Μάνος Σαριδάκης - «Βρήκα τον ήχο μου στις συνεργασίες με δημοτικούς μουσικούς»

Ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς της τζαζ σκηνής στην Ελλάδα, σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης.
Μάνος Σαριδάκης - «Βρήκα τον ήχο μου στις συνεργασίες με δημοτικούς μουσικούς» Φωτογραφία: Κίκα Α. Ροκα
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
15/11/2015

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

Κίκα Α. Ρόκα
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ο Μάνος Σαριδάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977 και ασχολήθηκε με τη μεγάλη του αγάπη, τη τζαζ και το πιάνο.

Το 2001 μετοίκισε στη Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε σαν επαγγελματίας μουσικός για 10 χρόνια. Του δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστεί με ιερά τέρατα της jazz σκηνής, όπως David Liebman, Ralph Peterson, Ron McClure και να εμφανιστεί σαν sideman στο Birdland, Blue Note NYC κ.α. Το 2006 κέρδισε μια θέση ανάμεσα στους 25 καλυτέρους τζαζ πιανίστες στον κόσμο στο «Thelonius Monk competition». Έκτοτε έχει κάνει παρά πολλές συνεργασίες, ηχογραφήσεις και τηλεοπτικές εμφανίσεις σαν sideman και leader.

Με αφορμή τις εμφανίσεις του στη Μουσική Σκηνή 1002 Νύχτες, αλλά κι ένα νέο, φιλόδοξο project που ετοιμάζει, ο Μάνος Σαριδάκης μας επισκέφτηκε στα γραφεία του Ogdoo Music Group για μια συνέντευξη, όπου  μίλησε για τη μεγάλη του αγάπη, τη τζαζ και τα προσωπικά του σχέδια.

Μάνο, τον τελευταίο καιρό έχεις κάνει στέκι τις 1002 Νύχτες. Τι ακριβώς έχετε στήσει εκεί;
Έχω αναλάβει την καλλιτεχνική επιμέλεια στη Μουσική Σκηνή 1002 Νύχτες, κάθε Τρίτη. Σκοπός είναι να γίνει ένα στέκι στο οποίο να μαζεύονται οι καλύτεροι της jazz, blues & R&B σκηνής. Κι έχει σημασία αυτό, γιατί δεν υπάρχουν στέκια. Η τζαζ σκηνή δεν έχει στέκι δικό της. Ευχαριστώ ιδιαιτέρως το Μέμο, που μας φιλοξενεί. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, πειραματικά για 6 Τρίτες, από μέσα Σεπτεμβρίου μέχρι τέλος Οκτωβρίου, να δούμε πώς θα πάει. Πήγε πολύ καλά, ο κόσμος ανταποκρίθηκε, ήρθε κι έτσι θα το συνεχίσουμε μέχρι το Μάιο του 2016.

Τι παρουσιάζετε;
Το μουσικό στιλ και background είναι κυρίως jazz, blues & R&B. Έχουν εμφανιστεί καλλιτέχνες, όπως η Τζωρτζίνα Καραχάλιου και η Idra Kayne και από σολίστες της τζαζ ο Τάκης Πατερέλης, ο Γιώργος Κοντραφούρης, ο Μάνος Θεοδωσάκης, ο Αντώνης Ανδρέου, ο Δημήτρης Τσάκας… Όλοι αυτοί είναι πνευστοί, από τους πιο επώνυμους της τζαζ σκηνής, με ιστορία, όσον αφορά στα βιογραφικά τους. Ο Αντώνης Ανδρέου που παίζει τρομπόνι, για παράδειγμα, τώρα είναι σε περιοδεία με τους Pink Martini, το γνωστό ποπ συγκρότημα. Έχω φτιάξει ένα νέο τρίο, με το Ντίνο Μάνο στο μπάσο και το Βασίλη Ποδαρά στα τύμπανα, που τους χρησιμοποιώ σαν «House Band» και φέρνω έναν ή δυο καλεσμένους κάθε Τρίτη. Και μια Τρίτη το μήνα, παίζουμε μόνοι μας.

