Τάκης Ανδρούτσος - Η κιθάρα των Πελόμα Μποκιού

Ο Τάκης Ανδρούτσος για τους Πελόμα, τον Μπονάτσο, τα Μπουρμπούλια, το Σαββόπουλο, τους Socrates, το Σιδηρόπουλο, τον Ζαμπέτα και τον Λεμονόπουλο.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Φωτογραφίες: Γιάννης Κανελλόπουλος

Πελόμα Μποκιού. Μπουρμπούλια. Μεγαβάτης. Η αγαπημένη του διαδρομή Μοναστηράκι - Ομόνοια. Εκεί έμενε και τριγυρίζει πάντα. Έχει το στούντιό του στην Πλατεία Αττικής. Τα τελευταία χρόνια βολτάρει κάπου - κάπου στο Μόναχο και στο Βερολίνο. Και πάλι Αθήνα. Μια γειτονιά με το Βλάσση Μπονάτσο. Φίλοι από πιτσιρικάδες. Μαζί πήραν και το «πληρωμένο» απολυτήριο γυμνασίου. Έμελλε να μπουν μαζί στο στούντιο να γράψουν το ιστορικό δίσκο των Πελόμα Μποκιού. Ένα από τα δύο - τρία καλύτερα ροκ άλμπουμ που γράφτηκαν σε αυτή τη χώρα. Είναι τίτλος τιμής να είσαι Πελόμα Μποκιού. Φίλοι ως το τέλος του Βλάσση. Είναι ο τυπάς στη μέση της φωτογραφίας του εξωφύλλου, με τα μακριά μαλλιά και το μουστάκι, δεξιά του Βλάσση.

Θυμάμαι μια μέρα που είχα μαζέψει χρήματα να πάρω το δίσκο των Πελόμα μετά το σχολείο, αν κρατιόμουν ως τότε, αρρώστησα με πυρετό και δεν πήγα στο σχολείο. Έστειλα την μάνα μου λοιπόν να τον αγοράσει από το «Music Inn» του Μιχάλη Νικολούδη στη Βρυούλων, στη Ν. Σμύρνη, σημειωμένο σε χαρτί. Πελόμα Μποκιού. Η μάνα μου το διάβαζε Πελόμα Πόκιου. Αγωνία μεγάλη αν το βρει. Τον έφερε. Το μάτι μου έπεσε στο τραγούδι «Ανατριχίλα»… Ανατριχίλα κι όταν χόρευα στο «Homer’s Cave» στην Ίο στα 80ς, ένα απίθανο ροκ κλαμπ που έβαζε ξένη μουσική και ξαφνικά ενώ είναι γεμάτη η πίστα έβαλε το «Γαρύφαλε, Γαρύφαλλε». Το μόνο τραγούδι που έπαιζαν τα ροκ κλαμπ στην Ελλάδα και το χόρευαν και οι ξένοι!

Ο Τάκης Ανδρούτσος πριν τους Πελόμα Μποκιού υπήρξε μέλος επίσης του ποιοτικού ροκ συγκροτήματος Μπουρμπούλια του Διονύση Σαββόπουλου στις θρυλικές βραδιές στο «Rodeo» και στον άλλο μεγάλο ροκ δίσκο της καριέρας του «Στο Περιβόλι του Τρελλού». Είναι ο Τάκης των στίχων του κολλητού φίλου του Παύλου Σιδηρόπουλου. Πολυταξιδεμένος. Παναθηναϊκός. Μα πάνω απ’ όλα σπουδαίος κιθαρίστας που έτυχε στο timing που συνέβαιναν όλα! Ο Τάκης Ανδρούτσος τα έχει ζήσει όλα. Ή σχεδόν όλα. Είναι πολύ ωραίος τύπος. Άλλα όταν έχεις Πελόμα Μποκιού απέναντί σου πας κατευθείαν στο ψητό.

Το φέρνει αμέσως η συζήτηση βρε αδερφέ…

Πώς γράφτηκε το αριστούργημα του ελληνικού ροκ, ο δίσκος των Πελόμα;
Σε μια μέρα. Από τις 10 το πρωί. Σταματήσαμε στις 2 το μεσημέρι. Την άλλη μέρα έγινε το μιξάζ και τέλειωσε. Στην Columbia…
androuts01.jpg
Πώς ξυπνήσατε τόσο νωρίς; Ήσασταν πρωινοί τύποι;
Όχι, δεν ήμασταν, αλλά έπρεπε να ξυπνήσουμε να πάμε στο στούντιο. Είχαμε κάνει πολλές πρόβες και παίξαμε τα κομμάτια με τη μία. Άντε δύο φορές κάποια κομμάτια. Την άλλη μέρα η μόνη εγγραφή που έγινε ήταν της Στέλλας Γαδέδη, που έκανε φωνητικά σε δύο κομμάτια του δίσκου. Στην “Ανανέωση” και στο “Ύμνος Στη Ζωή”. Αυτό, τίποτε άλλο. Ο Πατσιφάς δεν πλήρωνε δεύτερη μέρα στο στούντιο. Μετά από ψήσιμο δέχθηκε να μας δώσει μια μέρα σκόμη. Παρ’ όλα αυτά οι ηχολήπτες ήταν καταπληκτικοί. Ακόμη και τώρα ακούω τις ακουστικές κιθάρες και τρελαίνομαι. Ήμασταν εικοσάρηδες τότε. Εγώ ήμουν 21 χρονών. Ο Βλάσσης ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος…

Το «Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε» γράφτηκε μια κι έξω;
Το τραγούδι αυτό γράφτηκε κάνα χρόνο πριν σε μικρό δισκάκι και δεν έπαιζα εγώ. Έπαιζε κιθάρα ο Γιάννης Κιουρτσόγλου. Τότε έπαιζα με τον Μίκη Θεοδωράκη στη Γαλλία. Σε όλο δίσκο παίζω εγώ κιθάρα, έγραψα κι ένα τραγούδι (εν. το “Κάποιος Πεθαίνει”) κι ήμουν αντικαταστάτης, όχι του Κιουρτσόγλου, αλλά του Λάκη Ζώη. Όταν ο Ζώης δεν μπορούσε να την βρει με την μπάντα πήγα εγώ κιθαρίστας.

