ήθελε το έλεγε στα ίσα. Ήταν και πλακατζού…

Νομίζω πως θέλατε να τραγουδήσει ολόκληρο το δίσκο…
Ναι αλλά δεν ήθελε ο Πατσιφάς. Η Σωτηρία ήθελε να κάνουμε κι έναν άλλο δίσκο μαζί, μετά απ’ αυτό. Δεν το ’χω πει ποτέ μου……

Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό.
Ήθελε και βεβαίως κι εγώ το ήθελα πιο πολύ, να κάνουμε ένα δίσκο μαζί. Και μού ‘λεγε «να ψήσεις και τον Ελευθερίου» που δεν χρειαζόταν να τον ψήσω εγώ, ήτανε ψημένος μόνος του ο Μάνος. Ο μόνος που δεν  ψηνότανε  ήταν ο Πατσιφάς. Είχε τους λόγους του. Δεν ξέρω ποιοι ήταν αυτοί οι λόγοι και δεν το συζητούσε καν. Προσπαθούσα μερικούς μήνες να τον πείσω αλλά δεν τα κατάφερα… Δεν πειράζει…

Μήπως ήθελε να έχει τη Μπέλλου μόνο για τις επανεκτελέσεις των ρεμπέτικων; Γιατί, αν δεν απατώμαι και τα τραγούδια του Ηλία Ανδριόπουλου με δυσκολία βγήκαν αργότερα…
Δεν ξέρω τι μπορεί να ήθελε, γιατί δεν μ’άφησε να καταλάβω τι δεν ήθελε. Απλώς έλεγε «όχι, όχι, θα είναι η καταστροφή σου, μην την ακούς, είναι τρελή». Πώς θα ήταν η καταστροφή μου η Μπέλλου; Αυτό δεν το κατάλαβα ποτέ. «Όχι ν’ ακούς τι σου λέω εγώ» μου έλεγε ο Πατσιφάς. Είχε τα δικά του. Άλλος ένας ακόμη που τον λέγαμε ιδιόρρυθμο. Αλλά αυτοί οι ιδιόρρυθμοι είναι που γράφουν ιστορία. Δεν γράφουν οι συμβιβασμένοι. Ο «ιδιόρρυθμος» Πατσιφάς έγραψε ιστορία.


4 τραγούδια με τον Στράτο και οι «Κυκλάδες»

 
Το 1971 γράφετε τέσσερα τραγούδια με τον Στράτο Διονυσίου. Το ένα κυκλοφόρησε τότε αλλά τα υπόλοιπα πολύ αργότερα, το 2000 στη συλλογή τραγουδιών σας «Πρώτη εκτέλεση». Τι θυμάστε από τη συνεργασία με τον Στράτο;
Βλέπω ότι σας αρέσει η παρελθοντολογία, αλλά τι σημασία έχει και ποιόν ενδιαφέρουν αυτά;

Νομίζω πως στους περισσότερους αρέσει να μαθαίνουμε τι υπάρχει πίσω από αυτό που ακούμε και πώς δημιουργήθηκε.
Και με τον Διονυσίου ήταν μια μικρή αλλά πολύ καλή συνεργασία. Κοιτάξτε να δείτε αυτοί οι άνθρωποι όλοι ήτανε απλοί λαϊκοί καθημερινοί άνθρωποι, τουλάχιστον με τους συνεργάτες τους. Aυτά τα τραγούδια τα είχα ξεχάσει. Είναι από τα πρώτα τραγούδια που έχω ηχογραφήσει και είχε κυκλοφορήσει μόνο ένα το «Ζήσαμε και δεν ζήσαμε». Αργότερα, όταν έψαχνα πριν από μερικά χρόνια που έγινε η συλλογή, θυμόμουν ότι ήταν άλλο ένα τραγούδι και ψάχνοντας βρήκα άλλα τρία. Και τότε τα θυμήθηκα. Κατόπιν διαπίστωσα ότι τα είχε τραγουδήσει κι ο Μητσιάς. Δεν το ήξερα αυτό το πράγμα. Και τα είχε πει και στις ίδιες ορχήστρες που είχα διευθύνει εγώ. Τα ’χουν βγάλει με τον Μητσιά στο cd «Τραγούδια από τις 45 στροφές».