Βρίσκει γενικά αποδοχή αυτό που κάνεις στην Ελλάδα;
Σίγουρα το στιλ μουσικής και αυτά που κάνω είναι αρκετά άγνωστα, αναλογικά σε σχέση με το χώρο, γενικότερα. Λέγανε κάποια στιγμή ότι το κοινό που ακούει τζαζ στην Ελλάδα είναι το 2,5% της αγοραστικής δύναμης. Δε ξέρω αν ισχύει ακόμα αυτό ή όχι. Τα παλιά τα χρόνια θυμάμαι, jazz δίσκοι που βγαίνανε τη δεκαετία του ’90 οι πωλήσεις θα φτάνανε στις διόμιση - τρεις χιλιάδες που ήταν η πρώτη κοπή και μετά τους σταματάγανε.
MANOS SARIDAKHS 3
Ξεκίνησες λοιπόν μέσα από άλλα συγκροτήματα, όπως οι Mode Plagal και κάποια στιγμή αποφάσισες να κινηθείς μόνος σου. Αυτό έγινε τώρα με το τρίο που μου ανέφερες;
Ουσιαστικά τώρα έγινε. Όλα αυτά τα χρόνια συνόδευα άλλους καλλιτέχνες, σαν session μουσικός, κυρίως. Η πρώτη μου συνεργασία και επαγγελματική εμφάνιση ήταν σε ηλικία δεκαπέντε χρονών με το Δημήτρη Βασιλάκη, το σαξοφωνίστα. Είχαμε μια μακρά συνεργασία, ηχογραφήσαμε στη Νέα Υόρκη, έπαιξα σε δύο του CD, παίξαμε στη Νέα Υόρκη, στο θρυλικό Birdland Jazz Club με αρκετά επώνυμους μουσικούς… Μάλιστα σε αυτό το project του Δημήτρη, το 2000, ήταν και ο Γιώργος Κοντραφούρης. Άλλος εξαιρετικός πιανίστας και οργανίστας… Άλλες σημαντικές συνεργασίες ήταν ο κιθαρίστας Τάκης Μπαρμπέρης, βέβαια, με τον οποίο συνεργάζομαι ακόμη. Ο Τάκης άνοιξε το δρόμο στη Ελληνική τζαζ δισκογραφία. Ήταν ο πρώτος τζαζ καλλιτέχνης που κατάφερε να κάνει συμβόλαιο με τη Lyra την δεκαετία του 80'. Ο Τάκης γράφει δικά του τραγούδια, έχει καθαρά δικό του χρώμα, προσωπικότητα, τα πάντα. Είναι από τους λίγους Έλληνες με ξεχωριστή ταυτότητα.

Εσύ γράφεις ο ίδιος;
Συνθέτω, ναι. Όχι όσο θα ‘θελα. Αν και εξειδικεύομαι στη τζαζ, έχω γράψει δυο κομμάτια που δεν έχω κυκλοφορήσει - «Ο χορός των μαινάδων» το ένα, στο άλλο δεν έχω αποφασίσει τον τίτλο ακόμα - τα οποία έχουν δημοτικό χρώμα. Έτσι άνοιξε ένα άλλο κεφάλαιο, εδώ και δυο χρόνια δουλεύω ένα νέο project, που δεν το έχω ολοκληρώσει, αλλά θα το παρουσιάσω την Παρασκευή 20 Νοεμβρίου στο Ωδείο Φίλιππος Νάκας, στην αίθουσα συναυλιών, το οποίο είναι η δημοτική μας μουσική παράδοση ερμηνευμένη για σόλο πιάνο. Έχω πάρει γνωστά δημοτικά τραγούδια, όπως το «Ιτιά ιτιά», «Κοντούλα λεμονιά», «Γιάννη μου το μαντήλι σου» κτλ και τα διασκευάζω για σόλο πιάνο, συνδυάζοντας στοιχεία από την ρομαντική περίοδο, Σοπέν, Ντεμπισί κι από τη τζαζ περίοδο, από πιανίστες όπως Herbie Hancock, McCoy Tyner κ.α. Ευελπιστώ να την κυκλοφορήσω σύντομα αυτή τη δουλειά σε CD, όταν θεωρήσω ότι είναι έτοιμη δηλαδή. Για μένα, αυτή τη στιγμή είναι ότι πιο αντιπροσωπευτικό έχω κάνει σαν Μάνος Σαριδάκης. Αυτή τη δουλειά, βέβαια, δεν την παρουσιάζω στις 1002 Νύχτες, είναι άλλο project, αλλά αυτό θα είναι ουσιαστικά το πρώτο προσωπικό μου project.

