Γιάννης Μέτσικας - Με το Νταλάρα, τον Παπακωνσταντίνου, τη Βιτάλη, τον Πατσιφά…

(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ) Σπάνιες φωτογραφίες και ανέκδοτες ηχογραφήσεις από την πορεία ενός ιδιαίτερου δημιουργού στα χρόνια του '70.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Αν και δεν ήταν ποτέ στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, ο Γιάννης Μέτσικας, στο σύντομο σχετικά πέρασμά του από το ελληνικό τραγούδι, συνεργάστηκε με μερικούς από τους σημαντικότερους τραγουδιστές μας, γράφοντας τραγούδια που, λίγο-πολύ, έχουμε σιγοψιθυρίσει… Ο λόγος στον ίδιο…

Γ.Μ: Γεννήθηκα στο Ανατολικό, την πρώην Βαλμάδα, ένα χωριό δυτικά της Θεσσαλονίκης, το 1944. Στα δεκατρία μου χρόνια κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη και εργάστηκα ως βοηθός σερβιτόρου, ενώ το 1962, αποφάσισα να κατέβω στην Αθήνα. Ήταν συνειδητή επιλογή μου να φύγω από δω, επειδή είχα το κρυφό ψώνιο και την αγάπη μου, να ασχοληθώ με τη μουσική, την ποίηση κλπ. Εκεί γνώρισα τον Μπάμπη Κλάρα, αδελφό του Άρη Βελουχιώτη που ήταν διευθυντής στη «Βραδυνή». Αυτός δημοσίευσε κάποια ποιήματά μου, τα οποία είναι τόσο σημερινά, λες και είχα προφητέψει από τότε τι θα γίνει. Είχα αποσπάσει πολύ καλές κριτικές κι από τις άλλες μεγάλες εφημερίδες. Στην πορεία άρχισα να συχνάζω στις μπουάτ της Πλάκας, την εποχή του Νέου Κύματος. Εκεί γνώρισα το Λάκη Παππά, το Γιάννη Αργύρη, και όλα τα ιερά τέρατα του πνεύματος, Χατζιδάκι, Γκάτσο, Θεοδωράκη, Ελύτη… Και σιγά, σιγά άρχισα να ασχολούμαι και με τη μουσική. Έχω μελοποιήσει μάλιστα ποιήματα του Ελύτη, του Ρίτσου και του Βάρναλη, που δεν έχουν κυκλοφορήσει ποτέ.

Ήξερες μουσική ή ήσουν αυτοδίδακτος;
Γ.Μ: Όχι αυτοδίδακτος ήμουν. Η πορεία μου στην Αθήνα την εποχή του Νέου Κύματος ήταν γοητευτική, γιατί εκεί γνώρισα όλους τους μεγάλους που είχαν μια σοφία μέσα τους. Όταν ακούς ώρες τον Οδυσσέα Ελύτη, το Μάνο Λοΐζο, τον Άκο Δασκαλόπουλο, τον Γκάτσο, το Θεοδωράκη, το Χατζιδάκι… Η εποχή εκείνη έβγαλε πολύ ωραίους ανθρώπους και καλλιτέχνες, όπως ο Νότης Μαυρουδής, ο Τάσος Καρακατσάνης, ο Γιώργος Νιάρχος και πολλούς άλλους…

Πότε μπαίνεις στη δισκογραφία;
Γ.Μ: Το 1969 ηχογράφησα δυο τραγούδια με στίχους δικούς μου και μουσική και ερμηνεία του Δημήτρη Λάβδα, τα «Τούτη η ζωή» και «Ματωμένη στράτα» σε μια μικρή εταιρεία που έκλεισε. Αλλά το αποτέλεσμα δεν με ικανοποίησε κι άρχισα να αυτοσχεδιάζω και να δοκιμάζω να κάνω μουσικές. Έχω γράψει τουλάχιστον 500 τραγούδια, αλλά είναι ζήτημα αν έχουν κυκλοφορήσει 40... Συνεργάστηκα με τον Νταλάρα, την Αλεξίου, τη Βιτάλη, η οποία από μένα βγήκε ουσιαστικά. Όταν τη γνώρισα λεγόταν ακόμα Λαβίδα.

