Ηλίας Ανδριόπουλος - «Είμαι ελληνικός ως το κόκκαλο…»

(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ - HXHTIKO - VIDEO & PHOTOS) Μια εκτεταμένη κουβέντα με το συνθέτη.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 

Από το 1979 που κυκλοφόρησαν τα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη» με τον Αντώνη Καλογιάννη και την Άλκηστις Πρωτοψάλτη και μπήκε ο δίσκος στο σπίτι, όποτε έπαιζε ένας δίσκος του Ηλία Ανδριόπουλου, άκουγα από τον πατέρα μου μια μόνιμη ατάκα: «Εξαιρετικός συνθέτης ο Ανδριόπουλος!…».

Ακολούθησαν από τότε τα θρυλικά «Λαϊκά Προάστια» σε στίχους του Μιχάλη Μπουρμπούλη με τη Σωτηρία Μπέλλου και όλες οι άλλες δουλειές αυτού του εξαιρετικού συνθέτη, ώσπου μια μέρα, πριν από λίγο καιρό, με την μεσολάβηση του φίλου ραδιοφωνικού παραγωγού Σιδερή Πρίντεζη -που τον ευχαριστώ ιδιαιτέρως- ο Ηλίας Ανδριόπουλος με κάλεσε στο φιλόξενο σπίτι του, για μια εκτεταμένη κουβέντα, την οποία έχετε την ευκαιρία να διαβάσετε παρακάτω…

Κύριε Ανδριόπουλε, θα ήθελα καταρχάς να σας ευχαριστήσω ιδιαιτέρως για τη φιλοξενία…
Είναι και δική μου η χαρά που συναντιόμαστε… Εύχομαι κάθε επιτυχία στο Ogdoo.gr και στις δραστηριότητές σας, γιατί κι εμείς και ο κόσμος έχουμε ανάγκη την επικοινωνία, ιδιαίτερα σε τούτη την εποχή…


Αφού λοιπόν αναφερθήκατε στη σημερινή εποχή, θα ήθελα να πάρουμε τα πράγματα από το σήμερα προς τα πίσω. Πριν από ενάμιση χρόνο περίπου, απαγορεύσατε στο ΠΑ.ΣΟ.Κ να χρησιμοποιεί το τραγούδι σας «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες» σε στίχους Μάνου Ελευθερίου… Το θετικό της υπόθεσης ήταν, πως μια μεγάλη μερίδα του κόσμου έμαθε πως το συγκεκριμένο τραγούδι δεν ήταν γραμμένο για την 3η Σεπτέμβρη του ΠΑ.ΣΟ.Κ., την ημερομηνία ίδρυσής του δηλαδή…
Το τραγούδι αυτό, όπως είπατε, δεν ήταν γραμμένο για το ΠΑ.ΣΟ.Κ, γι’ αυτό και ο τίτλος του δίσκου ήταν «Γράμματα στον Μακρυγιάννη». Ο δίσκος αυτός εξυμνούσε και αναφερόταν στον Μακρυγιάννη. Όμως συνέπεσε η 3η του Σεπτέμβρη 1843, που έγινε η επανάσταση και απαίτησαν από τον Όθωνα να δώσει Σύνταγμα στον ελληνικό λαό, με την 3η Σεπτέμβρη του ’74, όπου το ΠΑ.ΣΟ.Κ ξεκίνησε την πορεία του με την ιδρυτική του διακήρυξη. Έτσι, όταν το τραγούδι αυτό άρχισε να παίζεται και να γίνεται γνωστό, η νεολαία του ΠΑ.ΣΟ.Κ, γιατί τα κόμματα τότε είχαν πάρα πολύ δυνατές και μαχητικές νεολαίες, θεώρησε ότι είναι ένα τραγούδι που ανήκει σε αυτούς. Εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να εμποδίσω αυτή την κατάσταση. Άλλωστε, εκείνη την εποχή υπήρχαν ριζοσπαστικά κύματα μες στην κοινωνία και στη νεολαία ιδιαίτερα, που δίνανε μια προοπτική κι ένα όραμα για να προχωρήσουν τα πράγματα προς το καλύτερο, για να προοδεύσει η χώρα και να έχουμε δημοκρατία. Ήταν ακόμα πρόσφατη η ταλαιπωρία που είχαμε υποστεί μέσα από τη δικτατορία και όλο αυτό το πράγμα έδινε «πετάγματα». Βεβαίως, και ο Μάνος Ελευθερίου και εγώ εξηγούσαμε, όποτε δινόταν η ευκαιρία, ότι το τραγούδι αυτό, δεν ήταν γραμμένο για το ΠΑ.ΣΟ.Κ, αλλά το «σήμα» μας ήταν αδύναμο, για να το πιάσει ο κόσμος. Τώρα λοιπόν που πήραν τα πράγματα αυτή τη στροφή και το ΠΑ.ΣΟ.Κ κατέληξε έτσι όπως κατέληξε, δεν υπήρχε κανένας λόγος, να χρησιμοποιεί ως άλλοθι το τραγούδι αυτό και να το εκμεταλλεύεται. Οι νεώτερες συνθήκες και η κατεύθυνση που είχε πάρει το ΠΑ.ΣΟ.Κ ήταν τέτοια, που δεν μπορούσα να το επιτρέπω. Έτσι, τόσο απλά. Ας κρατήσουν οι άνθρωποι τη συναισθηματική τους σχέση με ότι θυμίζει τη νεότητά τους και τα χρόνια του ’70 και του ’80. Όλα τα άλλα πιστεύω πως δεν χρειάζονται. Ήταν μια πράξη επιβεβλημένη, κατά τη γνώμη μου. Έπρεπε να αφήσω αυτό το τραγούδι στην ησυχία του και να συνεχίσει να το αγαπάει ο κόσμος για τους πραγματικούς λόγους που έχει γραφτεί…

Πηγαίνοντας πίσω σε εκείνη την εποχή, γύρω στο 1976 που ξεκινήσατε με τον «Κύκλο Σεφέρη», θέλω να θυμηθείτε κάποια πράγματα από το ξεκίνημά σας.
Εκείνη την εποχή βγαίναμε μέσα από τη δικτατορία, ήμαστε νέοι κι όταν είσαι νέος έχεις παρόρμηση, πάθος, δύναμη, μαχητικότητα και πείσμα. Ήμαστε προσανατολισμένοι ότι η χώρα μας πρέπει να πάει μπροστά, πρέπει να ομορφύνουμε το πρόσωπό της και πρέπει να ανακαλύψουμε την ψυχή της, μέσα από σύμβολα του κοντινού παρελθόντος, όπως ο Μακρυγιάννης, ο Κάλβος, ο Σολωμός κλπ, τα πνευματικά και αγωνιστικά της σύμβολα και με αυτά να πορευτούμε προς το μέλλον. Έτσι λοιπόν, ζυμωμένος κι εγώ μέσα σ ’αυτό το «καμίνι», προσπάθησα να δώσω έκφραση στις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες. Ο πρώτος μου δίσκος βεβαίως, ο «Κύκλος Σεφέρη», που τραγούδησε ο Νίκος Ξυλούρης και η Άλκηστις Πρωτοψάλτη ήταν επηρεασμένος από το κλίμα της εποχής .Όπως είναι φυσικό, ένας νέος άνθρωπος στα πρώτα του βήματα, εμποτίζεται από πολλές επιρροές. Σιγά, σιγά βρίσκει τη μουσική του γλώσσα και το δρόμο του, απαλλάσσεται από τις επιρροές και τα «δάνεια» και γίνεται αυτό που γνωρίζει και που αγαπάει ο κόσμος. Ο δίσκος αυτός λοιπόν, είναι συνάρτηση επιρροών, αλλά σε κάποια σημεία, ένας οξυδερκής ακροατής, μπορεί να δει τα χαρακτηριστικά ενός νέου συνθέτη και πώς μπορεί να πορευθεί με αυτά, αφού τα διαμορφώσει και τα εμπλουτίσει στο μέλλον.

Οι επιρροές οι δικές σας από πού πηγάζανε;
Από τους παλιότερους συνθέτες και φυσικά από τον Θεοδωράκη, λιγότερο από τον Χατζιδάκι και από όλο το τραγουδιστικό κλίμα της περιόδου αυτής. Στις αρχές Μαρτίου του ’75 έγινε η πρώτη μου συναυλία στο θέατρο «Ακροπόλ» όπου με παρουσίασε ο Μάνος Κατράκης και με σύστησε στο αθηναϊκό κοινό ως νέο συνθέτη. Τραγούδησαν τότε, κάποια πρωτόλεια πράγματα της μουσικής μου, η Χάρις Αλεξίου, ο Νίκος Ξυλούρης και η Τάνια Τσανακλίδου. Κατάμεστο το θέατρο «Ακροπόλ», όχι βεβαίως επειδή ήμουν εγώ γνωστός, αλλά οι τραγουδιστές που με τίμησαν με την παρουσία τους. Ήταν τέτοιο το διαμορφωμένο κλίμα τότε, που όταν ακουγόταν στα στέκια της νεολαίας ή στα πανεπιστήμια, ότι ένας νέος συνθέτης δίνει συναυλία, ερχόντουσαν να δούνε ποιος είναι αυτός ο νέος συνθέτης. Έτσι, γέμισε ασφυκτικά το θέατρο. Μετά απ’ αυτό, η επίσημη, θα έλεγα, εισχώρησή μου στο χώρο του τραγουδιού έγινε το καλοκαίρι του ’78, όπου ως νέος συνθέτης έδωσα τρεις συναυλίες στο θέατρο Λυκαβηττού. Και τότε, αν άκουγε κάποιος ότι ένας καλλιτέχνης φιλοξενείται σ’αυτό το χώρο, αμέσως ανέβαινε το κύρος του και δημιουργούσε ενδιαφέρον. Το θέατρο Λυκαβηττού είχε δοθεί για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση στον Μίκη Θεοδωράκη το 1977, που έδινε συναυλίες για ένα μήνα.

