Λίνα Νικολακοπούλου: «Στην εποχή μας ξαφνικά όλοι γίνανε γνώστες»

(PHOTOS) Η σημαντική στιχουργός μιλά για όλα στο Ogdoo.gr.
Λίνα Νικολακοπούλου: «Στην εποχή μας ξαφνικά όλοι γίνανε γνώστες» Φωτογραφία: Γιάννης Τσόλκας
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
10/01/2019

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

Καλή Βανδώρου
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ
Καμία εκδήλωση
Η Λίνα Νικολακοπούλου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άνετα ως η κορυφαία στιχουργός των τελευταίων τριάντα ετών, έχοντας ως δεδομένο ότι είναι «υπεύθυνη» για την ύπαρξη εκατοντάδων πολύ επιτυχημένων τραγουδιών. Κατά τη διάρκεια της πορείας της, έχει συνεργαστεί με τους μεγαλύτερους δημιουργούς και ερμηνευτές, προσφέροντας σε όλους εμάς «διαμάντια» που σιγοτραγουδάμε στην καθημερινότητά μας.

Πριν από λίγες μέρες, έδωσε στο Ogdoo.gr μια εκ βαθέων συνέντευξη, στην οποία μίλησε για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της, μη παραλείποντας να αναφερθεί και σε διάφορα άλλα καλλιτεχνικά ζητήματα που απασχολούν όλους όσοι νοιάζονται πραγματικά για το ελληνικό τραγούδι. Στην κουβέντα αυτή, η Λίνα Νικολακοπούλου επιβεβαιώνει για μία ακόμα φορά εκείνους που υποστηρίζουν ότι, είναι μια γυναίκα δυναμική, ευρηματική, πολυτάλαντη, καλλιεργημένη και -κυρίως- αυθεντική.

Όταν γνωριστήκαμε και προγραμματίσαμε αυτήν την συνέντευξη, σας ρώτησα αν έχετε να πείτε καινούρια πράγματα και μου είπατε «έχω να πω πολλά». Σας ακούω, λοιπόν.
Ναι, έχω και θα σας τα πω. Καταρχάς, έχω την χαρά να κλείνω -για την ακρίβεια- 38 χρόνια σε αυτήν την ωραία πορεία που με τίμησε η τύχη μου με το τραγούδι. Έχω ζήσει μεγάλες στιγμές, συγκινήσεις και τη χαρά του νέου ανθρώπου που ξεκινάει, όταν βλέπει ότι κάτι που σκέφτηκε, κάτι που έγραψε σε ένα φύλλο χαρτί, βρήκε μια μουσική που έβγαλε κι άλλα νοήματα και με την ερμηνεία του κατάλληλου ανθρώπου, έγινε ένα αγαπητό τραγούδι. Είχα την τύχη αυτό να μη με φοβίζει από την αρχή, να συνεχίζω να τολμώ να εκφράζομαι και να βλέπω τον κόσμο να ανταποκρίνεται, να επικοινωνεί με τα χρόνια του. Δηλαδή, είχα τη χαρά όταν ξεκίνησα εγώ, όλοι οι μεγάλοι συνθέτες και ερμηνευτές να είναι ακόμα στο «στίβο». Χωρίς να το καταλάβω, αλλά πολύ ωραία, βρέθηκα να είμαστε στο 2019. Όταν ήμουν, λοιπόν, μικρή, παρατηρούσα τους μεγαλύτερους κι έβλεπα ότι πολλοί, ενώ ακόμα ήταν στη ζωή, σταματούσαν. Έλεγα «γιατί συμβαίνει αυτό»; Δεν μπορούσα να το δικαιολογήσω ότι θα μπορούσε ένας συνθέτης σαν τον Ζαμπέτα ή τον Τσιτσάνη ή ένας στιχουργός σαν τον Γκάτσο, να νιώθω ότι δεν βγάζουν καινούρια. Κι όμως, ακόμα και σε μεγάλη ηλικία, ο καθένας από αυτούς που ανάφερα, έδωσε κάτι. Ο Γκάτσος έδωσε το «Ρεμπέτικο», ο Ζαμπέτας το «Χίλια περιστέρια» και ο Τσιτσάνης το «Καράβι από την Περσία».

Δεν σταμάτησαν, δηλαδή, να παράγουν έργο.
Ακριβώς. Έβλεπα ότι, ακόμα και όταν είχαν φτάσει σε μια μεγάλη ηλικία που κανονικά πολλές φορές παραξενεύεσαι πώς παρακολουθούν τη ζωή οι μεγάλοι άνθρωποι, είχαν τις κεραίες τους ανοιχτές, έπιαναν τα σήματα του καιρού και μας έδιναν δώρα. Με την ίδια αντοχή και με την ίδια βαθιά επιθυμία να παραμείνω ένα πνεύμα ζωντανό, παρόλο που πολλοί κύκλοι κλείσανε νικηφόρα και ωραία, έχω την τύχη να θέλουν να συνεργαστούν και άνθρωποι με τους οποίους όλα αυτά τα χρόνια δεν είχα συνεργαστεί. Ένα παράδειγμα είναι ο Μάριος Φραγκούλης, ο οποίος ολοκλήρωσε έναν δίσκο, μαζί με την δική μου σκέψη να τον μοιραστούμε με τον Άρη Δαβαράκη και να κυκλοφορήσει όπου να ‘ναι. Τώρα, είναι η Ευανθία Ρεμπούτσικα με τον Γιώργο Περρή. Επίσης, είναι ο Θοδωρής Βουτσικάκης για τον οποίο γράφω στίχους σε μουσικές του Nicola Piovani. Κάνω και παραγωγές οι οποίες αφορούν αμιγώς στην ποίηση και φτιάχνω κάτι που κι εκεί θα δώσει χαρά. Είναι μια αρχαία ποιήτρια που δεν την ξέρουν πολλοί, αλλά θα φτιάξω κάτι γι’ αυτήν και θα το παρουσιάσω.