Η γνωριμία με τον Νταλάρα πότε γίνεται;
Γ.Μ: Εγώ είχα καλούς φίλους, το Λοΐζο, τον Άκο Δασκαλόπουλο και τον Τάσο Καρακατσάνη, που μου είπε «γιατί δίνεις στίχους στους άλλους, κάτσε και γράψε εσύ τη μουσική». Όντως, το 1971 έγραψα τρία τραγούδια, μεταξύ των οποίων και το «Ήταν άνθρωπος δικός μας» και τα πήγα στον Νταλάρα, που ήταν ακόμα στρατιώτης και δούλευε στο «Κηποθέατρο». Είχα μάθει από το Λοΐζο πως ετοίμαζε το δίσκο «Ο μέτοικος» και μου είπε πως τα περισσότερα τραγούδια που κάνει ο Νταλάρας είναι σιγανά και πως χρειάζεται ένα τέτοιο μαρσάκι. Ο Λοΐζος ήξερε πως το είχα γράψει για το Θεοδωράκη και μου είπε πως θα το βάλει το τραγούδι. Του είπα ότι δεν θα πω στον Νταλάρα πως μου ‘δωσε εκείνος την πληροφορία, γιατί θέλω να δω την αντίδρασή του και για να μην τον επηρεάσω. Ένα βράδυ λοιπόν πήγα τον συνάντησα και του είπα «Αγαπητέ φίλε Γιώργο Νταλάρα, με λένε Γιάννη Μέτσικα, δεν με ξέρεις, εσένα σε ξέρει όλη η Ελλάδα». Ο Γιώργος ήταν ήδη γνωστός με τα τραγούδια του Σταύρου Κουγιουμτζή. «Έμαθα ότι κάνεις ένα δίσκο. Αυτή τη στιγμή τα μεγαλύτερα ονόματα της Ελλάδας είναι Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Μαρκόπουλος κλπ. Αν βρεθεί ένας νέος και γράψει κάτι που να σε αγγίξει περισσότερο, θα το βάλεις κι αυτό μέσα;» «Και βέβαια» μου λέει. «Τότε πάρε αυτή την κασέτα, δεν θα σε κουράσω, είναι τρία τραγούδια». Η κασέτα είχε το «Ήταν άνθρωπος δικός μας», το «Της δάφνης τα φύλλα» σε στίχους του Άκου Δασκαλόπουλου κι ένα ακόμα με στίχους δικούς μου, το «Ποιος άπλωσε τα χέρια μες στη νύχτα», που το είχα γράψει τότε για τον Τσε Γκεβάρα. «Ποιος άπλωσε τα χέρια μες στη νύχτα, ποιος έβαλε στην πόλη μας φωτιά» κλπ. Είναι μια ολόκληρη ιστορία. Θα σου πω τώρα και μια φάση που μοιάζει με ανέκδοτο. Όταν πήγα τα τραγούδια στην πρόχειρη κασέτα στον Νταλάρα για να τα ακούσει, του είπα «Πάρε την πρόχειρη κασέτα κι αν σου αρέσουν, εγώ θα ετοιμάσω εισαγωγές κλπ». Διαλέγει λοιπόν και τα τρία και δεν ήξερε ποιο να πρωτοβάλει. Τότε ξεκινούσε η σεζόν στα «Παλιά δειλινά», οπότε τηλεφωνηθήκαμε για να του πάω την κασέτα με τα τραγούδια ολοκληρωμένα πλέον και μου είπε «Έλα το βράδυ στα “Δειλινά”, να σε κεράσω, να μου τη φέρεις την κασέτα». Εγώ τότε δούλευα το βράδυ γκαρσόνι, στο “Athene Palace” το ξενοδοχείο, που έγινε τώρα τράπεζα, πίσω από τη “Μεγάλη Βρετανία”. Και του είπα πως δεν μπορούσα να πάω. Mου λέει λοιπόν ο Νταλάρας «Γιατί δεν μπορείς;» «Δουλεύω το βράδυ» «Πού δουλεύεις;» «Δεν σου είπα ότι δουλεύω γκαρσόνι; Δουλεύω νυχτερινός στο Αthene Palace» «Kαι πού είναι το πρόβλημά σου;» «Δεν μπορώ να έρθω» «Τότε θα ‘ρθω εγώ» μου λέει. Άκου τώρα φάση… Κατά τις 4.30 τα ξημερώματα έρχεται με τη Χάρις Αλεξίου, το Χρήστο Νικολόπουλο, την Έλλη Λαμπέτη, που την εποχή εκείνη έπαιζε την «Αλογόμυγα» και το Χριστοδούλου τον ηθοποιό που έπαιζε μαζί της. Μπαίνουν στη ρεσεψιόν και λέει ο ρεσεψιονίστ «Παρακαλώ κύριε Νταλάρα, ο κύριος Νταλάρας δεν είστε;» «Μάλιστα. Θέλω τον κύριο Μέτσικα». Ο ρεσεψιονίστ άρχισε να ψάχνει στο βιβλίο των πελατών. «Μέτσικας, Μέτσικας, Μέτσικας, κύριε Νταλάρα θα σας απογοητεύσω, τέτοιο πελάτη δεν έχουμε εδώ». «Ποιον πελάτη βρε χριστιανέ μου, ο άνθρωπος δουλεύει γκαρσόνι τη νύχτα εδώ». Με παίρνουν τηλέφωνο, ήμουν πάνω στα δωμάτια κι έκανα room service και μου λέει «Γιαννάκη πώς είναι το επίθετό σου;» «Μέτσικας» του απαντώ. «Είναι ο κύριος Νταλάρας εδώ και σε ζητάει» «Κατεβαίνω πες του». Αγκαλιές με τον Νταλάρα κλπ, «Eδώ είναι οι μάρτυρες, πως μετά τα “Δειλινά” επί μία βδομάδα βγαίναμε στην παραλία, και τραγουδούσαμε, για να δούμε από τα 100 τραγούδια που έχω, ποια να βάλω στο δίσκο. Όλοι κλίνουν στο δικό σου, γι’ αυτό τους έφερα εδώ, για να έχεις και μάρτυρες». Του δίνω την κασέτα με τα τραγούδια στην τελική τους μορφή, για να ακούσει και αν δεν του αρέσει κάτι να το αλλάξει… «Ωραία, θα συνεννοηθούμε να κάνουμε τις πρόβες και να μπούμε στούντιο, την άλλη βδομάδα» μου είπε. Και του λέει η Λαμπέτη «Γιώργο δεν φαντάζομαι να σε πειράξει, όταν θα βγει ο δίσκος με το “Ήταν άνθρωπος δικός μας” θέλω να το υπογράψει ο δημιουργός του». «Χαρά μου» λέει ο Νταλάρας… «Θέατρο παρακολουθείς;» μου λέει η Λαμπέτη. «Μα το θέατρο είναι η τροφή μου, τι λέτε κυρία Λαμπέτη;» «Πάρε λοιπόν δέκα προσκλήσεις να έρθεις με τα φιλαράκια σου…».

