Θοδωρής Μανίκας: Έκανα σουξέ με τα λαϊκά για να διεκδικώ μπάτζετ για τα άλλα κόλπα

(PHOTOS) To Pop Eleven, ο Χατζιδάκις, το underground, η ανεξάρτητη σκηνή, οι Φατμέ, τα Εξάρχεια, ο Μπάμπης Μπακάλης, η Λύρα, η Νταντωνάκη, οι Thirty Ντέρτι, ο Μαργαρίτης, ο Χριστοδουλόπουλος, το Sierra και άλλες «παραγωγικές» ιστορίες
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Μέρος Ά - Συνέντευξη - ποταμός!

Το 1975, ένα... μαμούνι άρχισε να στριφογυρίζει στα περίεργα στέκια της Αθήνας, οργώνοντας την Κυψέλη, τα Εξάρχεια, τους Αμπελοκήπους, το Κολωνάκι, την Ομόνοια, το Μοναστηράκι...

Μετά από μία σπάνια περιπλάνηση, όπου πέρασε τα πρώτα του 15 χρόνια σε 12 πόλεις, ο Θοδωρής Μανίκας, είχε μόλις εγκατασταθεί στην Αθήνα και, από τότε, γίνεται ένα με την πόλη. Σιγά-σιγά, άρχισε ν’ αφήνει το αποτύπωμά του, απ’ όπου πέρναγε.

Φυσιογνωμία της Νομικής, στο πέρασμά του από την σχολή, πωλητής δίσκων στην καλύτερη φάση του ιστορικού Pop Eleven, ραδιοφωνικός παραγωγός από πολύ μικρός, μουσικός και τραγουδοποιός, παραγωγός συναυλιών για ονόματα παγκόσμιας εμβέλειας, σεναριογράφος της πετυχημένης και αξέχαστης τηλεοπτικής σειράς Είμαστε Στον Αέρα, ο άνθρωπος που γνώρισε κι έζησε όσο λίγοι τον Άκη Πάνου, δημοσιογράφος στα μουσικά έντυπα (και, για ένα κρίσιμο διάστημα, διευθυντής του ιστορικού Ποπ Και Ροκ), αλλά και δημοσιογράφος του πολιτικού Τύπου, με ελεύθερα πολιτικοκοινωνικά ρεπορτάζ και πολλές διεθνείς αποστολές, για διάφορα περιοδικά (Εικόνες, ΚΛΙΚ, κ.ά.) και για 3 μεγάλες Κυριακάτικες εφημερίδες (Βήμα, Ελευθεροτυπία και Καθημερινή), που, επί 20 χρόνια, τον έστελναν από την Φινλανδία μέχρι το Χονγκ Κονγκ κι απ’ την αγαπημένη του Αιθιοπία μέχρι το Μεξικό, για να καλύψει, αθόρυβα, διάφορα θέματα, κάτι για το οποίο δηλώνει υπερήφανος, όχι μόνο γιατί ήταν δύσκολο να αποτινάξει την ετικέτα του «μουσικού συντάκτη», αλλά γιατί το πέτυχε, χωρίς ν’ ανήκει στο σινάφι των πολιτικών δημοσιογράφων, χωρίς να είναι καν μέλος της ΕΣΗΕΑ...

Αλλά, πάνω απ’ όλα αυτά, ο Θοδωρής Μανίκας, είναι παραγωγός και ενορχηστρωτής αταίριαστων μεταξύ τους δίσκων - ίσως ο μοναδικός πραγματικός παραγωγός δίσκων που έχει απομείνει στο ελληνικό περιβάλλον!

Από τους Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω ως τον Δημήτρη Ψαριανό, από τον Nick Gravenites ως τον Άκη Πάνου, από τους Φατμέ ως τους Nightstalker, από τον Χρήστο Κυριαζή ως τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο και από την Μπέμπα Μπλανς ως τον Βαγγέλη Γερμανό, πλείστοι καλλιτέχνες, τραγουδοποιοί και συγκροτήματα, επωφελήθηκαν από το ταλέντο και τις αστείρευτες ιδέες του Μανίκα ως παραγωγού δίσκων.

Πιο πρόσφατος στη σειρά, ο νεαρός Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος, απ’ το προπέρσινο Τhe Voice, που έσκασε μύτη στην δισκογραφία, στα τέλη του 2016, με την πανκοειδή διασκευή του Μανίκα στο... αρχαίο χιτ Τζίνι, αλλά και με το Φτιάξ’ Τα Με Ένα Στέλεχος, ένα καινούργιο τραγούδι, σε μουσική του ιδρυτικού μπασίστα των Φατμέ, Δημήτρη Καλαντζή και σε στίχους του Γιώργου Στράτου, του Προέδρου της ποδοσφαιρικής Σούπερ Λίγκας! Αυτά τα ταλέντα, μόνο ο Θοδωρής Μανίκας τα ξετρυπώνει!
man4.jpg
2016, ο Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος, έσκασε μύτη στην δισκογραφία, με την πανκοειδή διασκευή του Μανίκα στο... αρχαίο χιτ Τζίνι.

Είναι απίθανος τύπος, απρόβλεπτος και ικανός, από μια μυρωδιά μουσικής, να μπει απ’ την... κλειδαρότρυπα, αξιοποιώντας την έμπνευση της στιγμής και να κάνει το crossover hit, που όλοι θα μιλάνε γι’ αυτό. Οι χιλιάδες ώρες στα στούντιο, το πέρασμά του από τις δισκογραφικές εταιρίες, η εμπειρία τόσων χρόνων στο ραδιόφωνο, το στήσιμο του εμβληματικού κλαμπ Ρόδον, οι γνωριμία και οι αποκλειστικές συνεντεύξεις με δεκάδες διάσημα πρόσωπα (απ’ τους Metallica ως τον Τζο Κόκερ κι από τον Ντον Τσέρι ως τους Arctic Monkeys), το πρώτο ταξίδι του στην Τζαμάικα για την κηδεία του Μπομπ Μάρλεϊ, οι παράνοιες, το πρώτο παζάρι δίσκων που διοργάνωσε το 1992 στο κλαμπ Camel, η νέα, instrumental εκδοχή των 667…

Για εκείνον, όλα τα προηγούμενα, όλα αυτά κι όλα τα υπόλοιπα, είναι μία και μόνη διαδρομή, η μουσική του διαδρομή! Γιατί έχει γράψει κι άλλες διαδρομές, είναι ογκώδης σε όλα του (εκτός από τη σιλουέτα), ο Θοδωρής Μανίκας και είναι πάντα απρόβλεπτος, στο επόμενό του βήμα!

Τον πρωτοπέτυχα, το 1990, στο ιστορικό Κανάλι 15, όπου εγώ ήμουν εκφωνητής ειδήσεων κι εκείνος ήταν ραδιοφωνικός παραγωγός, χωρίς όμως να γνωριστούμε περισσότερο. Τον ξαναβρήκα, 3 χρόνια μετά, σε μια blues-rock βραδιά που διοργάνωσα με το συγκρότημα S.O.S., στο Camel του Μάκη Σαλιάρη, όπου o Μανίκας, ήταν... διευθυντής του club!

Μετά από κάποια χρόνια, το 1999, του πήρα μια συνέντευξη με αφορμή την Συνωμοσία Των Μετρίων, το σημαδιακό δεύτερο cd του συγκροτήματός του, των Thirty Ντέρτι. Τους είδα και live τότε, τους Thirty Ντέρτι, στο Club 22, σε μια hot βραδιά, όπου, μια πασίγνωστη Αθηναία, όταν πέτυχε τον Μανίκα ξεμοναχιασμένο στα καμαρίνια με 2 φίλες του, έγινε έξω φρενών, έκανε επεισόδιο και σούταρε την γεμάτη παγωνιέρα, απ’ την οποία εκτοξεύθηκαν παγάκια παντού στα καμαρίνια, σε όργανα, σε ρούχα, στα πάντα κι όλο το μαγαζί είχε θέμα συζήτησης αυτό το περιστατικό κι όχι την συναυλία!
man5.jpg
1998, οι Thirty Ντέρτι στη Συνομωσία Των Μετρίων.

Αργότερα, με αφορμή το πασίγνωστο πρότζεκτ του, με τον Μαργαρίτη και το άλλο του συγκρότημα, τους 667, τον επισκέφθηκα και στο σπίτι του, στο Πολύδροσο, πάλι για συνέντευξη και, κατόπιν, τον έχασα πάλι... Γιατί, ο Μανίκας, είναι μια ιδιαιτερότητα που, όπως λέει κι ο ίδιος, αποσύρεται πάντα, μόλις δει ότι κινδυνεύει να γίνει κυρίως ρεύμα. «Επικίνδυνος» για κάποιους, μυαλωμένος, περπατημένος και ικανός με ότι καταπιάνεται, για κάποιους άλλους.

Χωράει, λοιπόν, ο Θοδωρής Μανίκας σε μια συνέντευξη; Με τί-πο-τα!

Το λοιπόν, αυτή την φορά, άφησα στην άκρη το τετράδιο με τις ερωτήσεις και το πήγαμε αλλιώς!

Μια ελεύθερη συζήτηση, στο ήσυχο αρτιστίκ δισκοπωλείο Underflow, απέναντι από τον σταθμό Συγγρού/Φιξ. Η πλάκα ήταν ότι συναντηθήκαμε τυχαία, νωρίτερα, ενώ εγώ έψαχνα να παρκάρω κι εκείνος έψαχνε ένα φωτοτυπάδικο!
man6.jpg
Στο δισκάδικο Underflow, ο Μανίκας, σκάλωσε με τις μάσκες και με τα τζαζ βινύλια...

Στο δισκάδικο Underflow, ο Μανίκας, σκάλωσε με τις μάσκες της συλλογής του Νίκου Παπαγεωργίου που κοσμούν τους τοίχους πάνω απ’ τα ράφια με τα βινύλια και με εξέπληξε, για μια ακόμη φορά, μιλώντας μου για το μεγάλο αρχείο που έχει σχετικώς με τις μάσκες!
Μετά, όσο να πιεί δυο διπλά εσπρέσο (για να ξυπνήσει, όπως μου είπε με άνεση και αφέλεια), έφαγε κάνα εικοσάλεπτο σκαλίζοντας τα τζαζ βινύλια του καταστήματος, που τα περισσότερα τα είχε και, για το καθένα, θυμόταν μ’ εκνευριστική ακρίβεια πού και πότε το απέκτησε!

Έτσι άρχισε το... experimental μεσημεριανό meeting μου με τον Θοδωρή Μανίκα, πριν καταφέρω να τον βάλω μπροστά στο μικρόφωνο του κινητού μου!

Πάμε να δούμε και πώς ολοκληρώθηκε...
man7.jpg

Η μουσική δεν είναι ένα συρτάρι, να πας να κλειστείς εκεί μέσα!


Τί πάει να πει αυτό που γράφει η κονκάρδα στο πέτο σου; Destroy Athens; Χριστουγεννιάτικα;
Εντάξει, μην τρομάζεις, δεν την είδα ξαφνικά βιτρινοθραύστης... Μια έκθεση ψιλο-underground του κώλου ήτανε, προ δεκαετίας, στη λεγόμενη 1η Μπιενάλε της Αθήνας και την έχω φυλάξει την κονκάρδα από τότε... Ήτανε νομίζω το 2007, την ώρα που η κρίση έσπαγε το κέλυφος και μπουκάριζε από παντού, για να γαμήσει την καθημερινότητά μας, τη χώρα μας και την αγαπημένη πόλη μας, την Αθήνα και, στην Τεχνόπολη, γίνεται έκθεση με χαρακτήρα, ξέρω ’γω, αντικουλτούρα ή underground κι ό,τι άλλο θέλεις και, όλα της τα πόστερ, οι κατάλογοι, κ.λπ., γράφουν επάνω 1η Μπιενάλε Της Αθήνας 2007, Destroy Athens, Χορηγός: Deutsche Bank! Κάνα εκατομμύριο ευρώ και βάλε, πήγε το κόλπο... Βλέπεις; Η Μπιενάλε έληξε προ πολλού, αλλά το project κρατάει ακόμη! Destroy Athens, my ass και χορηγός η Deutsche Bank. Τόσο underground, δεν υπάρχει! Κι από όλο εκείνο το τζέρτζελο, εγώ κράτησα την κονκάρδα. Άμα δεν ξέρεις το υπόλοιπο στόρι, την κοιτάς και δείχνει ωραίο... Destroy Athens! Τελειώσαμε!
man8.jpg
Destroy Athens!

Πώς το ορίζεις εσύ το underground;
Το underground δεν το ορίζω. (Σιωπή) Μεταξύ μας, δεν με απασχόλησε ποτέ σαν κάποιο προαπαιτούμενο! Είναι κάτι, που προκύπτει να είναι ή να μην είναι. Κάθε τι, είναι αυτό που είναι, δεν αλλάζει αν του βάζεις πρόσθετες ετικέτες... Με τις ετικέτες, όπως alternative, underground, progressive, κ.λπ., έχω πρόβλημα. Underground, με την κυριολεκτική μάλιστα έννοια, μπορείς να πεις ότι ήταν, π.χ., κάποτε, ο Νικόλας ο Άσιμος. Κι εδώ μέσα, στο κάπως ελιτίστικο δισκοπωλείο όπου είμαστε τώρα, είδα πριν λίγο ότι έχουν ένα vinyl-box που κάνει 50 ευρώ και άνω και είναι κασετίνα του Άσιμου! Εντάξει... Έχει καμιά λογική, αυτό να λέγεται underground ή να μην λέγεται underground; Εδώ στην Ελλάδα, μας ταλαιπωρούν πολύ με τις ετικέτες, γιατί είμαστε μακριά από εκεί που συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, δεν έχουν όλοι καλή γνώση ούτε της ξένης γλώσσας, ούτε της ξένης κουλτούρας. Εδώ λοιπόν, πιστεύω ότι οι ετικέτες έκαναν πάρα πολύ κακό σε όλους και σε όλα. Μεταξύ άλλων κι αυτό το φετίχ με το underground! Μιλάς με κάποιον και σου λέει ότι του αρέσει το τάδε συγκρότημά και τον ρωτάς, ποιο τραγούδι του συγκροτήματος του αρέσει και σου απαντάει, ...ξέρεις, μωρέεεε, κάτι απ’ τον πρώτο δίσκο τους, πριν γίνουν εμπορικοί. Όλο αυτό, δεν έχει καμιά λογική. Πρώτα απ’ όλα, με το που γίνανε εμπορικοί, έγιναν κι οι πρώτοι τους δίσκοι εμπορικοί! Υπάρχει, π.χ., το Bleach των Nirvana, μετά βγήκε το Nevermind που έσπασε το underground κι έγινε παγκόσμιο must και συμπαρέσυρε σε πωλήσεις και το Bleach, που ήταν, ας πούμε, η underground φάση της μπάντας...