Τον «Μουσικό Αύγουστο» εννοείτε;
Ναι, τον «Μουσικό Αύγουστο ‘77». Το 1978, το «Φεστιβάλ Αθηνών» που το διαχειριζόταν ο ΕΟΤ, έδωσε, μεταξύ άλλων, 6-7 συναυλίες στον Ξαρχάκο και 3 συναυλίες σ’ ένα νεώτερο συνθέτη, ο οποίος ήμουν εγώ. Και συνέβη το εξής περίεργο. Εξαντλήθηκαν τα εισιτήρια των συναυλιών μου - εκεί πρωτοπαρουσίασα τα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη» με τον Καλογιάννη και την Πρωτοψάλτη, πριν ακόμα γίνουν δίσκος - και ένα πειραματικό έργο μου, που το έλεγα τότε αδόκιμα «Κονσέρτο για σαντούρι και ορχήστρα» και έπαιξε ο Αριστείδης Μόσχος. Αργότερα το ονόμασα «Μουσική για σαντούρι και ορχήστρα». Τραγούδησε επίσης ο Νίκος Δημητράτος. Εξαντλήθηκαν λοιπόν τα εισιτήρια, με αποτέλεσμα όταν έφτασαν οι συναυλίες, να είναι σχεδόν, άλλος τόσος κόσμος απ’ έξω. Αυτό ήταν κάτι το φοβερό, δεν μπορούσε κανείς να το φανταστεί. Και θα έλεγα ότι ήταν αυτό που με ανέβασε σαν συστηνόμενο συνθέτη της δεκαετίας του ’70. Από κει και πέρα άρχισαν να γίνονται πιο εύκολα τα πράγματα.

Τον δίσκο με το «Κονσέρτο για σαντούρι» τον ηχογραφήσατε μετά;
Ναι, λίγο μετά τον γράψαμε στο στούντιο, δεν ήταν ζωντανή ηχογράφηση.

Επειδή αναφερθήκατε στα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη», έχω παρατηρήσει πως υπάρχουν αρκετές αναφορές στους λαϊκούς δημιουργούς και τραγουδιστές. Έγινε εσκεμμένα αυτό;
Όπως σας είπα και πριν, έχουμε μια εικονογραφία συμβόλων καλλιτεχνικών, όπως ο Βαμβακάρης, ο Τσιτσάνης, η Μπέλλου, ο Καζαντζίδης και συμβόλων αγωνιστικών, όπου κυριαρχεί η μορφή του Μακρυγιάννη. Έχουμε επίσης πολλές ελληνικές τοποθεσίες, Ιθάκη, Άρτα, Σπάρτη κλπ. Αυτός ο δίσκος είναι ποτισμένος 100% από μια ελληνικότητα.

Δύο από αυτά τα τραγούδια τα είχε πει και ο Νίκος Δημητράτος στο δίσκο «Εικόνες» το 1978.
Ναι, ένα χρόνο πριν… Ηχογραφήθηκε λοιπόν αυτός ο δίσκος το 1979 με την Πρωτοψάλτη και τον Καλογιάννη από την Lyra, και σημείωσε θεαματική επιτυχία. Αγκαλιάστηκε πάρα πολύ. Την επόμενη χρονιά, ένα καλλιτεχνικό γραφείο με πλησίασε και μου είπε να δώσω μια συναυλία στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Εγώ απόρησα και μου είπαν πως παρακολουθήσανε τις συναυλίες στο γήπεδο του Λυκαβηττού και ήταν σίγουροι πως θα γίνει το ίδιο και στον Παναθηναϊκό. Είχαν δίκιο. Γέμισε το γήπεδο. Εκεί γνώρισα την Μπέλλου, η οποία ήρθε και τραγούδησε τέσσερα λαϊκά τραγούδια. Την έφερε το γραφείο. Ήταν ακόμα η Μοσχολιού, ο Καλογιάννης, η Πρωτοψάλτη, ο Δημητράτος και ο Γιώργος Ζαμπέτας που έπαιξε ένα μικρό έργο μου 3-4 λεπτών, «Εικόνες για μπουζούκι και ορχήστρα» το έλεγα. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι όλοι οι συμμετέχοντες καλλιτέχνες αποθεώθηκαν, όταν όμως μπήκε μέσα η Μπέλλου, σηκώθηκε όλο το γήπεδο και φώναζε. Τα έχασα κι εγώ. Οι τραγουδιστές εν τω μεταξύ, έβγαιναν ένας, ένας, με τη σειρά του από τα αποδυτήρια, όπως οι ποδοσφαιριστές…

Εδώ που τα λέμε, είχατε ένα μεγάλο τμήμα από την «Εθνική Ελλάδος» της εποχής…
Ναι, ναι, ήταν όλοι σπουδαίοι. Η Μοσχολιού τότε μεσουρανούσε…

Σε αυτή τη συναυλία συμμετείχε και ο Βασίλης Τσιτσάνης;
Ο Τσιτσάνης ήταν σε μιαν άλλη συναυλία στον Πανιώνιο, το 1981. Στο τέλος λοιπόν ευχαρίστησα την Μπέλλου και της λέω «κυρία Μπέλλου, τώρα που σας χαιρετώ, θέλω να σας πω πως έχω κάτι τραγούδια, δεν ξέρω αν θα θέλατε να τα ακούσετε…» «Βεβαίως, μετά χαράς, δώσε μου το τηλέφωνό σου…» μου λέει. Της έδωσα το τηλέφωνο, την άλλη μέρα μου τηλεφώνησε, ήρθε στο σπίτι και από κει και πέρα, κάθε μέρα ερχόταν στο σπίτι. Έτσι φτιάξαμε τα «Λαϊκά προάστια». Ερχόταν και ο Κώστας ο Παπαδόπουλος και τα προβάραμε στο σπίτι μου στα Άνω Ηλύσια, με τον Πάνο τον Ιατρού και με τον Γιάννη Ζερβίδη, έναν πολύ καλό πιανίστα. Θυμάμαι πως ερχόταν η Μπέλλου μ’ ένα μπουκάλι ούζο για να πίνει και να μαθαίνει τα τραγούδια…

Μαγικά πράγματα…
Τελείωνε το μπουκάλι με το ούζο και έστελνα εγώ έναν φίλο μου σ’ ένα μαγαζάκι κι έπαιρνε άλλο ένα μπουκάλι. Του έλεγε μάλιστα «μην παίρνεις ούζο, πάρε ένα μπουκάλι ουίσκυ»… «Μα θα σε κόψει…» της έλεγα… Της άρεσαν λοιπόν τα τραγούδια της Μπέλλου… Μας κρατούσε μέχρι τη 1 τη νύχτα. Κι εκεί κατάλαβα ότι είχε ένα απωθημένο. Ήθελε να τραγουδήσει τέτοια τραγούδια. Και της έλεγα «μα έχεις τραγουδήσει τα αριστουργήματα, τα ρεμπέτικα» κλπ. «Άστα αυτά» μου έλεγε. Γι ’αυτό τα τραγούδησε με πολλή αγάπη και τα δικά μου και του Μούτση αργότερα και προηγουμένως το εξαιρετικό τραγούδι του Σαββόπουλου.

Η γνώμη του Αλέκου Πατσιφά που είχε την εταιρεία LYRA ποια ήταν;
Όταν μετά τη μεγάλη συναυλία στον Παναθηναϊκό πήγα στον Πατσιφά, που ήταν κι εκείνος παρών -μαζί με τον Πεπονή, που ήταν νομικός σύμβουλος της εταιρείας- και του είπα πως σκέφτηκα να τραγουδήσει η Μπέλλου τα καινούργια τραγούδια, πετάχτηκε από την καρέκλα, δεν ήθελε. Μου λέει «θα υποφέρεις Ανδριόπουλε, είναι δύσκολος χαρακτήρας η Μπέλλου. Βάλτην να τραγουδήσει ένα τραγούδι, όπως ο Σαββόπουλος, μην την βάζεις παραπάνω».

Δεν την ήθελε σε αυτά τα τραγούδια, τα «έντεχνα». Τα ίδια περίπου μου έλεγε πριν από μερικά χρόνια και ο Βασίλης Δημητρίου.
Δεν την ήθελε… Τελικά επέμενα εγώ, επέμενε και ο Μπουρμπούλης κι έτσι γράψαμε τα «Λαϊκά προάστια» και κυκλοφόρησαν το Σεπτέμβριο του 1980.