Σαν βιβλίο;
Όχι σαν βιβλίο, μελοποιημένα τα ποιήματά της. Θα τα παρουσιάσω από την άνοιξη και μετά, για να γνωρίσουμε κι άλλη μία «γερή» γυναίκα του λόγου που λίγοι την ξέρουν. Θα σας πω εν καιρώ γι’ αυτό. Άρα, αυτά είναι που τώρα κάνω. Το βιβλίο μου που ετοιμάζω, είναι πια αυτά τα σχεδόν 40 χρόνια που θα μαζευτεί όλο το υλικό, με τραγούδια και κάποια μικρά κείμενα που γράφω. Νομίζω ότι αυτά είναι εντάξει προς το παρόν. Συν ότι, αν παρουσιαστεί η ευκαιρία, κάνω και περιεχόμενα όπως για τον Φιλολογικό Σύλλογο “Παρνασσός”, με την Αργυρώ Καπαρού, τον Θοδωρή Βουτσικάκη και τον Άγγελο Παπαδημητρίου. Εκεί έφτιαξα μια σύνθεση τραγουδιών που δύσκολα λέγονται σε άλλους χώρους, αλλά που τα αγαπώ κι εγώ κι ο κόσμος από ό,τι φαίνεται. Θέλω να πω ότι, δεν παύω «να πιάνω τον αέρα για τα πανιά μου». Η τάση μου είναι να ψάχνω από που θα φυσήξει κάτι που θα με προχωρήσει στο ταξίδι μου και λέω το «ναι». Εκτός από τα γραπτά μου, έχω πολλά στο ενεργητικό μου που έχουν συνδεθεί με την ψυχαγωγία των ανθρώπων κι αυτό άρχισε από πολύ νωρίς, δηλαδή από το 1990-91 όπου, έχουμε την ανάμνηση από την «Πρώτη λεωφόρο», από το Γκάζι, μετά το Χάραμα, μετά αυτό που είχα κάνει με την Ελευθερία Αρβανιτάκη στο «Η νύχτα κατεβαίνει» και κατοπινά, το αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη, το αφιέρωμα στην «Τετράδα την Ξακουστή του Πειραιώς». Είναι πένταθλο το αγώνισμα, αλλά αυτό, πιστέψτε με το κάνω, γιατί κρατάει εμένα ζωντανή. Και γιατί πιστεύω επίσης, ότι, κάθε γενιά που έρχεται, είναι ωραίο να έρχεται σε επαφή με ρεπερτόριο, το οποίο μπορεί με τα χρόνια να μείνει «αφώτιστο», αλλά είναι πολύ ωραίο να το ξαναφέρνεις στην επιφάνεια και να το ακούνε άνθρωποι που μπορεί να μην το έψαξαν ποτέ.

Μα κι εδώ στο Άλσος η επιλογή των τραγουδιών που έχετε κάνει στο σταθερό πρόγραμμα, είναι τραγούδια που δεν ακούγονται συχνά σε μαγαζιά.
Όταν ο Διονύσης Σαββόπουλος μου είπε το καλοκαίρι να του πω το «ναι»μου για να δημιουργήσω ένα λαϊκό πρόγραμμα για εδώ, επειδή αυτά που ονόμασα ήταν πάντα βασισμένα στο λαϊκό τραγούδι, έλεγα «τι δεν έχω χαρεί;» και στην ουσία, αυτό που δεν έχω χαρεί και νοσταλγώ -γιατί εγώ σε αυτή τη δεκαετία βγήκα στη ζωή- ήταν η δεκαετία του ‘60. Άρα, επέλεξα τραγούδια με άξονα την δεκαετία του ‘60. Ο Βασίλης Καραποστόλης που είναι καθηγητής πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, είχε βγάλει ένα βιβλίο με τον τίτλο «Η εποχή της όρεξης». Δηλαδή, είχε τελειώσει όλη η δυσκολία, ακόμα και η ανάμνηση του πόνου μετά τον εμφύλιο κι άρχιζε πάλι να δημιουργείται μια χαρά μες την ψυχή του Έλληνα, με την λογική ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες. Επίσης, εκείνον τον καιρό η τεχνολογία άρχιζε κι έμπαινε στα σπίτια (ψυγεία, πλυντήρια, αυτοκίνητα). Άρα, υπήρχε μια μεγάλη δραστηριότητα, συν αυτό που θυμόμαστε όσοι περπατήσαμε αυτά τα χρόνια, ότι υπήρχε και μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα. Έδιναν τις μονοκατοικίες για αντιπαροχή και πολλοί εργάτες την ώρα που δούλευαν, τραγουδούσαν. Δεν θα ξεχάσω τις ωραίες φωνές που συνήθως τραγουδούσαν Καζαντζίδη. Άρα, έχω μνήμες πάρα πολύ έντονες, έχω τη μαγεία που μου ασκούσε το jukebox και ζητούσα συνέχεια τα κέρματα για να βάζω τα τραγούδια που ήθελα, οι ελληνικές ταινίες ήταν γεμάτες τραγούδι, οπότε κι από εκεί έπαιρνα ότι ήταν κάτι φυσικό, να πάει η οικογένεια σε ένα κέντρο. Πράγματα, λοιπόν, που ήταν ζωντανά μέσα μου και που ήθελα με έναν τρόπο να τα ξαναφέρω σαν δυνατότητα οι παρέες να νιώθουν ωραία. Δηλαδή, έχω λειτουργήσει σαν dj, σαν κάποιος να βάζει τραγούδια που να δώσουν συγκίνηση, χαρά, να τραγουδιόνται και οι άνθρωποι να μην κάθονται απλά φρόνιμα. Να χαίρονται, να λένε ο ένας στον άλλον «στην υγειά σας». Αυτό ήταν η επιθυμία μου και λίγο πολύ το κατάφερα. Ενώνονται οι παρέες, νιώθουν ωραία γιατί ξέρουν τα τραγούδια απέξω.
ALSOS LAIKA LinaOrfeasOloi Foto small
©Ckl_Zmei