Ποιος σου έκανε πρόταση να πας στους Πελόμα;
Όλα τα παιδιά με ήξεραν. Έπαιζα τότε στη Γαλλία και μου τηλεφωνεί ο Μπονάτσος και με καλεί στην Ελλάδα. Ο Βλάσης με τον Ζώη και τον Κιουρτσόγλου, σκοτωνόντουσαν…

Τον Βλάση από πότε τον ήξερες;
Από πιτσιρίκο. Στην ίδια γειτονιά μέναμε. Τον ξέρω από τα σχολικά πάρτι. Στα 15-16 κάναμε παρέα με τον Βλάσση. Μέναμε στην Ομόνοια. Ζήνωνος και Κεραμεικού. Στο νούμερο 8 στη Ζήνωνος έμενε ο Μπονάτσος. Κι εγώ δίπλα. Είχα τέσσερα σπίτια. Ένα στην Πλατεία Αττικής. Ένα στην Ομόνοια. Ένα στο Μοναστηράκι. Κι ένα στο Φανάρι του Διογένη, στην Πλάκα. Είχε ένα μαγαζί ο πατέρας μου στην Πλάκα, ένα άλλο μαγαζί ο νονός μου μαζί με τον πατέρα μου στο Μοναστηράκι. Η νονά μου έμενε μέσα στην Πλατεία Ψυρρή. Σχολείο πήγαινα στη δημόσιο μέχρι την Πέμπτη δημοτικού και μετά με κλείσανε εσωτερικό στη Λεόντειο. Στα Πατήσια. Γαλλικό σχολείο. Με έπαιρνε δηλαδή σπίτι ο πατέρας μου Σάββατο απόγευμα μέχρι Κυριακή απόγευμα και πάλι πίσω. Πήγα εκεί μέχρι την Τρίτη γυμνασίου και μετά… έπιασα την κιθάρα. Ύστερα από εσωτερικός στη Λεόντειο έγινα… εξωτερικός. Μετά από δύο χρόνια μαζευτήκαμε όλοι κι ο Μπονάτσος μέσα, και πήραμε το απολυτήριο του γυμνασίου. Το πληρώσαμε!

Δεν ήσουν πολύ καλός μαθητής δηλαδή…
Όχι ήμουν, αλλά τα είχα παρατήσει. Από ένα σημείο και μετά όμως… Ήταν πολύ αυστηρά τότε. Μέχρι κι κουλουράς έξω από το σχολείο έριχνε σφαλιάρα! Έπαιζα και μπάλα στη Λεόντειο. Έκανα και πολύ καλή ιστιοπλοΐα. Στο Βασιλικό Ναυτικό Όμιλο Ελλάδος. Στην Μουνιχία, έτσι λέγεται το Τουρκολίμανο. Έτσι το ονόμαζαν οι Αρχαίοι Αθηναίοι. Άλλα όταν έμπλεξα με τη μουσική, τελείωσαν όλα…

Ο πατέρας σου τι δουλειά έκανε;
Ήμουν καλό παιδί, από οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος. Εμπορευόταν καφέδες και βαμβάκια νήματα.

Από μουσική πώς ήταν στο σπίτι;
Είχα ένα μαγνητόφωνο Grundig. Με τέσσερις ταχύτητες. Έπαιρνα το δίσκο, τον έβαζα πάνω στο Tepaz κι έγραφα το δίσκο στο μαγνητόφωνο. Το έβαζα στη γρήγορη ταχύτητα. Αν δεν καλοάκουγα την κιθάρα, γύρναγα το μαγνητόφωνο στην αργή ταχύτητα. Έτσι ξεχώριζα τις νότες κι έπαιζα κιθάρα. Δεν υπήρχαν κασέτες τότε. Υπήρχαν μεγάλα ραδιόφωνα, που ήταν και πικάπ και έβαζες και τις κάλτσες σου μέσα γιατί ήταν έπιπλο! Το ίδιο συνέβαινε και με το ράδιο. Επίσης ακούγαμε τον αμερικάνικο σταθμό και βάζαμε το μαγνητόφωνο μπροστά στο ράδιο και μαγνητοφωνούσαμε!
androuts02.jpg
Από πού αγόραζες δίσκους;
Στην οδό Νίκης ήταν ένα δισκάδικο που έκανες εισαγωγές από την Αμερική όλους τους πετυχημένους δίσκους. Έπαιρνα δίσκο Beach Boys, στη Capitol αμερικάνικο εισαγωγής ή Frank Sinatra, Beatles, Jimi Hendrix, τέτοια πράγματα, όλα εισαγωγής. Τα πλήρωνες βέβαια πολύ πιο ακριβά. Αυτά γύρω στο 1965 με ‘67.