Κι αν δεν κάνω λάθος ο δίσκος άργησε να «πάρει μπρος», όσον αφορά την αποδοχή του από τον κόσμο…
Ναι… Δεν είχε καθόλου επιτυχία στην αρχή… Εν τω μεταξύ την Άνοιξη του ’81 είχαμε πάει στη Σουηδία με την Μπέλλου, την Πρωτοψάλτη και τον Δημητράτο. Εκεί, ένας Ελληνοσουηδός μάνατζερ, μου είπε πως θα μου έκανε μια συναυλία στο γήπεδο του Πανιωνίου. Και σκέφθηκα «Ευκαιρία να παρουσιάσουμε τα Λαϊκά Προάστια…» Εκεί λοιπόν για να διευρύνω το λαϊκό σχήμα της ορχήστρας, πήρα και ένα κουαρτέτο εγχόρδων, 1ο βιολί, 2ο βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο και κοντραμπάσο. Κάναμε μια πολύ ωραία ορχήστρα που την είχε αναλάβει ο Τάσος Καρακατσάνης, αλλά η Μπέλλου σοκαρίστηκε και δεν μπόρεσε να τραγουδήσει τα τραγούδια. Στο 1ο μέρος είχαμε παίξει τα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη» με την Πρωτοψάλτη. Εκεί είχε έρθει ο Τσιτσάνης για να με στηρίξει και έπαιξε τρία δικά του και ένα τραγούδι δικό μου, την «Πλατεία Βάθης» και τραγούδησε η Ελένη Γεράνη. Το κοινό βεβαίως τον αποθέωσε, το γήπεδο ήταν γεμάτο. Εκεί η Μπέλλου, έπαθε τρακ, κιτρίνισε και δεν μπόρεσε να τραγουδήσει. Έπαιζε τις εισαγωγές ο Κώστας Παπαδόπουλος- είχαμε τρία μπουζούκια, τον Χρήστο Κωνσταντίνου, τον Κώστα Παπαδόπουλο και τον γιο του τον Δημήτρη- αλλά η Μπέλλου είχε τρακαριστεί. Οπότε τα παίξαμε ορχηστρικά, γιατί δεν τα ήξεραν κι οι άλλοι τραγουδιστές. Κάτι τραγούδησα εγώ, που είχα γίνει ράκος από την αγωνία μου. Ο κόσμος ευτυχώς από ευγένεια, δεν μας αποδοκίμασε, γιατί θα μπορούσε να μας αποδοκιμάσει κιόλας.

Η Μπέλλου έφυγε από τη σκηνή;
Δεν έφυγε, είπε το «Μην κλαις», τσάτρα πάτρα κι ένα άλλο νομίζω, αλλά δεν μπόρεσε να πει τίποτα άλλο. Στο τέλος, όταν φεύγαμε από το γήπεδο, της λέω «τι έγινε βρε Σωτηρία, γιατί δεν μπόρεσες να τραγουδήσεις;» «Άσε βρε Ηλία, μου έφερες τα βιολιά και με μπερδεύανε και δεν μπόρεσα να μπω…» Τέλος πάντων, Σεπτέμβρη έγινε η συναυλία, φτάσαμε μέχρι τα Χριστούγεννα και δεν είχε πουληθεί ούτε ένας δίσκος. Ούτε ένας!

Λίγο πριν είχε βγει κι ένας δίσκος με τον παραπλανητικό τίτλο «Παναθηναϊκός-Συναυλία 1η», αλλά είχε εκτελέσεις τραγουδιών σας στο στούντιο, μεταξύ των οποίων κάποιες που υπήρχαν και στο δίσκο «Εικόνες» του 1978.
Εκεί δεν είχα καμιά συμμετοχή εγώ. Το έκανε μια μικρή εταιρεία. Ο Πατσιφάς μάλιστα τους πήγε στα δικαστήρια, γιατί χωρίς την άδειά μου, έκλεψαν κάποιο υλικό, έκαναν ένα δίσκο και έβαλαν για τίτλο τη συναυλία του Παναθηναϊκού. Έρχονται λοιπόν τα Χριστούγεννα και δεν είχε πουληθεί ούτε ένας δίσκος από τα «Λαϊκά Προάστια». Εγώ από ντροπή, ούτε έδινα κάποιο «σήμα» στον Πατσιφά, ούτε εκείνος προς εμένα. Πώς να τον αντικρύσω; Αφού μου έλεγε να μη βάλω την Μπέλλου, είχα πειστεί κι εγώ ότι έκανα λάθος. Όμως, όταν ήρθαν τα Χριστούγεννα, έγινε μια εκπληκτική παρουσίαση από τον Κώστα Ρεσβάνη στα «Νέα», τότε που είχανε πολύ μεγάλο «τιράζ» και επηρεάζανε πάρα πολύ τα πράγματα… Εγώ το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα για να δω αν είναι πραγματικό το κομμάτι ή με ειρωνεύεται... Γιατί αμφέβαλλα πάρα πολύ για το αν είχα κάνει κάτι καλό. Αυτή λοιπόν η παρουσίαση τελείωνε ως εξής: «Ακούστε αυτό τον δίσκο που σας συστήνουμε. Αγοράστε αυτό τον δίσκο. Η Μπέλλου τραγουδάει με ανεπανάληπτο τρόπο και με την ερμηνεία της ραγίζουν και οι πέτρες». Και σιγά, σιγά, αρχίζει ο δίσκος να κινείται. Όπως το εξήγησα μετά, ο κόσμος που είχε δει τη συναυλία του Πανιωνίου ήταν πολύ φυσικό να απογοητευθεί, γιατί δεν άκουσε τα τραγούδια. Άκουσε ενάμιση τραγούδι και μετά άκουσε την ορχήστρα. Και δεν τολμούσε κανείς να πάει να πάρει τον δίσκο. Όταν όμως άρχισε ο ένας με τον άλλον να τον αγοράζει, ο δίσκος φούντωσε.

Θυμάμαι πως είχε γίνει κι ένα αφιέρωμα στην ΕΡΤ τότε…
Ναι, το είχε κάνει η Ελίνα η Τανιμανίδη. Τότε λοιπόν μου στέλνει μια επιστολή ο Πατσιφάς, και λέει «Αγαπητέ μου Ηλία, πρέπει να έρθεις γιατί σε θέλω για να συζητήσουμε». Πήγα λοιπόν, με υποδέχθηκε και μου λέει «Όπως δείχνουν τα πράγματα, είχες δίκιο εσύ και άδικο εγώ. Για το καλό μας, είχες δίκιο εσύ».

Ήταν μεγάλη υπόθεση να το λέει αυτό ο Πατσιφάς.
Όντως. Μου λέει λοιπόν «Σου ανακοινώνω πως δεν προλαβαίνουμε να τυπώνουμε το δίσκο». «Έμαθα κύριε Πατσιφά ότι πάει καλά» του είπα. «Όχι πάει καλά… Δεν προλαβαίνουμε να τυπώνουμε». Ένα, ενάμιση μήνα μετά δηλαδή, από τότε που ξεκίνησε να κινείται, έγινε έκρηξη. Το ευχάριστο, πέρα απ ’αυτό, είναι ότι, αυτοί οι δύο δίσκοι που είναι, κατά κάποιο τρόπο, το σήμα κατατεθέν του Ανδριόπουλου, τα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη» δηλαδή και τα «Λαϊκά Προάστια», εξακολουθούν να είναι αγαπητοί και σήμερα. Δεν τους λύγισε ο χρόνος, δεν τους κάλυψε η σκόνη του χρόνου, και εξακολουθούν να συγκινούν και να βγαίνουν από τα χρόνια φορτωμένοι από την αγάπη και την απήχηση που έδειξε ο κόσμος. Κι αυτό έχει μεγάλη σημασία…

Το 2007, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο σας «Αντι - ηχήσεις», υπήρχε μέσα κι ένα cd που είχε δυο τραγούδια από τα «Λαϊκά Προάστια» με άλλους στίχους του Μάνου Ελευθερίου. Είχε ξεκινήσει να μελοποιεί και ο Ελευθερίου τα τραγούδια;
Όντως, ο Μάνος Ελευθερίου είχε μελοποιήσει αυτά τα κομμάτια και πρέπει να ήταν κι άλλα δύο, που δεν τα βρήκα. Το studio Action, που τα ηχογραφήσαμε τότε, έχει κλείσει. Κάτι συνέβη τότε και δεν μπήκαν οι στίχοι του Ελευθερίου. Τους κάλυψε όμως ο Μπουρμπούλης. Τα βρήκα όμως αυτά τα πράγματα κι επειδή μου άρεσαν πολύ οι στίχοι του Ελευθερίου, τα έβγαλα στις «Αντι-ηχήσεις». Μαθαίνω επίσης πως αυτά τα τραγούδια των «Λαϊκών Προαστίων» έχουν μεγάλη αποδοχή, κυρίως από τους νέους, στο θεατρικό έργο που παρουσιάζει τη ζωή της Μπέλλου, με την Ντίνα Κώνστα, όπου διανθίζεται από τραγούδια και δικά μου και άλλων συνθετών και χαλάει ο κόσμος.