Χωρίς να τα έχουν ακούσει πολλές φορές, όμως, ζωντανά.
Ζωντανά δεν τα έχουν ακούσει πολλές, γιατί, από τα ραδιόφωνα ή τα σπίτια τους, τα θυμόνται. Αυτό γίνεται, γιατί τα τελευταία χρόνια, οι κεντρικές σκηνές διανθίζονται από δημοφιλή πρόσωπα, τα οποία υπερασπίζονται το ρεπερτόριό τους. Οπότε, ο κόσμος πάει για να ακούσει τα τελευταία τραγούδια των ανθρώπων που τώρα έχουν επιτυχία. Οι άλλες σκηνές, τα ρεμπετάδικα δηλαδή, είναι συγκεκριμένου είδους. Αυτήν την ολόκληρη εποχή που εγώ αναμόχλευσα κι έφερα στο φως, δεν θα τη βρεις εύκολα. Πρέπει να γίνει γι’ αυτόν το λόγο ένα τέτοιο πρόγραμμα. Για μένα ήταν το πρώτο που ήρθε στο μυαλό μου. Μου έδινε πάντα και χαρά και ερωτισμό και κάτι που το σώμα την ώρα που το ακούει έχει μνήμη, χωρίς, ίσως, να το έχει ζήσει. Αυτά τα τραγούδια δεν είναι εύκολο να τραγουδηθούν, είναι απαιτητικά τραγούδια. Κι αυτό, για μένα, για τον άνθρωπο που καταλαβαίνει, ότι τα νεαρά παιδιά κατορθώνουν να σε πείσουν την ώρα που τα τραγουδούν, σημαίνει ότι κι αυτά βαφτίζονται σαν αυριανοί τραγουδιστές, οι οποίοι εκπαιδεύονται να υπερασπιστούν τα τραγούδια αληθινά, με την παλιά τους την ενορχήστρωση, το κάθε τι να έχει τον χαρακτήρα του. Πιστέψτε με, αγαπάω τη διαφορά που έχει ο ένας συνθέτης με τον άλλον. Δηλαδή, όπως μπορούμε να πούμε από μια εισαγωγή ότι «αυτό είναι Ξαρχάκος, αυτό είναι Θεοδωράκης, αυτό είναι Χατζιδάκις, αυτό είναι Τσιτσάνης». Εμένα μου αρέσει, λοιπόν, τα τραγούδια από τις ορχήστρες να παίζονται όπως ακριβώς τα είχε φανταστεί ο συνθέτης. Να μην τα διαλύω, δηλαδή, και να γίνεται κάτι άλλο. Γιατί, ακόμα κι ο ρυθμός, ακόμα και το χρώμα, ακόμα και το μέρος που μπορεί να έχει κιθάρα ή μπουζούκι ή ακορντεόν, κι αυτά σηματοδοτούν μια ολόκληρη εποχή. Μια αισθητική, ένα γούστο, ένα συναίσθημα και σε μεγάλη κλίμακα, την ίδια την εποχή.

Πριν αναφερθήκατε στο γεγονός ότι ο Γκάτσος, ο Τσιτσάνης και ο Ζαμπέτας έγραψαν όντας μεγάλοι, αριστουργήματα. Ας το πάμε λίγο ανάποδα. Εσείς και ο Κ.Π. Καβάφης έχετε ένα κοινό στοιχείο. Εκείνος έγραψε το ποίημα «Ένας γέρος» στα 31 του χρόνια κι εσείς το «Μαμά γερνάω» γύρω στα 30 σας. Για ποιο λόγο ένας νέος καλλιτέχνης να βιώνει την άσχημη πλευρά του γήρατος σε αυτήν την ηλικία, των πρώτων -άντα, αφού, θεωρητικά, είναι η πιο δημιουργική περίοδος στη ζωή ενός ανθρώπου;
Πιστεύω ότι, εκείνη είναι η στιγμή που νιώθει κανείς ότι αφήνει τη νεότητα πίσω, γιατί βιολογικά καταλαβαίνει πότε περνάει στο επόμενο στάδιο. Εκεί, λοιπόν, στην εύρωστη στιγμή της νεότητας, έχεις ψυχικά τη δύναμη να το δεις να έρχεται. Εάν φτάσεις, ίσως, σε αυτήν την ηλικία που περιγράφεις από τα νιάτα σου, μπορεί να μην αντέχεις να το πεις. Ενώ, όντας ακόμα εν σαρκί νέος, τολμάς να θίξεις κάτι τραγικό, το οποίο ξέρεις ότι σε περιμένει. Το σκέφτηκα κι εγώ πολλές φορές, γιατί μου είπαν «μα 28, 29 χρονών έγραψες το Μαμά γερνάω»; Και λέω «μα αν δεν το έγραφα τότε, ίσως να μην το έγραφα ποτέ». Αντέχεις τον πόνο, αντέχεις αυτό που ακόμα δεν έχεις βιώσει σαν πραγματικότητα, αλλά που, σαν θνητό ον, ξέρεις ότι σε περιμένει. Πιστεύω ότι, σε εκπαιδεύει για αυτό η παρουσία των γονέων, ότι μεγαλώνουν. Δηλαδή, από εκεί που ήσουν παιδί και ήταν αυτοί στην ηλικία σου, τώρα εσύ είσαι στην ηλικία τους και οι άνθρωποι αυτοί έχουν μεγαλώσει. Άρα, το καθρέφτισμα σου δείχνει τον δρόμο. Αλλά, αυτήν την τραγικότητα της ύπαρξης, την αισθάνεται κανείς πολύ νωρίς. Και για να το πω κι αλλιώτικα, αν είναι ένας καλλιτέχνης ποιητής, την αισθάνεται και πιο βαθιά. Μπορεί να είσαι 18 ή 19 χρονών και να σου αποκαλυφθούν πλευρές της ύπαρξης που λογικά μπορεί να μην μπορείς να καταλάβεις.