Ο Άσιμος, όταν πουλούσε τις κασέτες του, δεν ήξερε ότι θα βγει μια κασετίνα με τα τραγούδια του σε βινύλιο, αξίας 50 ευρώ...
Και άνω! (Γελάει) Αυτό το επέβαλε η τέχνη του και η κοινωνία! Αν, τα τραγούδια που έγραψε, είχαν μεγαλύτερο εκτόπισμα από αυτό που προσδοκούσε ο ίδιος, δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τίποτα με το να τα χαρακτηρίσεις underground. Το ριζικό και η δυναμική τους, ήταν να γίνουν κάτι μεγαλύτερο! Γιατί να το λέμε με το ζόρι underground; Underground, θα πει υπόγειο. Στην Ελλάδα γίνεται συνέχεια λάθος χρήση των όρων. Το underground δεν μπορεί να είναι ένα πρόσωπο, ένας δίσκος ή μια ταινία, το underground είναι ένα αθόρυβο ρεύμα, ένα υπόγειο κίνημα, περιέχει ένα δίκτυο ανθρώπων, όχι ξέρω ’γώ, μία μπάντα κι έληξε... Όταν πρωτοσκάνε οι beatnik ποιητές, το beatnik είναι ένα underground λογοτεχνικό ρεύμα. Μόλις γίνει... overground, λήγει το σενάριο. Όταν πρωτοσκάει το Νέο Κύμα, στις μπουάτ της Πλάκας ή το ελληνικό χιπ-χοπ στον Περισσό και στο Πέραμα, είναι underground. Συμβαίνει αυτό που συμβαίνει και δεν το παίρνουν χαμπάρι οι άλλοι, οι, ας πούμε, αμύητοι. Όταν, όμως, κάτι έγινε αφίσα, flyer, site, αυτοκόλλητο, app για το κινητό, δεν είναι underground!

Εσένα δεν σε γοήτευε ποτέ ο όρος;
Από μικρό παιδάκι, εγώ τσιγκλίζομαι απ’ το περιεχόμενο. Με νοιάζει κάτι, μόνο αν κουνάνε τα βελόνια! Όχι τί λέει η ετικέτα... Αν με ρωτάς, πώς φερόμουν, πιτσιρίκος, απέναντι στα υπόγεια ρεύματα της εποχής, φυσικά κι ακολουθούσα τα underground ρεύματα, με τράβαγαν. Κάναμε κοπάνα το ’75 από το σχολείο στην Κυψέλη και πηγαίναμε στα Εξάρχεια, που τότε ήταν TO underground, αλλά ήταν και ΤΑ συγκεκριμένα Εξάρχεια... Η Διεθνής Βιβλιοθήκη, ο Κωνσταντινίδης, ο Τεό Ρόμβος, το Octopus, συγκεκριμένες φυσιογνωμίες σαν τον αείμνηστο Λεωνίδα Χρηστάκη, o Άγγελος ο Μαστοράκης, περίεργοι ζωγράφοι, ο Τιπούκειτος του Μπουκουβάλα, μαγαζιά όπου έβρισκες πατσουλί και άλλα καλούδια..., τί μαγαζιά δηλαδή, κάτι τρύπες και κάτι πατάρια ήταν τα περισσότερα, που τα είχανε κάτι μυστήριες γκόμενες που φοράγανε ινδικά φουλάρια και καπνίζανε τσιγάρα ευκαλύπτου, τις οποίες τις ξέραμε με τα μικρά τους ονόματα και, όταν μεγαλώσαμε λίγο ακόμη, τις τρακάραμε και κάθε βράδυ, στις πέριξ ταβέρνες και λίγο πιο κει, στη Σφίγγα και στον Ιπποπόταμο... Τέλος πάντων, αυτοί όλοι ζούσαν στα Εξάρχεια και τα διαμόρφωναν και είχαν τον σεβασμό μας! Γι’ αυτό το κατιτίς, πηγαίναμε στα Εξάρχεια, γιατί όντως το ένοιωθες ότι βρισκόσουν κάπου, όπου, όσα έρρεαν τριγύρω, δύσκολα τ’ αντάμωνες αλλού κι ακόμη περισσότερο, όσοι βρισκόντουσαν αλλού, δεν είχαν ιδέα ότι, όλα αυτά, υπάρχουν καν! Δεν λέω κάτι νοσταλγώντας, δεν ήμουν και για πολύ εκεί, αλλά το ‘νιωθες το κάτι τις που λέω. Αντιστρόφως, μετά το 1982-83, δεν μπορούσες να αρνηθείς ότι έσπασε το κέλυφος και βγήκε η όλη φάση στην επιφάνεια...

Τι εννοείς έσπασε το κέλυφος; Συνέβη κάτι τότε;
Μπήκαν τα Εξάρχεια στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και στους τουριστικούς οδηγούς, το ίδιο κάνει! Θα σου το πω λίγο αλληγορικά... Όταν βγάζει κάποιος ένα φανζίν, το φτιάχνει με το μεράκι του, με την παρέα του, το μοιράζουν από δω κι από εκεί, αλλά, όταν αυτό βγει στο Πρακτορείο Τύπου και πάει στο περίπτερο, είναι προφανές ότι παύει να είναι περιθώριο! (Εκείνη την στιγμή βγάζω από τη τσάντα μου και δείχνω στον Μανίκα το πρώτο τεύχος του περιοδικού Μορμώ, που το έχω εδώ και χρόνια στο αρχείο μου)
man9.jpg
To 1o τεύχος του περιοδικού Μορμώ.

Μιάς και ανέφερες τα φανζίν... Τί ήταν η Μορμώ; Εδώ σε αναφέρει ως μέλος της τετραμελούς εκδοτικής επιτροπής. Ήταν, η Μορμώ, ένα underground έντυπο;
Σιγά μην ήταν και παράνομος Τύπος! (Ο Μανίκας, ατάραχος, πιάνει το περιοδικό, κοιτάζει μόνο το... οπισθόφυλλο και συνεχίζει). Ήμασταν περίεργη ομάδα, οι τρεις ήταν συμμαθητές απ’ το Αμερικάνικο Κολλέγιο κι εγώ από τελείως αλλού. Μας ένωναν και μας χώριζαν πολλοί και πολλά και αυτό το κοινωνικό μπέρδεμα μας έβγαζε και προς τα πολύ ψηλά αλλά και προς τα χαμηλά κοινωνικά πεδία και, ομοίως μας έβγαζε και σε ένα περίεργο κοκτέιλ ιδεών, ανθρώπων αναζητήσεων και δημιουργίας, που ήταν το τελικό αποτύπωμα της Μορμούς! Αλλά, ποτέ δεν είπαμε ότι είμαστε underground, γιατί ποτέ δεν αναρωτηθήκαμε αν είμαστε underground! Αυτοί που είναι underground, ξέρουνε τί είναι και ξέρουν ότι καλό είναι να μην το πουν πουθενά. Το underground, είναι κάτι στιγμιαίο και δεν μπορεί να σε συνοδεύει σε όλη σου τη ζωή. Οκέι; Ο καθένας πορεύεται με τα εργαλεία, με τον πολιτισμό, τις γνώσεις και τις ανάγκες που έχει, αλλά να συμφωνήσουμε όλοι σε κάτι δεν είναι εύκολο. Και αυτοί οι όροι είναι τόσο άχρηστοι και απροσδιόριστοι... Η ψυχεδέλεια, το underground, η ανεξάρτητη σκηνή...

Η ανεξάρτητη σκηνή, είπες. Άλλος πολυχρησιμοποιημένος όρος αυτός. Εσύ, δισκογραφικά, ένιωθες ότι όσα παράγεις ανήκουν στην λεγόμενη ανεξάρτητη σκηνή;
Εγώ ξέρω ότι κάποιους δίσκους που παρήγαγα, τους ξεκώλιαζαν οι κασετοπειρατές στα πανηγύρια! Κάργα ανεξάρτητη σκηνή, μπάτε σκύλοι αλέστε! (Γελάει) Για κάπου 150.000 νόμιμους δίσκους που έκανε η παραγωγή μου για τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο, που έτσι κι αλλιώς ήταν ένα σούπερ νούμερο, φάγαμε άλλες 800.000 κασέτες πειρατεία! Άρα, π.χ., με τον Χριστοδουλόπουλο, πουλήθηκαν πολύ πιο πολλές παράνομες κασέτες απ’ ότι νόμιμοι δίσκοι! Κατά μία έννοια, κάποιες παραγωγές μου, βάδιζαν χέρι-χέρι με την πειρατεία και την παρανομία, ίσως αυτό κάνει κι εμένα λίγο underground! Χα χα! Τώρα, τί να σου πω και για τις ανεξάρτητες δισκογραφικές;

Δεν δέχεσαι την διαφορετικότητα των ανεξάρτητων εταιρειών;
Άκου... Το 1994, γύρισα από ένα μεγάλο δημοσιογραφικό ταξίδι στην Αμερική, όπου, εκτός από το Μουντιάλ, είχα να παρακολουθήσω και το φεστιβάλ Lollapalooza και, όταν έγραψα μετά, στον Ήχο, για όσα κατάλαβα εκεί, σημείωνα ότι η μόνη διαφορά που έχουν οι λεγόμενες ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρίες από τις μεγάλες, είναι το μέγεθος του λογιστηρίου τους! Στην πραγματικότητα είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα και λειτουργούν με την ίδια ακριβώς λογική, απλώς, για να το φέρω στα καθ’ ημάς, η Μίνως Μάτσας & Υιός, είχε το λογιστήριο σ’ έναν ολόκληρο όροφο, με καμμιά εικοσαριά άτομα μέσα, ενώ, η π.χ. Hitch-Hyke, δεν το είχε καν εκεί και το ‘τρεχε μ’ ένα παιδί που είχε γραφείο λογιστικό και συνεργαζόταν εξ αποστάσεως... H Sub Pop, η εταιρία των Nirvana, δεν είχε δικηγόρους, ξανθιές γκόμενες, ραντεβού, γεύματα, catering, και τέτοια κόλπα... Πεντέξι μουρλαμένοι ήταν, στο Σιάτλ κι έτρεχαν νυχθημερόν για να προλάβουν τις δουλειές του label, αλλά, πιο ‘κεί, καραδοκούσε η Geffen Records που τα είχε όλα αυτά και, μετά από λίγο, η Geffen αγόρασε το συμβόλαιο της μπάντας από την underground εταιρεία Sub Pop και οι Nirvana ανήκαν πλέον στην mainstream εταιρεία Geffen, αλλά και η Sub Pop, με τα πακέτα που τσίμπησε, διότι είχε ποσοστά απ’ τα εκατομμύρια δίσκους που πούλησε η Geffen με το Nevermind, έπαψε να είναι ακριβώς underground και γι’ αυτό, λίγα χρόνια αργότερα, είχε απορροφηθεί από τον υπερκολοσσό Warner! Αλλά, το θέμα μου, δεν είναι αυτές οι πίπες, το θέμα μου είναι μόνο τα τραγούδια και, εν προκειμένω, ο παικταράς ο Kurt Cobain και οι τραγουδάρες που έγραφε! Αλλάζει τίποτα που η Sub Pop λέγεται ανεξάρτητη και η Geffen πολυεθνική, όταν μιλάμε για τον καλλιτέχνη, για τα τραγούδια που γράφει και για την ψυχούλα του; Δεν νομίζω! Οι γύρω-γύρω τα ‘χουν φτιάξει όλα αυτά τα νοσηρά κλισέ, εγώ δεν θυμάμαι, τόσα χρόνια, κανέναν σπουδαίο καλλιτέχνη, είτε ήταν, π.χ., οι Sex Pistols, είτε ήταν οι Wu Tang, να βγήκε, ξεκινώντας και να είπε, γειά σας παιδιά, είμαστε ένα alternative συγκρότημα και δεν επιθυμούμε και πολλά πάρε-δώσε με το σύστημα... Μιλάω για σπουδαίους καλλιτέχνες, έτσι; Όχι για τον κάθε περαστικό, να εξηγούμεθα! Αλλά κι εδώ, βγήκε ποτέ κανείς να πει ότι εγώ είμαι της ανεξάρτητης σκηνής, δεν θέλω να πάω εδώ, δεν θέλω να πάω εκεί, δεν θέλω να βγω στο ραδιόφωνο, δεν θέλω να παίξω στο Ρόδον ή στο Fuzz, δεν θέλω το ένα, δεν θέλω το άλλο; Και, γιατί να το κάνει δηλαδή; Η μουσική δεν είναι ένα συρτάρι, να πας να κλειστείς εκεί μέσα! Ακόμη κι όσοι το ‘καναν από επιλογή, όταν άρχισαν να απασχολούν μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας, δεν θα διάλεγαν τον όρο ανεξάρτητη σκηνή ή underground, για να αυτοχαρακτηρισθούν... Εν ζωή ήταν ο Νικόλας Άσιμος, όταν τραγούδησαν τραγούδια του η Χάρις Αλεξίου κι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, λες να μην ψυλλιαζόταν πόσο είχε διευρυνθεί η δημοφιλία του;

Παρατηρείται, όμως, ότι παλιοί δίσκοι βινυλίου των underground καλλιτεχνών, έχουν σήμερα μεγαλύτερη ζήτηση από παλιούς δίσκους των καταξιωμένων ονομάτων, όπως ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Τζίμης Πανούσης, που δεν πουλάνε, αν και οι ίδιοι αντέχουν στο πάλκο έως σήμερα και...
(Με διακόπτει απότομα) Αμάν ρε μπαγάσα, πρωί-πρωί με τα βινύλια και το underground! Όνειρο έβλεπες; (Ο Μανίκας σιωπά για λίγο. Μετά αρχίζει να μιλάει, πολύ cool, σαν να μη τρέχει τίποτε) Άκου! Όλες αυτές οι μαλακίες, δεν πατάνε καλά ανάμεσα σε όσα συμβαίνουν στην κοινωνία. Άσε που, τις πραγματικές τάσεις, τα trend, τα κανονίζουν οι πιτσιρικάδες! Αυτοί, στη μουσική, είναι με τα i-pod και τα i-phone, συν κάτι άλλο που εφευρέθηκε όση ώρα μιλάμε! Αυτά είναι που εμπεριέχουν γι’ αυτούς όλη τη γοητεία της μουσικής, όπως την ανακαλύψαμε εσύ κι εγώ στο βινύλιο! Αλλιώς, τώρα θα είχαν κάνει κοπάνα μπόλικοι μαθητές απ’ το κοντινό σχολείο και θα είχαν έρθει εδώ μέσα, να βρούνε βινύλια και θα λέγανε, ουάου, έμεινα μαλάκας, ρε συ έχει την Πόπη Αστεριάδη σε βινύλιο! (Γελάει) Αλλά δεν βλέπω κανέναν πιτσιρίκο τόση ώρα εδώ μέσα, εσύ βλέπεις;