Το 1980 στον οργανικό δίσκο «Κυκλάδες» υπάρχει ένα κομμάτι στη μνήμη του Μάρκου Βαμβακάρη κι ένα με τίτλο «Με τον τρόπο του Μάνου Χατζιδάκι». Γιατί τα αφιερώσατε σ’ αυτούς τους συνθέτες;
Έχω κάνει μια αναφορά σ’ ένα τραγούδι αλλά όχι γιατί μ’ επηρέασε  ο Μάρκος. Πιο πολύ μ’ επηρέασε η άποψη του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο τραγούδι. Οι «Κυκλάδες» είναι ο πρώτος δίσκος οργανικής μουσικής στον οποίο κανένα κομμάτι δεν έχει προϋπάρξει κάπου αλλού. Δεν ήταν δηλαδή από το θέατρο ή τον κινηματογράφο ή διασκευές τραγουδιών μου. Είναι κομμάτια 100% γραμμένα γι’αυτό τον δίσκο. Μετά από λίγα χρόνια  βγήκαν κάποιοι άλλοι δίσκοι που ήταν καθαρά οργανικοί. Ο πρώτος δίσκος οργανικής μουσικής με κομμάτια σε πρώτη εκτέλεση ήταν οι «Κυκλάδες». Και οι «15 εσπερινοί» και η «Τζοκόντα» του Χατζιδάκι και άλλοι δίσκοι είχαν θέματα που προϋπήρχαν.

Ο ήχος του μπουζουκιού παραπέμπει στο Θανάση Πολυκανδριώτη. Εκείνος παίζει;
Ναι ο Πολυκανδριώτης παίζει. Είναι ένας δίσκος που ζει ακόμα και θα ζει, πιστεύω, για πάντα, απόδειξη ότι πουλάει συνέχεια.

Πιστεύετε πως η μεταφορά του κέντρου βάρους από τους συνθέτες στους τραγουδιστές που έγινε από τις αρχές της δεκαετίας του '80 και μετά έκανε τελικά κακό στο τραγούδι;
Noμίζω ότι έκανε κακό στο τραγούδι. Γιατί οι εταιρείες δεν ψάχνανε για τραγούδια καλά. Σιγά, σιγά άρχισαν να ψάχνουν για τραγούδια που θα ταιριάζουν στον τραγουδιστή. Κι εκεί μπήκαν μέσα, σιγά σιγά και οι μη συνθέτες. Ένας άνθρωπος που μπορεί να γράψει ένα ωραίο τραγούδι κάποια στιγμή, δεν σημαίνει ότι είναι συνθέτης. Εάν αυτός ο άνθρωπος γίνει καθεστώς, χαλάει το τραγούδι κι αυτό συνέβη. Είναι άλλο πράγμα λοιπόν να γράψεις ένα ωραίο τραγούδι κι άλλο το να είσαι συνθέτης ή τραγουδοποιός. Είναι άλλη νοοτροπία, άλλη σκέψη. Παίρνεις άλλες πρωτοβουλίες και έχεις άλλο όραμα και άλλους στόχους. Τώρα έχω την αίσθηση ότι κάτι αλλάζει, αρκετά χρόνια βαλτώσαμε…


Ο Νταλάρας και τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά»