Να τα νιώθεις, δηλαδή, πριν τα βιώσεις.
Να αναρωτιέσαι «πώς τα ξέρω εγώ αυτά, πώς τα κουβαλάω μέσα μου αυτά τα πράγματα»;. Είναι το υποσυνείδητο. Κι αν έχει κανείς την ευκολία να μπαινοβγαίνει στο υποσυνείδητό του, έχει πολλά προικιά, πολλά δώρα.

Εσάς σας είναι πιο εύκολο να γράφετε αρχικά μόνη σας τον στίχο ή να σας δώσει κάποιος τη μουσική πρώτα;
Και τα δύο τα έχω κάνει κατά κόρον. Και τώρα ακόμα συνεχίζω να προπονούμαι στην πρωτογενή συγγραφή των στίχων, αλλά με δελεάζει πολύ να μου δώσουν μια μουσική, γιατί η μουσική μπορεί να με παρασύρει εκεί που μόνη μου δεν θα πήγαινα. Και αυτό το ξέρω και το λέω έμπρακτα. Πολλές μουσικές που αναγκάστηκα να γράψω πάνω σε αυτές -παραδείγματα άπειρα από του Μπρέγκοβιτς τις μουσικές, του Άρα Ντινκτζιάν, του Αντύπα τις μουσικές-. Το ίδιο ισχύει και για τον Κραουνάκη, ο οποίος με έχει μελοποιήσει πιο πολύ από όλους. Τα «Καινούρια φτερά» τα έγραψα πάνω στην μελωδία.

Το «Του Αγίου Βαλεντίνου»;
Εκεί έγραψα πρώτη εγώ. Στο 80% των κοινών μας έργων με τον Σταμάτη, με έχει μελοποιήσει εκείνος. Λίγα πράγματα έχω γράψει πάνω στις μελωδίες του. Συνήθως είχαμε την ευκολία να τον παίρνω τηλέφωνο με το που έκανα το «αυγό» και να του πω «έγραψα αυτό». Εκείνος το σημείωνε και μπορεί, μέσα στη νύχτα να με έπαιρνε τηλέφωνο και να μου έβαζε να ακούσω. Μια σπουδαία στιγμή ήταν με το Μανώλη Μητσιά, με τον οποία είχα φιλία και αγάπη. Θα έκανε μια συνεργασία με τον Θεοδωράκη, την «Πολιτεία Γ΄». Με πήρε τηλέφωνο και μου λέει «έχεις κάποια κείμενα να δώσουμε στον Μίκη»;. Εγώ είχα φυλαγμένα κάποια πράγματα, τα οποία ήξερα ότι δεν είναι εύκολα για να τα δώσω σε συνομηλίκους μου. Διάλεξα και το ξέχασα, γιατί για μένα αυτό ήταν τόσο μεγάλο γεγονός που είπα «ό,τι θέλει ας γίνει τώρα». Δεν θα ξεχάσω ότι ήταν πρωί και δεν είχα ξυπνήσει ακόμα, αλλά τότε είχαμε τους τηλεφωνητές στο γραφείο απάνω και την ένταση την είχα για να ακούω. Από τον ύπνο μου, άκουσα τον Μανώλη να μου λέει «Καλημέρα Λινάκι μου. Έλα στο στούντιο, γιατί ο Μίκης μελοποίησε τα τρία τραγούδια κι έλα να τα ακούσεις». Εγώ νόμιζα ότι το είδα στον ύπνο μου και δεν βιάστηκα να ξυπνήσω για να μη ματαιώσω το όνειρο. Σηκώθηκα, έκανα τον καφέ μου και ξαναπήγα στον τηλεφωνητή για να ακούσω το μήνυμα. Ήταν από τις πιο συνταρακτικές στιγμές μου. Κάποιος μπορεί να μην καταλαβαίνει γιατί, αλλά με την μελοποίηση αυτή, έμπαινα σε ένα τρένο μαζί με όλους που ήταν πριν από εμένα και μπήκα κι εγώ και συνεχίζαμε μια διαδρομή. Είναι σπουδαίο πράγμα για μένα η δημιουργία. Τώρα, με αφορμή αυτά που συζητάμε, όλα αυτά τα οποία έχουν παραμείνει ζωντανά και τα αγαπάμε, ήταν το δόσιμο κάποιων ανθρώπων που η τέχνη τους ήταν αυτή. Μας τα έδωσαν και είναι για μας κληρονομιά και όχι στενά και στεγνά. Ζωντανά. Δηλαδή, όποιο τραγούδι έχει αντέξει και το λέμε από γενιά σε γενιά, είναι κάτι που δίνει έναν ψυχικό πλούτο, μια συντροφιά, μια παρηγοριά. Το τραγούδι είναι σαν να έχεις πάντα στην τσέπη σου ένα κέρμα, να μην ξεμείνεις ποτέ. Έναν φίλο, μια φωνή και ένα αίσθημα που σε χαρές και δυσκολίες το ανακαλείς και σε κρατάει.
ALSOS LAIKA Makris 2 small
©Δημήτρης Μακρής