Όχι! Θα σε πάω όμως πίσω, στην εποχή που τα δισκάδικα ήταν όντως γεμάτα πιτσιρικάδες! Κάποτε δούλευες στο ιστορικό Pop Eleven, τί θυμάσαι από εκεί;
Μεγάλο σχολείο, το Pop Eleven, για μένα. Το λέω αστειευόμενος, ότι, στην ελληνική μουσική βιομηχανία, είμαι ίσως το μόνο άτομο που ξέρει από μέσα όλες τις φάσεις της διαδικασίας του δίσκου. Μπορεί να στήνω τις μπάντες μου, να κάνω παραγωγή στους Nightstalker ή στον Μαργαρίτη, να βγάζω δίσκους με δικά μου τραγούδια, αλλά όλα αυτά τα διεκπεραιώνω έχοντας παντοτινά εντός μου όσα έμαθα για την δισκογραφία, και από την θέση αυτού που κάνει εκπομπή κάθε μέρα στο ραδιόφωνο και απ’ τη θέση αυτού που γράφει για μουσική στα έντυπα και απ’ την θέση αυτού που, κάθε πρωί στις 9, κάνει παραγγελίες για ένα μεγάλο δισκάδικό, όπως τον καιρό που είμαι στο Pop Eleven και παίρνω τηλέφωνο στις αποθήκες των δισκογραφικών, για τις παραγγελίες της ημέρας σε στυλ, θέλουμε 10 Κηλαηδόνη, 4 Κnack, 8 Γρανίτα Από Λεμόνι και 15 Τα Τραγούδια Της Χθεσινής Μέρας και να απαντάνε, οι υπάλληλοι απ’ τις αποθήκες, άααα, άμα θέλεις 15 Χάρι Κλυνν, πρέπει να πάρεις και 5 Κοντολάζο, είπε η διεύθυνση... Τα ονόματα τα λέω τυχαία, οκέι; Αυτή τη συμπυκνωμένη πείρα, λοιπόν την κουβαλάω μαζί μου. Με αυτή την έννοια, το Pop Eleven, ήταν εμπειρία για μένα. Ήταν χρόνια από τη ζωή μου, απ’ το 1975 έως το 1985 μπαινόβγαινα εκεί, και ως εργαζόμενος και ως πελάτης και ως... περαστικός! Αυτά τα χρόνια με σημάδεψαν, γιατί, εκτός του ότι είχαμε τους δίσκους κι έμαθα πολλά για την δισκογραφική αγορά, το μέρος ήταν και τρομερό στέκι. Το τί συνέβαινε στο Pop Eleven, δεν περιγράφεται με όρους του σήμερα!
man10.jpg
1977, Pop Eleven, κοπάνα απ' το σχολείο. O ΘM, με τον κολλητό συμμαθητή του Γιάννη Κούβαρη.

Μουσική και λίγες μαλακίες για να περνά ευχάριστα η ώρα του ανθρώπου! Αυτό είναι το ραδιόφωνο!

Πού βρισκόταν το Pop Eleven;
Πρώτα, ήταν στη γωνία Σκουφά 73 και Μασσαλίας, στο υπόγειο. Ορίστε, underground που ήθελες! (Γελάει) Εκεί, η θρυλική σκηνή του Pop Eleven, ήταν ακόμη συμπαγής και με γοήτευσε η ατμόσφαιρα, οπότε κόλλησα, απ’ το καλοκαίρι του 1975, που άρχισα να ζω στην Αθήνα και πήγαινα συνέχεια... Όταν έσκαγα μύτη, χάλαγα όσα είχα σε δίσκους και άλλα πράγματα που έβρισκα εκεί μέσα, γιατί στέγαζε και το βιβλιοπωλείο της Ντενίζ Χάρβεϊ, που, αν θυμάσαι, λίγο μετά έβγαλε το πρώτο βιβλίο του Πάνου Κουτρουμπούση, το Εν Αγκαλιά De Κρισγιαούρτι, αλλά και το βιβλίο του Γκρέϊλ Μάρκους για τον Έλβις. Εκεί, επίσης συστεγαζόταν και το μετέπειτα διάσημο ρουχάδικο Free Shop... Σιγά-σιγά, ξεθάρρεψα κι έλεγα ως αστείο, στον Τάσο τον Φαληρέα, με το που θα φύγει ο πρώτος υπάλληλος, θα με προσλάβεις, τουλάχιστον να εισπράττω εργαζόμενος τα λεφτά που ακουμπάω ως πελάτης! Έτσι κι έγινε και, μόλις μεταφέρθηκαν Σκουφά 15Α, αρχίζω να δουλεύω εκεί, στο δεύτερο Pop Eleven. Και μετά, πήγε στην τρίτη του διεύθυνση, στον όροφο της Τσακάλωφ, εκεί όπου έμεινε ώσπου να κλείσει τελικά... Στο δεύτερο Pop Eleven, της Σκουφά 15Α, όπου εργαζόμουν ως πωλητής, έβραζαν τα πράγματα, γιατί είναι εκεί κι ο Κώστας Γιαννουλόπουλος, που έχει πάρει πλέον το βιβλιοπωλείο της Ντενίζ και που ξεκινά τότε το περιοδικό Τζαζ, αλλά μπαινοβγαίνουν κι ο Χρήστος ο Βακαλόπουλος κι ο Μισέλ Δημόπουλος, μαζί με Κώστα Θεοφιλόπουλο, Μαρία Μήτσορα, Ανδρέα Βελισσαρόπουλο, Νίκο Σαββάτη, Μαριτίνα Πάσσαρη κι όσους άλλους τρέχουν γύρω απ’ το περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος, γιατί κι αυτό από εκεί μέσα βγαίνει και, όλα αυτά, συμβαίνουν στον ίδιο χώρο, στο δισκοπωλείον Pop Eleven, ενώ, στο ισόγειο, βράζει ο τόπος, στο ολόφρεσκο και αυτόνομο πλέον Free Shop, του ζεύγους Γιάννη και Μάτας Μεταξά, όπου δούλευαν και κάμποσες, πώς να το πω, επιδραστικές γκόμενες! Στην αρχή, στεγάζαμε στην κουζίνα του Pop Eleven κι έναν Αλβανοϊταλό, τον Βίτο, που κάθε μεσημέρι μαγείρευε για όλους μας! Άρα, τα μεσημέρια, οι αδερφοί Τάσος και Γρηγόρης Φαληρέας, ο Γιαννουλόπουλος, ο Αντρέας ο Χου, που επίσης δουλεύει εκεί, όπως δούλευε κι ο Θανάσης «Santana» Δημόπουλος, ο Βασιλάκης ο «Τζαζ» και η Μπιλ, που ήταν η αδερφή της καλλίγραμμης τραγουδίστριας Μαρίνας, όλοι εμείς, συν κάποιες πωλήτριες του Free Shop και κάποιοι άλλοι από τους φίλους και πελάτες μας, είμαστε πάντα εκεί πέρα, τρώμε ό,τι έχει ετοιμάσει ο Βίτο, πίνουμε κρασί, γίνονται ωραίες κουβέντες, ίσως παίζει και κάνα τζόϊντ... Αυτό ήταν το μπρέικ μας, πριν ξανανοίξουμε στις πεντέμιση το απόγευμα.

Κι επίσης, από το μαγαζί περνάνε κάθε τρεις και λίγο, ο αγαπημένος μου Γιώργος Μπαράκος, που είχε το μυθικό Τζαζ Κλαμπ στην Πλάκα, ο Θόδωρος Πάγκαλος που ήταν αρχισυντάκτης στο περιοδικό Αντί, ο Πουλικάκος, όταν δεν ήταν στον Κορυδαλλό για την γνωστή περιπέτεια που είχε ζήσει τότε, ο εμβληματικός Μάκης Κοντιζάς, που μετά δούλεψε κιόλας στο Pop Eleven και, χρόνια αργότερα, κράταγε και τη γκαρνταρόμπα στο Rock ’N’ Roll Cafe! Ή ο μακαρίτης ο Βελισσαρόπουλος, που, όπως σου είπα, ήταν στο τιμ του Σύγχρονου Κινηματογράφου, αλλά, ουσιαστικώς, ήταν αυτός που είχε συσπειρώσει τους γκέι για πρώτη φορά, με το ΑΚΟΕ και το περιοδικό Αμφί... Και, όλοι αυτοί, να συζητάνε, «τα ‘μαθες, μπήκε σήμερα η Σοβιετική Ένωση στο Αφγανιστάν!» ή, αν πέθανε, π.χ., ο Κιθ Μουν ή ο Έλβις Πρίσλεϊ ή αν έκανε πρεμιέρα, ξέρω ’γώ, στο σινεμά Embassy, Το Τελευταίο Βαλς, του Σκορσέζε, όλοι αυτοί και μπόλικοι άλλοι, θα έκαναν απαραιτήτως περατζάδα από το Pop Eleven! Το αξιοθαύμαστο είναι ότι, μέσα σ’ όλα αυτά, πουλάγαμε και δίσκους! (Γελάει) Χιλιάδες δίσκους! Και στην κυρία από το Κολωνάκι και στους πιτσιρικάδες που περάσανε να πάρουν τον δίσκο των Talking Heads ή των Dire Straits που έφευγαν πολύ τότε, και στους ελίτ τζαζόφιλους, αλλά και στην άλλη, την... Ψαγμενίδου, που ήθελε όλο το πακέτο κι έλεγε, θέλω τον καινούργιο Πάριο, το Κοντσέρτο της Κολωνίας του Keith Jarrett καί τον δίσκο των Supertramp... Αυτό! Και, κάθε 5 του μηνός, ερχόταν, κατά τις 11, ο Τάσος Φαληρέας, με τα τρία πακέτα Dunhill στο χέρι, τσίμπαγε τίποτε χιλιάρικα από το ταμείο κι έλεγε, αναστατωμένος, Θόδωρε, φεύγω πάω στην πλατεία για καφέ (εννοούσε στη Λυκόβρυση) γιατί θα πλακώσει σε λίγο το κύμα των 12! Το οποίο, κατά τον Φαληρέα, σήμαινε ότι, 5 του μηνός, περί τις 12 η ώρα, διάφορα αρρωστάκια θα είχαν ήδη αγοράσει το περιοδικό Ήχος, που κυκλοφορούσε στις 5 κάθε μήνα, και θα ’ρχόντουσαν να ζητήσουν τον δίσκο που είχε βάλει ο Ζήλος δίσκο του μήνα! Οπότε, πρωί - πρωί, πριν τις 9, έπαιρνα τον Ήχο από το περίπτερο της πλατείας, κοιτούσα τί έχει βάλει δίσκο του μήνα, π.χ., Van Der Graaf Generator, έπαιρνα τηλέφωνο αμέσως στην Polygram, «έλα, από Pop Eleven, γίνεται να μας στείλετε 15 Van Der Graaf Generator»; Γιατί, κατά τις 12 η ώρα, όπως έλεγε ο Φαληρέας, θα έμπαιναν τα εν λόγω άτομα, με τον Ήχο, να έτσι ανοιγμένο... Τέλος πάντων, δεν έχει νόημα τώρα να απαριθμώ πρόσωπα και περιστατικά, θα μπλέξουμε και δεν θα τελειώσουμε ποτέ! Εκείνο που μετράει εσαεί εντός μου είναι ότι πολλά πρόσωπα και πράγματα που με καθόρισαν, είχαν αφετηρία το Pop Eleven. Από εκεί βρέθηκα να γράφω, για πρώτη φορά, πολιτικής απόχρωσης άρθρα στο Αντί, από εκεί βρέθηκα να κάνω ραδιόφωνο, από εκεί άνοιξα παρτίδες με τη Τζαμάικα! Όπως καταλαβαίνεις, έχω μεγάλη αγάπη για την αύρα του Pop Eleven, για τους τότε συναδέλφους μου και βεβαίως για τον Τάσο Φαληρέα, που ενώ ήμουν ένας κινητικούλης πιτσιρίκος, αλλά, πάντως, πιτσιρίκος, με τίμησε με τη φιλία του και μου έμαθε πολλά πράγματα. Άνοιξαν πολύ οι παραστάσεις μου, ας το πω έτσι...

Στο ραδιόφωνο πώς μπήκες; Η ίδια εποχή είπες ότι ήταν;
Από ασύλληπτη σπόντα! Άκου! Δημήτρης Δανίκας, τον ξέρεις; Τότε ήταν δημοσιογράφος περί τα κινηματογραφικά και πανίσχυρος, στο ΚΚΕ, επί των πολιτιστικών. Είχε κι εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι και είχε ανακαλύψει μόλις την τζαζ και το ψαγμέ- ροκ, ερχόταν και στο Pop Eleven για δίσκους. Τότε, κάτι άλλαζε στο ΚΚΕ! Εκεί που, στα προηγούμενα φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή, απαγορευόταν ολοσχερώς η ξένη μουσική, ή που, έναν χρόνο πριν, εμένα και το φίλο μου τον Νίκο τον Γκούβη, δεν μας έχουν αφήσει να μπούμε μέσα, γιατί, ο μεν Γκούβης, είχε μακριά ξανθά μαλλιά και φορούσε ένα πουκάμισο της Πυροσβεστικής που το ‘χε βουτήξει από έναν θείο του, πυροσβέστη, ενώ εγώ φοράω μια μπλε φόρμα υδραυλικού με τιράντες, εργατική τάξη και έτσι, αλλά, κάτι σκληροί μουστακαλήδες στην είσοδο, μας είδαν για πολύ εξτρεμάκια και φάγαμε πόρτα, τέλος πάντων, έλεγα ότι κάτι άλλαξε και, απ’ το 1980 και μετά, στο φεστιβάλ της ΚΝΕ, έβλεπες ένα άνοιγμα, π.χ. να παίζει το γκρουπ του Ούγγρου τζαζ ντράμερ Ίμρε Κόσετζι. Αυτό το δειλό άνοιγμα, το μετέφερε ο Δανίκας και στις εκπομπές του, στο Τρίτο του Χατζιδάκι, παίζοντας απλώς έναν ο-λό-κλη-ρο δίσκο, από δίσκους εισαγωγής, που συνήθως αγόραζε από μας στο Pop Eleven και απλώς τους μετέδιδε ολόκληρους, χωρίς σχόλια..., έλεγε δυο λόγια στην αρχή της εκπομπής και μια αποφώνηση στο φινάλε και that’s all! Μια μέρα, λοιπόν, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1979, πήρα τον Μάνο Χατζιδάκι τηλέφωνο στο σπίτι του, στη Ρηγίλλης, θα καταλάβεις πιο κάτω γιατί... Το τηλέφωνό τότε το έβρισκες, έπαιρνες, χωρίς χρέωση, στις Πληροφορίες του ΟΤΕ και στο έδιναν ή, αν σου έδιναν από εκεί τον πούλο, ψαχνόσουν λίγο, ρώταγες κοινούς γνωστούς και το έβρισκες, οπότε, κανείς δεν σκάλωνε ποτέ να τηλεφωνήσει σε κάποιον! Όταν βρίσκω το νούμερο, του τηλεφωνώ και αλλάζει ο κόσμος μου...