Νομίζω πως και η ίδια η Μπέλλου σε μια ραδιοφωνική συνέντευξή που της κάνατε τότε στο Δεύτερο Πρόγραμμα και ξαναακούσαμε πρόσφατα, από την εκπομπή του Σιδερή Πρίντεζη, είχε εκφρασθεί θετικότατα για εσάς και τα τραγούδια σας. Είπε πως είναι τα καλύτερα τραγούδια που έχει πει κλπ.
Ναι, ναι! Έτσι είπε… Μετά γίναμε φίλοι με την Μπέλλου, μέχρι το τέλος της. Δώσαμε δεκάδες συναυλίες ανά την Ελλάδα, πήγαμε στη Σουηδία. Σε μαγαζί βέβαια δεν πήγαμε ποτέ. Στην τελευταία συναυλία που τραγούδησε η Μπέλλου στο «Παλλάς» το 1994, την διηύθυνα εγώ και την παρακάλεσα και τραγούδησε το «Ένας αλήτης πέθανε» και δυο ακόμα δικά της τραγούδια. Μετά άρχισαν τα προβλήματα υγείας της και δεν ξανατραγούδησε. Χαίρομαι λοιπόν γιατί με τα χρόνια η Μπέλλου έγινε ένας μύθος για το ελληνικό τραγούδι. Είναι μια κλασική τραγουδίστρια. Όπως είναι οι κλασικές τραγουδίστριες στην όπερα, η Μπέλλου είναι στο λαϊκό τραγούδι. Και όπως είναι στην Ελλάδα το λαϊκό τραγούδι, συνυφασμένο με παραδόσεις και χίλια δυο πράγματα και με ένα πολύ μακρινό παρελθόν που μας πηγαίνει μέχρι την αρχαιότητα, αποκτά πολύ μεγαλύτερη σημασία, απ ’ότι αποκτά στην Αγγλία ή στη Γαλλία για παράδειγμα…

Με τη Βίκυ Μοσχολιού που πρωτοτραγούδησε ζωντανά τα «Λαϊκά Προάστια» δεν ξανασυνεργαστήκατε στο μέλλον;
Όχι, όχι…. Και τα αγαπούσε πάρα πολύ τα τραγούδια. Ο Πατσιφάς, όταν μου απέρριπτε την Μπέλλου, μου πρότεινε τη Μοσχολιού. Εγώ δεν θα έλεγα ότι ήμουν αρνητικός, αλλά είχα δώσει το λόγο μου στη Μπέλλου. Αυτή η σκληράδα της φωνής της Μπέλλου και αυτή η δραματικότητα της έρχεται σε αντίθεση με τις μελωδίες τις δικές μου, οι οποίες είναι γραμμένες με μια ευαισθησία και με ένα λυρισμό. Βάζοντας κι ένα κοινωνικό στίχο στη φωνή της, αυτή η «κόντρα», αυτή η αντίθεση, δημιουργεί ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον. Αρκεί οι μελωδίες να ‘χουνε μια πρωτοτυπία και να είναι αυθεντικές, γνήσιες, να μην είναι τετριμμένες. Αυτό νομίζω αντελήφθη ο κόσμος και τοποθέτησε τα «Λαϊκά προάστια», με τον τρόπο που τα τοποθέτησε, μες στην ψυχή του. Η Μοσχολιού υπήρξε πολύ σπουδαία τραγουδίστρια. Κι αυτή τα τραγουδούσε πάρα πολύ ωραία. Αλλά νομίζω δεν θα τους έδινε αυτή τη διάσταση, δεν θα τα πήγαινε εκεί που τα πήγε η Μπέλλου. Γιατί η Μπέλλου τους έδωσε ένα σπαραχτικό τόνο, που τον φτάνει μέχρι τα έγκατα της νεοελληνικής ψυχής. Έτσι ερμηνεύω την επιτυχία και τη διαχρονικότητα των «Λαϊκών προαστίων».

Βλέπω στον τοίχο του χώρου που βρισκόμαστε, κάποιες φωτογραφίες σας με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Υπήρχε κάποια συνεργασία μαζί του; Αν δεν απατώμαι θαυμάζατε τη φωνή του…
Ήταν μεγάλος, κλασικός τραγουδιστής. Ήταν να τραγουδήσει σε μια συναυλία μου το 1978 στο Λυκαβηττό, αλλά τελικά δεν μπόρεσε να έρθει. Είχα γράψει δυο τραγούδια, τα οποία τελικά δεν τα προχώρησα σε στίχους του Κώστα Κινδύνη. Τα έχω σε κάποια κασέτα, παιγμένα στο πιάνο και ήταν να τα τραγουδήσει, τιμής ένεκεν, ο Μπιθικώτσης. Αυτό το αποκαλύπτω τώρα για πρώτη φορά, επειδή με τσιγκλίσατε με την φωτογραφία… Ήταν δυο πολύ ωραία τραγούδια. Ο Μπιθικώτσης τότε δούλευε σε αναψυκτήρια, ήταν καλοκαίρι και δεν μπόρεσε να ‘ρθει, με πήρε τηλέφωνο και με ευχαρίστησε. Επειδή ήταν λίγος ο χρόνος, τα άφησα τα τραγούδια και δεν τα έχω παρουσιάσει από τότε… Και τώρα μου δίνετε την ιδέα να ψάξω να τα βρω.

Τρέφετε την ίδια εκτίμηση και για τον Καζαντζίδη;
Είναι τραγουδιστής μιας άλλης σχολής αλλά επειδή, όπως είπα και προηγουμένως, το λαϊκό τραγούδι στην Ελλάδα έχει βαθιές ρίζες, παρόλο ότι εμένα δεν μου πηγαίνει αυτή η σχολή, σέβομαι όλο τον κόσμο που αγαπάει και λατρεύει τον Καζαντζίδη και που κοινωνεί μέσα από τα τραγούδια αυτά. Είναι τραγούδια πονεμένα, είναι τραγούδια της ξενιτιάς, που τραγουδούσε τη δεκαετία του ’60, είναι βεβαίως και κάποια τραγούδια, όχι ιδιαίτερης σημασίας κλπ…

Είπε όμως και Θεοδωράκη, Χατζιδάκι κλπ.
Ναι και μάλιστα πολύ ωραία… «Το πέλαγο είναι βαθύ» κλπ. Υπήρξε μια πάρα πολύ μεγάλη φωνή και δημιούργησε και μία σχολή. Κι όσο να μη μου «πηγαίνει» εμένα προσωπικά, οφείλω να το παραδεχτώ…

Βλέπω στον τοίχο και μια φωτογραφία σας με τον Μάνο Λοΐζο. Από πού είναι αυτή;
Είναι από μια συναυλία του Χρήστου Λεοντή στην Καισαριανή, που βρεθήκαμε μαζί με το Μάνο και την παρακολουθήσαμε σαν ακροατές το 1976 ή ’77.

Η σχέση σας με το λόγο και την ποίηση ποια είναι;
Έχω μια πολύ βαθιά αγάπη στο λόγο. Ο λόγος είναι αυτός που πολλές φορές μου κεντρίζει τη φαντασία και τη δημιουργική διαίσθηση, για να ξεχειλίσω από μουσική. Αυτό σημαίνει ότι είμαι τοποθετημένος σαν καλλιτέχνης, στο κέντρο αυτής της ελληνικής παράδοσης, όπου ο λόγος έχει πρωταρχικό ρόλο, για να οδηγήσει τη μουσική. Αυτό είναι μια συνήθεια που έχουμε από την αρχαιότητα. Όπως οι ποιητές της αρχαιότητας, οι οποίοι τραγουδούσαν τα ποιήματά τους και δεν απήγγειλαν. Άρα βλέπουμε πως αισθάνονταν την ανάγκη, ο στίχος να τραγουδηθεί για να περάσει στο κοινό. Γιατί, πράγματι η μουσική δίνει ένα άλλο πέταγμα στο στίχο. Υπάρχουν ποιήματα τα οποία είναι δύσκολα. Αν φύγουμε από το στίχο και πάμε στην ποίηση, θα δούμε ότι η ποίηση είναι μια δύσκολη τέχνη. Αλλά όταν ενωθεί με τη μουσική ταξιδεύει και μπαίνει μέσα στην ψυχή και την καρδιά του κόσμου. Άρα οι αρχαίοι το είχαν καταλάβει. Ερχόμαστε τώρα στα νεώτερα. Βλέπουμε λοιπόν να βρίσκεται το νήμα αυτό με τους συνθέτες που προέκυψαν μετά το μεγάλο πόλεμο του ’40-’44. Αυτή η σχολή είναι πραγματικά μια νεοελληνική σχολή, η οποία έχει αυτό το χαρακτηριστικό, ότι «εν αρχή ην ο λόγος». Ξεκινάμε από το λόγο, προχωράμε στις μουσικές και τις δίνουμε το χαρακτήρα ανάλογα με τη μουσική γλώσσα του καθενός, το ταλέντο και την έμπνευση του καθενός. Με αυτά τα χαρακτηριστικά και τις «αποσκευές» μέσα μου, μπαίνω στη νεοελληνική ποίηση και γράφω μουσική πρώτα στο Σεφέρη και ακολουθούν ο Ελύτης, ο Γκάτσος και ο Κάλβος. Ο κάθε ποιητής έχει το δικό του χαρακτήρα, έχει τη δική του ποιητική γλώσσα και πρέπει να το λαμβάνει υπ’όψη του ένας συνθέτης που αποφασίζει να γράψει μουσική. Γιατί δεν είναι όλοι οι ποιητές το ίδιο. Ο συνθέτης πρέπει να μπει στο ύφος και το κλίμα του ποιητή. Αυτά προσπαθώ πάντα να τα ξεχωρίζω και γι’ αυτό πιστεύω ότι οι «Προσανατολισμοί» του Ελύτη είναι πολύ διαφορετικοί από τους «Αργοναύτες» των Σεφέρη, Γκάτσου, Ελευθερίου. Όπως πολύ διαφορετική είναι και η μελοποίηση που έκανα στον Κάλβο. Είναι άλλα πράγματα. Είναι το μυστικό και ο κώδικας που ανοίγεις σε κάθε ποιητή. Αν δεν ανοίξεις τον κώδικα, δεν μπορείς να γράψεις μουσική. Ή αν θα γράψεις δεν θα είναι επιτυχημένη. Το θέμα είναι με τη μελοποίηση, να μην κάνουμε τα πράγματα πιο δύσκολα, αλλά πιο εύκολα, υπό την έννοια, να φτάσει στον κόσμο. Υπάρχει όμως ένα λάθος στον κόσμο, που θεωρεί ότι όταν μελοποιείται η ποίηση, πρέπει να τραγουδιέται. Όχι… Είναι λάθος αυτό. Αν το ποίημα είναι έτσι γραμμένο για να τραγουδηθεί, η μουσική πρέπει να βοηθήσει για να τραγουδηθεί. Εάν όμως το ποίημα είναι ελεύθερο κλπ, τότε η μουσική θα βοηθήσει να ακουστεί το ποίημα. Εάν η μελοποίηση δεν καταφέρει να τραγουδηθεί ή να ακουστεί ένα ποίημα, έχει αποτύχει.