Τι έγινε τελικά κι από τα τρία τραγούδια κυκλοφόρησε μόνο το ένα;
Γ.Μ: Τα γράψαμε στο στούντιο για να κυκλοφορήσουν αλλά αποφασίσαμε με τον Νταλάρα, για να μην έχουμε προβλήματα με τη λογοκρισία, να μη βάλουμε το «Ποιος άπλωσε τα χέρια μες στη νύχτα». Όμως πήγαν να μου κάνουν σαμποτάζ, να μη βάλουν ούτε το «Ήταν άνθρωπος δικός μας», ούτε της «Δάφνης τα φύλλα»…

Γι’ αυτό στην πρώτη έκδοση του «Μέτοικου», δεν υπάρχουν τραγούδια σου, όπως δεν υπάρχει και η «Ροδιά» των Ξαπλαντέρη - Ρούτη;
Γ.Μ: Ακριβώς Θανάση… Όταν βγήκε ο δίσκος, τα τραγούδια μου δεν υπήρχαν μέσα. Τηλεφώνησα στον Νταλάρα, ο οποίος δεν είχε ιδέα και του το είπα. Αμέσως πήγαμε στην εταιρεία και ζήτησε έντονα το λόγο από το διευθυντή παραγωγής της εταιρείας το Σπύρο Ράλλη… Έγινε αμέσως μια σύσκεψη στην οποία συμμετείχαν ο Μάτσας, ο Νταλάρας, ο Ράλλης και κάποιοι συνθέτες και αποφασίστηκε τελικά να μπει μόνο το «Ήταν άνθρωπος δικός μας». Ο Νταλάρας ήξερε την ιστορία του, πως το είχα γράψει για το Μίκη, όπως και το «Της δάφνης τα φύλλα», εξίσου ωραίο τραγούδι, ήταν για το Μίκη.

