Κώστας Λειβαδάς - «Πατέρας μου είναι το λαϊκό τραγούδι και μάνα το ηλεκτρικό»

(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ – Β’ ΜΕΡΟΣ) «18 χρόνια Δρόμος», τα όνειρα, οι αγωνίες και η αλήθεια ενός ξεχωριστού τραγουδοποιού.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Το δεύτερο μέρος μίας μεγάλης και ενδιαφέρουσας συνομιλίας με τον Κώστα Λειβαδά, που δημοσιεύεται μόλις λίγες μέρες πριν το αθηναϊκό «18 χρόνια Δρόμος» στο Άλσος Βεϊκου και πριν την κυκλοφορία του πολυαναμενόμενου διπλού cd «18 χρόνια Δρόμος», σημεία τα οποία θίχτηκαν στο πρώτο μέρος της συνέντευξης αυτής.

Θες επί τη ευκαιρία να μου πεις και για το «Κάθε μπαλκόνι έχει άλλη θέα» και για την «Επιμονή σου», δύο τραγούδια που αγαπήθηκαν και αγαπώ κι εγώ ξεχωριστά; Πως προέκυψαν;
Στο «Κάθε μπαλκόνι» (1997) ήμουνα πολύ μικρός. Ξεκινούσα την πορεία μου στο Fagotto, το πιο παλιό jazz club στο λιμάνι, στο Παλιό Λιμάνι στα Χανιά. Ένιωθα και ενοχικά, γιατί είχα ξεκινήσει να δουλεύω νύχτα και είχα αφήσει τη Νομική. Κοιμόμουνα το πρωί, αλλά σεβόμουνα και τους αγαπημένους μου συγγενείς εκεί, αλλά ένιωθα και πολύ αδύναμος. Ήμουν σε μία μεταβατική στιγμή της ζωής μου, όπως είναι η μετεφηβεία, μια πολύ δραματική στιγμή, όπου αποχαιρετάς όλο τον παλιό παιδικό – εφηβικό κόσμο και βρίσκεσαι χωρίς άξονες μπροστά σ’ ένα τοπίο και σε καινούριες αποφάσεις.

Σαν να είσαι σ’ ένα μπαλκόνι και δεν ξέρεις τι να πρωτοκοιτάξεις, που να αφήσεις το βλέμμα.
Πράγματι. Καθόμουν στο μπαλκόνι μας, μέσα στο Κάστρο, στο φρούριο του Φιρκά, και παρατηρούσα τα μπαλκόνια του σπιτιού που έμεναν η θεία μου και οι συγγενείς μου, απέναντι από τον φάρο. Τότε μου ήρθε ι ιδέα για το τραγούδι και το έγραψα εκεί, επί τόπου, στο πιάνο στο πάνω μπαλκόνι. Ήταν όλες οι οικογένειες, και οι τρεις, η μία πάνω από την άλλη στα μπαλκόνια, με διαφορετικό ύφος η κάθε μια και, ενώ φαινόταν να κοιτάζουν προς την ίδια κατεύθυνση, ήταν προφανές ότι και οι τρεις βλέπαν άλλα πράγματα.

Εκπληκτικό!
Γύρισα 10 τοις εκατό τις μοίρες από τη γωνία με την οποία έβλεπα εκείνη τη στιγμή τον κόσμο, που είχε βαρύνει, και είδα την ουσιαστική και την ευχάριστη πλευρά της ζωής…

Δηλαδή;
Πως δεν πρέπει να χάνεις καιρό, ότι πρέπει να συγκεντρώνεσαι στη σπίθα και στη φλόγα, ότι πρέπει να κρατάς το καλό σου μάτι στον ήλιο και το κακό στη σκοτεινιά, κι όχι αυτό που κάνουμε εμείς συνήθως, κρατάμε το καλό μας μάτι στη σκοτεινιά και το κακό στον ήλιο. Ουσιαστικά εδώ δίνω κουράγιο σε μία άγνωστη ηρωίδα, σε ένα κορίτσι, δηλαδή, της ίδιας πόλης, που αισθάνεται όπως εγώ. Και ακριβώς επειδή αισθάνεται όπως εγώ, δίνω κουράγιο και στον εαυτό μου μαζί.