Αν δεν απατώμαι, στη δεκαετία του ’80 μελοποιήσατε το «Μονόγραμμα» του Ελύτη, χωρίς όμως να πάρει το δρόμο της έκδοσης.
Πριν ξεκινήσω τους «Προσανατολισμούς» μελοποιούσα το «Μονόγραμμα» του Ελύτη. Είχα «τρελαθεί» από αυτό το εξαίσιο ποίημα. Δεν γράφονται εύκολα αυτά τα πράγματα. Ο κόσμος δεν το ξέρει, ο κόσμος νομίζει ότι οι μουσικοί και οι ποιητές έρχονται συνέχεια. Όχι δεν έρχονται… Τους κορυφαίους ποιητές και μουσικούς, η νομοτέλεια της ζωής δεν τους δίνει εύκολα. Το «Μονόγραμμα» λοιπόν είναι ένας ύμνος στον έρωτα, μέσα από την ομορφιά της ελληνικής φύσης κλπ, που θα περάσουν εκατοντάδες χρόνια για να ξαναγραφτεί κάτι αντίστοιχο. Έτσι λοιπόν πολύ νέος τότε, στα 1982, έγραφα μουσική στο «Μονόγραμμα». Με είχε συνεπάρει, είναι δύσκολο ποίημα, αλλά εγώ είχα κάνει μέσα μου κάποια σχέδια...

«Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος…
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός…. Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι…»

«Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί, απαράλλακτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα…» Έστειλα τα σχέδια αυτά, γραμμένα σε μια κασέτα στον Ελύτη, μέσω του Αλέκου του Πατσιφά…

Δεν είχατε γνωρίσει μέχρι τότε τον Ελύτη;
Τον είχα γνωρίσει μια φορά σε μια δεξίωση που είχε κάνει η Σουηδική πρεσβεία, όταν είχε πάρει το Νόμπελ και ανεβήκαμε μαζί με το ασανσέρ. Εγώ είχα μελοποιήσει τότε για ένα ντοκιμαντέρ το ποίημά του «Ο έρωτας, το αρχιπέλαγος». Το είχε ακούσει και εκεί στο ασανσέρ μου το ‘πε. «Εσείς έχετε κάνει αυτό το ωραίο τραγούδι; Μου αρέσει. Να κάνετε κι άλλα από τους “Προσανατολισμούς”». Αυτή ήταν η κουβέντα… Όταν λοιπόν ο Πατσιφάς έδωσε την κασέτα με το «Μονόγραμμα» στον Ελύτη, εγώ τον ρωτούσα κάθε μέρα, οπότε κάποια μέρα μου είπε: «Άκουσε να δεις Ανδριόπουλε. Ο Ελύτης μου είπε, ότι κάποια φορά που συναντηθήκατε σου είπε να κάνεις τους “Προσανατολισμούς”. Αυτό μου είπε να κάνεις και τώρα». «Μα εγώ το “Mονόγραμμα” έστειλα για να μου πει τη γνώμη του» του είπα. «Άστο “Μονόγραμμα” δεν θέλει» μου είπε…

Γιατί υπήρχε αυτή η άρνηση; Μάθατε μετά;
Εκείνη την εποχή, στα τέλη του ’82, 5-6 συνάδελφοί μου είχανε κάνει το ίδιο. Δεν το ήξερα. Είχανε στείλει ταινίες και του ζητούσαν επίμονα να τους δώσει την άδεια για να μελοποιήσουνε το «Μονόγραμμα» … Οπότε άφησα τα σχέδια, μείνανε μόνο σχέδια, παρότι μετά μου εξήγησε ο Ελύτης ότι του άρεσαν πάρα πολύ, αλλά σ ’εκείνη την περίοδο ήταν τόσο αφόρητες οι πιέσεις που του γινόντουσαν και είπε να μην κάνει κανένας συνθέτης το «Μονόγραμμα» . Και μου είπε να κάνω τους «Προσανατολισμούς» που του άρεσαν πάρα πολύ. Όταν λοιπόν έγινε ο δίσκος με την Πρωτοψάλτη, ο Ελύτης είπε να μπει αυτό το εξώφυλλο με τον πίνακα του Τσαρούχη, ήταν από τη συλλογή της Συνοδινού. Του στείλαμε το δίσκο πριν κυκλοφορήσει, αλλά εγώ δεν τολμούσα να τον πάρω τηλέφωνο για να μάθω τις εντυπώσεις του. Οπότε ένα μεσημέρι του 1984 πήγα σε μια συνάντηση που είχαμε στο «Εσπέρια» με τα μέλη της ΕΔΕΤ (Ένωση Δημιουργών Ελληνικού Τραγουδιού), την οποία είχε δημιουργήσει ο Χατζιδάκις. Ήταν ένας σύλλογος για να υπερασπίζεται το ελληνικό τραγούδι. Εκεί λοιπόν ήταν κι ο Γκάτσος, που είχα καιρό να τον δω και μου είπε: «Ηλία έμαθα πως κυκλοφόρησαν οι “Προσανατολισμοί”».

-«Πού το μάθατε;»

-«Μου το’πε χθες το βράδυ ο Ελύτης»

-«Του αρέσουν του Ελύτη; Γιατί εγώ δεν τον έχω πάρει τηλέφωνο για να μάθω».

-«Του αρέσουν πάρα πολύ και να τον πάρεις τηλέφωνο να σου το πει κι ο ίδιος. Είναι κατενθουσιασμένος».

-«Μου δίνετε μεγάλη χαρά. Όταν ξαναβρεθούμε θα σας δώσω τον δίσκο».

-«Αύριο το μεσημέρι, σε καλώ σε γεύμα στο G.B», μου είπε…

Έτσι συναντήθηκα την άλλη μέρα με τον Γκάτσο και του έδωσα τον δίσκο και με πήρε το βράδυ τηλέφωνο για να μου πει «Ηλία άκουσα τον δίσκο, είναι αριστούργημα. Τώρα θα πάρω και τον Οδυσσέα. Οι μουσικές που έχεις μέσα δίνουν μια προέκταση των στίχων. Είναι καταπληκτικό, σε συγχαίρω» . Και έμαθα λοιπόν από τον Γκάτσο, ότι η μελοποίησή μου άρεσε πάρα πολύ και στον Ελύτη. Μετά βέβαια μου το είπε κι ο ίδιος. Του τηλεφώνησα και συναντηθήκαμε.