Παρακολουθούσες τότε τα ελληνικά συγκροτήματα;
Φυσικά. Τα γκρουπ τότε δεν προσπαθούσαν να δημιουργήσουν κάτι, αλλά προσπαθούσαν να δουλέψουν. Υπήρχαν πολλοί μουσικοί στην Αθήνα, στην Πλάκα, στη Γλυφάδα, στην παραλιακή, υπήρχαν πολλά night clubs που είχαν μια ορχήστρα που έπαιζε ιταλικά, γαλλικά, αμερικάνικα, ότι θέλεις. Χόρευε ο κόσμος ή έτρωγε από κάτω. Ήταν διαφορετικά τότε. Γυρνούσα παντού κι έπαιζα μουσική. Όλη η Πατησίων ήταν για πάρτι μας. Μόνο εκεί υπήρχαν καμιά εικοσαριά κλαμπ. Από τις καλύτερες μπάντες ήταν Οι Σολίστες που έπαιζαν στην Πλάκα. Ορχήστρα επαγγελματική. Έπρεπε κάθε βράδυ να παρουσιάσεις ένα καινούργιο κομμάτι, να βλέπει το αφεντικό ότι πάμε μπροστά από θέμα ρεπερτορίου. Όλοι το ψάχναν. Γινόντουσαν πρωινά - απογευματινά. Χαμός…

Ποιον είδες ή άκουσες και είπες να μάθεις κιθάρα;
Κανέναν. Απλώς κατάλαβα ότι ακούω καλά. Από μικρός. Την κιθάρα την έβλεπα σαν φλιπεράκι. Έπαιζα όλη μέρα. Όπως έχει ο άλλος τώρα το game boy και παίζει συνέχεια ή ο άλλος παίρνει ένα skateboard και τρέχει όλη μέρα να μάθει. Έτσι κι εγώ με την κιθάρα. Ήμουν αυτοδίδακτος μέχρι ενός σημείου. Μετά έφυγα για την Αμερική. Μόλις διαλύθηκαν οι Πελόμα. Ξεκίνησα εκεί από την αρχή. Έμενα στο Σικάγο. Είχα ένα συγγενή εκ Πελοποννήσου, που είχε σπίτια και μου παραχώρησε ένα να μείνω. Μετά άρχισα να παίζω σε διάφορα μαγαζιά εκεί. Υπήρχαν τέσσερα - πέντε μαγαζιά τότε στο Σικάγο, το Olympic Flame, το Athens κι ένα πολύ ωραίο μαγαζί το ξακουστό Denis Den. Ήταν σαν μια πλατεία νησιού! Ήταν ένα στρέμμα κι είχαν χτίσει άσπρα σπιτάκια, στυλ Σαντορίνη. Κουβαλάγανε ελιές από την Ελλάδα και τις φυτεύανε μέσα στο μαγαζί κάθε έξι μήνες και καθώς καθόσουν κάτω έβλεπες ένα νησιώτικο live χωριό κι ήταν το πάλκο! Από εκεί πέρασαν πάρα πολλοί μουσικοί. Κι ο Μπονάτσος ήρθε τότε και τραγουδούσε εκεί. Κάθε βράδυ παίζαμε κι ερχόντουσαν τεράστιες διασημότητες της μουσικής. Η Tina Turner, ο Burt Bucharach. Όταν παίζαμε εκεί με τον Βλάση είχε αλλάξει το στυλ του μαγαζιού προς το τουριστικό και παίζαμε Χατζιδάκι και Θεοδωράκη. Μετά έφυγε ο Βλάσης και πήγε στο Χόλλυγουντ να δουλέψει στο μαγαζί του Σπόρου, του Γιάννη Σταματίου. Μετά έφυγα κι εγώ και γυρνούσα επί δύο χρόνια όλη την Αμερική μαζί με τον Χάρη Λεμονόπουλο. Ο Λέμης. Έπαιζε τη δική του μουσική. Ήταν βιολιτζής κι έγινε μπουζουξής. Μετέφερε το κλασικό βιολί στην ελληνική μουσική και την έπαιζε με μπουζούκι. Έπαιζε ουγγαρέζικα κομμάτια, δικές του συνθέσεις, τα οποία ήταν μοναδικά. Μουσικάρα. Ερχόντουσαν από παντού να τον ακούσουν. Συνήθως παίζαμε σε πανεπιστήμια. Ο Λεμονόπουλος έφυγε από την Ελλάδα και πήγε στην Αμερική με τον Μάνο Χατζιδάκι και την Μελίνα Μερκούρη να παίξει στο Illya Darling, στο Broadway. Όταν τελείωσε το έργο έκανε δύο κονσέρτα στο Carnegie Hall. Μόλις τον άκουσαν ήρθε η υπηρεσία αλλοδαπών και του έδωσε το αμερικάνικο διαβατήριο, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ούτε χαρτιά, ούτε τίποτα. Έτσι έμεινε στη Αμερική και δούλευε για τους ΑΧΕΠΑ. Παίζαμε διάφορα μουσικά προγράμματα σε διάφορα μέρη και πάθαιναν πλάκα οι Αμερικάνοι. Σοβαροί καθηγητές μουσικοί του ζητούσαν να τους εξηγήσει το ρυθμό. Έβγαινε με κανονική ορχήστρα και πολλές φορές παίζαμε unplugged. Τέσσερα μικρόφωνα, μπουζούκι μπροστά ο Λέμης, μπάσο, κιθάρα, τύμπανα, κήμπορντς. Πέθανε ο Λέμης κι άρχισε να μου την σπάει η Αμερική...