Πιστεύετε ότι, σήμερα, υπάρχουν νέοι συνθέτες, κάτω των 40 ετών που θα μπορούσαν να γράψουν τα τραγούδια που θα παραμείνουν στον χρόνο;
Βεβαίως. Απλώς πιστεύω ότι, έτσι όπως έχει αλλάξει - για να μην πω διαλυθεί - η εργοστασιακή δομή παραγωγής των τραγουδιών, οι διαδρομές που παίρνουν και τα τραγούδια και οι καλλιτέχνες είναι σχεδόν τυχαίες, με τα πόδια. Μπορεί να συναντήσεις κάποιον και να σου πει “θέλω να με ακούσετε” ή να έχει φίλους που κάπως να τον βοηθήσουν και να βρεθεί να του το τραγουδήσει κάποιος. Όταν θελήσαμε να δώσουμε ζωή στον θεσμό του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ήμουν για δυο τρία χρόνια στην κριτική επιτροπή, έβλεπα πολλά ταλαντούχα παιδιά. Πολλοί κατοπινοί, πχ ο Σιόλας, ο Δρογώσης και η Ευσταθία έδωσαν πολλά με το παρών τους. Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλοί και όχι μόνο σε αυτό το είδος. Μπορεί να είναι κάποιος σημαντικός σε ένα είδος που δεν είναι πολύ προσφιλές στη μεγάλη κλίμακα του κόσμου. Αλλά, χωρίς να υπάρχουν οι παραγωγοί, αυτοί που έχουν τα αφτιά τεντωμένα ή είναι μέσα σε εταιρίες.

Με τα ραδιόφωνα τι γίνεται;
Θα σας πω κάτι. Στα ραδιόφωνα υπάρχει πλέον μία μια αντίληψη management για τα πράγματα, που περιορίζει τους παραγωγούς να παίζουν, κάτι που να είναι αρεστό ή η επαναληπτικότητα να δημιουργήσει ρεύμα στους ακροατές. Αυτό όλο είναι λίγο σαν να τρέχεις με μεγάλες ταχύτητες σε δρόμο πέντε λωρίδων. Πιστεύω ότι, αυτό που λείπει, είναι αυτό που κάνουμε όλοι όταν θέλουμε να βγούμε από την εθνική οδό. Θέλουμε να πάρουμε έναν παράδρομο, να πιούμε έναν καφέ κάπου αλλού, να χαζέψουμε μια θέα έτσι όπως την θέλουμε εμείς. Για μένα λείπει αυτή η πλευρά από τα ΜΜΕ. Καλώς καμωμένα αυτά που έχουν τις μεγάλες τηλεθεάσεις, αλλά για μένα, θα έπρεπε να υπάρχουν όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη και εξειδικευμένα κανάλια ή ραδιόφωνα που να παίζουν άλλα πράγματα. Κι όποιος θέλει κι έχει όρεξη να μην ακούει τα ίδια και τα ίδια, να μπορεί να πιάνει μια άλλη συχνότητα. Πιστεύω ότι θα είχε αρκετούς θεατές και ακροατές αυτό που λέω. Ψάχνουμε όλοι μέσα στη μέρα να βρούμε αυτό που θέλουμε ψηφιακά. Αυτό είναι μια μεγάλη ευκολία. Την ίδια στιγμή, όμως, καταλαβαίνει κανείς ότι, δεν υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης, γιατί θα πάω εκεί που ξέρω. Ενώ αν ένας παραγωγός μου βάλει κάτι που δεν το ξέρω και μου δώσει και πληροφορία, θα μου διευρύνει τον ορίζοντα, γιατί ο καθένας μας πάει μέχρι εκεί που του αρέσει κάτι. Αλλά το στοιχείο της έκπληξης, του να μάθουμε κάτι που δεν ξέρουμε, μόνοι μας δε μπορούμε να το κάνουμε.

Είχα την τιμή να έχω δάσκαλο τον Γιώργο Παπαστεφάνου, ο οποίος μας έλεγε ακριβώς αυτό: «Όταν καθίσεις πίσω από το μικρόφωνο του ραδιοφώνου, θα μπορείς να βάλεις τα πάντα, αρκεί να δίνεις πληροφορίες στο κοινό και να ενώνεις με κάποιο τρόπο τα τραγούδια μεταξύ τους».
Έτσι. Σε εμένα τέτοια δασκάλα - όχι συνειδητά, αφού εγώ ήμουν ακροάτριά της - ήταν η Ρηνιώ Παπανικόλα. Είχε τρομερές γνώσεις και πάρα πολύ αγάπη για την υπόθεση «τραγούδι» και τη μουσική ευρύτερα. Οπότε, την άκουγα πώς συνέδεε. Μπορούσε να είναι ένα κομμάτι ισπανικό και μετά να άκουγες έναν Τσιτσάνη και μετά την Πιάφ. Ήταν ένας μαγικός κόσμος οι συνδέσεις αυτές και εγώ το ζήλευα αυτό. Όπως και τον Γιώργο Παπαστεφάνου, όπως και την προσφορά του Γιάννη Πετρίδη. Τα μάτια μας άνοιγαν από αυτούς τους ανθρώπους, γιατί τότε πού να βρούμε λεφτά ή πού να βρούμε γενικώς όλα αυτά που μας έπαιζαν.

Ενώ σήμερα, δυστυχώς, δεν υπάρχει όλο αυτό.
Μπορεί να μην υπάρχει αυτό υπέργεια, δηλαδή να παίζει στον αέρα, αλλά ο άνθρωπος που έχει μεράκι, ψάχνει. Οπότε επαφίεται κανείς στην προσωπική κουλτούρα του καθενός, γι’ αυτό και θα δείτε και σε περίεργα περιεχόμενα στο YouTube τις επισκεψιμότητες. Είναι ενδεικτικό αυτό.

Είναι και λίγο περίεργα τα πράγματα με τις πληρωμένες προβολές, πλέον.
Χοντρικά το μάτι ξέρει αν αυτό είναι υπερτιμημένο ή αν το έχουν επισκεφθεί κάποιοι άνθρωποι. Όπως ξέρουμε να σκεφτόμαστε, εμείς οι Έλληνες, με τη δεύτερη σκέψη και όχι με την πρώτη, επειδή έχουμε πάθει πολλά, το ίδιο πρέπει να κάνουν και τα μάτια μας την ώρα που βλέπουν τους αριθμούς με μερικά περισσότερα ή λιγότερα μηδενικά.