Έχεις όμως δισκογραφικές συμμετοχές.
Έχω συμμετοχές με το Δημήτρη Βασιλάκη, τον Τάκη Μπαρμπέρη, τους Mode Plagal κ.α.

Διάβασα πως έζησες και εργάστηκες ως μουσικός στη Νέα Υόρκη. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;
Απίστευτη εμπειρία. Η Νέα Υόρκη είναι νομίζω η πιο ανταγωνιστική, η πιο απαιτητική πόλη στον κόσμο. Δεν έχω πάει σε όλες τις πόλεις του κόσμου για να είμαι σίγουρος, αλλά είναι η Μητρόπολη της τζαζ. Μετοίκησα το 2001 μόνιμα και ήταν περίεργη η συγκυρία, γιατί μετά από 6 μήνες έπεσαν οι δίδυμοι πύργοι. Πολύς κόσμος ταλαιπωρήθηκε εξ αιτίας αυτού, σε όλο τον κόσμο, είχε απίστευτες συνέπειες. Θυμάμαι, ήμουν στο Μανχάταν όταν έπεσαν οι Πύργοι. Το σοκ ήταν πολύ μεγάλο. Ήμασταν μια βδομάδα αποκλεισμένοι, όλες οι γέφυρες κλειστές, ουρές στα ATM… Καταστάσεις απείρου κάλλους. Αυτό, βέβαια, που μου έκανε εντύπωση ήταν πως σε μια βδομάδα όλα ήταν σαν να μην έγινε τίποτα. Έχουν απίστευτο πάθος με τη δουλειά, σαν μυρμήγκια. Μαζεύονται οι καλύτεροι απ’ όλα τα επαγγέλματα και ο ανταγωνισμός σε τσακίζει ψυχολογικά, είναι απίστευτο.

Αντιμετώπισες ανταγωνισμό και στη δική σου δουλειά;
Θα αναφέρω ένα πολύ απλό παράδειγμα. Ήμασταν σε ένα Jazz Club που λέγεται Smoke, για ένα jam session. Ήμουν θαμώνας εκεί, πήγαινα κάθε Δευτέρα για πολλά χρόνια. Μια βραδιά δεν είχε πολύ κόσμο κι ο διοργανωτής του τζαμ μ’ είχε αφήσει κι έπαιζα για ώρες. Κάποια στιγμή μπαίνει μέσα ο Ravi Coltrane, γιος του John Coltrane, ενός ζωντανού θρύλου της τζαζ, μεγάλη περίπτωση. Φέρνει λοιπόν ο Ravi έναν πιτσιρικά, 14 χρονών. Έρχεται ο υπεύθυνος του jam session και μου λέει «Μάνο πρέπει να κατέβεις για λίγο, γιατί έχω μια ιδιαίτερη περίπτωση». Ανεβαίνει πάνω ο μικρός και παίζει τα απίστευτα. Παίζει σε επίπεδο διάσημων πιανιστών της τζαζ, όπως ο Chick Corea, ο Keith Jarrett – και ήταν 14 χρονών! Εντάξει, τι να πεις; Βέβαια, το παιδί ακόμα σίγουρα ήταν ανώριμο, με την έννοια ότι δε ξέρει να συνοδεύει τραγουδιστές, δεν έχει προλάβει να γνωρίσει πράγματα στη ζωή για να ερμηνεύσει και να αποδώσει, αλλά έπαιζε απίστευτα, τεχνική φοβερή, φόρμα φοβερή, αυτοσχεδίαζε κανονικά… Μπορεί να μην είχε συναίσθηση τι έκανε, αλλά αν σ’ αυτή την ηλικία ήταν έτσι, ποιος ξέρει μετά τι θα κάνει. Μαθαίνω ήδη ότι πηγαίνει καλά.