Πώς ήταν εμφανισιακά ο Λεμονόπουλος;
Ήταν κοντός, άσχημος, γυαλάκιας… απαίσιος εμφανισιακά, αλλά μουσικάρα. Μετά το Illya Darling έρχεται στην Ελλάδα και πάει να δουλέψει με τη Δούκισσα. Μόλις τον είδε λοιπόν λέει: αυτός ούτε ν’ ανέβει στο πατάρι… απολύεται. Κύριε Λεμονόπουλος, δεν μας κάνετε για το πατάρι! Πρέπει να ήταν τότε στο Igloo η Δούκισσα, μαζί με τον Βοσκόπουλο.

Ποιος ήταν ο φωτογράφος της ιστορικής φωτογραφίας του εξωφύλλου των Πελόμα;
Ο Γιάννης Κύρης. Είχε ένα υπόγειο φωτογραφείο στο Κολωνάκι, φίλος μας. Απέναντι από μαγαζί του φωτογραφηθήκαμε. Κάναμε φωτογραφήσεις εκεί γύρω.
peloma_bokiou_cover.jpg
Η φωτογραφία του εξωφύλλου του δίσκου των Πελόμα που τραβήχτηκε;
Στο Κολωνάκι. Μπροστά από το Rock’n’Roll Café. Λουκιανού και Πλουτάρχου. Τότε λεγόταν Steak House. Μετά έγινε Rock’n’Roll Café. Αυτό το ξύλινο μέρος που φαίνεται πίσω από τους Πελόμα ήταν η επένδυση του μαγαζιού. Ήταν σε στυλ γουέστερν. Συχνάζαμε εκεί τότε. Ο Μπονάτσος έμενε στο Κολωνάκι, Πλουτάρχου 12, σ’ ένα διαμέρισμα και στο διπλανό ακριβώς διαμέρισμα έμενα εγώ μ’ ένα φίλο μου, στην ίδια πολυκατοικία. Κάναμε πολλές πρόβες εκείνη την εποχή. Ξυπνάγαμε, πηγαίναμε για καφέ στο Κολωνάκι ή στο Σύνταγμα και μετά στη Φωκίωνος Νέγρη. Και μετά έτσι όπως ήμασταν όλοι μαζί φεύγαμε και πηγαίναμε στο Chin Chin και κάναμε πρόβα μέχρι τις 6 με 7 το απόγευμα. Ήταν το μαγαζί που παίζαμε οι Πελόμα. Δεν ήταν ακριβώς μαγαζί, αλλά drugstore. Είχε σπαγγετερία, κοσμηματοπωλείο, πουλάγανε παπούτσια, ρούχα… Το πρώτο drugstore στην Ελλάδα. Κάθε μέρα παίζαμε εκεί. Από τον Οκτώβριο μέχρι τον Απρίλιο στο ίδιο μαγαζί. Η ορχήστρα δούλευε. Ούτε ενισχυτές, ούτε μικροφωνικές κουβαλάγαμε. Όλα εκεί. Τις Δευτέρες που δεν παίζαμε εκεί, έπαιζε ο Δημήτρης Πουλικάκος με τους Εξαδάκτυλος και ο Χρήστος Κυριαζής με τις Πρόκες. Με τον Δημήτρη γνωριζόμασταν ήδη. Γυρνάγαμε στα ίδια μαγαζιά, στα ίδια ζαχαροπλαστεία, στα ίδια night club.

Τι τύποι κυκλοφορούσαν τότε στα στέκια σου;
Φοβεροί τύποι. Στην Φωκίωνος Νέγρη ως επί το πλείστον είχε δύο γραφικούς τύπους. Ο ένας ήταν ο Μάτσε Ντάλες. Σημαίνει πολύ ζεστός στα πορτογαλέζικα. Είχε μια Μερσεντές, μαύρη και μόλις άνοιγες το καπό, είχε μια φουφού μικρή και φιστίκια. Είχε ένα καλάθι στο χέρι. Πανέρι. Κι είχε μέσα τα φιστίκια. Έπαιρνε τέσσερα - πέντε φιστίκια, τα ακουμπούσε στο τραπέζι, έκανε την αυτοδιαφήμισή του “μάτσο ντάλες, τσοντίτσα όρθια, τρε σο, βέρι γκουντ” κι έφευγε. Γύρναγε το μαγαζί έτσι. Μετά όποιος ήθελε τον φώναζε κι αγόραζε ένα πακετάκι φιστίκια! Το βότανο της αγάπης, έλεγε. Αυτός ο τύπος πέθανε και κάτω από το στρώμα του βρήκανε τρία εκατομμύρια ευρώ! Ο άλλος ήταν ο Μιχαλάκης που καθόταν στο Select στου Φλόκα στη Φωκίωνος και οποιοδήποτε μαθηματικό πρόβλημα κι αν είχες το έλυνε ή του ζητούσες να σου πεις την τετραγωνική ρίζα του τάδε αριθμού και στην έλεγε επί τόπου. Τον κερνούσες ένα καφέ και καθόταν κι έλεγε τα δικά του…

Γινόντουσαν τσαμπουκάδες τότε;
Μια φορά ήμασταν παρέα μεγάλη, μαζί ήταν ο Αλαχαδάμης, ο Αρκούδης, “κτήνη” σου λέω τώρα, τεράστιοι, όλοι με μακριά μαλλιά και περνάμε από την Πλατεία Βικτωρίας για να πάμε να φάμε σ’ ένα μαγαζί που λεγόταν Νάπολι. Και περνάει ένας ταξιτζής και μας λέει: «Γκόμενες με το μαλλάκι!». Και βλέπεις επί τόπου 15 άτομα εμείς, με 15 ταξιτζήδες να σκοτώνονται! Και κάτω από οικοδομές γινόταν χαμός καμιά φορά για τα μαλλιά. Ξύλο να δεις τα φρικιά με τους μπετατζήδες…