Εσύ την έχεις αυτή την ηχογράφηση με της «Δάφνης τα φύλλα»;
Γ.Μ: Δε μου το δώσανε δυστυχώς. Σκέψου πως τότε δεν το βγάλανε ούτε σε 45άρι δισκάκι κι ακόμα μέχρι σήμερα δε μου το βγάλανε. Ο μακαρίτης ο Δασκαλόπουλος δεν το άκουσε το τραγούδι του, όπως ηχογραφήθηκε τότε. Όταν ζήτησα λοιπόν να μου το δώσουν ο Αχιλλέας Θεοφίλου μου είπε, «Γιάννη Δεν μπορώ να σου δώσω την κόπια από την ηχογράφηση, γιατί δεν έχεις συμβόλαιο με την εταιρεία μας και μπορεί να πας το χρησιμοποιήσεις αλλού». Κατάλαβες; Και δε μου το δώσανε. Ο Νταλάρας είχε γοητευθεί πρώτα μ’ αυτό. Αλλά επειδή το «Ήταν άνθρωπος δικός μας» ήταν αλέγκρο κομμάτι, προτίμησε να βάλει εκείνο. Την ενορχήστρωση και τη διεύθυνση της ορχήστρας μάλιστα, την είχε κάνει ένας εξαιρετικός μουσικός ο Γιώργος Νιάρχος. Στα «Παλιά δειλινά» που τραγουδούσε τότε ο Νταλάρας, ξεκινούσε το πρόγραμμα με το «Ήταν άνθρωπος δικός μας» στο οποίο είχε βάλει και χορωδία και τελείωνε με το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» του Καλδάρα κι αυτό με χορωδία. Κι εκεί τραγούδαγε το «Θάνατο του ποιητή», τη «Φαντασία» και άλλα τραγούδια.

Πώς εμπνεύσθηκες και έγραψες το τραγούδι για το Μίκη Θεοδωράκη;
Γ.Μ: Ο Μίκης έλειπε τότε στο εξωτερικό. Τον είχαν απαγάγει τότε και τον φυγάδευσαν έξω. Είχαν αποφασίσει τότε οι χουντικοί να τον σκοτώσουνε και κάποιος απ’ αυτούς είπε πως «αν σκοτώσουμε το Θεοδωράκη, θα μας κάψουν οι Έλληνες. Οπότε πρέπει να τον εξορίσουμε έξω».

Ο Μίκης είχε ακούσει το τραγούδι;
Γ.Μ: Βεβαίως. Του είχα πάει και το δίσκο, μαζί με το Βασίλη Παπακωνσταντίνου, όταν κάνανε τον «Εχθρό λαό» και του είπα «Μίκη αυτό είναι για σένα…» Συγκινήθηκε… «Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ» μου είπε. «Εσείς με ευχαριστείτε δάσκαλε; Αν δεν ήσασταν εσείς και ο Χατζιδάκις δεν θα έγραφα, Εσείς με ευαισθητοποιήσατε, με πυροδοτήσατε και ξεκίνησα να γράφω τραγούδια, αλλιώς από πού; Τα έργα σας με γαλουχήσανε. Εγώ σαν ένδειξη αγάπης προς την πορεία σας έκανα αυτό το τραγούδι». Και όντως αυτή είναι η πραγματικότητα. Εγώ άκουγα μέρα νύχτα στο σπίτι μου το «Ματωμένο γάμο» του Χατζιδάκι, από τα αριστουργήματά του, αλλά και το «Άξιον Εστί», την «Όμορφη πόλη», τον «Επιτάφιο», τα «Επιφάνια Αβέρωφ», «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» του Μίκη.