Σας θεωρούσα και σας θεωρώ ως μία στιχουργό - ποιήτρια, η οποία εμπνέει και εκφράζει τη γυναικεία πλευρά της ζωής, της φύσης. Ακόμα και στα τραγούδια σας που έχουν ερμηνεύσει άνδρες, όπως στο «Ποτέ» ή στο «Χωρίς αναφορές», πάλι προσωπικά φαντάζομαι ότι κρύβεται μια γυναίκα.
Είναι φυσικό, γιατί ο ψυχισμός σας είναι γυναικείος. Αλλά, αυτό που έχει σημασία είναι, ακόμα και αν εκπορεύεται από μια ψυχή γυναικεία, αν συγκινεί. Μου έχουν πει γυναίκες ότι οι άνδρες τους στο «Μαμά γερνάω» πήγαιναν στο διπλανό δωμάτιο, γιατί τους συγκινούσε κι εκείνους αλλά δεν ήθελαν να το δείξουν. Ή στο «Σίδερο με ατμό», σε πάρα πολλούς άνδρες αυτό το τραγούδι τους έχει ραγίσει την καρδιά, γιατί έχουν εικόνες από αυτό που περιγράφεται. Θέλω να πω ότι, όπου συναντώνται τα βιώματα ή οι ευαισθησίες των δύο πλευρών, σε ένα αμίλητο σημείο συνάντησης, εκεί δημιουργείται σπινθήρας. Αντίστοιχα το «Λες και τρώμε τον χειμώνα παγωτό, αδιόρθωτα τα μάτια κι οι καρδιές», εκεί συναντώνται και οι δύο. Δηλαδή, ενώ θέλω, δεν μπορώ να διορθώσω κάτι και αυτό είναι πανανθρώπινο. Είναι πολύ ωραίο να υπάρχει το δακτυλικό αποτύπωμα που με κλειστό το όνομα, να βάλεις στοίχημα αν το έχει γράψει γυναίκα ή άνδρας. Πολλές φορές όταν παρουσιάζω ποιητές, γυναίκες και άνδρες και παρίστανται κάποιοι εκεί ρωτάω πχ «αυτό το ποίημα θα το γράφατε ποτέ που λέει για μια τυλιγμένη πετσέτα;» που το έγραψε μια ποιήτρια η Μαρίνα Αρμεύτη που ήταν πάνω πάνω σε μια ντουλάπα. Και λέει ο άνδρας δημοσιογράφος που ήταν δίπλα μου «αυτό το έγραψε γυναίκα». Ξέρουν και οι ίδιοι αυτό που δεν θα τολμούσαν ποτέ να περιγράψουν. Όχι ότι δεν το περιέχουν, αλλά την ώρα που θα κάθονταν να γράψουν, θα έλεγαν «τι είναι αυτά; δεν το γράφω». Χαίρομαι γιατί δημιουργήθηκε ένα άλλο θάρρος από τα θέματα που μπορεί να γίνουν τραγούδι. Εμένα με παραξένευαν τα θέματα του Γκάτσου στα «Παράλογα». Ή με παραξένευε το «Φέρτε μου ένα μαντολίνο για να δείτε πως πονώ». Ακόμα, όταν ο Σπανός μελοποίησε ποιητές τότε στην «Γ’ Ανθολογία», με μάγευε ότι αυτό μπορούσα να το τραγουδάω ενώ ήταν ένα ποίημα. Όσο δηλαδή με μαρκάρανε τα λαϊκά τραγούδια που λέγανε για αγάπες και πόνους, το ίδιο συνέβαινε όταν υπήρχε λυρισμός μέσα. Δεν είναι τυχαίο ότι εγώ ήμουν έφηβη την εποχή του Νέου Κύματος. Με σημάδεψαν αυτά και θεωρώ ότι εμπλουτίστηκε το τραγούδι με αυτήν την περίοδο του Νέου Κύματος. Κατοπινά με την χούντα, ανακόπηκε αυτή η ανθοφορία και έπρεπε, ήταν απαραίτητο να δημιουργηθεί μια συμβολική γλώσσα που να πει το ανελεύθερο και το κακώς κείμενο. Καμιά φορά τολμάω να φανταστώ εάν δεν είχε ανακόψει η χούντα τη δημιουργία, τι άλλα πράγματα θα είχαμε κερδίσει.

Στην εποχή μας πιστεύετε ότι υπάρχει η «χούντα» του λόγου επειδή υπάρχει απεριόριστη κριτική από όλους για τα πάντα;
Δεν είναι η «χούντα του λόγου». Είναι η «χούντα» του τι πρέπει να πιστεύει κανείς, είναι πιο βαθύ. Υπάρχει, δηλαδή, μία προσπάθεια, την οποία εγώ καταλαβαίνω σαν ξαφνικά όλοι να γίνανε γνώστες. Μάλιστα, έγιναν γνώστες χωρίς να έχουν την γνώση του διαλόγου. Υπάρχει κάτι προκρούστειο. Και αυτό δημιουργείται πολλές φορές τεχνηέντως, άλλες φορές επειδή έχουν καταπιεστεί πολύ μεγάλα τμήματα του κόσμου ή έχουν καθίσει σιωπηλοί κι όταν βλέπουν ότι κάτι αδυνατίζει, χτυπούν όλοι μαζί γιατί θέλουν να τελειώνουν. Εμένα δε με φοβίζουν αυτά. Αυτό που με φοβίζει είναι ότι, όταν γκρεμίζεις κάτι, πρέπει να έχεις ένα όραμα για το τι θα οικοδομήσεις. Να γκρεμίσω είναι εύκολο. Τον χώρο κάθε γενιάς που έρχεται, εμείς της τον έχουμε φορτώσει με σύμβολα και αξίες. Αυτή θέλει χώρο για να αναπτυχθεί. Φυσικό είναι να πρέπει να γκρεμιστούν πράγματα. Κάθε έφηβος αυτό επιθυμεί και αυτό οραματίζεται. Αλλά, σημασία έχει ποιο είναι το όραμά σου, τί θέλεις να οικοδομήσεις που θα με κάνεις κι εμένα να δω αυτό που δεν καταλάβαινα και να το δω με άλλα μάτια. Αυτό το κάνει η τέχνη. Ευτυχώς, κάθε νέα γενιά καλλιτεχνών δημιουργεί αυτόν τον πλούτο. Και στο σινεμά και στο θέατρο και στον χορό και στο τραγούδι. Είναι ευτυχία να έρχονται νεότεροι που δεν πάνε από την πεπατημένη, που σου δείχνουν τον πολύ όμορφό τους κόσμο με τα δικά τους μάτια.