Τι κράτησες από τη γνωριμία και τη συναναστροφή σου με τους θρύλους της τζαζ στη Νέα Υόρκη;
Αυτό που παρατήρησα από τα μεγάλα ονόματα, όπως David Liebman, Ralph Peterson, Marc Johnson κ.α. είναι πως πρώτον είναι εξαιρετικοί επαγγελματίες. Πάντα στην ώρα τους, ευγενικοί, αφοσιωμένοι στη δουλειά 100%, δε θα ακούσεις το παραμικρό λάθος. Αυτό πραγματικά μου έκανε εντύπωση, το πόσο πειθαρχημένοι είναι. Επίσης, η αγάπη και η ενέργεια που βγάζουν πάνω στη σκηνή. Παθαίνεις σοκ όταν παίζεις μαζί τους, δε θέλεις να ακουμπήσεις το όργανο. Η ενέργεια και όλη η προσωπικότητα που βγάζουν, έτσι όπως διαχέεται είναι σαν κάποιος να σου παίρνει τα χέρια από το όργανο.
MANOS SARIDAKHS 4
Υπάρχει κάτι που σου είπε κάποιος απ’ αυτούς κι έχεις να το θυμάσαι;
Ναι, με το που τελειώνουμε ένα live στο Birdland Jazz Club, σε ένα project του Δημήτρη Βασιλάκη, το «Labyrinth: Daedalus Project», κατεβαίνω κάτω κι εμφανίζεται ένας ηλικιωμένος αφροαμερικάνος κι αρχίζει και με συγχαίρει, μου δίνει το χέρι του «μπράβο, μπράβο, φοβερός» και τέτοια και ήταν ο Jimmy Cobb. Ο Jimmy Cobb είναι ο ντραμίστας που έχει παίξει στο «Kind of Blue» του Miles Davis – ο πιο εμπορικός δίσκος που πέρασε στην ιστορία της τζαζ – και ήταν σοκ αυτό, δεν το περίμενα. Επίσης, μια μεγάλη συμβουλή που μου δώσανε είναι να προσπαθήσω να παραμείνω ταπεινός και να μην καβαλήσω το καλάμι, γιατί θεωρούσαν πως επειδή είμαι καλός μουσικός κι έχω ταλέντο, θα έπρεπε να το προσέξω, να μην την πατήσω στις προσωπικές, αλλά και στις δημόσιες σχέσεις μου, με το σκεπτικό ότι στη Νέα Υόρκη, αν νομίζεις ότι είσαι ο καλύτερος, αν κάτσεις σε μια γωνιά και περιμένεις, σε πέντε λεπτά κάποιος άλλος, πιο καλός από σένα, θα περάσει σίγουρα. Οπότε, το ζητούμενο πρέπει να είναι να κάνεις ότι καλύτερο μπορείς και να είσαι στους καλύτερους, αν αυτό σε ενδιαφέρει.

Μίλησε μου για το διαγωνισμό «Thelonius Monk».
Με κατατάξανε στους 25 καλύτερους. Είναι μεν μια βράβευση, αν κι εγώ θεωρώ ότι απέτυχα, επειδή δεν πέρασα στα τελικά που ήθελα, στους δέκα. Το σκεπτικό είναι το εξής: ο Thelonius Monk θεωρείται ο δεύτερος πιο σημαντικός συνθέτης της τζαζ, μετά τον Duke Ellington. Αυτό που κατάφερε να κάνει ο Monk είναι ότι την ώρα που βγαίνανε και παίζανε άλλοι πιανίστες, που ήταν απίστευτοι σολίστες τεχνικά, όπως ήταν ο Χιώτης ή τώρα ο Νίκος Τατασόπουλος από τα μπουζούκια, εκείνος κατάφερε να παίξει πάρα πολύ απλά, πολύ λιτά, σε σημείο που λέγανε ότι δεν ήξερε καν να παίζει. Μετά το θάνατό του, έγινε ένας οργανισμός στη μνήμη του, το «Thelonius Monk Institute» που έχει αποκτήσει πολύ μεγάλη δύναμη στην Αμερική αυτή τη στιγμή, όσον αφορά στο να αντιπροσωπεύει τη τζαζ και είναι η ναυαρχίδα όλων των διαγωνισμών της τζαζ. Ο διαγωνισμός ξεκίνησε το 1987 και κάθε χρόνο γίνεται με διαφορετικό όργανο. Τα κριτήρια είναι να είσαι κάτω από 30 χρονών και να μην έχεις προσωπικό δίσκο σε μεγάλη εταιρεία. Το 2006 εκπροσώπησα τη χώρα μας. Έκανα ένα demo με το Ron McClure στο μπάσο, έναν θρυλικό μπασίστα, ο οποίος είχε παίξει και με τον Thelonius Monk τη δεκαετία του ’70 κι άλλους δυο μουσικούς, το έστειλα και λίγο καιρό μετά μου απάντησαν με ένα γράμμα, πως από τους 125 συμμετέχοντες πέρασα στα προημιτελικά, στους 25 καλύτερους. Ουσιαστικά δηλαδή κατατάχτηκα στους 25 καλύτερους τζαζ πιανίστες κάτω των 30 ετών εκείνη τη χρονιά, που για κάποιους θεωρείται ένα μεγάλο επίτευγμα.