Με τη Χάρις Αλεξίου πώς γνωρίζεσαι;
Γ.Μ: Ο Νταλάρας με σύστησε στη Χαρούλα. Μου είπε «Έχω μια φωνή που τη λένε Χαρούλα Αλεξίου. Θέλεις να τη γνωρίσεις;» «Τι λες βρε Γιώργο, μου τη συστήνεις εσύ και θα πω όχι;» Μου λέει «Εγώ θα τη βοηθήσω, θα τη βάλω στους δίσκους μου…»

Η «Μικρά Ασία» δεν είχε βγει ακόμα;
Γ.Μ: Όχι… Και τη μέρα που γράφαμε τα τραγούδια με τον Νταλάρα, την πήρε στο στούντιο, γοητεύθηκε πραγματικά η Χαρούλα και γνωριστήκαμε. Και της είπα «Αυτή τη στιγμή δεν έχω κάτι για τη φωνή σου, αλλά θα γράψω». Μέσα σε μια βδομάδα γράφω 3-4 τραγούδια, το «Μάης», «Τόσα και τόσα ξημερώματα» και το «Αρχόντισσά μου γειτονιά» με στίχους του Μιχάλη Φακίνου, που ήταν αυτό να μπει πίσω από το «Μάη», αλλά το έβγαλα αργότερα με το Δημήτρη Ζευγά στη Lyra.

Αυτό το ηχογράφησε η Χαρούλα ή όχι;
Γ.Μ: Όχι δεν το ηχογράφησε, μόνο τα άλλα δύο. Όπως σου είπα και πριν με το «Μέτοικο», κάποιοι μεγάλοι συνθέτες και στιχουργοί, πήγαν να με σαμποτάρουν λέγοντας στο Μάτσα «Ή αυτός ή εμείς. Ο πιτσιρικάς θα μπει να μας φάει τη χαρτούρα από δω μέσα;» Μου είπαν και η Αλεξίου με τον Νταλάρα πως η εταιρεία δεν είχε σκοπό να μου βγάλει άλλα τραγούδια και να μου τα διαφημίσει και πήρα των οματιών μου και πήγα στον Πατσιφά στη Lyra.

Παρατηρώ πως σε αρκετά από τα τραγούδια σου έχεις επιρροές από το δημοτικό τραγούδι τόσο στη μουσική όσο και στην ενορχήστρωση… Είχες τέτοια ακούσματα από μικρός;
Γ.Μ: Ναι, έτσι είναι. Ήμουν φορτωμένος με ήχους παραδοσιακούς αλλά άκουγα και συμφωνικά έργα. Στην Αθήνα άκουγα, για παράδειγμα, τη «Συμφωνία του νέου κόσμου» του Dvorak. Αλλά είχα διαβάσει στην αυτοβιογραφία του, πως ο Dvorak για να γράψει το έργο αυτό είχε πάει στις αφρικανικές χώρες, για να επηρεαστεί από τη νοοτροπία της ανατολής. Κι αν θα δεις σ’ αυτό το συμφωνικό έργο έχει στοιχεία ανατολίτικα, που τα πέρασε τόσο όμορφα… Διάβασα λοιπόν, μελέτησα, έμαθα την ιστορία του δημοτικού τραγουδιού. Με γοητεύανε κάποια κλασικά δημοτικά όπως «Στη στεριά δεν ζει το ψάρι» και άρχισα να γράφω σ’ αυτούς τους δρόμους, τραγούδια όπως το «Χωρίς δεκάρα», το «Σάββατο βράδυ» που είπε αργότερα η Βιτάλη και άλλα. Έχω κάνει και ζεϊμπέκικα τα οποία δεν μου τα βγάλανε ποτέ. «Αφού έχουμε τον Καλδάρα, γιατί να βγάλουμε τα δικά σου;» μου είπαν. Και αναγκάστηκα να γράψω τραγούδια σαν «Της δάφνης τα φύλλα», που είναι μπαλάντα σε ρυθμό χασάπικο, όπως το «Μ’ έκοψαν με χώρισαν στα δυο» του Κουγιουμτζή, ας πούμε…. Παρόλο λοιπόν που τα τραγούδια μου έγιναν επιτυχίες ο Λοΐζος μού 'λεγε «Γιάννη η μεγαλύτερη δύναμή σου είναι στην ποίηση».