Τα νέα παιδιά που σας φέρνουν δείγματα της γραφής τους, αναφέρονται σε τί είδους στίχο; Σε ερωτικό; Σε κοινωνικό;
Και τα δύο. Προσπαθούν να βρουν την γλώσσα τους, γιατί το σοβαρότερο είναι αυτό. Πώς αυτό που θα γράψεις να μη μοιάζει με κανένα. Αυτό είναι το μυστικό για να μην είναι μίμηση. Να είναι το δακτυλικό του αποτύπωμα. Να έχει την σφραγίδα του, ακόμα κι αν είναι άτεχνο. Από εκεί φαίνεται το κοίτασμα, δηλαδή τί έχει το ορυχείο του. Πάντως, πάρα πολλοί Έλληνες ασχολούνται με το γράψιμο. Είναι σαν μια μεγάλη ισορροπία, γιατί οι άνθρωποι έχουμε συναισθήματα, τα οποία δεν μπορούμε να τα μοιράσουμε και να τα μοιραστούμε, ενώ θέλουμε. Εκτός από το να είμαστε αναγνώστες ή ακροατές ή να κάνουμε τη δουλειά μας μέσα στη μέρα, έχουμε έναν ψυχικό κόσμο που θέλουμε κάπως να τον φανερώσουμε. Κι αν δεν μπορούμε να το κάνουμε μέσα από τις σχέσεις, το άσπρο χαρτί είναι η καλύτερη διέξοδος. Και γι’ αυτό πιστεύω ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να βελτιώνουν αυτό που γράφουν. Για την ίδια τους την ικανοποίηση, την ισορροπία.

Έχει ανέβει και το επίπεδο της μουσικής παιδείας, πλέον.
Σε όλον τον κόσμο υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν μουσική παιδεία. Μπορεί να ξέρουν να παίζουν πολύ καλά βιολί, πιάνο, κιθάρα, σαξόφωνο και να κάνουν άλλες δουλειές. Αλλά για την ίδια τους την ύπαρξη, θέλουν αυτήν την πλευρά. Δεν είναι απαραίτητο αυτός που θα ασχοληθεί με μια τέτοια μάθηση ότι θα κάνει και αυτό, αλλά αυτό επιθυμεί για τον εαυτό του. Και το κοινό αυτό είναι συνήθως πιο καλλιεργημένο και ψυχικά συγκροτημένο. Το να εκφραστεί ένας άνθρωπος είναι δικαίωμα. Στην «Τετράδα την Ξακουστή του Πειραιώς» περιγράφεται η φτώχεια που υπήρχε, μαζί με τον ερχομό των Μικρασιατών το 1922συν τους άλλους φτωχούς από την υπόλοιπη Ελλάδα, λόγω του γεγονότος ότι στον Πειραιά υπήρχαν δουλειές. Έλεγαν, λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι που δούλευαν άλλοτε μεροκάματο, άλλοτε σε κάποιες δουλειές πιο σταθερές, ότι, στο χωριό, ένας που χόρευε ωραία, τον ήξεραν όλοι κι εκτός από το να τον λένε πχ Γιάννη, ήξεραν ότι χορεύει τρομερά. Κι αυτός την ταυτότητά του την αποκτούσε, επειδή ήταν σε κοινή θέα ο καλύτερος χορευτής. Όπως αν τραγουδούσε ωραία και στην εκκλησία, τον άκουγαν και τον φώναζαν στα γλέντια. Άρα, στον μικρόκοσμο είχε το δώρο να του πούνε «άντε ξεκίνα πρώτος». Είχε το καθρέφτισμα αυτού που κουβαλούσε για δώρο από την μικρή του κοινωνία. Όταν ήρθαν στις μεγάλες πόλεις, αυτό χάθηκε. Κανείς δεν ήξερε ποιος είσαι την ώρα που σε έβλεπε. Αν αξίζεις, αν δεν αξίζεις, αν έχεις μια αξιοπρέπεια ή ένα χάρισμα παραπάνω. Με το που άρχισε να χάνεται η σχέση των ανθρώπων, χάθηκαν κι αυτά τα συμπληρωματικά στοιχεία μιας ταυτότητας που γι’ αυτόν ήταν σημαντικά. Εκ των υστέρων, αυτό πολλαπλασιάστηκε και γι’ αυτό όλοι μας, την ώρα που θα πάμε σε μια συναυλία ενωνόμαστε κάτω από ένα τραγούδι. Γινόμαστε όλοι αθώοι, ακόμα και με τον διπλανό που δεν τον ξέρουμε. Είναι σπουδαίο το αποτέλεσμα. Όπως κι από ένα θεατρικό έργο, αν ένας χαρακτήρας μας γυρίσει το μαχαίρι στα σπλάχνα από το τί λέει, καθαριζόμαστε όλοι. Είναι σπουδαίο, λοιπόν, το σημείο συνάντησης όλων μας μαζικά. Αυτό το έχουμε ζήσει μόνο στο ποδόσφαιρο και στους Ολυμπιακούς αγώνες.
ALSOS LAIKA Oloi 1
©Ευαγγελία Θωμάκου