 
Σε πολλά τραγούδια σας έχετε γράψει ο ίδιος τους στίχους. Αν δεν απατώμαι η αρχή έγινε το 1993 στα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά». Εκεί ήταν και η πρώτη συνεργασία σας με τον Γιώργο Νταλάρα. Πώς προέκυψε αυτό; Γράψατε τα τραγούδια έχοντας στο μυαλό σας τη φωνή του;
Όχι, όχι, δεν είχα τον Νταλάρα. Ποτέ δεν γράφω τα τραγούδια έχοντας στο μυαλό μου έναν τραγουδιστή. Όταν τα γράφω μπορεί να μού ‘ρθει ένας τραγουδιστής εκείνη την ώρα. Αλλά όταν θέλω να γράψω ένα τραγούδι δεν ξεκινάω να πω «τώρα θα γράψω για τον Νταλάρα» ας πούμε. Αφού είχα γράψει τα τραγούδια, είχα σκεφτεί δυο-τρεις λύσεις και μια απ’ αυτές ήταν ο Νταλάρας με τον οποίο δεν είχα ξανασυνεργαστεί. Ένα βράδυ πήγα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς που τραγουδούσε και τον βρήκα, του είπα τι θέλω, μου ζήτησε να του δώσω τα τραγούδια να τα ακούσει και μου είπε πως σε μία εβδομάδα θα μου απαντούσε. Ανταλλάξαμε τα τηλέφωνά μας και σε μια βδομάδα μου απάντησε ότι τον ενδιαφέρει πάρα πολύ το υλικό. Κι από κει και πέρα καθίσαμε και δουλέψαμε και βγήκε αυτό που βγήκε. Ο Νταλάρας έχει αυτό το καλό. Είναι συνεπής με τον εαυτό του και με τους άλλους. Θα σου πει ναι ή όχι. Δεν σε ταλαιπωρεί όπως άλλοι που σε ψάχνουν και όταν σε βρουν σε ταλαιπωρούν λες και τους έψαχνες εσύ και είναι κάποιοι… πενήντα φορές πιο ισχυροί. Συνήθως οι άνθρωποι φέρονται ηλίθια.

Και βγήκε το «Πεπρωμένο» και μια από τις σημαντικότερες δισκογραφικές καταθέσεις τόσο δική σας όσο και του Νταλάρα. Το «Πεπρωμένο» θα έλεγα ότι έχει γίνει πια ένα δημοτικό τραγούδι. Δηλαδή ανώνυμο. Πέρασε στην ανωνυμία του συνθέτη και του ερμηνευτή ίσως. Θα μείνει στους αιώνες όπως η «Φραγκοσυριανή». Είναι απ’ αυτά τα τραγούδια που τα πήρε ο κόσμος. Μπήκε στο «πάνθεον» που λέμε. Είναι κλασσικό… Μήπως η τεράστια επιτυχία του όμως επισκίασε κάπως τα υπόλοιπα τραγούδια;
Όταν υπάρχουν τόσο μεγάλα τραγούδια μέσα σ’ ένα δίσκο όπως ήταν αυτό, είναι φυσικό να αδικηθούνε λίγο τα υπόλοιπα. Και όμως και το «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» έγινε νομίζω μεγάλη επιτυχία όπως και το «Κάτω από γέφυρες» και το «Τάκα τάκα» παραμένουν και παίζονται πολύ. Θα σας πω κάτι που δεν το γνωρίζετε ίσως. Από την πρώτη κιόλας φορά που ακούστηκαν τα «Μαλλιά» από το πρώτο επεισόδιο της σειράς, έκαναν εντύπωση και την άλλη μέρα ζητούσαν τον δίσκο και επειδή ο δίσκος καθυστέρησε για κάποιους λόγους να κυκλοφορήσει στα δισκοπωλεία είχαν ανοίξει λίστες με σειρά προτεραιότητας για την αγορά του δίσκου.