Η «Επιμονή»;
Η «Επιμονή» από την άλλη είναι μία πιο σύνθετη ιστορία. Είναι μια ιδέα που δέκα χρόνια υπήρχε στα σημειωματάρια μου σαν τίτλος. Είναι πολλά μαζί που ήρθανε και συγκεντρώθηκαν και γίνανε μια συγκεκριμένη στιγμή στη Σέριφο, που την αγαπάω πολύ, στο φως του Αιγαίου.

Η πηγή της έμπνευσής σου;
Η σχέση των γονιών μου, το πώς επιμένουν τα μακροχρόνια ζευγάρια, το πώς πάντα η υπομονή αποθεώνεται, ενώ η επιμονή όλο κατηγορείται και λοιδορείται και συνήθως όποιος κινεί τη σχέση μέσα από ένα υπερλογικό κυνήγι του ονείρου και επιμένει, πολλές φορές κατηγορείται και ως αυτός που τα πρήζει στον άλλον… Απ’ αυτό μέχρι το πώς αρχίσαμε να ξανανιώθουμε στην Ελλάδα ότι πρέπει να ξαναγαπήσουμε τη χώρα μας και να ξανασυστηθούμε μεταξύ μας. Και την ίδια ώρα πόσο δύσκολο είναι να νιώθεις εξόριστος στην ίδια σου τη χώρα, να βρίσκεις κίνητρα καινούρια για να την αγαπήσεις πάλι και να στέκεσαι στα πόδια σου. Όλο αυτό μαζί με συγκεκριμένα προσωπικά περιστατικά ήρθε σε μια συγκεκριμένη στιγμή και κύλισε σα νερό. Είναι από τα πράγματα που ζυμώνονται πάρα πολύ καιρό και μετά… απλώς εκρήγνυνται.

Τώρα, σχετικά με την Ελένη Τσαλιγοπούλου;
Η Ελένη είναι η μεγάλη αδελφή που δεν είχα ποτέ από την οικογένειά μου. Η Ελένη εξελίχθηκε σε κάτι παραπάνω από την εποχή που αρχίσαμε να πρωτοδουλεύουμε μαζί, σε παραγωγή του Γιώργου Ανδρέου, στον πρώτο δίσκο το ‘99 στο «Αλλάζει κάθε που βραδιάζει». Μέσα σε αυτά τα 16 χρόνια ηχογραφήσαμε δεκάδες τραγούδια, έγιναν δεκάδες παραστάσεις, αλλά δεν είναι αυτό… Η φιλία η αληθινή, οι κοινοί κώδικες, οι κοινές αγάπες, οι ομοιότητες, το ίδιο μικρόβιο που σε κάνει να τρώγεσαι με τα ρούχα σου και να ζεις για το τραγούδι και να σπας το κεφάλι σου για το τραγούδι και την καρδιά σου και να αναπνέεις γι’ αυτό.

Το τραγούδι τελικά είναι αυτό που μας ενώνει…
Και η Ελένη και εγώ, κατά βάθος πιστεύουμε ότι το τραγούδι είναι μια υπόθεση πιο σοβαρή, παραπάνω από ζωής και θανάτου. Κατάλαβες; Και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για τους ανθρώπους που το έχουνε μοιραστεί και έχουνε καταλάβει ο ένας για τον άλλο ότι όσα και να διαπραγματευτούν, αυτή την τόσο σημαντική βασική αρχή δεν την διαπραγματεύονται. Και η Ελένη είναι τραγουδίστρια που για πάρα πολλά χρόνια κάνει καριέρα σε ρυθμούς τραγουδοποιού. Ήτανε μια γενναία λαϊκή καρδιά αλλά και ένα φρικιό, πολύ καλή μουσικός, η οποία έψαχνε τρόπους να επικοινωνήσει με την εποχή της και δε στεκότανε στις ευκολίες της. Ίσως γι’ αυτό, επειδή είχε την καρδιά σαν οδηγό, τελικά, μάλλον, έγινε η πιο ραδιοφωνική, η πιο μαζική τραγουδίστρια της γενιάς της.