Νιώθεις πως σε βοήθησε αυτή η διάκριση σε κάτι;
Από εκεί ήταν σαν να μην έγινε. Ούτε υπήρξε κάποιο αντίκρισμα στα επαγγελματικά μου. Αυτό το λέω και σαν συμβουλή προς τους νεότερους που ενδιαφέρονται να κάνουν κάτι με την καριέρα τους, ότι στην Αμερική από το σύστημα προωθείται μόνο το νούμερο ένα. Για όλους τους υπόλοιπους δεν υπάρχει χώρος. Κι αυτό, θέλει προσοχή. Τώρα έχει αλλάξει λίγο ο διαγωνισμός, ο νικητής κερδίζει και συμβόλαιο με δισκογραφική, ενώ παλιά αυτό δε συνέβαινε. Ο Eric Lewis πάντως, που βγήκε νικητής το 1999 – 2000, ένας απίστευτος πιανίστας, με τον οποίο είχαμε γνωριστεί, δεν κατάφερε να κάνει καριέρα ακόμη. Έχει αλλάξει πολύ η αγορά πλέον. Όσον αφορά στο επαγγελματικό, είναι τραγική η κατάσταση. Με εξαίρεση τους παλιούς, τους επώνυμους που είναι πάνω από 50 χρονών και συνεχίζουν να κάνουν περιοδείες κτλ, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα για τους νεότερους.

Υπάρχει αντιστοιχία με αυτό που συμβαίνει και στην Ελλάδα, όπως μου τα λες. Στην ουσία είναι «όποιος πρόλαβε».
Ναι. Το μόνο καλό είναι πως με το διαδίκτυο σήμερα σου δίνεται η δυνατότητα, αν έχεις λεφτά, βέβαια να προωθήσεις τον εαυτό σου, κάποιος να σε ακούσει και να την κάνεις μέσα απ’ αυτό. Παλιότερα υπήρχε μόνο η εταιρεία. Και πάλι είναι πάρα πολύ δύσκολο, γιατί υπάρχει πληθώρα καλλιτεχνών, μέσα στην οποία χάνεσαι, αλλά τουλάχιστον η δυνατότητα υπάρχει.