- Γεια σας, ο κ. Χατζιδάκις;
- Ποι-ός τον ζητά;
- Μανίκας λέγομαι. Πήρα να διαμαρτυρηθώ για κάτι που άκουσα στο Τρίτο Πρόγραμμα...
- Τί ακούσατε στο Τιγίτο Πγόγαμμα, που σας έκανε να διαμαγτυγηθείτε; (Ο Μανίκας, μιμείται πολύ καλά το στυλ ομιλίας του Χατζιδάκι)
- Τον Δημήτρη Δανίκα να λέει ότι μόλις ακούσαμε ζωντανή ηχογράφηση του συγκροτήματος Frank Zappa! Και πήρα να σας πω ότι, ο Φρανκ Ζάππα δεν είναι συγκρότημα, είναι ένα και μόνο άτομο και έχει καταγωγή από τη γνωστή ηπειρώτικη οικογένεια των Ζαππαίων, όπως λέμε Ζάππειο Μέγαρο, .είναι ακριβώς από την ίδια οικογένεια!

Ο Χατζιδάκις από την άλλη γραμμή, με ψαρώνει.

- Πόσων χγονών είσθε;
- Δεκαεννέα...
- Πείτε μου... Είσθε αναθεωγητής;

Το οποίο, προφανώς μου το ρώτησε γιατί είχαμε τότε τους λεγόμενους αναθεωρητές, το ΚΚΕ εσωτερικού των Κύρκου, κ.λπ. και τη νεολαία τους, τον Ρήγα Φεραίο, που είχε μεγάλο ρεύμα στα πολιτιστικά.

- Όχι με την κομματική έννοια, δεν έχω σχέση με το ΚΚΕ Εσωτερικού και τον Ρήγα Φεραίο, αλλά, αν με ρωτάτε σαν νέο άνθρωπο, αν θέλω ν’ αλλάξω πέντε πράγματα γύρω μου, εννοείται ότι είμαι αναθεωρητής!
- Έξοχα! Θ’ ανεβείτε αύγιο στο Γαδιομέγαγο, στην Αγία Παγασκευή, θα ζητήσετε την κυγία Βλάχου και θα φτιάξετε ένα δοκιμαστικό για το Τιγίτο Πγόγαμμα, γιατί ακούγεσθε πολύ ενδιαφέγων νέος άνθγωπος...

Και πάω την άλλη μέρα και κάνω τον πιλότο! Το Στοιχειωμένο Τραίνο, Με Πρόσωπα Και Θέματα Του Ροκ Εν Ρολ. Έτσι λεγόταν η εκπομπή, αυτό διάλεξα... Τότε, στο Τρίτο, πλάι στην άφθονη κλασσική και, ας πούμε, λόγια μουσική, μέτραγε μόνο η Λιλιπούπολη και το πρωϊνό πρόγραμμα του Άρη Δαβαράκη, καθώς και το κυριακάτικο σχόλιο του Χατζιδάκι, που μούρλαινε το πανελλήνιο με τα κουφά του σχόλια επί παντός επιστητού, μέχρι και για τον Αστροναύτη Χωρίς Επιστροφή, όπως είχε χαρακτηρίσει από μικροφώνου τον Φλωρινιώτη! Ά, είχε εκπομπή εκεί κι ο Πουλικάκος, ως Θείος Νώντας... Τέλος πάντων, κάνω τον πιλότο και φεύγω. Νόμισα ότι έληξε το έργο, δεν ξανασχολήθηκα... Και μετά από καναδυό μήνες, παίρνει στο σπίτι τηλέφωνο η Ελένη Βλάχου, συνωνυμία προφανώς με την εκδότρια, και μου λέει τα νέα, κάθε Δευτέρα μεσημέρι εκπομπή, τόσα τα λεφτά, κ.λπ., μπάγκα-μπούγκα και τελειώσαμε! Κι έτσι βρέθηκα στο ραδιόφωνο όπου και κολύμπησα, ανελλιπώς, από το 1980 ως το 1998. Σχεδόν είκοσι χρόνια, δεν είναι και λίγο πράγμα! Στον Δημήτρη Δανίκα και στο συγκρότημα... Frank Zappa το χρωστάω όλο αυτό, εγώ δεν το ’χα ποτέ στα σχέδιά μου το ραδιόφωνο!

Τί παρουσίαζες σ’ εκείνη την εκπομπή, στο Τρίτο;
Από τον Μπομπ Μάρλεϊ που ακόμη δεν ήταν Ο Μπομπ Μάρλεϊ, μέχρι τους πρώτους Έλληνες ρόκερ! Ό,τι χάλαγε την πιάτσα στο Τρίτο! (Γελάει) Τη συνέντευξη που πήρα από τους Police, παραμονή της συναυλίας τους στο Σπόρτινγκ... Τη συνέντευξη από τον σκαπανέα του ροκ στην Αθήνα, τον Άρη Μπέλλη, που ήρθε να μας πει πώς ήταν ν’ ακούς ροκ-εν-ρόλ στην Ελλάδα των φίφτυς. Κι ο Γιώργος Μπαράκος ήρθε. Φαντάσου, στο Τρίτο, που βαράνε οι κλασικές μουσικές κι όλος αυτός ο... χατζιδακισμός, τους φέρνω μέσα στα ραδιοφωνικά τους στούντιο, διάφορους παράξενους τύπους να μας πουν πώς ήρθε το ροκ-εν-ρολ στην Ελλάδα και δώσ’ του εγώ να ρωτάω κι αυτοί να λένε για κάτι θρυλικές Αθηναίες χορεύτριες, Ρίτες και τα τοιαύτα, για τεντυμπόηδες και γιαουρτώματα, για σκοτεινά κλαμπ και για σκοτεινές φυλακές, ενώ απ’ έξω παθαίνουν μικροαποπληξίες κάτι Κνίτες, τύπου Δανίκας και Ελένη Καραΐνδρου, που διαφεντεύουν εκεί μέσα όσο λείπει ο Χατζιδάκις, ο οποίος, ευλόγως, δεν ήταν και πολύ του γραφείου! (Γελάει) Τότε, έκανα και την πρώτη ραδιοφωνική συνέντευξη του αείμνηστου Νίκου Νικολαΐδη, που δεν έδινε με τίποτα συνεντεύξεις. Πήγα και την ηχογράφησα στο σπίτι του! Επίσης του Σταμάτη Σπανουδάκη, που κι αυτός δεν έδινε συνεντεύξεις, ήταν ακόμη ο Σπανουδάκης των συγκροτημάτων, μιλάμε για το 1980 και μόλις είχε κάνει δίσκο στην εταιρία που είχε ο μετέπειτα υπόδικος καναλάρχης Γιαννίκος, στα Εξάρχεια, την Seagull, στην οποία ο Σπανουδάκης έβγαλε το... χριστιανοφέρνον άλμπουμ του, Ω Γλυκύ Μου Έαρ, αλλά και το σάουντρακ της ταινίας Τα Χρώματα Της Ίριδας, του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Εκεί, ο Σταμάτης, είχε ένα τραγουδάκι που πολύ μου άρεσε... (Σιγοτραγουδάει) Ίρις, το όνομά σου είναι ψέμα... εσύ είσαι του συρμού, δεν είσαι κόρη οφθαλμού... Μού ’χει μείνει και απωθημένο, γιατί, ως τώρα, δεν γνώρισα καμία Ίριδα στην ζωή μου!

Μετά το Τρίτο, πού συνέχισες ραδιοφωνικά;
Δεν είχαμε κι επιλογές, μόνο η ΕΡΤ υπήρχε και ο Αμερικάνικος, στο Ελληνικό! Πού να πάω; Οπότε, συνέχισα στο Δεύτερο, χάρη στην διορατικότητα και την ευελιξία της Σοφίας Μιχαλίτση, που ήταν η ψυχή του Δεύτερου και μετά κι από μια τετραετία στο Δεύτερο, συνέχισα υπό τον Πάνο Κορόβηλα, στο νεοσύστατο Τέταρτο Πρόγραμμα, που μέχρι πριν λίγο λεγόταν ΥΕΝΕΔ! Με το που έγινε ο πρώτος ελεύθερος ιδιωτικός σταθμός, το Κανάλι 15, βρέθηκα εκεί, όπου σχηματίσθηκε λίγο-πολύ μια ομάδα, που το πήγαμε μαζί μια δεκαετία, πρώτα στο Κανάλι, καπάκι στον Rock fm και, τελικώς στον Ρόδον 94,4, πάντα με... σταθμάρχη, τον Μάκη Μηλάτο. Μετά, εγώ το ’κοψα για πάντα το ράδιο, γιατί δεν ήταν πια αυτό που είναι το ραδιόφωνο!
man11.jpg

Τι είναι για σένα το ραδιόφωνο;
Μουσική και λίγες μαλακίες για να περνά ευχάριστα η ώρα του ανθρώπου! Αυτό είναι το ραδιόφωνο! Άμα βγάλεις τις λίγες μαλακίες γίνεται κασέτα κι άμα βγάλεις την μουσική γίνεται... βαβούρα!

Μεγάλωσα γυρίζοντας σαν σβούρα κι είχα καλή εκπαίδευση στο να ρουφάω γρήγορα την πληροφορία


Θεωρείς τον εαυτό σου μέλος μιας γενιάς δημοσιογράφων και ραδιοφωνικών παραγωγών, που διαμόρφωσε την κοινή γνώμη στα μουσικά πράγματα, σε μια εποχή χωρίς ίντερνετ και πολλές πληροφορίες ή θεωρείς ότι έκανες μια αυτόνομη πορεία;
Don’t know... Σημασία για μένα είχε πάντα αυτό που γίνεται να είναι κομμάτι του συνόλου μου. Ότι είχα να κάνω, να το κάνω με το ίδιο κίνητρο και με την ίδια αγάπη και full force, χωρίς να χωρίζω την δουλειά μου στα media απ’ το υπόλοιπο μουσικό μου κομμάτι. Μου έδινε π.χ. ο Δασκαλόπουλος, ν’ ακούσω ένα demo με τα τραγούδια του sui generis Σωκράτη Παπαχατζή, άθλια ηχογραφημένο, αυτός και το συνθεσάιζέρ του στο δωμάτιο του σπιτιού του, μ’ ένα κάρο θορύβους, πόρτες, φωνές και ότι θέλεις, αλλά με εμπνευσμένα τραγούδια που με τσίγκλαγαν, οπότε, καπάκι, αντάμωνα τον Παπαχατζή, μετά έπαιζα το demo στο Δεύτερο Πρόγραμμα, μετά συνεισέφερα να πληρώνεται το ενοίκιο για να προβάρει με την μπάντα του σ’ έναν χώρο στην πλατεία Αμερικής, μετά για να γράψει ένα πιο νοικοκυρεμένο demo, μετά να τρέχω με το νέο demo του Παπαχατζή στους Κυβέλους και στους Καρατζάδες, που κάναν και τότε τα κουμάντα στις δισκογραφικές, (παύση) πω, ρε πούστη μου, αμετακίνητοι σαράντα χρόνια (γελάει) και μετά, πήγαινα μέσα στην άγρια νύχτα στην Αχαρνών, έπινα στα καμαρίνια κάναν μπάφο με τον Πάνο Γαβαλά και τον Σπύρο Λιόση, που επίσης του είχα κάνει μια συνέντευξη στο ραδιόφωνο και προξένευα στον Λιόση που είχε κάτι ωραίες μελωδίες, να συνεργαστεί με τον εξαίρετο στιχουργό Γιώργο Μίτσιγκα, που ήταν ιπτάμενος συνοδός της Ολυμπιακής, ομογενής από την Ταγκανίκα, ξέρω κι εγώ, δεν το λες και μέλος μιας γενιάς δημοσιογράφων όλο αυτό το τζέρτζελο! (Γελάει) Οι άλλοι μπορεί να μην το ψυλλιαζόντουσαν, αλλά εμένα μ’ ένοιαζε να υπάρχει δρομολόγιο, να το διανύσουμε, να ‘μαστε όσο γίνεται παρέα, να περάσουμε καλά και ν’ αξιωθούμε να επιστρέψουμε! Τώρα, είτε αυτό θα ήταν ένας δίσκος, είτε ένα ταξίδι ή μια συναυλία ή ένα κλαμπ ή ένα περιοδικό, είτε κάτι άλλο, ο χαρακτήρας μου και η κουλτούρα μου ήταν, από μικρός, έτσι, που δεν με ένοιαζε, ούτε ποιος θα πάρει τον μπροστινό ρόλο, ούτε τίποτε. Γι’ αυτό, τώρα που έχω σχεδόν μεγαλώσει, μπορώ να ισχυρίζομαι ότι πάρα πολύς κόσμος βρέθηκε γύρω μου ή βρέθηκα εγώ γύρω του, σε ομόκεντρους κύκλους, αλλά είδα πολύ λίγους χαρακτήρες που να μπορούν να ρουφήξουν ως το τέλος την εμπειρία και την πληροφορία. Θέλουν χρόνο κι αφοσίωση αυτά, δεν είναι εύκολες προσεγγίσεις... Πρέπει να το κάνεις, δεν σου χαρίζεται... Αυτά όλα, δεν τα έκανα σαν τουρίστας, αλλά με τα κριτήρια που είπα, δηλαδή να υπάρχει κάτι να ηλεκτρίζει τα vibes και να υπάρχει αγάπη. Κι ήμουν και καλά εκπαιδευμένο σφουγγάρι, αφού μεγάλωσα γυρίζοντας σαν σβούρα κι είχα καλή εκπαίδευση στο να ρουφάω γρήγορα την πληροφορία, κι έτσι φόρτωνα πρόσωπα και παραστάσεις, ενώ οι γύρω ήταν, πώς να το πω, πιο αργοί, πιο στατικοί. Στα 25 μου, το 1985, αυτοί που σύχναζαν στα underground δισκάδικα των Εξαρχείων, μου φαινόντουσαν, μετά συγχωρήσεως, ολίγον γατάκια! Από μπάλα δεν ξέρανε, το σνομπάρανε το ποδόσφαιρο, στη μουσική το εξαντλούσαν το θέμα, με βαθυστόχαστες ατάκες του τύπου, πωπώ μαλάκα, βγήκε το καινούργιο των Anyparktians, κάποιοι λίγοι έσκαγαν μύτη στο Mad, στην Πλάκα, φόραγαν κανα δερμάτινο μπουφάν, μέχρι εκεί. Τα είδα και στην πιο πολιτικοποιημένη τους εκδοχή τα πράγματα, στη Νομική, από το 1977 ήδη που μπήκα στο Οικονομικό και, τα είδα και λίγο πιο μετά, στο λεγόμενο «πρώτο» Χημείο, είδα και άλλους ανθρώπους εκεί, αυτούς που δεν ήταν απαραίτητα μουσικοί ή, ξέρω ’γω, ροκόπληκτοι, και που, τέτοια άτομα, εμένα μου φαινόντουσαν πιο cool και λιγότερο ποζάτοι, κάποιοι ακτιβιστές της εποχής που μ’ αυτούς πιο εύκολα συγχρωτίσθηκα... Το ίδιο εύκολα συγχρωτίσθηκα με τους λαϊκούς, όχι μόνο μουσικούς, αλλά και άλλους, πιο dark τύπους... Αλλά, πολιτιστικά, στην κουλτούρα μας επάνω, το όπου μυρίσω αγάπη και περιεχόμενο, είμαι διαθέσιμος, δεν το είχανε πολλοί! Είμαι πάντα περήφανος γι’ αυτή την πλευρά μου, την θεωρώ και μεγάλο όπλο! Η προίκα μου και ο πλούτος μου είναι αυτός, δηλαδή ότι, π.χ., δεν βιαζόμουν να φύγω από το σπίτι του Άκη Πάνου, όπως οι άλλοι επισκέπτες του! Ήμουν εκεί ψυχή τε και σώματι. Ρύθμιζα έτσι την ζωή μου. Δεν είχα να κρυφτώ ούτε από την όποια γυναίκα μου, ούτε από τη δουλειά μου, ούτε απ’ τους ροκάδες, ούτε από τίποτα. Ήμουν εκεί στις 5 τα ξημερώματα, γιατί πουθενά τριγύρω δεν συνέβαινε τίποτε καλύτερο στις 5 τα ξημερώματα! Simple as that! Θυμάμαι την πρώτη φορά από τις δύο που δούλεψα στη Λύρα, ήμουν κάποτε κάπου 40 ώρες μέσα στο σπίτι του Άκη Πάνου, Περδικάρη 10 στα Πατήσια, Σαββατοκύριακο και έτσι και, μόλις ξημέρωσε Δευτέρα, στις 9 το πρωί, ψιλοανοίγω τα μάτια μου, είχα λιώσει σ’ έναν δερμάτινο καναπέ που είχε στο σαλόνι του και, σαν να το ’χα κάνει πρόβα από πριν, σηκώνω το τηλέφωνο που ήταν πάνω στο τραπεζάκι, τηλεφωνώ στην Λύρα και λέω στον Σαββόπουλο:

- Διονύση, δεν θα πάω στο στούντιο σήμερα.
- Καλώς Θόδωρε. Είσαι άρρωστος;
- Όχι, δεν θα ξανάρθω στη δουλειά!

Τέλος! Εκεί μέσα, σ’ όλα αυτά που ζούσα, διαμορφωνόμουν, το είπαμε, δεν πήγαινα πουθενά σαν τουρίστας. Το ίδιο μπορούσα να πάθω και πηγαίνοντας, π.χ., να δω για πολλοστή φορά τους πρώιμους Φατμέ, στην μπουάτ Σοφίτα, του Ηρακλή Τριανταφυλλίδη. Μπορούσα να αλλάξω προτεραιότητες απ’ αυτό, να σκεφτώ κάτι εκεί μέσα και να πω, ά, πολύ ωραία, δεν επείγει να βγάλω τώρα τα τραγούδια μου προς τα έξω, οι Φατμέ χρειάζονται production, θα τους κάνω παραγωγή! Αυτή η σκέψη, όντως μου ήρθε στην Σοφίτα, βλέποντας τους Φατμέ, με τους οποίους είχα ανοίξει παρτίδες όταν ήταν ακόμη σχετικώς άγνωστοι και, το συγκεκριμένο βράδυ, είχα συμπαρασύρει ως την Σοφίτα και τον μέγα λαϊκό συνθέτη Μπάμπη Μπακάλη, άθελά μου, είν’ η αλήθεια...

Τί λόγο είχες να τραβολογάς τον Μπάμπη Μπακάλη στην Σοφίτα;
Εν πρώτοις, τότε του είχα κάνει την πρώτη του μεγάλη ραδιοφωνική συνέντευξη στο Δεύτερο, και όλο με τριγύριζε κι έχω και την αίσθηση ότι κορτάριζε και την κοτσονάτη την γιαγιά μου, ζωντοχήρα και συνταξιούχο δασκάλα, γεροντοπαλλήκαρο τότε κι ο Μπάμπης, μην ξεχνάς, γιατί όλο έσκαγε σπίτι μας, στην Κυψέλη και πάντα κουβάλαγε ένα μπουκάλι ουίσκι για τους δυο μας κι ένα κιλό φιστίκια Αιγίνης για την γιαγιά μου, που του είχε πει πόσο της άρεσαν! Κι ένα τέτοιο βράδυ, για να διαλάμε την φάση και να φύγω απερίσπαστος, του λέω, κύριε Μπάμπη μου, πρέπει να την κάνω τώρα γιατί έχω να πάω ν’ ακούσω ένα ροκ συγκρότημα, μπλα μπλα μπλα κι εκείνος, όσο μίλαγα, κοίταζε αυτάρεσκα κάτι στυλάτα δερμάτινα μποτίνια που φορούσε και μου κάνει, ψιλοπροσβεβλημένος, δηλαδή, Θοδωράκη, δεν είναι ροκ ο Μπάμπης, με τέτοιο πατούμενο; Κι έτσι σκάσαμε μύτη παρέα στη Σοφίτα! Για μένα αυτό ήταν το στυλ μου, μού ’βγαινε, δεν το προσπάθησα ποτέ για να λειτουργώ έτσι. Έβρισκα πάντα ένα τρόπο από κάπου να φορτώνω εμπειρία και καινούργια γνώση και να πηγαίνω κάπου αλλού να το μεταφέρω αυτό. Γι’ αυτό και είναι έτσι παλαβά και τα δισκογραφικά πρότζεκτ μου.

Έχεις ζήσει συγκροτήματα και μουσικούς από πολύ μέσα. Ένα από αυτά ήταν οι Φατμέ. Πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα στο ξεκίνημα του ιστορικού συγκροτήματος;
Στην ουσία, οι δύο πρώτες μου παραγωγές, είναι οι Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω πρώτα και οι Φατμέ αμέσως μετά. Λίγο πριν, οι δύο μπάντες, είναι ένα ενιαίο συγκρότημα, που λέγεται Φατμέ και έχει 8-9 μέλη! Ήταν συμμαθητές, μια κολεκτίβα από τη Νέα Σμύρνη και, όταν πρωτάκουσα γι’ αυτούς, παρουσίαζαν ένα μουσικοθεατρικό δρώμενο που κι αυτό λεγόταν Φατμέ! Οι μισοί ήταν στο ηλεκτρικό στυλ και οι άλλοι μισοί στο ιταλο-ακουστικό και δεν προχώραγε η μπάντα, οπότε παρέμεναν στο ίδιο σχήμα, χάρη στις φιλίες και σ’ ένα κοινόβιο που υπήρχε για όλους. Ήταν, στο Παλαιό Φάληρο, όπου ήταν στημένα τα όργανα, παίζανε, ήταν στούντιο, είχε κήπο, είχε γατάκια, είχε σλίπινμπαγκ και κρεβάτια, όπου όλο και κάποιοι κοιμόντουσαν. Κοινόβιο... Χιπία... Όσο γινόντουσαν αυτά, σπλίταραν τα γκρουπ, οι πιο electric κράτησαν το όνομα Φατμέ και κράτησαν και το κοινόβιο και, οι άλλοι έγιναν Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω και την έκαναν για ένα δικό τους χώρο, λίγο πιο πέρα. Κοινός παρονομαστής ήταν ο κημπορντίστας, ο Μιχάλης Μουστάκης, που έπαιζε κήμπορντς και πιάνο στους Φατμέ και ακορντεόν στους Χάνομαι... Έτσι, αυτό το ανάμεικτο που υπήρχε, το ακουστο-ηλεκτρικο-θεατρικο-μουσικό, καταλάγιασε. Το ηλεκτρικό με τα τραγούδια του Νίκου Πορτοκάλογλου πέρασε κι έγινε Φατμέ, το ακουστικό και πιο... ποιητικό, έγινε Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω. Βλέποντας ότι υπάρχει η διαμορφωμένη αυτή τάση, οι μεν να είναι ηλεκτρική μπάντα και οι άλλοι ακουστικό έντεχνο συγκρότημα, από την πλευρά μου είδα ένα καλό γήπεδο ως παραγωγός. Λίγους μήνες αφότου έχουν συμβεί αυτά, κάνω ως παραγωγός τον πρώτο δίσκο των Χάνομαι και οργανώνω και κάποια κουφά λάιβ μαζί τους, π.χ. Μεγάλο Σάββατο, μετά την Ανάσταση, με μαγειρίτσες κ.λπ., στη Ράτκα, στο Κολωνάκι! Και, καπάκι, κάνω παραγωγή στον δεύτερο δίσκο των Φατμέ, τα Ψέμματα και επίσης οργανώνω κάτι κουφά λάιβ μαζί τους, π.χ. Δευτέρες στο εμβληματικό σκυλάδικο Can-Can των Γιγουρτάκηδων!
man12.jpg
1980, οι Φατμέ που πρωτογνώρισε ο ΘΜ, στο στούντιο τους.

Είπες, κοινόβιο; Γι’ αυτό όταν είχαν σκάσει μύτη οι Φατμέ, υπήρχε γραμμένο το Φατμέ με το Α σε κύκλο, στους τοίχους του σχολείου που πήγαινα κι εγώ και κάποιοι απ’ τους Φατμέ, δίπλα στον Πανιώνιο; Κι αλλού υπήρχε το γκράφιτι αυτό, στη Νέα Σμύρνη...
Μπα, δεν ψήνομαι, τίποτε Νεοσμυρνιώτες φαν θα ήτανε, οι Φατμέ δεν είχαν κανέναν στο συγκρότημα που θα έβαζε το Α σε κύκλο! (Γελάει) Τότε, που έσπασε το αρχικό γκρουπ πάντως, έτσι συνέχισαν, οι Χάνομαι στο νέο δικό τους χώρο, που απεικονίζεται και στο εξώφυλλο του δίσκου που τους έκανα παραγωγή και οι Φατμέ στο αρχικό... στουντιοκοινόβιο, όπου εκεί μέσα άρχισε κι η μεταξύ μας ζύμωση. Εκεί, γίνεται κι ένα επικό, ίσως με πρωτοβουλία του Τάσου Φαληρέα ή του Νίκου Παπάζογλου, δεν είμαι σίγουρος... Μια μέρα, κατεβαίνω στο Παλιό Φάληρο και είναι μέσα ένας τύπος σ’ ένα κρεβάτι και μια ωραία σούπερ ντούπερ γκόμενα δίπλα του, ο οποίος τύπος ήταν ο κιθαρίστας Θόδωρος Παπαντίνας! Τί είσαι εσύ;, του κάνω, Τέρυ, κιθαρίστας, μου λέει και με γράφει κανονικότατα κι αρχίζει να χαϊδεύεται με την θεά... Μετά, ξυπνά ο Μήτσος ο Καλαντζής, ο μπασίστας των Φατμέ και τον ρωτάω ποιος είναι ο τύπος. Σαλονικιός είναι και θα παίξει με τους Φατμέ!, μου κάνει ο Μήτσος. Κι όντως, γίνονται πρόβες εκεί μέσα, αλλά είναι αταίριαστο το κόλπο. Δηλαδή, οι Φατμέ όπως τους ξέρω, οι οποίοι ζουν και κοιμούνται μέσα στο κοινόβιο, με τον Παπαντίνα και τη γκόμενά του και, κάθε απόγευμα, να προβάρουν, ξέρεις, Άσωτος Υιός, Πάντα Μετρημένος, κ.λπ., με τον Παπαντίνα... Έγιναν και κάποια live στην Σοφίτα, με Φατμέ και Παπαντίνα. Και μια μέρα, ο Παπαντίνας τα μαζεύει και εξαφανίζεται στη Θεσσαλονίκη! Μετά από καιρό, ανεβαίνω Θεσσαλονίκη και είμαι στο στούντιο του φίλου μου του Γιώργου του Πεντζίκη, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, είναι μεγάλη μούρη, είχε κάνει παραγωγές στην Πάτυ Μπράβο στην Ιταλία και ας μην ξεχνάμε ότι καθόρισε κι όλο τον ήχο του Νίκου Παπάζογλου, δική του ήταν όλη αυτή η πατέντα με την Ταχεία Θεσσαλονίκης, αυτό το γκρουπ που ηλέκτρισε το ύφος του Παπάζογλου. Μου λέει λοιπόν ο Πεντζίκης, ότι είδε τον Παπαντίνα και με ρωτάει:

- Βάλατε, ρε συ, τον Παπαντίνα να παίξει με τους Φατμέ;
- Όχι εγώ, κάποιοι άλλοι το κάνανε, δεν δούλεψε η φάση..., απαντώ.
- Φυσικά δεν δούλεψε, λέει ο Πεντζίκης.
- Γιατί φυσικά;, τον ρωτάω...
- Γιατί ρώτησα τον Παπαντίνα σε ποιο γκρουπ έπαιζε στην Αθήνα και μου λέει: Θα σε γελάσω, νομίζω Fat Men, χοντροί άνθρωποι, κάτι τέτοιο!

Έβαλα τα γέλια, αλλά μου φάνηκε και φυσιολογικό, γιατί αν, ο Παπαντίνας, άκουγε εξ αρχής το όνομά τους ως Φατμέ, θα νόμιζε ότι παίζανε τίποτα τσιφτετέλια και δεν θα πήγαινε ποτέ του, αλλά με το Fat Men, σου λέει, εντάξει είμαστε! Εν τω μεταξύ, ξέχασα να σου πω ότι, το κοινόβιο, ήταν γεμάτο πόστερ με την Φατμέ και τον φερετζέ της και, στους τοίχους έγραφε παντού, Φατμέ!