Υπάρχει κάτι που δεν έχετε κάνει και θα θέλατε να κάνετε σχετικά με τον στίχο ή την παρουσίαση ή στην διοργάνωση, στην επιμέλεια ενός προγράμματος;
Σίγουρα υπάρχουν πράγματα και πολλά τα αναχαίτισα, γιατί άλλαξαν οι καταστάσεις κι έπρεπε να βρω ξανά την περπατησιά μου. Πώς θα σκεφτώ σωστά κάτι, αυτό που θα σκεφτώ με ποιόν τρόπο θα το υλοποιήσω. Κυρίως, βέβαια, το να επιτρέψω στον εαυτό μου να το σκεφτεί, γιατί μαζεύεται κανείς όταν βλέπει κάποιες πόρτες κλειστές ή κάποιες πόρτες καινούριες να ανοίγουνε που ακόμα δεν αντιλαμβάνεσαι τι περιεχόμενα επιθυμούν. Το λέω αυτό, γιατί τώρα εκτός από το Μέγαρο Μουσικής, υπάρχει η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, υπάρχει ο Νιάρχος, υπάρχουν δηλαδή καινούρια ιδρύματα, τα οποία μπορεί να είναι επίκουρα σαν παραγωγοί, για να κάνεις μια σωστή σκέψη, αν αυτό τα αφορά, βέβαια. Γιατί τώρα, σχεδόν σου προσδιορίζουν το τί θα είναι αυτό που πρέπει να σκεφτείς αυτοί οι οργανισμοί. Αλλά αυτό δεν είναι κακό, γιατί μπορεί να σκεφτείς κάτω από αυτήν την φόρμα και να κάνεις -όπως έλεγα πριν με τη μουσική όταν μου την έδιναν- κάτι που δεν θα είχες σκεφτεί να κάνεις ποτέ. Είμαι ακόμα εις θέση με αυτά τα υπαρκτά που μόλις ονόμασα, να σκεφτώ κάτι που μπορεί να υλοποιηθεί και που για να υλοποιηθεί ίσως χρειάζεται την σύμπραξη οικονομικά από χώρο, από φώτα κλπ. Είναι απαιτητικό. Γιατί καμιά φορά λέμε-λέμε, αλλά καταλαβαίνουμε ότι, για να το υλοποιήσεις αυτό είναι δαπανηρό. Οπότε πρέπει να πάρει τη σειρά του. Να το πεις, να το εγκρίνουν κλπ.

Θα σκεφτόσασταν να βγάλετε ένα συλλεκτικό lp με τραγούδια δικά σας, γνωστά ή άγνωστα, ερμηνευμένα από νέους τραγουδιστές;
Ήταν να γίνει το καλοκαίρι που πέρασε μια συναυλία. Μου είχε γίνει μια πρόταση από την Γραμματεία Ισότητας και είχα φωνάξει νέα παιδιά για να τα τραγουδήσουν. Αλλά αυτό την τελευταία στιγμή μου το ματαίωσαν και δεν το έκανα. Είναι, όμως, κάτι που κλωθογυρνάει, με τριβελίζει. Με παράδειγμα, όπως ανάφερα στην αρχή, το Θοδωρή Βουτσικάκη που είναι νεαρός, είχα τη χαρά να λέει κάποια τραγούδια, τα οποία εγώ τα είχα γράψει στη δεκαετία του ‘80 και να του ταιριάζουν τόσο ωραία, να δίνει άλλο χρώμα ο ίδιος που ήταν συγκινητικό. Άκουγα το τραγούδι μου ωραίο και ζωντανό σαν να μην είχε περάσει μια μέρα.

Εάν το 2018 είχε κάποιο τίτλο τραγουδιού σας, ποιος θα ήταν αυτός;
«Κι είμαστε ακόμα ζωντανοί…»! Με όλες τις έννοιες. Το πώς είμαστε, ας μην το θίξουμε. Αλλά είμαστε!

Το συγκεκριμένο τραγούδι έχει γίνει σλόγκαν, όπως και άλλα σας τραγούδια. Πχ. «Κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια», «Σ’ όποιον αρέσουμε» κλπ.
Θα σας πω κάτι να γελάσετε. Ήμουν σε ένα καφέ και περίμενα ένα ραντεβού που είχα. Ήταν ένας κύριος που μιλούσε στο τηλέφωνο με έναν φίλο του. Λέει, λοιπόν, αυτός που έβλεπα εγώ «ναι ρε, κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια!» και λέω «αυτό ήταν υπέροχο!». Άκουσα τα λόγια μου να έχουν μπει στην καθημερινότητα σαν παροιμία. Θυμάμαι πάλι ένα περιστατικό σε μια εφημερίδα. Κάποιος είχε δολοφονήσει κάποιον και είχαν βάλει τίτλο «Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ». Ή για την υπογεννητικότητα των Ελλήνων το «Μαμά γερνάω». Δηλαδή, υπήρχαν τίτλοι σε άρθρα που σηματοδοτούσαν έρευνα. Όπως και σε μια αεροπειρατεία είχαν βάλει τίτλο σε μια γελοιογραφία «Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ». Είναι μεγάλη χαρά όταν βλέπεις τα λόγια σου να έχουν αυτονομηθεί από τα τραγούδια και να γίνονται φράσεις. Είναι τρομερό συναίσθημα. Επίσης, είναι τρομερό να πηγαίνεις σε ένα μέρος πχ σουπερμάρκετ, ταβέρνα ή σε ένα ταξί και να ακούς τα τραγούδια σου. Πιστέψτε με, ότι, έχω τον αυθορμητισμό των 18 ετών. Με το που μπαίνει το τραγούδι, λέω «αυτό είναι δικό μου!», γιατί στην καρδιά μου έρχεται η χαρά ότι αυτό που ακούω είναι παιδί μου, είμαι εγώ.
ALSOS LAIKA InterviewOgdoo
©Ckl_Zmei

Οι παραστάσεις «Τα Πιο Ωραία Λαϊκά» στο Άλσος συνεχίζονται και τον Ιανουάριο.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!