Εσύ δεν είχες γενικά πρόβλημα με γονείς για τα μακριά μαλλιά ή γιατί ήσουν μουσικός πέρναγε έτσι;
Κανένα πρόβλημα. Με τα μαλλιά. Σαν μουσικός είχα ένα μικρό θεματάκι, αλλά δεκαέξι - δεκαεπτά χρονών ξεπεράστηκε όταν δούλευα με τον Διονύση Σαββόπουλο. Εγώ, ο Τσιλογιάννης, ο Ντάλλας και ο Άρης Τασούλης. Ήμασταν τα πρώτα Μπουρμπούλια. Ξεκινήσαμε με το δίσκο “Το Περιβόλι του Τρελλού” που κυκλοφόρησε το 1970 και παίζαμε στο Rodeo. Το Κύτταρο άνοιξε μετά. Ήταν μαζί η Μαρίζα Κωχ, ο Βαγγέλης Γερμανός, η Λήδα και ο Σπύρος και ο Περικλής Χαρβάς. Αυτό ήταν το πρόγραμμα του Rodeo. Στα τέλη του ’67 παίζουμε με το Λάκη Ζώη σε night club κι έρχεται μέσα ο Σαββόπουλος με το Γιώργο Ρωμανό και κάνα δυο άλλους και κάθονται. Δεν τον ήξερα τότε το Διονύση. Στο τέλος έρχεται και μας λέει: ένας από τους δύο θα μείνει στο μαγαζί! Ο Ζώης έφυγε γιατί ήθελε ν’ ασχοληθεί με άλλα κι έτσι μπήκα στα Μπουρμπούλια του Σαββόπουλου. Εγώ ήμουν 17 χρονών, ο Ντάλλας 20, ο Τσιλογιάννης ήταν 26-27, μόλις είχε απολυθεί από φαντάρος… Μετά ήρθε κι ένας πνευστός, ο Σπίνουλας, Κερκυραίος, που έπαιζε κόρνο. Τα Μπουρμπούλια δεν ήταν μουσικάρες, αλλά ήταν παθιασμένα πιτσιρίκια που ήθελαν να παίξουν μουσική.
androuts05.jpg
Τι κόσμος ερχόταν στο Rodeo να σας ακούσει;
Φοιτητο-κομμουνιστο-αναρχο-σικ! Ως επί το πλείστον Κολωνάκι...

Από τους Πελόμα Μποκιού πέρασαν αρκετά μέλη μέχρι να καταλήξετε στην σύνθεση που μπήκε στο στούντιο να ηχογραφήσει το δίσκο. Τι συνέβαινε;
Ο ένας δεν του άρεσε η μουσική που παίζαμε, ο άλλος είχε υποχρεώσεις στην Αμερική. Ο Ζώης δεν γούσταρε τον Μπονάτσο, αλλά και να παίζει τα πράγματα του Κιουρτσόγλου, ο Λογοθέτης είχε άλλες ανησυχίες κι έγινε επιστήμονας αστρονομίας και μαθηματικών. Ήρθε στη θέση του ο Στεφανάκης στα κήμπορντς κι εγώ στη θέση του Ζώη. Οι περισσότεροι στο συγκρότημα είμαστε Κριοί. Υπήρχε μια δύναμη στην μπάντα. Πραγματικά υπήρχε δύναμη. Σε αυτή την ιστορία είναι ένας χρονικός σταθμός δύο ετών στην ελληνική μουσική. 1971 - '73. Με αυτή τη σύνθεση κάναμε αυτά τα τραγούδια και αυτό το παίξιμο.

Η εταιρία πώς σας αντιμετώπισε;
Ήρθε ο Πατσιφάς και μας είδε. Και με το Σαββόπουλο αυτό έγινε. Όταν ήθελε να κάνει ένας δίσκο πήγαινε με την παρέα του να δει το σχήμα κι έκρινε αν θα κάνει το δίσκο ή όχι. Μας έδωσε μια μέρα στο στούντιο - ήταν ακριβά τότε τα στούντιο - και κάναμε το δίσκο.
TO_PERIBOLI_TOY_TRELLOY.jpg
Τον Τάσο τον Φαληρέα τον είχες γνωρίσει;
Ο Τάσος είχε οδηγήσει τον Σαββόπουλο στο Rodeo. Αυτός ήταν το ιδεολογικο-πρακτικό υπόβαθρο του. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά μπορεί και να είπε στον Σαββόπουλο: ρε συ πάρε από πίσω σου ένα μοντέρνο συγκρότημα και παίζε. Ο Τάσος ερχόταν κάθε βράδυ στο Chin Chin και αυτός μας πήγε στον Πατσιφά στη Lyra. Τότε ήταν δύσκολο να βρεις τους δίσκους που ήθελες στην Ελλάδα. Μετά τα αδέρφια Φαληρέα άνοιξαν το Pop Eleven και είχαν βρει την άκρη και έφερναν καλούς δίσκους από το εξωτερικό.