Μου άρεσε ιδιαίτερα, ότι στη συναυλία σας στο Μέγαρο Μουσικής τον Μάρτη του 2008 χρησιμοποιήσατε κάποιους από τους μουσικούς που έπαιξαν στα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», όπως τον Κώστα Παπαδόπουλο.
O Kώστας Παπαδόπουλος είναι ιστορία. Γι’ αυτό τον πρόβαλλα και τον τίμησα έτσι στο Μέγαρο και θα τιμούσα και έναν άλλο εξαιρετικό μουσικό που έχει αποσυρθεί τον Θανάση Αραπίδη αλλά δεν μπόρεσα να το κάνω. Δεν ξεχνώ ποτέ όσους έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι που λένε κι όλους αυτούς που στήριξαν και υποστήριξαν με τις ερμηνείες τους τη μουσική μου. Είμαι από τους πρώτους συνθέτες της γενιάς μου που σε κάθε δίσκο μου υπήρχαν τα ονόματα των συνεργατών μου. Όπως δεν ξεχνώ ότι κι εγώ όπως όλοι, νέοι ξεκινήσαμε και είχαμε ανάγκη υποστήριξης μεγαλύτερη από τώρα και όταν μου ζητούν ή όταν δω κάποιο νέο άνθρωπο με ταλέντο, πάντοτε, όταν μπορώ, του δίνω βήμα να εκφραστεί.


Μουσικοί και ηχογραφήσεις

 
Κάποιοι ιδιαίτερα νέοι και νομίζω καλοί μουσικοί σας κατηγορούν ότι δεν δοκιμάζετε στις ηχογραφήσεις σας και νέους συνεργάτες…
Είναι αλήθεια, το κάνω σπάνια ίσως, γιατί με τους μουσικούς που συνεργάζομαι ξέρουν πολύ καλά τι θέλω και πως το θέλω. Μια παρτιτούρα όσο ακριβής και περιγραφική να είναι αφήνει πάντοτε μεγάλα περιθώρια στον ερμηνευτή, ε λοιπόν, αυτή την άποψη του ερμηνευτή αναζητώ πάντα, χωρίς να αλλοιώνεται η άποψη της ορχήστρας, η ενορχήστρωση. Και αυτό δεν μπορείς να το πετύχεις με νέους συνεργάτες που δεν γνωρίζουν τι θέλεις και μέχρι πόσο τους παίρνει να αναπτύξουν δικές τους πρωτοβουλίες. Γι’ αυτό και όταν το κάνω βάζω μόνον ένα νέο συνεργάτη στην ορχήστρα. Όλα χρειάζονται και μια τακτική. Τελειώνοντας θέλω να σας πω, πως έχω ζητήσει από όλους τους συνεργάτες μου να φέρνουν στις ηχογραφήσεις μας μαθητές τους, για να μαθαίνουν τι σημαίνει ομαδική ηχογράφηση, κάτι σπάνιο στις μέρες μας, να διδαχθούν δηλαδή ένα άλλο τρόπο παιξίματος και να καταλάβουν και με έναν άλλο τρόπο τι σημαίνει συνεργασία, συν-δημιουργία.

Σήμερα πολύ συχνά, παρατηρείται το φαινόμενο να κυκλοφορούν δίσκοι και οι τραγουδιστές να μην γνωρίζουν καν τους δημιουργούς. Πώς σας φαίνεται αυτό;
Ε, μετά πώς να κάνουνε τραγούδια; Αυτά είναι ομαδικά σπορ. Είναι «σκυταλοδρομία», δεν μπορεί να μην υπάρχει συνεργασία. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Πρόσφατα ηχογράφησα την μουσική γι’ αυτές τις δύο δουλειές τον «Καρυωτάκη» και τα «Χώματα». Πάντα προσπαθώ να έχω τους καλύτερους μουσικούς. Γιατί ένα έργο, δεν είναι μόνο το έργο. Είναι οι ερμηνευτές που κάνουν το έργο να λάμπει. Ένας από τους ερμηνευτές που είχα, ήταν και ο πολύ φίλος μου ο Νότης Μαυρουδής που έπαιζε κιθάρα με τον Παναγιώτη Μάργαρη. Ήθελα να τους έχω γιατί είχα ιδιαίτερο ρόλο για τις κιθάρες. Κι επειδή ο Νότης είναι φίλος μου αλλά είναι και ο Νότης Μαυρουδής ήθελα να είναι κι εκείνος και με τιμούσε αυτό. Όταν ήρθε στο στούντιο και είδε ότι θα παίζαμε όλοι μαζί τα ’χασε. Μου είπε «θα παίξουμε όπως τον παλιό καλό καιρό;» «Φυσικά ρε Νότη, δεν το ’ξερες ότι θα παίξουμε ζωντανά;» του είπα. «Το ’ξερα ότι έτσι γράφεις αλλά ακόμη και τώρα δεν το πιστεύω». Και παίξαμε με άλλο κέφι και νομίζω φαίνεται αυτό το πράγμα.