Τί μουσικοθεατρικό δρώμενο, έκαναν οι Φατμέ στην αρχή;
Το μουσικοθεατρικό δρώμενο Φατμέ, έτσι λεγόταν! Σκετσάκια με μουσική, ξέρω ’γώ; Τα έπαιζαν τα μέλη της μπάντας, συν διάφοροι που μπαινόβγαιναν, γκόμενες, φίλοι, μια κολεκτίβα ήτανε. Η Ιωάννα, η αδερφή του ντράμερ τους, του Οδυσσέα Τσάκαλου, χορεύτρια και δασκάλα του χορού μέχρι σήμερα, χόρευε ως... μπουρκοφόρος Φατμέ, στην παράσταση. Ήταν η underground φάση που λέγαμε, ένα κόλπο που δεν το ξέρει κανείς! Τα παιδιά μένουν σ’ ένα κοινόβιο, μοιράζονται δύο σουβλάκια, ο ένας γουστάρει την αδερφή ή την γκόμενα του αλλουνού, είναι ένα κοινόβιο. Μετά που χώρισαν οι δυο μπάντες, μπαίνει μέσα ο Τάσος Φαληρέας, μπαίνει η EMIΑΛ, σε λίγο μπαίνω εγώ, μπαίνουν τα λάιβ των Φατμέ στο Αχ Μαρία, τους παίζει το ραδιόφωνο, πάει τέλειωσε το κοινόβιο, βγήκανε στο φως τα παιδιά, όλα πήραν τον δρόμο τους. Λίγο μετά, ο Διευθυντής του Ήχου, ο Θόδωρος Σπίνουλας, για να γλυτώσει που του τα ζάλιζα, μου παραχώρησε το editorial του και έγραψα για την μπάντα, υπό τον τίτλο, Φατμέ - Κάτι Τρέχει Στα Γύφτικα, όπου, άκου τώρα τί τραβάμε εδώ μέσα, επειδή τα παιδιά του Ήχου, Σπίνουλας και Άλκης Γαλδαδάς, ήταν του Πολυτεχνείου, σε κάποια πράγματα είχαν και λίγο κολλημένες απόψεις, οπότε κόψανε τα «γύφτικα» και μου το δημοσίευσαν ως, Φατμέ - Κάτι Τρέχει..., σκέτο, γιατί, το «γύφτικα», το θεώρησαν ρατσιστικό! Πολύ προχώ- ερμηνεία, έτσι; Κάτι Τρέχει Στα Γύφτικα, είναι μια παροιμία και, οι παροιμίες είναι παροιμίες! Αν πεις δηλαδή, τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς, είναι ρατσιστικό; Δεν μιλάει για αράπηδες, κύριε μαλάκα, για σένα μιλάει που είσαι αγύριστο κεφάλι! (Σωπαίνει, για λίγο) Τέλος πάντων, διεκπεραίωνα τις εμμονές μου, γευόμενος συχνά τέτοιες λογοκρισίες, και με τον λογοκριμένο τίτλο δημοσιεύθηκε το πρώτο άρθρο που γράφτηκε οπουδήποτε για τους Φατμέ, τους οποίους φιλοξένησα και στην εκπομπή μου, στο Δεύτερο Πρόγραμμα, όπου είχα μετακομίσει πλέον...

Ένα ευπρεπές κοινόβιο, να τι ήταν!


Παραγωγή πώς προέκυψε να τους κάνεις;
Στους Φατμέ, έκανε ο Τάσος Φαληρέας παραγωγή στον πρώτο δίσκο, στο στούντιο Polysound του Σμυρναίου, με ηχολήπτη τον ηθοποιό Αντώνη Καφετζόπουλο και, μετά, επειδή εγώ τα έβρισκα πολύ ωραία με τον Διευθυντή της ΕΜΙΑΛ, τον Γιώργο τον Πετσίλα, πρώην άντρα και bandleader της Νάνας Μούσχουρη, σπουδαίο παραγωγό στη Γαλλία, με πολύ χρυσό και πλατινένιο δίσκο στους τοίχους του σπιτιού του, είχα μόλις κλείσει ένα deal μαζί του, να κάνω, για την ΕΜΙΑΛ, τις τρεις πρώτες παραγωγές μου. Κάπου έχω ακόμη τις επιστολές της ανάθεσης... Κι όταν έρχεται η ώρα των Φατμέ, διαλέγουμε να ξαναγράψουν στο στούντιο του Σμυρναίου, όπου εγώ φρικάρω, γιατί, οκέι, καλό στούντιο το Polysound, όμως ο Σμυρναίος δεν γουστάρει με τίποτε να έχει μπάστακα στην κονσόλα του έναν πιτσιρικά που δηλώνει παραγωγός και που μιλάει πολύ, αλλά το κουφότερο είναι ότι δεν παίζει με τίποτε να καπνίσεις μέσα στο στούντιο, όχι ένα τζόϊντ, αλλά ούτε καν ένα Καρέλια, δεν παίζει ούτε καν να πιείς μια μπύρα! Οπότε, φρίκαρα, απόρησα με τους Φατμέ που είχαν αντέξει να γράψουν εκεί τον πρώτο δίσκο τους και... δεύτερη μέρα εκεί μέσα δεν υπήρξε!

Και τί κάνατε με την ηχογράφηση;
Ο Πετσίλας ήταν ευγενής άνθρωπος, Κερκυραίος κοσμοπολίτης και, όπως σου είπα, δεν κωλοβάραγε στην δουλειά μας, ήταν περπατημένος producer και δεν χρειάστηκε πάνω από δυο λεπτά για να συμφωνήσει ότι δεν μπορείς να λες σ’ ένα συγκρότημα εικοσιτριάχρονων να μην πίνουν ότι διάολο θέλουν, όταν ηχογραφούν δίσκο! Και με την μία, με ρώτησε πού θέλω να γράψουμε! Είχα μάθει ότι έχει έρθει ένα παιδί από το Βέλγιο, πολύ ταλαντούχος ηχολήπτης, αλλά δεν έχει πιάσει ακόμη κονσόλα και τον προσέλαβε το στούντιο Sierra, που τότε λεγόταν ακόμη Era, οπότε, ζήτησα από τον Πετσίλα και μου έδωσε το οκέϊ, να ηχογραφήσουμε στο Sierra, μ’ αυτό το καινούργιο παιδί, που ήταν ο Άκης Γκολφίδης! Έ, και πήγαμε εκεί και γράψαμε... Πίνοντας τα πάντα! (Γελάει)

Με τους Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω, πού είχατε γράψει; Είχατε κι εκεί τέτοια;
Τους Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω, που ήταν η πρώτη παραγωγή μου, τους είχα κάνει, με έγκριση του Πετσίλα πάλι, στο στούντιο του Σταμάτη Σπανουδάκη, στην περιοχή Καρελά της Παιανίας, για να είμαστε πολύ μακριά, ώστε μην έρχεται κανείς από την ΕΜΙΑΛ να δει τί κάνουμε και να μας αφήσουν ήσυχους! Έτσι κι έγινε. Εκεί, είχα την τύχη να βρω ως ηχολήπτη, κάποιον που δεν είναι ακριβώς ηχολήπτης κι έτσι δεν είχε κολλήματα με την παρουσία μου και με βοήθησε πολύ κι αυτός ήταν ο Νίκος ο Πολίτης, ο γνωστός μπασίστας που έχει σημαδέψει την ελληνική σκηνή παίζοντας με Εξαδάκτυλο, Socrates και άλλα γκρουπ. Του ζήτησα να παίξει και κάτι διονυσιακής ατμόσφαιρας heavy κιθάρες, σ’ ένα τραγούδι του δίσκου των Χάνομαι, έφερα και την Ελευθερία, που νομίζω ότι σ’ εκείνον τον δίσκο τραγούδησε για πρώτη φορά ένα ολόκληρο τραγούδι μόνη της, κατέβασα αεροπορικώς από Σαλόνικα και τον Μιχάλη τον Σιγανίδη με το κοντραμπάσο του κι όλα προχώρησαν καλά. Κάπως έτσι μπήκα στην παραγωγή!
man13.jpg
1982, το οπισθόφυλλο του δίσκου των Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω. Ελευθερία, Σιγανίδης, ΘΜ, Νίκος Πολίτης και το γκρουπ

Στο άλμπουμ Ψέμματα των Φατμέ, δική σου ιδέα ήταν το σπουδαίο τραγούδι Είμαι Μετρίως Μέτριος, του Νίκου Πορτοκάλογλου, αν αναλογιστεί κανείς την διαφορετικότητα του ήχου σε σχέση με τα υπόλοιπα τραγούδια του δίσκου;
Όχι βέβαια, του Νίκου ήταν, γιατί να είναι δική μου ιδέα μια έμπνευση του Πορτοκάλογλου; Και λέγεται Πάντα Μετρημένος, θέλω να τα λέμε τα τραγούδια με τους αληθινούς τίτλους! Δική μου ιδέα, by the way, ίσως να ήταν ο ανορθόδοξος τρόπος με τον οποίο αρχίζει το εν λόγω τραγούδι, όπως και κάποια άλλα στοιχεία στο συνολικό άκουσμα του δίσκου, για παράδειγμα το επικό φινάλε του άλμπουμ, ένα ηχητικό τερτίπι που φέρει τον τίτλο Αλήθεια! Μια Αλήθεια, ως φινάλε στα Ψέμματα! Ωραίο δεν είναι; Εν πάση περιπτώσει, είμαι πολύ υπερήφανος για τον δίσκο Ψέμματα, γιατί έχει διαφορετικό ήχο και ατμόσφαιρα απ’ όλους τους δίσκους που έχουν κάνει οι Φατμέ, αλλά και σόλο ο Πορτοκάλογλου. Στο πώς ακούγονται οι κιθάρες, τα βαριά μπάσα, τα τύμπανα, ο ήχος, όλα είναι διαφορετικά, μια άλλη ατμόσφαιρα, σκοτεινή και τσαμπουκαλεμένη... Θεωρώ δε ότι, για την διαφορετικότητα αυτού του δίσκου, έπαιξαν ρόλο όλα, τα ωραία τραγούδια του Νίκου, η συγκυρία της περίεργης αρνητικής ενέργειας που είχε συσσωρευτεί γύρω από την μπάντα κι έβγαζε ένταση τριγύρω, ο Γκολφίδης κι εγώ. Αυτά διαμόρφωσαν ατμόσφαιρα και ήχο και γι’ αυτό, τα Ψέμματα, είναι ένα πολύ συγκροτημένο και ξεχωριστό άλμπουμ. Όσο για το Πάντα Μετρημένος, που ρωτάς, ψιλοδιαφωνούσα κιόλας με τον στίχο του, δεν μου καθόταν καθόλου καλά αυτό που έλεγε, είμαι μετρίως μέτριος και πάντα μετρημένος, γι’ αυτό και είμαι ο πιο τρελός... Κάποιος που είναι ο πιόοοο κάτι τις, δεν μπορεί να είναι και μέτριος!

Χα! Ωραία παρατήρηση αυτή! Και τί έγινε; Γιατί, ο στίχος έτσι παρέμεινε απ’ ότι θυμάμαι...
Προσπάθησα να το εξηγήσω. Ήταν κάπως άγαρμπα τα πράγματα στην αρχή, ήταν άμαθοι, με κοίταγαν κι έλεγαν, τίιιι, θα έχεις κι εσύ γνώμη για τα τραγούδια μας; Δεν έβλεπαν ότι παραγωγός είναι αυτός που βρίσκει διέξοδο στα αδιέξοδα, που μορφοποιεί το υλικό του καλλιτέχνη, κάτι σαν τον σκηνοθέτη που μορφοποιεί το σενάριο σε τελικό προϊόν, νόμιζαν ότι παραγωγός είναι αυτός που κρατάει σημειώσεις, λέει κάνα ανεκδοτάκι να φτιάχνει ατμόσφαιρα και πληρώνει και τις πίτσες! Όμως, εγώ έσκαγα στο Sierra αρκετά θωρακισμένος, όχι απαραιτήτως με πίτσες (γελάει) και δεν ίδρωνε το αυτί μου, σ’ αυτά. Και, όσο μ’ έπαιρνε, ήμουν μαχητής. Παραγωγό δεν ήθελες; Άρα, τί να συζητάμε με τις ώρες και να λέμε, μέχρι και να ψηφίσουμε ειπώθηκε καναδυό φορές! Εγώ είχα το δόγμα, έχεις παραγωγό ν’ αποφασίζει, ακριβώς για να μην μπαίνεις συνέχεια στον κόπο να τρέχεις στην κάλπη! Όχι ότι έγιναν πολλά τέτοια, συνήθως μια χαρά κύλαγαν τα σέσιον, ήταν καλοδεμένο κόλπο οι Φατμέ και δεν χρειαζόντουσαν και πολλά, μουσικώς τουλάχιστον! Σήμερα, τα λέω με καλοσύνη όλα αυτά, γιατί όλοι μαθαίναμε, ήταν όλα καινούργια πράγματα και, μεταξύ άλλων, δεν ξέρανε όλοι τί είναι παραγωγός. Άκουγα τα συγκροτήματα και τους τραγουδοποιούς της δεκαετίας του ’80, που έλεγαν όλοι, πω πω στο εξωτερικό έχει κάτι παραγωγούς, οι Pink Floyd έκαναν 500 ώρες κι εμένα μου είπαν να κάνω σε 50 ώρες το δίσκο μου. Μετά, ερχόταν μπροστά τους ο καλός παραγωγός, που δεν τσιγκουνευόταν και τις ώρες, μόνο που δεν ήταν από το εξωτερικό, ερχόμουν, π.χ., εγώ μπροστά σου και ξαφνικά έλεγες, τίιιι..., θα μιλάς κι εσύ για τα τραγούδια μας; Όχι, θα πλέκω τα πουλόβερ! Πιστεύεις ότι ρώτησε ποτέ ο Πωλ ΜακΚάρτνεϊ τον Τζώρτζ Μάρτιν από πού κι ως πού θα εκφέρει γνώμη για τα τραγούδια των Beatles ή ρώτησαν οι Public Enemy τον Ρικ Ρούμπιν γιατί μιλάει; Μιλάει γιατί είναι ο παραγωγός που ε-σύ επέλεξες, you idiot!