Όλο αυτό που περιγράφουμε, εσένα σε προβλημάτισε ποτέ ως προς το αν θα συνεχίσεις να ασχολείσαι με τη τζαζ;
Λοιπόν, άπειρες φορές έχω πει ότι θα τα παρατήσω και θα αλλάξω επάγγελμα, όμως δε μπορώ να το κάνω. Είναι η αγάπη μου. Μ’ αρέσει να κάθομαι και να παίζω μουσική. Αν μπορώ να βγάλω τα προς το ζην, ακόμα καλύτερα. Αυτό που όμως παρατήρησα είναι πως υπάρχει μια τάση προς το ξενόφερτο, είτε είναι στα ρούχα, είτε στη μουσική, οτιδήποτε. Εγώ, ας πούμε, μεγάλωσα με ξένο background, δε μου άρεσε το μπουζούκι και το κλαρίνο όταν ήμουν 18 – 20 χρονών και ήμουν αποξενωμένος από τα ελληνικά μουσικά δρώμενα, παρ’ όλα αυτά όμως, είχα πάει στο μουσικό γυμνάσιο Παλλήνης και είχα μάθει παραδοσιακή & βυζαντινή μουσική, αλλά η αγάπη μου ήταν η τζαζ και δεν ασχολήθηκα. Στην πορεία, ασχολούμενος με τη ξενόφερτη μουσική, συνειδητοποίησα ότι δε μπορούσα να βγάλω το δικό μου προσωπικό ήχο. Ήμουν στη Νέα Υόρκη, έπαιζα… έπαιζα… έπαιζα κι ήμουν άλλος ένας από τους χιλιάδες σολίστες. Αυτό που κατάφερα να κάνω είναι να φτάσω το μέσο όρο, χωρίς να μπορώ να βρω το δικό μου, προσωπικό ήχο. Αυτός ήρθε από τις συνεργασίες μου με δημοτικούς μουσικούς. Ήταν απίστευτο, τελικά, ότι αυτό που μου έβγαινε προσωπικά είχε να κάνει με τη δημοτική μας παράδοση. Κατάφερα και συνάντησα κάποιους μουσικούς, όπως το μπουζουξή Χρήστο Ψαρρό, που όταν τους άκουσα είπα «ωχ, το μπουζούκι ακούγεται έτσι; Δεν είναι δυνατό! Και μου άλλαξε όλη την αντίληψη. Μετά άκουσα κι έπαιξα και μ’ έναν άλλο μπουζουξή της παλιάς σχολής, το Χρήστο Λαμπρόπουλο, στη συνέχεια το Νίκο Τατασόπουλο, που ήταν από τους μπουζουξήδες που με έκαναν να αγαπήσω το μπουζούκι και ξετρελάθηκα με το στιλ τους. Μπορεί συνθετικά να μην τους δόθηκαν οι ευκαιρίες να κάνουν κάτι αντίστοιχο με το Χιώτη για παράδειγμα, ή μπορεί να το έχουν κάνει και να μην το έχω ακούσει, γιατί άλλο να σε θυμούνται σαν σολίστα κι άλλο ως συνθέτη. Το Χιώτη όλοι τον θυμούνται σα συνθέτη, αυτό μένει.

Είναι κι ο πατέρας σου μουσικός;
Ναι, είναι μουσικός, παίζει blues κιθάρα. Ενεργά τη δεκαετία του ’80 , με τον αδερφό του που είχαν ένα σχήμα τους Blues United Musicians, παίζανε στο Rodeo, στη Χέυδεν, πενθήμερα τότε. Μάλιστα, πρόσφατα κάναμε κι ένα reunion στις 1002 Νύχτες και παίξαμε μαζί με τον πατέρα μου Στέλιο το θείο μου Κώστα και το Μάρκο Παπασηφάκη ως guest. Τρεις κιθάρες πάνω στο πατάρι, χαμός! (γέλια) Μεγάλωσα με τα blues. Ξεκίνησα δέκα χρονών μαθήματα μοντέρνου πιάνου με το Θεμιστοκλή Ρούσσο και συνόδευα το σχήμα του πατέρα μου.

Στην Ελλάδα, μπορεί κανείς να τα βγάλει πέρα παίζοντας μόνο;
Και ναι και όχι. Εγώ ζω, βγάζω τα προς το ζην αξιοπρεπώς από 15 χρονών, αλλά ως session μουσικός. Αυτό σημαίνει ότι έμαθα όσο πιο πολλά στιλ μουσικής μπορούσα, ώστε να έχω όσο πιο πολλές δουλειές μπορώ. Έχω δουλέψει και σε λαϊκό ρεπερτόριο και έντεχνο και σκυλάδικα και δημοτικά…  Ένας επώνυμος του κλαρίνου με τον οποίο συνεργάστηκα είναι ο Παναγιώτης Χαλιγιάννης, που είναι χρόνια στην Αμερική, με τα αδέρφια Διονυσίου έχω δουλέψει, πιο παλιά με τους Mode Plagal με την Ελένη Τσαλιγοπούλου, με την Αρλέτα τη δεκαετία του ’90 – πολύ ωραίος άνθρωπος η Αρλέτα – πέρασα απ’ όλα τα είδη. Όταν μπαίνω σε ένα χώρο, όποιος και να ‘ναι θέλω να μπορώ να ανέβω στο πατάρι και να παίξω. Στο μόνο που δεν εξειδικεύομαι είναι το κλασσικό ρεπερτόριο. Σ’ όλα τα άλλα μπορώ να ανταπεξέλθω, παίζω και πλήκτρα. Τα τελευταία 20 χρόνια έχω παίξει δηλαδή σχεδόν όλα τα στιλ μουσικής που υπάρχουν πάνω στο πατάρι κι έχω μάθει να τα σέβομαι όλα. Τώρα, κάποια θα σ’ αγγίζουν περισσότερο, κάποια λιγότερο. Νομίζω ότι η δημοτική μας παράδοση και η λαϊκή μουσική, κατά κύριο λόγο το τσάμικο και το ζεϊμπέκικο έχουν να προσφέρουν πάρα πολλά στη τζαζ μουσική και πρέπει να γίνει αυτό το πάντρεμα. Πρέπει να σπάσει η «αντίθεση».