Και τώρα το μέγα ερώτημα. Γιατί τραγούδησε το «Γαρύφαλλε» ο Νίκος Δαπέρης, ενώ βασικός τραγουδιστής ήταν ο Βλάσης Μπονάτσος;
Γιατί ήταν δικιά του η σύνθεση. Ο Μπονάτσος ήταν ένας τραγουδιστής ο οποίος φαινόταν πρώτος στο όλο σύνολο. Για πατάρι και για live ήταν εξαιρετικός. Αλλά ο βασικός τραγουδιστής ήταν ο Δαπέρης. Είχε εγγλέζικη παιδεία, ζούσε στον Καναδά. Ήρθε από τον Καναδά στην Ελλάδα κι έγινε το γκρουπ. Στα live τραγουδούσε ο Δαπέρης. Ο Μπονάτσος τραγουδούσε μερικές επιτυχίες των Traffic, Steve Winwood, Santana. Όταν μπήκαμε στο στούντιο τα τραγούδια ήταν σχεδιασμένα πάνω στον Μπονάτσο γιατί έπρεπε να βγει ο Βλάσης πρώτος τραγουδιστής. Ήταν η πρώτη φορά που οι Πελόμα Μποκιού ήταν ορχήστρα επαγγελματική και γερή ορχήστρα. Καθόσουν από κάτω και σ’ έπιαναν τα συκώτια σου από τα τέμπο. Όταν άκουγες την ορχήστρα, άκουγες από τη μια μεριά ένα εγγλέζικο ήχο και από την άλλη επειδή ο Μπονάτσος έπαιζε κρουστά - τον είχε μάθει ο Τάκης Μαρινάκης - ήταν ένα διαφορετικό άκουσμα. Τα κρουστά ήταν σε πρώτο πλάνο. Ήταν πολύμορφη η ορχήστρα. Παίζαμε πολύ Rolling Stones, Traffic, Santana. Καθόσουν και άκουγες μια μπάντα που έκανε μια βόλτα στο ροκ… all the way. Είχε βγει και το Γούντστοκ τότε…
androuts06.jpg
Πώς υποδέχθηκε ο κόσμος το δίσκο;
Την άλλη μέρα ο δίσκος ήταν στα δισκοπωλεία και γινόταν χαμός.

Η Μαρία του τραγουδιού «Μαρί, Μαρία» ήταν υπαρκτό πρόσωπο;
Τη βλέπω ακόμη καμιά φορά στο Κολωνάκι. Ήταν η αγαπημένη του Νίκου Δαπέρη. Είναι υπαρκτό πρόσωπο όπως και ο Φλού και ο Γαρύφαλλος…

Ποια ήταν η φιλοσοφία των Πελόμα;
Ήμασταν πιτσιρικάδες και γράφαμε αντι-κομμάτια! Από την μία άκουγες το “Ιστορία Μου, Αμαρτία Μου” κι από την άλλη Πελόμα. Μια άλλη κοινωνικο-άποψη. Οι περισσότεροι πήγαιναν τότε στα σκυλάδικα. Και ξαφνικά γίνεται μια σκηνή, όπου όλοι οι νέοι είναι υπέρ μας. Από παντού. Άλλο ήταν οι μουσικοί του στυλ να σπάσουμε κάνα πιατάκι, ένα μπουκαλάκι και άλλο εμείς.