Είχα ακούσει ότι μένατε μαζί με τους Φατμέ όταν ηχογραφούσατε τα Ψέμματα. Τί ήταν αυτό; Ένα άλλο κοινόβιο;
Όχι ακριβώς! Λίγο μετά την παραγωγή στον πρώτο δίσκο των Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω, νοίκιασα ένα σπίτι δίπλα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, μεταξύ γηπέδου και Balthazar, σ’ ένα στενό δρομάκι, Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου 8, όπου τώρα είναι ταβέρνα... Η Ταβέρνα Της Έλενας. Ήταν ένα διώροφο, από πάνω έμενε ο Τάσος Φαληρέας μετά της αγαπημένης του κι από κάτω πήρα τον χώρο εγώ. Για μένα, όσο έμεινα εκεί, έχει επί πλέον τρομερή σημασία ο Παναθηναϊκός, καθώς, Κυριακή μεσημέρι, ανοίγω την πόρτα στις 3 παρά 5 κι όπως είμαι μπαίνω μέσα στο γήπεδο, αφού είναι λέμε μια γωνία και το ματς αρχίζει στις 3... Πρωτοφανής εμπειρία! Τέλος πάντων, το διάστημα 1981-83, μένουνε μαζί μου εκεί μέσα, ο Πορτοκάλογλου, ο Ζιώγαλας κι ο μπασίστας των Φατμέ ο Μήτσος ο Καλαντζής και από εκεί περνούν και πολλοί άλλοι... Ένα ευπρεπές κοινόβιο, να τι ήταν!... Συχνοί επισκέπτες είναι ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας, ο Σωκράτης Παπαχατζής, η τραγουδίστρια Άντα Πίτσου, ο συγγραφέας Βαγγέλης Ραπτόπουλος, ο έτερος συγγραφέας Ίκαρος Μπαμπασάκης, ο Άγγελος Μαστοράκης, ο Γιάννης Γιοκαρίνης, η κομπανία Ελληνική Απόλαυσις, μια μπασίστρια που έπαιζε με τον Ζιώγαλα και δεν θυμάμαι τ’ όνομά της... (Σωπαίνει, για λίγο) Νομίζω, Ολίβια... Ο Χρήστος ο Βακαλόπουλος επίσης ερχόταν συχνά, γιατί ανέβαινε στου Φαληρέα από πάνω... Στην ουσία όλοι όσοι μέναμε εκεί, αλλά και οι επισκέπτες, ήμασταν τότε μ’ ένα ντέμο ή μ’ ένα χειρόγραφο στο χέρι! Ένα κλικ πιο μπροστά είναι οι Φατμέ, που έχουν βγάλει ήδη τον πρώτο τους δίσκο... Οι Κατσιμιχαίοι έχουν επιστρέψει από το Βερολίνο και ψάχνουνε να βρουν να πάνε τα τραγούδια τους κάπου, εγώ ετοιμάζω το υλικό για τον πρώτο δίσκο μου, το Απόψε Φύγαμε, ο Ζιώγαλας είναι ο μόνος που έχει μπάντα και τραγουδάει στην Σοφίτα, όπου λέει τα τραγούδια του, αλλά πρωτοπαρουσιάζει και τα τραγούδια των Κατσιμιχαίων, όπως το Μια Βραδιά Στο Λούκι...
man14.jpg
1982, ο ΘΜ τρέχει την επικοινωνία των Φατμέ, με το κοινόβιο της Χρ. Παπαδοπούλου 8, ως επίσημη έδρα του γκρουπ, στα δελτία Τύπου της ΕΜΙΑΛ!

Και τελικά τί απέγινε αυτό το... ευπρεπές κοινόβιο;
Όταν είχαν φύγει όλοι κι είχαμε πια απομείνει μόνο εγώ κι ο Ζιώγαλας, έγινε ένα μεγάλο ντου από την Ασφάλεια κι έληξε το κοινόβιο! Ωστόσο, στα δυο χρόνια που κράτησε, είχαμε προχωρήσει όλοι τις δουλειές μας. Μέχρι να τελειώσει η φάση με το κοινόβιο, οι Κατσιμιχαίοι έχουν αρχίσει να ηχογραφούν τα Ζεστά Ποτά, ο Ζιώγαλας ετοιμάζει τον πρώτο δίσκο του, το Τζάμπο, με το Μην Ξαναρθείς Απ’ Τη Δουλειά που είναι και η πιο μεγάλη του επιτυχία, ο Παπαχατζής, έχει κάνει τους Blue Light, με μουσικούς κάποιους συμμαθητές του, που, λίγο πριν είχαν ιδρύσει τους Last Drive... Όλο αυτό το πάρτι εκεί μέσα, συνέβαινε ένα λεπτό πριν βγούμε όλοι προς τα έξω. The moment before! Όλους, μας δένει αυτό. Δηλαδή, με τον Πάνο και τον Χάρη, εδώ και πολλά χρόνια δεν βρισκόμαστε, γιατί κάνουμε άλλες ζωές, διαγράφουμε άλλους κύκλους, αλλά άμα βρεθούμε θα βγει αυτομάτως στον αφρό εκείνη η γλυκιά αίσθηση... δεν είναι ακριβώς νοσταλγία, υπάρχει αγάπη! Το λέω αυτό, γιατί σήμερα βλέπω ότι δεν υπάρχει και πολλή αγάπη στους μουσικούς, ακόμη και μέλη ενεργών συγκροτημάτων δεν κάνουν παρέα μεταξύ τους... (Σωπαίνει) Τί λέγαμε; Ά, ναι, για το φινάλε του ευπρεπούς κοινοβίου...

Σε τί φάση ήσουν, όταν τέλειωσε το κοινόβιο;
Μετά το ντου, φρίκαρα και πήγα κι έμεινα στο Κολωνάκι, στην οδό Αναγνωστοπούλου, δίπλα στο σπίτι της Μελίνας Μερκούρη! Κι έτσι είχα απ’ έξω φύλαξη σε υψηλό επίπεδο, όλο το 24ωρο! (Γελάει) Και συνέχιζα να ζω πολυδιασπασμένος, κάνω ραδιόφωνο, γράφω σε Μεσημβρινή, Αντί, κ.λπ., και, ξεκινώντας την σχέση μου με την Λύρα, μετά από πρόσκληση του Διονύση Σαββόπουλου, κάνω παραγωγή στον τρίτο δίσκο του Βαγγέλη Γερμανού, το Βραχυκύκλωμα, με κανονική εργασία παραγωγού, να γίνει ηλεκτρικός ο ήχος του! Είναι μέσα ο σπουδαίος κιθαρίστας ο Θεολόγος ο Στρατηγός, που με τον Γερμανό ήτανε συμπαίκτες στα Λαιστρυγόνα του Σαββόπουλου, δηλαδή στο σημαδιακό άλμπουμ Βρώμικο Ψωμί, είναι κι ο Γιοκαρίνης με το Hammond του! Φέρνω τον Πουλικάκο να κάνει τον... επιλοχία στο τραγούδι Στρατολογία, τρέχουμε και με το Renault 4L του Γιοκαρίνη στα Καλύβια, ώρες ολόκληρες, ο Γιοκαρίνης, ο Γερμανός κι εγώ, να ψωνίζουμε αβέρτα γιαούρτια, τυριά, αυγά και χωριάτικα ψωμιά, μέχρι να βρούμε τα ίχνη μιας Παιδικής Κομπανίας, που μας άρεσε όταν την είχαμε δει στην εκπομπή της Σεμίνας, στην ΕΡΤ, τρέχα γύρευε δηλαδή... Τέλος πάντων, η εν λόγω Παιδική Κομπανία, ακούγεται σε δυο τραγούδια του δίσκου και, κατά μία έννοια, ήταν και μια χαριτωμένη πλάκα προς τις κανονικές κομπανίες, των ενηλίκων, που ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια... Επισημαίνω ότι το 4L του Γιοκαρίνη έπαιξε κομβικό ρόλο τότε, αφού πέρα απ’ τα υπόλοιπα σούρ’ τα φέρ’ τα, μια μέρα, κατεβαίνοντας την Κηφισίας μέσα στο 4L, ο Γιοκαρίνης μου βάζει για πρώτη φορά μια κασέτα με τα τραγούδια του. Την παίρνω, την ξανακούω στο σπίτι και το άλλο πρωί την πάω στην Λύρα και λέω, εδώ είμαστε! Δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ εκείνη την στιγμή και αναλαμβάνει την παραγωγή ο Βαγγέλης Γερμανός. Αργότερα, αποφασίζουν να μην βάλουν μέσα την Ευλαμπία, κάνοντας το χατίρι του Γιοκαρίνη, που δεν το θέλει αυτό το τραγούδι ως ευτελές, ψιλοντρέπεται! Όπου, πάω στον τότε διευθυντή της Λύρα, τον συγχωρεμένο τον Κυριάκο τον Μαραβέλια και του κάνω, αφεντικό, μην ακούς τι λένε αυτοί και βάλε μέσα το κομμάτι! Έβλεπα ότι, χωρίς την Ευλαμπία, δεν θα μπορέσει να απογειωθεί ο Γιάννης...

Γιατί δεν του έκανες εσύ την παραγωγή;
Γιατί, χωρίς να το ξέρει κανένας στη Λύρα, εγώ είχα αρχίσει να ηχογραφώ στο Sierra, σε κάτι άγαρμπα μεταμεσονύχτια ωράρια, τον πρώτο μου δίσκο με δικά μου τραγούδια, ως, ξέρω ’γω, singer/songwriter, το Απόψε Φύγαμε αν έχεις ακουστά. Είχα αυτό, είχα τον Γερμανό, είχα κι εκπομπή στο ράδιο, τώρα που το λες, παίζει να δούλευα και d.j. στο Balthasar... Έ, απλά δεν θα μ’ έπαιρνε και δεν προέκυψε με τον Γιοκαρίνη. Συνεργαστήκαμε πλειστάκις και ποικιλοτρόπως όμως, σε άλλα project και τον αγαπάω τον Γιοκαρίνη, αν και ακόμη περιμένω να μου επιστρέψει ένα γαμάτο βελούδινο καπέλο με φτερό, που του το ’χα δανείσει πριν καμιά τριανταριά χρόνια, για να κάνει μια εμφάνιση στην τηλεόραση της ΕΡΤ!

Ένιωθα πού το πήγαινα με την μουσική και, με προσωπικό τσαμπουκά, είχα αρχίσει να επιβάλω κι ένα στυλάκι, ως παραγωγός...

Αυτό που γράφει στο Βραχυκύκλωμα, στο εξώφυλλο, ο Γερμανός, για την φωνή της Φλέρης, τί εννοεί; Έγινε κάτι με την Νταντωνάκη τότε;
Εννοεί ότι γαμιέται ο Δίας, αυτό εννοεί! (Σωπαίνει για λίγο) Άκου! Εγώ την έκανα από τότε πολύ ενορατικά την δουλειά του παραγωγού, δεν το έβαζα κάτω αν δεν έτρωγα τα μούτρα μου! Και εκεί μέσα, είχε ο Γερμανός ένα κομμάτι, τα Γυάλινα Πανιά, που νομίζω ότι είναι και το καλύτερό του, όπου εγώ άκουγα μια, πώς να το πω, ελεγεία περί την τρέλα και μού ’ρθε το φλας να υλοποιήσω ένα εφηβικό μου όνειρο, ήτοι να κάνω κάτι με την Φλέρη Νταντωνάκη! Αυτό κράταγε από την Πρωτοχρονιά του 1974 που είχαν αγοράσει οι γονείς μου τον Μεγάλο Ερωτικό του Χατζιδάκι ως τεκμήριο του αιώνιου έρωτά τους και είχα πάθει ζημιά με την φωνή της... Τέλος πάντων, πήγα και την βρήκα τη γυναίκα, της εξήγησα και, παρά τις όποιες αναστολές της, της άρεσε το θέμα του τραγουδιού, κι ότι ο Γερμανός τα ’λεγε κάπως in your face, τα περί τρέλας και πείστηκε... Όλα έγιναν πολύ cool, μια πολύ γλυκιά συνεννόηση και, τελικά, ανήμερα στα γενέθλιά μου, 6 Φεβρουαρίου 1984, την ανέβασα με ταξί στο στούντιο του Πάνου του Δράκου, στη Φιλοθέη και το γράψαμε! Ακόμη έχω μέσα μου μια εικόνα, το ταξί περνάει μπροστά απ’ το Χίλτον, ψιλοβρέχει, η Νταντωνάκη κάθεται πίσω από τον ταξιτζή και, από ένα walkman που της έχω δώσει ακούει ξανά τα Γυάλινα Πανιά και έχει χαθεί τελείως, φοράει τα ακουστικά και κοιτάζει έξω και της φεύγουν κάτι λυγμοειδείς ήχοι, άααααχ..., μμμμμμ, ουώουώουώ... κι ο ταξιτζής έχει πάθει, αλλά δεν τολμάει να πει κιχ, μαγεύτηκε!

Κάτσε, λίγο. Είπες ότι γράψατε στο στούντιο... Αφού στον δίσκο δεν υπάρχει η Νταντωνάκη!
Γι’ αυτό γαμιέται ο Δίας! (Σιωπή δευτερολέπτων) Εκεί που είδες το όνομά της, στον δίσκο, τί λέει ο Γερμανός; Λέει, η Μαριάννα Ευστρατίου - Παγκάκη, στη θέση της Φλέρης, όχι για χάρη του κ. Χατζιδάκι, αλλά για χάρη του Διονύση - αυτό δεν λέει; Έ, αυτή είναι και η απάντηση! Η Νταντωνάκη, έχει κάνει μια επική ερμηνεία, γιατί την έχει αγγίξει πολύ η ματιά του Γερμανού πάνω στην τρέλα, μπορεί να είναι και ιστορικά η τελευταία της ηχογράφηση σε μη Χατζιδακικό τραγούδι, δεν παίρνω και όρκο και, όταν τελειώνει η δουλειά, χωρίς να ξέρει τίποτε η Φλέρη και χωρίς να μάθω τίποτε κι εγώ, γιατί στο μεταξύ είχα φύγει από την Λύρα, ο Χατζιδάκις, ο Σαββόπουλος και ο εξαναγκασθείς Γερμανός, αποφασίζουν να μην μπει στον δίσκο η ερμηνεία της και ξαναγράφεται η γυναικεία φωνή και προκύπτει αυτό το, θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου, η Μαριάννα Ευστρατίου - Παγκάκη, στη θέση της Φλέρης όχι για χάρη του κ. Χατζιδάκι, αλλά για χάρη του Διονύση! Να τι έγινε... Όμως, όπως έχει πει κι ο φίλος μου ο Χρήστος Δασκαλόπουλος, όποιος έχει αρχεία, έχει κι αρχίδια, κι εγώ έχω! Την έχω κρατήσει την ηχογράφηση της Φλέρης σε κασέτα, παίζει να είμαι κι ο μόνος που το ’χει το stuff και, όπως έχω πει στον Γερμανό, κάποια μέρα θα το ψηφιοποιήσω και θα το ανεβάσω κιόλας, for free και in memoriam...