Αυτό προσπαθείς να κάνεις στο καινούριο project;
Αυτό ναι. Παίρνοντας δημοτικά τραγούδια και προσαρμόζοντάς τα στο πιάνο, το οποίο δεν κολλάει και τόσο, κατάφερα να βρω ένα τρόπο – και γράφω και σε παρτιτούρα κάποια απ’ αυτά για να ερεθίσω για παράδειγμα σολίστες της κλασσικής μουσικής να ασχοληθούν μ’ αυτό, να γίνει ένα ρεύμα πάνω σ’ αυτό. Δε θέλω να είναι μόνο κλαρίνο και βιολί, να πάει λίγο παραπέρα…

Πώς τα βλέπεις;
Θα πάρει πολλά χρόνια ακόμα για να γίνει κάτι σαν κίνημα, σίγουρα. Απλώς εγώ, ότι κάνω το κάνω αφιλοκερδώς από την άποψη της γνώσης. Δηλαδή, θέλει κάποιος να με ρωτήσει «τι κάνεις, πώς το κάνεις»; Ορίστε! Οι παρτιτούρες που ετοιμάζω θα βγουν κάποια στιγμή στο διαδίκτυο δωρεάν. Να τις δουν, να τις αναλύσουν κι εύχομαι να βρεθεί κάποιος να το δει και να μου δείξει πώς να το κάνω καλύτερα. Είναι μια έρευνα όλο αυτό το πράγμα. Και είναι κάτι που μου βγήκε αυθόρμητα.

Κάνεις και μαθήματα, έτσι;
Ναι, διδάσκω στο Ωδείο Φίλιππος Νάκας τα τελευταία τέσσερα χρόνια, τζαζ πιάνο και ταχύρυθμο. Το ταχύρυθμο πάει ως εξής, έρχεται κάποιος που δεν ξέρει πιάνο, αλλά θέλει να μάθει να παίζει τα αγαπημένα του τραγούδια. Υπάρχουν κάποιες τεχνικές που του μαθαίνεις με έναν αποδεκτό τρόπο να παίξει το τραγούδι του και να το τραγουδήσει κιόλας, να κάνει το κέφι του.

Έρχονται τα παιδάκια στο ωδείο;
Κυρίως μεγάλοι έρχονται. Οι περισσότεροι μαθητές που έχω είναι άνω των 40. Έχω και νέα παιδιά ηλικίας 15 – 25, αλλά η πλειοψηφία είναι οι μεγάλοι. Κάποιοι μένουν, κάποιοι τα παρατάνε.

Γενικά στην Ελλάδα υπάρχουν καλοί μουσικοί, έτσι δεν είναι;
Πάρα πολύ καλοί μουσικοί! Απίστευτου επιπέδου, παγκοσμίου επιπέδου κλάσης μουσικοί! Απλώς, σπανίζουν τα συγκροτήματα. Υπάρχει ένας φοβερός ατομικισμός και είναι λίγοι αυτοί που έχουν καταφέρει να τον δαμάσουν. Εύχομαι κάποια στιγμή να δούμε κι άλλα μουσικά σύνολα, να πηγαίνουν μαζί σαν ομάδες κι όχι σαν σολίστες.
MANOS SARIDAKHS 2

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!