Η σχέση σας με την ποίηση, αφορά μόνο την ελληνική ή και την ξένη ποίηση;
H σχέση μου με την ποίηση είναι πάρα πολύ βαθιά και υπαρξιακή. Zω και αναπνέω με τη συγκίνηση που μου δίνει ο ωραίος και δουλεμένος ποιητικός λόγος και στίχος.Mου κινητοποιεί τη φαντασία και τη δημιουργική μου αίσθηση. Εκεί βασίζονται οι προσεγγίσεις που κάνω στην ποίηση. Είναι υπαρξιακό θέμα. Μπορεί να πάω κάπου και να τρελαθώ από ενθουσιασμό και από συγκίνηση αν μου έρθει στο νου ένας σπουδαίος στίχος ενός ποιητή, περισσότερο Έλληνα και λιγότερο ξένου, γιατί, όπως ξέρετε, εγώ έχω μια ελληνική θεμελίωση. Λέω ότι είμαι ελληνικός ως το κόκκαλο, με την έννοια την πνευματική και με την έννοια της αίσθησης της ελληνικότητας, που έχει να κάνει με την παράδοση, με την φύση και με τη μεγάλη αντοχή που έχει επιδείξει αυτός ο λαός σ ’αυτό τον τόπο. Έχει υποστεί μεγάλες καταστροφές, διωγμούς και παρόλα αυτά, κράτησε τη γλώσσα και πάρα πολλά πράγματα ακόμα με αλλοιώσεις βέβαια και με διασταυρώσεις πολιτισμών. Και ας λένε πως κόπηκε η συνέχεια. Δεν κόπηκε η συνέχεια, κρατήθηκε… Το λυχνάρι δεν έσβησε, κρατήθηκε και έφτασε ως τις μέρες μας. Τώρα απομένει σε μας να μην το σβήσουμε. Κι όταν λέμε ελληνικότητα, δεν σημαίνει ότι θα είμαστε αντίθετοι προς την βουλγαρικότητα ή την τουρκικότητα ή την ιταλικότητα κλπ. Αλλά όπως κάθε χώρα τιμά, υπολήπτεται και σέβεται τα συστατικά της πατρίδας και των παραδόσεων, έτσι κι εμείς οφείλουμε να το κάνουμε και με τους παλιούς που έχουν στήσει αυτή τη χώρα και να προχωράμε με τις δικές μας προσλαμβάνουσες της εποχής και του καιρού μας. Δεν διαγράφουμε το παρελθόν για να ζήσει το παρόν. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Μόνο στην Ελλάδα ευδοκιμούν κάτι τέτοιοι εξυπνακισμοί. Μου λέει μια μέρα κάποιος «Όταν λες για ελληνικότητα παραπέμπεις σε σωβινισμό». Ο Verdi δηλαδή που ήταν ένας μέγας συνθέτης, δεν περιείχε τις ιταλικές παραδόσεις μέσα στη μουσική του; Οι περισσότερες μελωδίες του Verdi είναι μέσα από την ιταλική μουσική παράδοση. Γιατί δεν πήρε από την γερμανική παράδοση;

Επανερχόμενος στη δισκογραφία σας, στέκομαι σε δυο δίσκους σας «Τα λαϊκά μου», το 1980, που είναι η ορχηστρική εκδοχή σε κάποια κομμάτια από τα «Λαϊκά προάστια» και τα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη», καθώς και την «Περιπλάνηση» το 1982 με τραγούδια από τους ίδιους δίσκους με την Χορωδία Κακίτση. Σκέπτομαι λοιπόν πως ο Πατσιφάς που ήταν αντίθετος στο να τραγουδήσει η Μπέλλου τα τραγούδια σας, μετά προχώρησε στην επανέκδοση αυτών με ορχήστρα, χορωδία κλπ.
Αυτά έγιναν μετά την πολύ μεγάλη επιτυχία των «Λαϊκών προαστίων». Έβλεπα πρόσφατα κάποια χαρτιά από την Α.Ε.Π.Ι. που λένε πως έχουν περάσει τους 1.000.000 δίσκους και cd, μέχρι το 2004 και από κοντά ερχόταν και τα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη» με 250.000 περίπου δίσκους πιο πίσω. Ήταν μια εποχή που πουλούσαν οι δίσκοι, πάρα πολύ. Ο Πατσιφάς βέβαια δεν διατυμπάνιζε τις πωλήσεις, ούτε έδινε χρυσούς δίσκους κλπ…

Αυτά σε μεγάλο βαθμό ήταν και εμπορικά τερτίπια των εταιρειών.
Ο Πατσιφάς ήταν σπουδαία μορφή της δισκογραφίας. Γιατί είχε ένα άλλο αισθητικό και πνευματικό επίπεδο, από τους συναδέλφους του των άλλων εταιρειών. Δεν θέλω να πω ονόματα. Αν πήγαινε ένας νέος συνθέτης, αδόκιμος και έλεγε στον Πατσιφά πως είχε μελοποιήσει έναν ποιητή από μια απίθανη χώρα, ο Πατσιφάς δεν θα τον έδιωχνε, όπως θα έκαναν οι άλλες εταιρείες. Αλλά θα του έλεγε «Και ποιος σκέφτεσαι να τα τραγουδήσει αυτά, παιδί μου;» Του έλεγες εσύ «ο τάδε»… Σου έλεγε κάποιον άλλον, το συζητούσε, σου πρότεινε. Δεν σε απέρριπτε, δεν σε προσέβαλε και δεν σε έδιωχνε από το γραφείο… Αυτό ήταν ο Πατσιφάς. Το λέω για να καταλάβει ο κόσμος, γιατί έκανε αυτά τα τόσο σημαντικά πράγματα η εταιρεία του, η Lyra. Γιατί είχε τόσο πλατύ μυαλό. Θυμάμαι πως εγώ όταν μπήκα στην εταιρεία και είπα πως ξεκινώ τους «Προσανατολισμούς», οι υπάλληλοι της εταιρείας, ενδιαφέρθηκαν να μάθουν. «Ποια ποιήματα γράφεις από τους “Προσανατολισμούς”;» Υπήρχε ένα επίπεδο και μια στάθμη ποιότητας στην εταιρεία και πέραν του Πατσιφά. Σήμερα, αν πάει ένας συνθέτης και πει ότι θα γράψει πάνω σε ποιήματα ενός ποιητή, ούτε θα ξέρουν τι τους λέει. Nα θυμηθώ, ότι τα μεσημέρια συναντιόμασταν όλοι οι συνθέτες, ο Μούτσης, ο Κηλαηδόνης, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και πιάναμε κουβεντολόι μέχρι το απόγευμα; Συχνά φωνάζαμε μάλιστα και ενοχλούσαμε τον Πατσιφά που είχε ραντεβού μέσα και έβγαινε έξω και μας φώναζε. «Δεν μπορώ να μιλήσω, δεν μπορώ να τηλεφωνήσω, πηγαίνετε απέναντι στον Κυριάκο». Ήταν το εμπορικό τμήμα απέναντι. Έτσι γίνηκαν αυτά τα πράγματα, με συμμάχους. Ο καλλιτέχνης θέλει συμμάχους, αληθινούς φίλους, δεν μπορεί μόνος του. Είναι κάτι το πολύ ξεχωριστό και δυνατό συνάμα, αλλά μόνος του δεν μπορεί να προχωρήσει. Και πού να προχωρήσει; Σήμερα δεν υπάρχει δισκογραφική εταιρεία κι αν υπάρχει, είναι τόσο μακριά από αυτά που πρέπει να κάνει…

Υπάρχουν κάποιες μικρότερες εταιρείες, που πιστεύω πως κάνουν αξιόλογη δουλειά…
Μόνοι μας τα κάνουμε. Εγώ έχω έναν δίσκο όπου ο Γεράσιμος Μηλιαρέσης παίζει 16 δικές μου συνθέσεις στην κλασική κιθάρα. Είχε βγει το 1988 στη Minos, η οποία δεν το έβγαλε στη συνέχεια σε cd, γιατί δεν το θεωρούσε εμπορικό. Και το πήρα πριν από μερικά χρόνια, μέσω της ΕΜΣΕ, όπου είναι πρόεδρος ο Γιάννης Γλέζος, γιατί ο Μάτσας δεν μου έδινε τα δικαιώματα. Ξόδεψα εγώ κάποια χρήματα και βγήκε αυτό το ντοκουμέντο, το οποίο είναι αριστούργημα. Το λέω μόνο και μόνο για να δείξω πόσο έχουν αλλάξει προς το χειρότερο τα πράγματα. Έτσι πνίγεται η μουσική, πνίγεται η δημιουργία. Βεβαίως είναι παρήγορο ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένα κοινό, πέρα των εκλεκτικών, το οποίο έχει ανάγκη τη μουσική των καλών συνθετών αλλά και τον καλό λόγο. Θέλουν να ακούσουν μια φωνή… Ακούνε συνέχεια τους πολιτικούς, τρελαθήκανε στα κανάλια, δεν μπορούνε άλλο πια. «Δεν μπορούμε!» μου λέει ο κόσμος. Έναν καλό καλλιτέχνη, σπάνια βλέπεις. Εγώ θέλω να ακούσω από έναν καλό καλλιτέχνη, τι θα πει για την κρίση σήμερα, θέλω την άλλη ματιά. Και είμαι σίγουρος πως ο καλός καλλιτέχνης θα πει άλλα πράγματα από αυτά που λένε οι πολιτικοί. Θα ‘χει άλλη προσέγγιση. Δεν υπάρχει κανένα βήμα. Κι έτσι βλέπεις η χώρα να σαπίζει, να κατεβαίνει προς τα κάτω κλπ. Έχουμε βέβαια την έκφραση του επίσημου πολιτισμού- χρηματοδοτούμενου, που θα μπορούσε κι αυτός να δημιουργήσει ανάχωμα και να δώσει κουράγιο στον κόσμο. Δεν το κάνει… Και σε ότι αφορά τις ζωντανές καλλιτεχνικές δυνάμεις, αυτός ο χώρος που εκφράζει τον επίσημο πολιτισμό, παραμένει αδιάφορος, έως εχθρικός. Εγώ έχω έργα και δεν μπορώ να τα παίξω. 5-6 χρόνια παρακαλάω να βρω μια συμφωνική ορχήστρα, μια χορωδία και μια αίθουσα να παίξω τα έργα μου και είναι αδύνατον. Αυτό συμβαίνει και με άλλους. Και με τον Δήμο Μούτση και με νεώτερους και με αρκετούς συνθέτες. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου, που λέω ότι δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα κι έχω σηκώσει τα χέρια ψηλά. Δεν μπορώ να συνεννοηθώ με κανέναν άνθρωπο, που εκφράζει τον επίσημο πολιτισμό της χώρας. Είτε λέγεται ΕΡΤ, είτε Υπουργείο Πολιτισμού, είτε λέγεται Μέγαρο Μουσικής, είτε Φεστιβάλ Αθηνών. Εδώ και δέκα χρόνια δεν μπαίνει τίποτα ελληνικό μέσα. Δεν μπαίνει ελληνική μουσική στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ή αν μπει κάτι σαν άλλοθι, θα είναι φίλος του καλλιτεχνικού διευθυντή. Μπορεί να πάει έτσι μπροστά τίποτα;