Καλά, μ’ έστειλες μ’ αυτήν την ιστορία! Πόσο χρονών είπες ότι ήσουν τότε;
Δεν είπα, τώρα που ρωτάς θα σου πω! Εικοσιτέσσερα. Ούτε μια ώρα παραπάνω, αφού ηχογραφήσαμε στα γενέθλιά μου! (Γελάει)

Εκείνη την περίοδο, εμείς οι λίγο νεότεροι, σε ξέρουμε από τα άρθρα σου στον Ήχο κι από το κρατικό ραδιόφωνο, αλλά και σε μαθαίνουμε ως τραγουδοποιό από το πρώτο σόλο άλμπουμ σου, το Απόψε Φύγαμε. Κάτω από τί συνθήκες το ηχογράφησες; Πώς ήταν, το 1984, η περιρρέουσα κατάσταση για ένα νέο τραγουδοποιό που δεν ήταν και ακριβώς μουσικός;
Ήταν περίεργη φάση το Απόψε Φύγαμε. Την στιγμή που βγήκε, Δεκέμβριο του 1984, υπήρχαν οι έντεχνοι, υπήρχαν οι τραγουδιστές και υπήρχαν και τα γκρουπ, κάποια ελληνόφωνα και κάποια αγγλόφωνα... Αλλά ένας τζιτζιφρίγκουλας να τραγουδάει τραγούδια δικά του, όχι ως έντεχνος αλλά, με μια φουλ ροκ μπάντα δίπλα του, το τονίζω αυτό, με κανονική ροκ μπάντα και ελληνικό στίχο, έ αυτό δεν είχε κάτσει ξανά μετά τον Πουλικάκο και τον Σιδηρόπουλο, που πλέον κι αυτοί ηγούνται συγκροτημάτων, Απροσάρμοστοι, Εταιρεία Καλλιτεχνών, Αδέσποτα Σκυλιά, κ.λπ., άντε πες και μετά τον Τουρνά, που εκείνη τη στιγμή, ούτως ή άλλως, το ’χε αλλάξει το τροπάρι και τραγουδούσε, ξέρω ’γω, στην Μέδουσα του Γιώργου Μαρίνου, ενώ έδινε τραγούδια του ως και στην ψιλοξεζουμέ τραγουδίστρια Μαρία Κώνστα! Τονίζω ότι ούτε το Τζάμπο του Ζιώγαλα έχει βγει ακόμη, ούτε τα Ζεστά Ποτά των Κατσιμιχαίων... Αnyway, θέλω να πω ότι έβγαλα το Απόψε Φύγαμε σε μια συγκεκριμένη στιγμή, έχοντας κάτι στο νου μου και στήνοντας μια γαμάτη μπάντα, τους Απόψε Φύγαμε, με Λάκη Διακογιάννη σαξόφωνο, τον Σωκράτη Παπαχατζή στα κίμπορντς, τον Αντρέα Μουζακίτη από Σπυριδούλα στα ντραμς, τον Μήτσο από τους Φατμέ, δυο δαίμονες κιθαρίστες, τον Λεμπέση και τον Αβέρκιο, δυο στιλάτες τύπισσες στα φωνητικά, η μία εκ των οποίων ήταν η ενδυματολόγος Δέσποινα Χειμώνα και δυο σημαντικούς ζωγράφους της γενιάς μου, τον Μανώλη Χάρο και την Έρση Χατζηαργυρού, που ζωγραφίζανε λάϊβ, σε μάντρες και σε τοίχους, τα «πόστερ» της κάθε συναυλίας! Κανονικό εργοτάξιο! Και, πριν προλάβω να παίξω τα πρώτα 5-6 gig, που πήγαιναν και καλά, ανοίγουν οι ασκοί του Αιόλου και σκάει ένα κύμα, όχι πια από συγκροτήματα, αλλά από τραγουδιστές με κάθε λογής παρελθόν και προθέσεις, με ελάχιστες ροκ καταβολές, που κατακλύζουν την αγορά με μια καταιγίδα από σουξέ επιθεωρησιακού χαρακτήρα, σε στυλ Μπανάκι Μανάκι, Τσικαμπούμ και το άλλο το κωμειδύλλιο με τον τσομπάνη και όοολοι αυτοί, για κάποιον λόγο που κανείς δεν κατάλαβε, μπαίνουν, όπως θα θυμάσαι, κάτω από την αυθαίρετη ετικέτα «ελληνικό ροκ», όπου, όλως αυθαιρέτως και ομοφώνως, με βάζουν κι εμένα άπαντες, η Minos, το ράδιο, τα περιοδικά... Από αμηχανία, υποθέτω, όχι κάτι δόλιο, για ποιόν λόγο άλλωστε; Δεν ήμουν και τίποτε σπουδαίο! Αλλά, το momentum που είχα πετύχει για το προτζεκτάκι μου, σμπαραλιάστηκε και, επειδή έτσι λειτουργώ, το ’κοψα το σπορ απότομα, για κάπου μια δεκαετία, μέχρι που ήρθε στη ζωή μου η φάση με τους Thirty Ντέρτι.
man15.jpg
1985, φωτογραφία του ΘΜ, για το promo της Minos για τον δίσκο του Απόψε Φύγαμε.

Εκτός δουλειάς, πού τριγυρνούσες εκείνη την εποχή, στα έϊτις;
Γιατί, ψάχνεις μήπως με θυμάσαι από κάπου; (Γελάει) Δεν μπορώ να πω ότι σύχναζα στάνταρ κάπου... Δούλευα, ταξίδευα, τριγύριζα στην πόλη και, από τα μεσάνυχτα και μετά, βολόδερνα, από το Decadence, όπου παίζει να είμαι ο παλιότερος εν ζωή πελάτης, μέχρι την Ράτκα στο Κολωνάκι και από το Εργοστάσιο στην Βουλιαγμένης, μέχρι την Φαντασία και τη Νεράιδα στην παραλία και από την Ομόνοια και το γαλακτοπωλείον Η Βρετάνια, προς Αχαρνών, Λιοσίων, Πατήσια, Σουίτα στην Κεφαλληνίας, Can-Can και, απέναντι, Stop! Οπότε, δεν κοιμόμουν τότε, ήμουν νυχθημερόν στη γύρα. Αλλά, ένιωθα πού το πήγαινα με την μουσική και, με προσωπικό τσαμπουκά, είχα αρχίσει να επιβάλω κι ένα στυλάκι, ως παραγωγός... Πίστευα πολύ σε αυτό που κάνω. Εικοσιτεσσάρων χρονών, έλεγα στον Μαραβέλια, στην Λύρα, να μου δώσει να κάνω παραγωγές στους νεοαφιχθέντες στην εταιρεία Μαργαρίτη και Χριστοδουλόπουλο κι εκείνος στράβωνε..., έ και, στα εικοσιέξι, βρέθηκα να με φωνάζει πίσω στην Λύρα για να κάνω παραγωγές σε αμφότερους, Μαργαρίτη και Χριστοδουλόπουλο! Και δεν νομίζω να μετάνιωσε, ο μακαρίτης ο Μαραβέλιας, με τέτοια καταιγίδα από σουξέ που του προέκυψε...

Πώς ξαφνικά τότε έμπλεξες με τον Μαργαρίτη;
Όχι και ξαφνικά, αργά-αργά έμπλεξα... Αρχικά έχουμε γνωριστεί στο σπίτι του Άκη Πάνου, την εποχή που τού είχε δώσει 5 τραγούδια και τον έβρισκα συχνά εκεί τον Μαργαρίτη, όπως επίσης πήγαινα και τον άκουγα στα κέντρα, από το Σεραφίνο ως το Μονσενιέρ στην πλατεία Αμερικής... Και κάνω παραγωγή σε δίσκο του, το 1986-87, με το Κελί 33 που ήταν ένα ξέμπαρκο αριστουργηματάκι ανάμεσα σε σκόρπια τραγούδια, που έφερναν σε κασέτες διάφοροι επίδοξοι τραγουδοποιοί. Σού ’φερνε ο άλλος 30 τραγούδια τα πιο πολλά αδιάφορα, αλλά, ένα έλαμπε και απ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις που ξέρω, το σούπερ τζακ-πότ ήταν το Κελί 33! Πιο δίπλα, πήρα ένα τραγούδι από τον φίλο μου τον Γιάννη τον Εμμανουηλίδη απ’ την Οπισθοδρομική Κομπανία, που λεγόταν Στου Παραδείσου Την Πόρτα Κάποιος Φύτεψε Δυο Χόρτα και το έδωσα κι αυτό στον Μαργαρίτη. Το γράψαμε στο στούντιο, αλλά ο Μαργαρίτης δεν το ήθελε, του φαινόταν πολύ... underground, χα χα, άσε που είχε κάνει κι ένα ντιλ να πει τραγούδια του Χρήστου Νικολόπουλου τότε και δεν τα πολυήθελε τα ξέμπαρκα. Πήγαινε στον Μαραβέλια, στη Λύρα και πίεζε να βγει από τον δίσκο το κομμάτι, με κάτι παλαβά επιχειρήματα, του τύπου, ου Θουδουράκιες κι τα φιλαράκια τουο, ουόλο μπάφαμπούφα ίνι οι κυρίοι, αλλά ιμίς ίμαστι οικουγενειάρχιες, διεν ίνι πράματα αυτά..., πέ μι Κυριάκου πουόσα ίνι του τράνσφιρ, να τα πληρουώσου, να τουν ξανακόψουμι τουν δίσκου χουρίς τα χουόρτα μιέσα... (Σημ. Ο Μανίκας, είναι απολαυστικά ολόιδιος ο Μαργαρίτης, όταν τον μιμείται) Επισημαίνω ότι, εγώ και αρκετοί από τους μουσικούς, είμαστε ήδη τότε οικογενειάρχες, αλλά, ο Μαργαρίτης είναι ακόμη ανύπαντρος! Ναι, τον μπαγάσα!... (Γελάει) Ο αληθινός παραγωγός όμως το παλεύει. Ένα χτικιό είναι αυτό, να έχεις την ενόραση και να μην βλέπει κανένας άλλος αυτό που εσύ βλέπεις! Αλλά τελικά, την πέρασα τη βάρκα με τον Μαργαρίτη απέναντι και, δίπλα στο Κελί 33, που είναι η μεγαλύτερη επιτυχία του, η επιμονή μου και για το άλλο το χασικλίδικο, το Στου Παραδείσου Την Πόρτα... έβγαλε ένα δεύτερο διαχρονικό σούπερ χιτ! Ανοίξτε τώρα τις σαμπάνιες! (Γελάει) Μ’ αυτά και μ’ αυτά, όταν ήρθε η ώρα της μεταγενέστερης συνεργασίας μας, η διαχείριση του κόλπου του Μαργαρίτη, μου φαινόταν πιά πολύ εύκολη.

Με τόσα σουξέ που βγάλαν οι παραγωγές σου τότε, πώς και δεν έμεινες περισσότερο στην Λύρα;
Έπαψε να ’χει πλάκα! Εγώ έκανα τα σουξέ με τα λαϊκά και για να μαθαίνω τους δρόμους και τα ντουζένια και μάλιστα αμειβόμενος, αλλά και για να μπορώ να διεκδικώ τα μπάτζετ για τα άλλα κόλπα που με νοιάζανε ως παραγωγό! Το σπουδαιότερο τέτοιο άλμπουμ μου στην Λύρα ήταν το tribute-album Μια Γρανίτα Για Τον Χιώτη, που επισημαίνω κάτι που κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τότε, ότι δηλαδή είναι ένα από τα πρώτα tribute-album παγκοσμίως! Ο όρος πρωτοεμφανίσθηκε διεθνώς στις αρχές του 1986, ψάξε στην Wikipedia να δεις τι λέω και, η Γρανίτα, βγήκε τον Ιούνιο του 1986! Όχι μόνο δεν νιώθανε τι είναι το tribute-album που κάναμε για τον Χιώτη, αλλά μου την ψιλολέγανε κιόλας, με κάτι μουλωχτά που διακινήθηκαν, σε στυλ, ποιος τον ρώτησε τον Χιώτη και άλλα τέτοια... Εγώ τον ρώτησα, με την γυάλινη σφαίρα! Και καλά που ήταν τότε στο project κι ο μακαρίτης ο Βλάσσης ο Μπονάτσος που ήξερε, στην Αμερική, τον γιό του Χιώτη, τον Διαμαντή, ο οποίος κατάλαβε, ο άνθρωπος, τι είχα κάνει και μας έδωσε σαν κύριος τις άδειες και γλυτώσαμε απ’ τους στενόμυαλους και τους σκατόψυχους... Το λοιπόν, έναν χρόνο μετά την Γρανίτα, το Πάσχα του 1987, μετά κι από τόσα σουξέ, έκανα άλλο ένα παλαβό κι αυθαίρετο άλμπουμ, με τον Χριστοδουλόπουλο και την Σοφία Κολλητήρη, που την είχα φέρει στη Λύρα με το έτσι θέλω! Ο δίσκος που γράψαμε, λεγόταν Καίγεται Ο Μαχαλάς και τα ‘σπαγε, ήταν κάτι πολύ μπροστά, ζωντανή ηχογράφηση στο... στούντιο, όλο γραμμένο λάϊβ σε μια νύχτα και τέλος! Γράφτηκε νύχτα Μεγάλης Πέμπτης του 1987, στην τεράστια σάλα του Sierra, με μια γαμάτη μπάντα, με τον μέγιστο Γιώργο Φιλιππίδη στο μπάσο, με Κώστα Σούκα αλλά και Σωτήρη Δανό στις ηλεκτρικές, με Καλύβα στο ούτι, Μπέκο στο κλαρίνο, Σαράντη Σαλέα στα κίμπορντς, γάμησέ τα ή, μάλλον Γκρέμισ’ Τα, όπως λέγεται και η σουξεδάρα του δίσκου! (Γελάει) Τέλος πάντων, όταν είδα ότι η Λύρα άλλαζε ρότα και δεν πολυνοιαζόταν για τέτοια κόλπα, σε στυλ Μαχαλάδες και Γρανίτες, παρ’ ότι ήμουν στα πάνω μου με τα απανωτά χιτ που είχαν βγάλει οι παραγωγές μου και μπορούσα να μείνω και να βγάζω και περισσότερα λεφτά, δεν δίστασα να σηκωθώ και να φύγω από την Λύρα, όχι για το προφανές, που θα ήταν να πάω σε μια άλλη εταιρία να κάνω παραγωγές, εξαργυρώνοντας τα σουξέ του Μαργαρίτη και του Χριστοδουλόπουλου, αλλά γιατί αποδέχθηκα την πρόταση να μπω στην ομάδα που ετοίμαζε τότε το κλαμπ Ρόδον! Δεν είχα διστάσει να την κάνω από την Λύρα την πρώτη φορά, όταν, στο κάτω-κάτω, άμεσος προϊστάμενός μου, ήταν ο μέγιστος Σαββόπουλος, σιγά μην κώλωνα τώρα, που, την εταιρεία, την κατηύθυναν ο Φωτιάδης, ο Παππαδάς κι ο Κάππος!
man16.jpg
1986, το εξώφυλλο του ζωγράφου Μανώλη Χάρου, για το tribute album Μια Γρανίτα Για Τον Χιώτη.

man17.jpg
Μ. Πέμπτη 1987, studio Sierra. Χριστοδουλόπουλος, Κολλητήρη, Κώστας Σούκας, ΘΜ.

Τέλος πρώτου μέρους. Ακολουθεί το δεύτερο μέρος  της συνέντευξης.

[Φωτογραφίες και εικόνες, από το αρχείο του Θοδωρή Μανίκα]

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!