Και τα «Ματωμένα χώματα» έτσι γράφτηκαν; Παίξανε όλοι μαζί;
Πάντα, πάντα ηχογραφώ όπως παλιά, με όλους τους μουσικούς μαζί. Σ’ ένα όργανο μπορεί να κάνεις ένα playback αλλά την ώρα που γίνονται οι πρόβες είναι όλοι και παίζουν όλοι. Και μπορεί να πεις, «εντάξει το σαξόφωνο τώρα ας μην παίξει», για να μην το ξαναγράφουμε αν κάνει ένα λάθος ή να μην περάσει μέσα από άλλα όργανα, να μπορώ να το επεξεργαστώ όπως θέλω. Αλλά είναι όλοι παρόντες. Πώς θα έχει ανταπόκριση ο ένας με τον άλλον; Επειδή είναι γραμμένη η παρτιτούρα; Δε λέει τίποτα.

Είναι πολύ σημαντικά όλα αυτά στη σημερινή εποχή που οι περισσότεροι γράφουνε στα computers.
Δεν έχει σημασία, θα το ξεπεράσουνε και θα επανέλθουνε στα στούντιο. Μετά από λίγο καιρό… Θα γίνει νέα μόδα τότε πάλι. Όχι ανάγκη, γιατί για μας ήταν ανάγκη. Αυτοί θα το κάνουν πάλι μία μόδα. Αλλά έτσι είναι. Οι καιροί αλλάζουν, οι συνήθειες αλλάζουν, οι νέοι άνθρωποι εγκλωβίζονται στη νέα τεχνολογία. Κι εγώ όταν πήγα στα στούντιο έγραφα σε στέρεο, σε δικάναλο. Πριν από μένα έγραφαν κατευθείαν στο κερί. Σημασία έχει την τεχνολογία να την εκμεταλλεύεσαι και να την παγιδεύεις και όχι να σε παγιδεύσει. Να την εκμεταλλευθείς εκεί που την θέλεις. Σήμερα μια ηχογράφηση μπορεί να είναι καλύτερη, ευκολότερη και γρηγορότερη, γιατί έχεις τα μέσα. Αλλά είναι άλλο αυτό, και άλλο το να κάνεις μια ηχογράφηση με τα δεδομένα του computer ή του αυτοματισμού. Τότε έχεις παγιδευτεί. Η μουσική είναι παρέα.


Τα τραγούδια και οι συνέπειες της τηλεόρασης

 
Έχετε γράψει πολλή μουσική για την τηλεόραση. Ποια είναι η γνώμη σας για τις συνέπειες της τηλεόρασης στο τραγούδι από το ’90 και μετά;
Νομίζω πως βοήθησε η τηλεόραση…