Είναι μεγάλο θέμα αυτό και σηκώνει πολλή συζήτηση. Θα ήθελα να επιστρέψουμε στην καλλιτεχνική σας πορεία και στα 1985 όταν κάνατε τον δεύτερο δίσκο με τη Σωτηρία Μπέλλου, τις «Ξένες πόρτες» σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, που δεν γνώρισε όμως αποδοχή αντίστοιχη των «Λαϊκών προαστίων». Γιατί συνέβη αυτό;
Η ευθύνη ανήκει σε όλους μας. Ανήκει σε μένα πρώτα απ’όλα, που μπορούσα να κουράσω περισσότερο τις μουσικές μου, να τις «βασανίσω» περισσότερο…

Γιατί το λέτε αυτό, με ποια έννοια;
Υπό την έννοια ότι δεν «βασάνισα» τις μουσικές μου πολύ και δεν ήμουν ιδιαίτερα απαιτητικός στο στίχο του Ελευθερίου. Και τον Ελευθερίου βαραίνει αυτό, έως ενός σημείου και την Μπέλλου βαρύνει, διότι ήρθε πια σαν «ντίβα» και ενώ κάναμε πρόβα εδώ στο πιανάκι τα καινούργια κομμάτια, εκείνη μου ‘λεγε: «Άσε ρε Ανδριόπουλε, αυτό το “Μην κλαις” δεν θα σβήσει ποτέ…» «Ας τα αυτά, έχουμε εδώ τα καινούργια» της έλεγα… Ήταν επαναπαυμένη, δεν είχε το κέφι που είχε όταν κάναμε τα «Λαϊκά Προάστια». Αλλά δεν οφείλεται στην Μπέλλου το ότι δεν προχώρησε ο δίσκος. Εκείνη την εποχή βέβαια είχε πουλήσει 30-40.000 αντίτυπα, αλλά συγκριτικά με το άλλο δεν είχε καμία σχέση. Εγώ εντοπίζω και στους τρεις μας το πρόβλημα. Έπρεπε να αφήσω τα πράγματα να ωριμάσουν περισσότερο μέσα μας, σε μένα και στον Ελευθερίου και μετά να είμαι περισσότερο αυστηρός με την Μπέλλου. Αν μπορείς με την Μπέλλου να είσαι αυστηρός, γιατί είχε το δικό της τρόπο. Ερχόταν στο στούντιο, δεν μάθαινε τα κομμάτια, ενώ την άλλη φορά είχε περισσότερο κέφι. Θεώρησε ότι τα είχε κατακτήσει, δεν ξέρω… Παρόλα αυτά όμως έχει κάποιους στίχους πάρα πολύ ωραίους…

Το ομώνυμο τραγούδι είναι σαν να έχει γραφτεί σήμερα…
Ναι, ναι, «Τις ξένες πόρτες μη χτυπάς», «Τα τελευταία σήματα», έχει ωραία στοιχεία ο δίσκος, αλλά θα μπορούσε να ‘ναι πολύ καλύτερος. Όμως, όπως το βλέπω τώρα, είναι ένα ντοκουμέντο και σταμπάρει μια εποχή. Πέρα από τις φασαρίες και τους θορύβους της καθημερινότητας, η τέχνη έχει αυτό το μεγαλείο. Είναι αυτή που δίνει υπόσταση σε μιαν εποχή και όταν οι νεώτερες γενιές θέλουν να γυρίσουν προς τα πίσω, ερμηνεύουν τις εποχές μέσω της τέχνης. Είτε μέσω του κινηματογράφου, είτε μέσω ενός τραγουδιού… Δεν είναι απλό πράγμα. Ενώ εξαφανίζονται πολιτικοί, εξαφανίζονται κόμματα, εξαφανίζονται χίλια δυο πράγματα, η τέχνη μένει σαν φάρος, φωτίζει και καθοδηγεί.

Το 1989 κάνατε έναν δίσκο με τίτλο «Τα λόγια της αγάπης» στη Minos που κι αυτός δεν ακούστηκε πολύ, παρόλο που συμμετείχαν τραγουδιστές όπως ο Γιάννης Πάριος, ο Αντώνης Καλογιάννης, ο Νικόλας Μητσοβολέας και η νέα, τότε, τραγουδίστρια Άννα Ζήση.
Απαίσιος δίσκος!!! Δεν θέλω να τον θυμάμαι. Πολύ κακός δίσκος…

Γιατί το λέτε αυτό, έχει κάποια καλά τραγούδια…
Δεν μου αρέσουνε. Ξεκίνησε να γίνει ένας δίσκος, ο Ελευθερίου έγραψε ένα θαυμάσιο στίχο, με τίτλο «Τα λόγια της αγάπης», ο οποίος κατακρεουργήθηκε και δεν μπήκε στο δίσκο…


Αναφέρεστε στο τραγούδι που ηχογράφησε αργότερα ο Αντώνης Καλογιάννης.
Ναι ο Καλογιάννης αλλά και η Μαρία Δημητριάδη, η οποία είναι συγκλονιστική. Στην ηχογράφηση του δίσκου που αναφέρατε, είχανε αρχίσει παρεμβάσεις προς το εμπορικό κλπ. Εγώ δεν τα μπορώ αυτά τα πράγματα. Όταν μου βγάλεις τον ενθουσιασμό, το κέφι και την παρόρμηση, γίνομαι ένα πουκάμισο αδειανό. Παρόλο που μπορεί να εκφράζω πράγματα λυπημένα ή πονεμένα, όταν δημιουργώ βρίσκομαι σε ένα «μεθύσι» και σε ένα κέφι ανεξήγητο. Ενώ γράφω και μιλώ για μελαγχολικά και για τραγικά, πολλές φορές, πράγματα. Έτσι, σ’αυτό το δίσκο, μετά από πολλές παρεμβάσεις, χάθηκε το κέφι μου και τους είπα «εντάξει, βγάλτε τον, αλλά δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί του». Ούτε τον αναφέρω ποτέ, ούτε με αντιπροσωπεύει καθόλου. Ήταν από τις λίγες καλλιτεχνικές παραχωρήσεις που έχω κάνει στη ζωή μου…

Οι τραγουδιστές ήταν δική σας επιλογή ή της εταιρείας;
Της εταιρείας. Τον ξεχωρίζω τον Πάριο, είναι καλός τραγουδιστής, δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο, ούτε με τους άλλους τραγουδιστές. Αλλά οι παρεμβάσεις ήταν πολλές. Και ο Μάνος Ελευθερίου το κατάλαβε και δεν μου έδωσε άλλο στίχο. Τέλος πάντων… Είναι ένα πράγμα που δεν με εκπροσωπεί και δεν θέλω να το συζητάω…

Πώς νιώσατε το 1994 στο Ηρώδειο, όταν παρουσιάστηκαν τα έργα σας «Προσανατολισμοί», «Λαϊκά Προάστια» και «Γράμματα στον Μακρυγιάννη», από την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής και τη Χορωδία της ΕΡΤ και την Άλκηστις Πρωτοψάλτη;
Μια αμέτρητη ευτυχία. Γιατί εκείνη την περίοδο περνούσα μια κρίση καλλιτεχνικής αυτογνωσίας. Η κατάσταση άλλαζε στην Ελλάδα, το τραγούδι έπαιρνε άλλη κατεύθυνση, μπήκαν στη μέση τα επικοινωνιακά, μπήκαν στη μέση τα ιδιωτικά κανάλια και εξοστρακίσανε τελείως τα πράγματα, χωρίς εμείς να μπορούμε να υπάρξουμε στην καινούργια κατάσταση που διαμορφωνότανε. Έτσι, ήρθε αυτή η συναυλία όπου με τόνωσε αφάνταστα και τότε σκέφθηκα πως ότι έχω προσπαθήσει, ότι έχω κάνει, έχει κάποια σημασία για τον κόσμο κι αφού έχει για τον κόσμο, κάτι θα αξίζει. Και στάθηκα… Ήταν ένα οριακό σημείο για μένα, γιατί ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω. Τελικά αναθεώρησα αυτή μου την άποψη και προσπάθησα να προεκτείνω τη μουσική μου μετά από τη συναυλία αυτή, η οποία είχε την αγαθή τύχη να καταγραφεί τηλεοπτικά από την ΕΡΤ, έγινε μια πολύ καλή καταγραφή, το δείξανε αρκετές φορές και θεωρείται μια από τις πιο καλές συναυλίες που έχει αποτυπώσει η ΕΡΤ. Αυτό με έκανε να σταθώ στα πόδια μου, να πάρω σωστές αποφάσεις και να προεκτείνω τη μουσική μου σε πιο έντεχνες περιοχές, να εμπλουτίσω με νεώτερα εκφραστικά μέσα και με πιο κλασικό τρόπο τις παλιότερες, αλλά και τις νεώτερες μουσικές μου κι έτσι θα έλεγα ότι ήταν ένα οριακό σταυροδρόμι για μένα. Θυμάμαι σπάνια ημερομηνίες, αλλά αυτή την θυμάμαι. 17 Σεπτεμβρίου του 1994… Μετά προχώρησα με το έργο «Ωδαί» σε ποίηση του Ανδρέα Κάλβου…

Όπου μελοποιήσατε και κάποια ποιήματα του Μίκη Θεοδωράκη.
Αυτό ήταν αρχικά πιάνο-φωνή και στη συνέχεια το έκανα για μεγάλη ορχήστρα. Εκεί μελοποίησα και τέσσερα ποιήματα του Μίκη Θεοδωράκη από το έργο του «Ο ήλιος και ο χρόνος», που τραγουδάει η Ιωάννα Φόρτη.