Ποιοι κιθαρίστες σ’ αρέσουν;
Μ’ αρέσει κι ο Χιώτης, μ’ αρέσει κι ο Hendrix. Μ’αρέσει και ο Joe Pass. Δεν είναι θέμα οργάνου, είναι θέμα αισθητικής. Το όργανο θα το μάθεις, Θα παίξεις 10-15 χρόνια και θα το μάθεις. Το θέμα είναι πώς βγαίνει από το όργανο η προσωπικότητα του κιθαρίστα. Ξεκινήσαμε τότε πάρα πολλοί κιθαρίστες. Λίγοι ήταν που μπορούσαν να βγάλουν τις ιδέες τους πάνω στην μουσική. Πρέπει να κάνεις και τη δική σου μουσική σε μια μπάντα, αλλιώς τι να παίξεις; Sapore di mare, sapore di sale; Το θέμα ήταν πώς θα μπορούσες να βγάλεις ένα δίσκο δικό σου. Και αυτό δεν το έκαναν πολλοί μουσικοί. Το έκανε ο Πουλικάκος, οι Socrates, οι Poll. Το έκαναν αυτό. Και ήταν η πρώτη φορά που τόλμησαν να το κάνουν αυτό. Γιατί ως τότε έβγαινε ένα 45άρι που δεν είχε όμως ολοκληρωμένη άποψη. Ενώ κάποιοι το έκαναν σε μεγάλους δίσκους και είχε ο καθένας το στυλ του. Οι Poll τα φωνητικά, οι Socrates το hard rock που έπαιζαν τότε. Και ο καθένας έκανε την μουσική πάνω σε αυτό που ήθελε. Υπήρχαν πολύ καλά επαγγελματικά γκρουπ. Έμπαινε στην Κουκουβάγια κι άκουγες μαύρους από τη Νέα Υόρκη, κανένας όμως από αυτούς δεν έκανε δισκογραφία. Η ιστορία άρχισε από το ταγάρι των Poll, οι Socrates με το Phos και οι Πελόμα Μποκιού. Έτσι εκφράστηκε κι ο Σπάθας και διάφοροι άλλοι. Κι ένας άλλος ήταν πολύ καλός κιθαρίστας εκείνη την εποχή ήταν ο Κώστας Δουκάκης που έπαιζε στους με τους Εξαδάκτυλος και μετά με τους Socrates Drank The Conium. Αυτό που σου λέω. Ήμουν κι εγώ εκεί!
___________4.jpg
Τι γνώμη έχεις για το ελληνικό ροκ;
Το ελληνικό ροκ μέχρι ενός σημείου ήταν ροκ, μετά ψιλομπασταρδεύτηκε κι έγινε έντεχνη μουσική, το λέει ειρωνικά... Τώρα δεν παίζει κανείς ροκ. Παρακολουθώ όσο μπορώ τα νεώτερα συγκροτήματα. Οι Τρύπες δε μου αρέσουν καθόλου. Μ’ αρέσουν οι Blues Cargo που ξέρουν τι παίζουν. Δεν είμαι μπλουζίστας, αλλά αυτό που ακούω είναι πολύ καλά οργανωμένο μουσικά. Οι περισσότεροι Έλληνες μουσικοί που παίζουν ροκ, δεν ξέρουν μουσική. Δεν έχουν ακαδημαϊκή γνώση. Ειδικά αν παίζεις κιθάρα, πρέπει να ξέρεις πολύ καλά αρμονία. Δεν μπορεί ο Steve Vai να μην καταπλήξει εφ’ όσον ήταν πρώτος στο Berklee. Ασχέτως αν συνθετικά δεν είναι τόσο καλός. Τους λείπει η γνώση. Από ένα σημείο και μετά όταν σπούδασα μουσική, κατάλαβα τι συμβαίνει. Γιατί πήγα κι εδώ στη Φειδίου, στο ωδείο κι έπρεπε να κουρευτώ, έπρεπε να μάθω τον Μότσαρτ. Πήγα στην Αμερική και μπαίνω μέσα σε ένα τεράστιο χώρο και βλέπω Κουβανούς από κει, Πορτογάλους από δω, Έλληνες, ήταν το κλίμα ζεστό. Με βοήθησε να μάθω μουσική. Εδώ μόνο φράκο δεν έπρεπε να φορώ για μπω μέσα στο ωδείο. Στην Αμερική έμαθα μουσική. Όταν ήρθα εδώ ήμουν παντοδύναμος και το αισθανόμουν. Τον Μεγαβάτη που έκανα και ενορχηστρωτικά και συνθετικά και στιχουργικά και παιχτικά αν τον ακούσεις, φόρα ακουστικά γιατί τον έκανα μονοφωνικό, ένα κομμάτι είναι στέρεο στο δίσκο μου. Ήθελα να μιμηθώ τον ήχο που είχαμε στο πατάρι με τους Πελόμα. Ρίχναμε όλοι μαζί “ντο” και γέμιζε το πατάρι ήχο. Σαν να ήσουν στο μέσον μιας μικρής συμφωνικής ορχήστρας. Την έβρισκα δηλαδή με τον ήχο. Τώρα όλοι οι κιθαρίστες είναι φλαταρισμένοι (παίζουν φλατ). Δεν μπορεί κανείς να βγάλει προσωπική νότα και ήχο. Εκεί πήγε το ελληνικό ροκ… Άκου την εισαγωγή στο “Νύχτα Που Φεύγεις” των Πελόμα και θα καταλάβεις.

Τον Παύλο τον Σιδηρόπουλο τον ήξερες;
Πολύ φίλος μου. Κάθε βράδυ ήμασταν, ο Τσιλογιάννης, ο Ντάλλας, ο Παύλος κι εγώ στο σπίτι του στη Δροσοπούλου, στην Κυψέλη. Κάθε βράδυ για χρόνια. Στο τραγούδι του Παύλου «Που Να Γυρίζεις», ο Τάκης είμαι εγώ. Το κομμάτι το έγραψε μπροστά μου.

Λέει ο στίχος «μήπως βρεθεί καμιά ψιλή…» (ψιλή είναι η μικροποσότητα ηρωίνης στη γλώσσα των ναρκομανών). Είχες σχέση με… ψιλές;
Είχα σχέση, αλλά στο πιο ελαφρύ. Επειδή το περιβάλλον ήταν έτσι, το έκανα κι εγώ, αλλά όχι συνέχεια και ποτέ δεν ήμουν πρεζάκι. Ποτέ. Το έκανα περιστασιακά… Και στην Αμερική που γινόταν χαμός, πάντα ήμουν σε μια απόσταση. Είναι επικίνδυνο. Όταν είδα τελευταία φορά τον Παύλο, τρόμαξα. Του λέω: Τι έγινε εδώ; Είχε μια γκόμενα, τη Γιόλα, που τον διέλυσε. Ήταν μια πλούσια ταχαμού (εν. τάχα μου τάχα μου, δήθεν δηλαδή) η οποία ήθελε εμπειρίες. Τις πήρε τις εμπειρίες απ’ όλο τον κόσμο και τίναξε τα πέταλα κι ησύχασε. Πραγματικά πιστεύω ότι η Γιόλα πέθανε κι ησύχασε. Και τον διάλυσε τον Παύλο. Κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, αυτή η ιστορία. Ο Παύλος ήταν παιδί - κλάση. Ένα εγγράμματο παιδί από πολύ καλή οικογένεια, με πολύ καλούς τρόπους και πολύ καλά λεφτά κι έκανε μουσική. Ο πατέρας του είχε βιομηχανία που έφτιαχνε φωτογραφικό ασπρόμαυρο χαρτί για την αεροπορία, για αεροφωτογραφίες, για αρχιτεκτονικές μεγάλες επιφάνειες. Ήταν στα Μελίσσια το εργοστάσιο. Τον είχε τσιτώσει μια φορά ο πατέρας του, ή θα έρθεις να δουλέψεις ή δεν ξέρω τι θα γίνει. Τέλος πάντως πήγε ο Παύλος μια φορά στο εργοστάσιο για έξι μήνες. Κάθε βράδυ τότε περνούσε από του Φλόκα κι έπαιρνε ένα κιλό παγωτό κι ερχόταν σπίτι μου για καμιά… ψιλή. Κι είχε γράψει αυτό το κομμάτι μεταξύ σπιτιού μου και σπιτιού του. Ο Παύλος ήταν ένας πανέμορφος διανοούμενος. Άγγελος…