Η παρέα, η φιλία αποτελούν εφαλτήριο δημιουργίας.
Τώρα αρχίσαμε να γράφουμε και μαζί. «Των φίλων τα σπίτια» ας πούμε είναι μια πολύ δυνατή στιγμή για μένα που γράψαμε μαζί και της το χρωστάω, όπως και το «Τράβα ρε μάγκα», που κάναμε τελευταία βασισμένο πάνω στο αθάνατο ρεφρέν του Σκαρβέλη και του παλιού σμυρναίικου τραγουδιού και νομίζω ότι έχουμε δρόμο ακόμη.
Είμαστε τυχεροί γιατί δεν κάψαμε ο ένας τον άλλο, ούτε πήραμε τόσο δεδομένα ο ένας τον άλλο. Ακόμα και οι παραστάσεις - το έχει βέβαια και η Ελένη σαν άνθρωπος αυτό – έχουνε κάθε φορά μια έκπληξη και ένα «φτου κι απ’ την αρχή».

Πως γράφεις; Παίρνεις κίνητρα από από φωνές; Δημιουργείς ένα τραγούδι και λες, για παράδειγμα, «Αυτό είναι για την Ελένη» ή αντίστροφα;
Η έμπνευση είναι ένας κλέφτης, ας πούμε, και ένας ευεργέτης. Μπαίνει από παντού. Και όταν είσαι εσύ έτοιμος να τον δεχτείς θα έρθει από παντού… απ’ την καμινάδα, από το φεγγίτη, απ’ τη θάλασσα, απ’ τα τζάμια, από ένα τυχαίο αναγραμματισμό, από ένα χρώμα, από ένα γυναικείο όνομα, ξέρεις…

Καταλαβαίνω...
Εγώ γράφω αδιακρίτως και καθημερινά, αυτό έχω να σου πω. Ανήκω σε αυτή την κατηγορία των ανθρώπων και των συναδέλφων. Δεν γράφω με ένα σκοπό, δεν γράφω γιατί κάπου θα τα δώσω μετά, δεν γράφω γιατί «Α, αυτός θα το έλεγε τέλεια». Φυσικά, μέσα στη δουλειά, σαν επάγγελμα, έχω κάνει κατά παραγγελία πράγματα… τηλεόραση, σινεμά, θέατρο. Αλλά και σ’ αυτά, πάντα έλεγα σε αυτούς που συνεργάστηκα - και γελούσαν μαζί μου και με κυνηγάγανε - ότι ήθελα τρεις μήνες αβάντα για να απαντήσω. Δεν θέλησα ποτέ να πω: « ναι σίγουρα, σε ένα μήνα θα μπορώ να σας το κάνω»… ακόμα κι αν είναι βλακεία. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι κάτι ενδιαφέρον θα μπορούσε να συμβεί.

Ποια είναι η μουσική σου βάση;
Πάντα ένιωθα ότι ο πατέρας μου είναι το λαϊκό τραγούδι και η μάνα μου το ηλεκτρικό και το ελαφρό - και έτσι ήτανε και στ’ αλήθεια τα ακούσματά τους και η παρακαταθήκη τους και έτσι ήτανε και στη ζωή. Ο πατέρας μου ήτανε ένας λαϊκός άνθρωπος με πάρα πολλούς λαϊκούς δίσκους, ενώ αντίθετα η μάνα μου, αφύσικο για την Αθήνα της δεκαετίας του ‘60, είχε μια πολύ μεγάλη δισκοθήκη του rock ‘n’ roll της εποχής της, από τον Έλβις μέχρι τον Χέντριξ, και ταυτόχρονα άκουγε πολύ και το ελαφρό τραγούδι, το τραγούδι των τροβαδούρων, από το Σαββόπουλο και το «Νέο κύμα». Και αυτός ήταν ένας πολύ καταλυτικός συνδυασμός βάσης για μένα.