Πριν από τις «Ωδές» όμως κυκλοφόρησαν οι «Αργοναύτες»…
Εκεί πήρα κάποια ποιήματα από τον «Κύκλο Σεφέρη» και τα επεξεργάσθηκα με νέα ματιά, πρόσθεσα και αφαίρεσα πράγματα. Πρόσθεσα και κάποια άλλα του Γκάτσου, του Ελευθερίου και του Σεφέρη και έγιναν οι «Αργοναύτες» όπου τραγούδησαν ο Μανώλης Μητσιάς και η Νένα Βενετσάνου. Είναι ένα έργο που αγαπώ πάρα πολύ και δεν έχει βρει ακόμα τη θέση του, όχι γιατί έχει καλλιτεχνικά ψεγάδια αλλά γιατί η κοινωνία έχει πάρει άλλο δρόμο κι άλλη κατεύθυνση.

Γιατί κυκλοφόρησαν δυο διαφορετικές εκδόσεις του δίσκου;
Είχαμε ένα τεχνικό πρόβλημα, γιατί είχαμε πέσει σ’ένα πολύ κακό ηχολήπτη, ο οποίος δεν μπόρεσε να αντέξει την πίεση της ηχογράφησης, γιατί ήταν πάρα πολλοί και καλοί μουσικοί, υπήρχαν κλασικά όργανα κλπ. Εγώ δεν πρόσεξα ότι αυτός ο νεαρός δεν μπορούσε να το αντέξει αυτό, οπότε όταν έγινε το πρώτο remix, δεν μας ικανοποιούσε. Εν τω μεταξύ έγινε ένα λάθος και κυκλοφόρησαν κάποια cd, τα σταματήσαμε και ξανακάναμε remix, με άλλο ηχολήπτη, στο Sierra και σε άλλα studio, και κυκλοφόρησε πλέον άψογο. Είναι ένα έργο πάρα πολύ σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, τα ποιήματα είναι μοναδικά, οι μουσικές και το κλίμα που δημιουργεί η μουσική, είναι μέσα σε αυτή την ποίηση, οι ερμηνείες και των δυο τραγουδιστών είναι έξοχες, αλλά ο λόγος που δεν έχει βρει τη θέση του στις επιλογές του κοινού, είναι γιατί τα πράγματα έχουν εξοστρακιστεί προς άλλη κατεύθυνση. Το ανακάλυψαν και το ανακαλύπτουν μόνο οι εκλεκτικοί, αυτοί που είναι κοντά και στις παρυφές των μουσικών δραστηριοτήτων των δικών μου και άλλων συναδέλφων.

Νομίζω πως είναι από τα έργα που «σιγοβράζουν» και θα βρει τη θέση του κάποια στιγμή… Ο Μανώλης ο Μητσιάς πάντα λέει το «Τραγούδι του παλιού καιρού» στις συναυλίες του.
Ναι, ναι! Έτσι είναι. Ο Μανώλης το αγαπάει, το λέει και διαβάζει και τους στίχους ο ίδιος… Μετά τους «Αργοναύτες» έρχονται οι «Ωδαί». Εκεί νομίζω πως είναι η κορύφωσή μου πάνω στην ποίηση. Είναι ένα έργο που κι αυτό δεν έχει βρει τη θέση του, έχει παιχτεί λίγες φορές, ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος τραγουδάει έξοχα, προέρχεται από το λυρικό τραγούδι, είναι βαρύτονος και κάνει καριέρα στην Ευρώπη, αλλά αποβάλει αυτό το στόμφο του κλασικού τραγουδιστή που τραγουδάει όπερα. Τραγουδάει με έναν τρόπο που του έχω ζητήσει εγώ, με μια στιβαρότητα αλλά και με μία τοποθέτηση της φωνής του αυτά τα αριστουργήματα του Κάλβου. Εκεί νομίζω πως κι εγώ, σαν μουσικός έχω φθάσει στα όριά μου. Οι «Ωδαί» του Κάλβου πέφτουν επάνω μου σαν βαριά σκιά και όσες φορές προσπάθησα να κάνω μελοποιήσεις άλλων ποιημάτων, έρχονται πάνω μου, με «καταπιέζουν» και με κατεβάζουν προς τα κάτω… Αυτή την εποχή τελειώνω ένα βιβλίο, ένα δοκίμιο και στη συνέχεια θα ξαναδώ κάποια ποιήματα που έχω αφήσει άλλα στην αρχή, άλλα στη μέση, να τα δουλεύω πάλι και πιστεύω ότι θα ξεπεράσω αυτό το βάρος.

Υπάρχουν έργα γραμμένα και κλεισμένα στο συρτάρι, που δεν έχουν κυκλοφορήσει;
Ναι, έχω ξεκινήσει ποιήματα του Τάκη Σινόπουλου, του Γιώργη Παυλόπουλου, είναι πατριώτες μου αυτοί οι ποιητές. Επίσης Μαραλμέ, Ρίλκε, Διονύση Καρατζά, Γιάννη Κοντό, έχω του Μάνου Ελευθερίου το «Πλοίο ναυκρατούσα», που είναι πολύ ωραίο ποίημα, αλλά πολύ δύσκολο. Το ’χω ξεκινήσει αλλά το έχω αφήσει σχεδόν στην αρχή. Είναι επίσης και το «Μονόγραμμα» που κάποια στιγμή θα ξεκινήσω να ολοκληρώσω αυτά τα σχέδια. Ο Ελύτης έλεγε στην Ιουλίτα τη σύντροφό του ότι «Ο Ανδριόπουλος έχει κάνει έξοχα σχέδια στο “Μονόγραμμα”». Η Ιουλίτα μάλιστα έψαχνε να βρει μια κασέτα που είχα γράψει με τα σχέδια αυτά και επειδή δεν την έβρισκε, την ξαναέγραψα. Μου λέει «την θέλω, γιατί ο Ελύτης μου έλεγε αυτό…». Κάποια στιγμή θ’ αρχίσω να δουλεύω το «Μονόγραμμα», γιατί το δύσκολο στη μουσική είναι να ξεκινήσει κανείς. Όταν ξεκινάς και βρίσκεις τον κώδικα, τότε μπορείς να ανοιχτείς.

Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και στο γράψιμο, ακόμα και σε μια απλή καταγραφή…
Ναι, ναι, έτσι ακριβώς είναι.

Ποιες από τις συναυλίες σας θα ξεχωρίζατε; Ποιες πιστεύετε πως είναι οι πιο σημαντικές;
Θεωρώ τρεις συναυλίες σταθμούς στην καλλιτεχνική μου πορεία. Η μία είναι του Ηρωδείου του 1994, που συζητήσαμε προηγουμένως, με την Άλκηστις Πρωτοψάλτη, η άλλη είναι μία που έδωσα το 2002 στο Queen Elizabeth Hall του Λονδίνου, στην τρίτη καλύτερη επίσημη αίθουσα του Λονδίνου. Εκεί παρουσίασα τις «Ωδές» πιάνο-φωνή με το Σπύρο Σακκά και τον Θοδωρή Οικονόμου στο πιάνο και τους «Προσανατολισμούς» που παίχθηκαν από τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου, με μαέστρο Εγγλέζο, χορωδία εγγλέζικη και τη Νένα Βενετσάνου. Αυτή ήταν μια μαγική συναυλία. Και η τρίτη είναι η συναυλία που έγινε στην Αρχαία Ολυμπία το 2008, που καταγράφηκε από την ΕΡΤ, όπου ο Χριστογιαννόπουλος τραγουδάει εκπληκτικά τις «Ωδές» του Ανδρέα Κάλβου. Κατά τα άλλα έχω δώσει δεκάδες συναυλίες σε πολλά μέρη. Τον περασμένο Ιούλιο ήμουν στις Βρυξέλλες κι έδωσα δυο συναυλίες που πήγανε πάρα πολύ καλά. Τώρα , ετοιμάζομαι να δώσω την Άνοιξη μια συναυλία στο Άμστερνταμ με τους «Προσανατολισμούς». Το πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ τελείωσε τη χρονιά του με το μουσικό του σύνολο και με το μαέστρο που παίξανε τους «Προσανατολισμούς». Εκεί παίζουνε τα έργα μας κι εδώ δεν τα παίζουνε. Υπάρχουνε συμφωνικές ορχήστρες στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα και δεν παίζουνε έργα Ελλήνων συνθετών…

Είναι παράνοια αυτό…
Είναι παράνοια…

Video

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!