Από άλλους Έλληνες μουσικούς ποιος ήταν κολλητός σου;
Με το Γιώργο Ζαμπέτα έχω πρώτου βαθμού συγγένεια. Τέτοια η φιλία μας. Και ο Γιώργος και ο γιος του ο Μιχάλης και ο Λεμονόπουλος πέθαναν στα χέρια μου. Από μικρός είχα πάρε - δώσε με το γιο του και πηγαίναμε σπίτι του στους Αγίους Θεοδώρους. Ένα τσαρδί. Μετά αγόρασε ο Γιώργος το οικόπεδο στην Κινέττα. Τα τελευταία 15 χρόνια πριν πεθάνει ο Ζαμπέτας, εγώ με τη γυναίκα μου και τον Μιχάλη είχαμε ένα καΐκι και γυρίσαμε όλο το Αιγαίο. Μετά από 5 μήνες πέθανε… Όλη η οικογένεια έφυγε από καρκίνο.
androuts03.jpg
Ποια ήταν η πρώτη σου μπάντα;
Πριν από το Σαββόπουλο και πριν από τους Πελόμα υπήρχε μια μπάντα, οι First. Ήμουν εγώ, ο Μίκης Μίχος, ο Τάκης Κουτελιάς κι ο Άλκης Μαρίνος. Οι οποίοι παίζαμε soul. Και Οι Σολίστες τότε έπαιζαν soul, στη Dolce Vita, στην Πλάκα. Λίγες ορχήστρες υπήρξαν σαν κι αυτή. Είχαν δύο τραγουδιστές, ο ένας “ευρωπαΐστας” κι άλλος “αμερικανίστας”! Υπήρχε, λοιπόν, ένας χώρο στην Πατησίων που αργότερα λεγόταν Θέατρο Μινώα, όπου ο Νίκος Μαστοράκης καλούσε γκρουπ και παίζανε. Οι Sounds, οι Cinquetti, ο Ντέμης Ρούσσος, διάφοροι. Εκεί ξεκινήσαμε να παίζουμε σαν First. Παίζαμε πάρα πολύ καλά για πιτσιρικάδες. James Brown, Wilson Pickett, Otis Redding, τέτοιο ρεπερτόριο. Σιγά - σιγά γίναμε η καλύτερη δεύτερη ορχήστρα της Αθήνας και παίζαμε δεύτερη ορχήστρα στους Σολίστες, στους Charms, στους Sounds.

Θυμάσαι κάτι από την συναυλία των Πελόμα Μποκιού με τους Socrates στο Σπόρτινγκ τα Χριστούγεννα του 1972;
Παίζαμε συχνά με τους Socrates. Δεν ήταν μία συναυλία. Οι Socrates ήταν αδερφικό γκρουπ. Οι Poll, οι Socrates και οι Πελόμα Μποκιού είχαμε πολύ καλές σχέσεις. Αυτά ήταν τα καλά γκρουπ τότε. Θυμάμαι παίξαμε πάρα πολύ καλά και είχε πάρα πολύ κόσμο, αλλά δεν θυμάμαι κάτι το ιδιαίτερο. Αυτό που θυμάμαι είναι στην συναυλία μας στο Παλλάς, όπου καήκανε οι ενισχυτές μας. Εκεί που παίζαμε κάνει ένα κρακ ο ενισχυτής του Δαπέρη και μετά από λίγο κάνει ένα κρακ κι ο ενισχυτής ο δικός μου και… χαθήκαμε. Ο κόσμος διψούσε τότε για ροκ μουσική. Ήταν και η επικοινωνία διαφορετική, όχι όπως τώρα που έχουν φλαταριστεί όλα.
androuts07.jpg
Η διασκευή του «Γαρύφαλλε» των Goin’ Through του ’95 με τον Βλάσση, σου άρεσε;
Ο Γαρύφαλλος αν έμεινε classic έμεινε όπως είναι. Τώρα εάν το πάρει κανείς και το κάνει καλύτερα, ας είναι. Όπως για παράδειγμα όταν ο Μπονάτσος κι ο Τουρνάς τραγούδησαν το Ήλιε Μου των Poll, ήταν καλύτερο, για μένα, από το ορίτζιναλ. Των Goin’ Through δεν είναι καλύτερο από των Πελόμα.

Όταν ξαναβρεθήκατε στο reunion σας στο «Κύτταρο» πώς ήταν; Ήταν δύσκολο να ξαναμαζευτείτε και να παίξετε σαν Πελόμα;
Κάθε άλλο. Αφού και τώρα με τα παιδιά είμαστε κολλητοί φίλοι. Τώρα τα πράγματα έχουν ως εξής. Ο Δαπέρης λείπει. Ο Ηλίας δεν είναι σε θέση να παίξει. Έχει προβλήματα. Ο Τάκης Μαρινάκης είναι ενεργός και παίζουμε συχνά μαζί. Πότε ανεβαίνω στην Καλλιτεχνούπολη, όπου μένει ή έρχεται αυτός στο στούντιό μου στην Πλατεία Αττικής. Ο μόνος που έχει απομακρυνθεί κάπως είναι ο Στεφανάκης...

Πελόμα Μποκιού Forever!
...and Εver!

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!