Είστε από τους ελάχιστους, ίσως ο μοναδικός που έχω ακούσει να το λέει αυτό.
Δεν το λέω γιατί έχω γράψει μουσική για την τηλεόραση, αλλά τι γίνεται… Αυτή τη στιγμή η ελπίδα είναι τα soundtracks. Όχι όλα. Αυτά τα 2-3-4 τα καλά. Γιατί και τα προγράμματα της τηλεόρασης δεν είναι όλα καλά, ούτε όλα τα soundtracks. Aλλά πιστεύω ότι κάποια καλά soundtracks της τηλεόρασης και του κινηματογράφου άνοιξαν το δρόμο για να περάσουν και κάποια άλλα πράγματα και έχουν αρχίσει και βγαίνουν κάποια ωραία τραγούδια και πολύ ωραίοι δίσκοι με οργανική μουσική. Αλλά δυστυχώς χάνονται μέσα στην πληθώρα και την υπερπαραγωγή. Η τηλεόραση έχει τη δυνατότητα να στο υπενθυμίζει κάθε βδομάδα αυτό και να το πηγαίνει αυτόματα στα αυτιά ενός εκατομμυρίου κόσμου. 500.000 στη χειρότερη περίπτωση. Είναι σημαντικό αυτό. Μια μουσική που κάθε βδομάδα την ακούν ένα ή δυο εκατομμύρια άνθρωποι. Όπως γίνεται τώρα με τα «Ματωμένα χώματα» και τον «Καρυωτάκη». Είναι μεγάλες υπερπαραγωγές, οι μοναδικές φέτος, πολλά χρόνια είχαν να γίνουν τέτοιες παραγωγές. Και στις δυο είχα την τύχη να γράψω εγώ μουσική. Η τηλεόραση βοηθάει. Εντάξει, λανσάρει κι άλλα πράγματα. Στο χέρι σου είναι να επιλέξεις τι θα κάνεις. Δεν μπορεί 24 ώρες η τηλεόραση να παίζει «λουλούδια».

Εδώ είναι το θέμα. Πού γέρνει η ζυγαριά, στα «λουλούδια» ή τις «τσουκνίδες»;
Tη ζυγαριά την ορίζει ο καθένας μας. Κάτι ακόμη σημαντικό είναι πως οι δίσκοι με τα soundtracks δίνουν την ευκαιρία και βάζουν στον αυτί του ακροατή και την ορχηστρική μουσική, ένα τραγούδι δηλαδή χωρίς λόγια που τον καθένα τον ταξιδεύει διαφορετικά. Δεν είναι μουσική μόνο το τραγούδι χρειάζεται να ακούμε και άλλα πράγματα.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 κάνατε κι εσείς μια εκπομπή στην τηλεόραση τα «Τραγούδια στο συρτάρι» στην οποία παρουσιάζατε νέα, ακυκλοφόρητα, έργα σημαντικών Ελλήνων δημιουργών. Αυτή η σειρά δεν ξαναπροβλήθηκε. Δεν υπάρχουν αυτά, έχουν σβησθεί;
Όχι, δεν υπάρχουν. Γιατί τότε γράφανε πάνω στις ίδιες ταινίες, δεν υπήρχαν οι σημερινές δυνατότητες και σβηστήκανε. Αφού δεν είχαμε video να τα κρατήσουμε εμείς. Δυο τρεις εκπομπές αν υπάρχουν, σκόρπιες, από συνθέτες που είχανε video τότε και τα μετέγραψαν.

Τώρα όμως, εδώ και τρία χρόνια κάνετε μια άλλη εκπομπή στο ραδιόφωνο τη «Μαγεία της αυλαίας», στην οποία παρουσιάζετε θεατρικές παραστάσεις.
Κάθε Κυριακή πρωί στις 11 από το Δεύτερο πρόγραμμα. Είναι μια εκπομπή που έχει μεγάλη απήχηση και προβάλλει το ελληνικό θέατρο. Και χαίρομαι γιατί από τότε που ξεκίνησα εγώ αυτή την εκπομπή, μετά από 6-7 μήνες άρχισαν κι άλλες εκπομπές να μιλάν για το θέατρο, να προτείνουνε θέατρα…

Εκτός από τη μουσική για τις τηλεοπτικές σειρές, σκοπεύετε να βγάλετε και πάλι μια δουλειά με λαϊκά τραγούδια;
Βεβαίως και σκοπεύω. Πάντα σκοπεύω…

Πρωτοδημοσιεύθηκε στο τεύχος 11 του περιοδικού «Όασις» τον Σεπτέμβρη του 2009

Video

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!