Όσον αφορά στη δημιουργία, κρίνοντας από τον εαυτό σου σ’ αυτά τα 18 χρόνια, θα έλεγες πως ο δημιουργός είναι σαν το καλό κρασί;
Για να συμβεί αυτό πρέπει να κάνεις κάτι όπως και με το καλό κρασί.
Δεν μπορεί αν το ενδιαφέρον σου έχει στραφεί αλλού, η ζωή σου έχει γίνει πάρα πολύ στεγνή, χωρίς υγρασία, με την καρδιά σου να την έχεις κλειδαμπαρώσει, αν έχεις σκληρύνει, αν δεν νιώθεις δίψα για τα θέματα, για να εκφράσεις ορισμένα πράγματα που συμβαίνουν… δεν μπορεί να γίνει έτσι το καλό κρασί. Θα σταματήσεις και θα στερέψεις δημιουργικά πριν την ώρα σου. Θέλω να σου πω ότι όλα αυτά έχουν άμεση σχέση με τη ζωή που κάνεις και βέβαια και ένα άμεσο κόστος κάθε φορά. Γιατί ακριβώς κάθε φορά η αληθινή ζωή κινδυνεύει ή αναγκάζεται να ανασταλεί ή να παρεκτραπεί. Είναι πολύ δύσκολη αυτή η ισορροπία στα πάντα, του φαντασιακού και του φανταστικού και του έργου που νοιάζεσαι.

Με αφορμή τα «18 χρόνια Δρόμος», έχεις μπει και στη διαδικασία ενός απολογισμού πάνω την πορεία σου;
Σιγά σιγά μου συμβαίνουνε. Κλείνουν φοβεροί κύκλοι τα τελευταία δύο χρόνια για μένα. Έκλεισε και ένας κύκλος σπουδών που είχα, που δεν περίμενα ότι θα την τελειώσω ποτέ. Ξαναβρέθηκα με το πρώτο μου γκρουπ που είχαμε χαθεί και ηχογραφούμε τα πρώτα μας ηλεκτρικά τραγούδια του ‘91- ‘92. Δεν είναι τυχαίο ότι έγινε όλο αυτό. Και γι’ αυτό διάλεξα τα 18 χρόνια γιατί μου θύμιζε και μια άτυπη, γλυκιά ενηλικίωση, αλλά όχι μουσική ενηλικίωση… (γέλια) στ’ αλήθεια ενηλικίωση. Και το αισθάνομαι αυτό το πράγμα μαζί με τον απολογισμό.

Σαν να ξαναρχίζουν όλα απ’ την αρχή;
Αισθάνθηκα πόσο κινηματογραφικά μαγικό αλλά και σκληρό ήταν το ταξίδι, εύχομαι να μη διόρθωσα μαζί με κάποια λάθη και πολλά σωστά, γιατί κάνουμε και αυτή τη μαλακία πολλές φορές, μαζί με τα λάθη διορθώνουμε και μερικά σωστά, που είναι μεγάλο κρίμα. Νιώθω ότι μια καινούρια εντελώς εποχή αρχίζει.

Σε μια ταλαιπωρημένη χώρα…
Λυπάμαι πολύ για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα, για τις δυνατότητες που δεν έχουν τόσα παιδιά να διοχετεύσουν και τα ταλέντα τους και τα όνειρα τους. Απ’ την άλλη, τα τελευταία χρόνια ζούμε μια εποχή με πολύ υψηλή διάθεση δημιουργίας, γιατί ακριβώς δίνει όλα αυτά τα ερεθίσματα. Τα ζεις και όλα αυτά δίνουν φοβερά ερεθίσματα στη σκέψη για να θέσει ερωτήματα. Νομίζω στα είπα όλα!

Ναι! Κι αυτός ήταν ο καλύτερος επίλογος! Σ’ ευχαριστώ πολύ!

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!