Ξέρω πως αν και δεν συνεργαστήκατε δισκογραφικά, υπάρχει μια παλιά φιλία με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Γ.Μ: Toν Παπακωνσταντίνου τον είχα γνωρίσει στη μπουάτ του Γιάννη Αργύρη και τον πήγα πρώτα στη Minos όπου μου τον απέρριψε ο Θεοφίλου… Ο Βασίλης στις συναυλίες τότε τραγούδαγε δικά μου τραγούδια. Το «Ποιος άπλωσε τα χέρια μες στη νύχτα», «Της δάφνης τα φύλλα», το «Κόρη της πιο όμορφης χαράς» που είναι σε παραδοσιακό δρόμο και το είχα γράψει για τον Ξυλούρη… Τότε μάλιστα εγώ έμενα στην οδό Ιπποκράτους κι αυτός στη Νέα Φιλαδέλφεια. Τραγούδαγε στην Πλάκα, αλλά τα λεφτά που έπαιρνε δεν του φτάνανε να πάρει ταξί, να πάει στη Νέα Φιλαδέλφεια και συχνά έμενε σπίτι μου. Αργότερα, όταν πήγα στη Lyra, πρότεινα στον Πατσιφά τον Βασίλη αλλά δεν τον ήθελε. «Αυτός είναι μανάβης δεν είναι τραγουδιστής» μου είπε… Ένα απόγευμα τον είδα απογοητευμένο το Βασίλη και του λέω «Μη στεναχωριέσαι ρε, έχω μια σκέψη. Οι Γάλλοι λένε μια παροιμία: Καλύτερα να΄χεις να κάνεις με το Θεό παρά με τους αγίους». «Δηλαδή;» μου λέει. «Τώρα θα δεις». Παίρνω τηλέφωνο το Λοΐζο, και του λέω «Μάνο τάξε μου». «Τι, η φωνάρα;» μου λέει. «Η φωνάρα» του απαντώ. «Πάρε ένα ταξί κι έλα εδώ, φέρτον» μου λέει. Με τον Μάνο ήμασταν πολύ αγαπημένοι. Είχα γράψει ένα έργο τότε, τη «Νεκρή πολιτεία», για τη χούντα και ήταν το όνειρό του να τη μελοποιήσει, αλλά δεν πρόλαβε. Του είχα πει του Μάνου «Ο Βασίλης είναι η φωνή που θα σου τραγουδήσει το “Στρατιώτη”, τον “Τρίτο παγκόσμιο” και “Τα νέγρικα”. Γι’ αυτό θα τον βάλεις, για να απογειωθείτε και οι δυο μαζί». Πήγαμε λοιπόν στο σπίτι, ξεκινήσανε πρόβα, κι αφού τα ’μαθε ο Βασίλης, μου λέει ο Μάνος «Μου ‘χει αναστήσει τα τραγούδια. Αυτό το στιγμιότυπο να μην το σβήσουμε, πρέπει να φωνάξουμε και τον ποιητή τον Γιάννη Νεγρεπόντη», που ήταν κι αυτός φίλος μας κοινός. Παίρνει το Νεγρεπόντη και του λέει «Βρήκα τη φωνή που χρειαζόταν για τα τραγούδια μας, πάρε ένα ταξί κι έλα». Ήρθε κι ο Νεγρεπόντης, ξεκίνησε η πρόβα και φύγαμε το πρωί από κει. Με το Βασίλη μάλιστα είχαμε ηχογραφήσει πρόχειρα και δικά μου τραγούδια, όπως τα «Οκτώ παιδιά», ενός ποιητή του Γιώργου Ηρακλέους, καθώς κι ένα άλλο, μια μπαλάντα με τίτλο «Μέρα λαμπρή», αλλά δεν δισκογραφήθηκε κανένα. Αλλά παραμένουμε φίλοι. Με τον Νταλάρα, ας πούμε, είμαστε φίλοι, αλλά περισσότερο συνεργάτες. Με τον Βασίλη ήταν και ο τρόπος που ζήσαμε μαζί. Γίνανε και τα άλλα με το Λοΐζο. Ο Βασίλης είχε έρθει εδώ στο Ανατολικό και είχε κάνει συναυλίες, πριν ακόμα μπει στη δισκογραφία. Αλλά και μετά από πολλά χρόνια, όταν ήταν καθιερωμένος πλέον, ήρθε κι έκανε συναυλίες το 1993 και το 1994 ή 95.

Με τη Βιτάλη πώς γνωριστήκατε;
Γ.Μ: Στη Lyra που πήγα, έγραψα δυο τραγούδια με το Δημήτρη Ζευγά, ο οποίος σκοτώθηκε μετά σε δυστύχημα. Το «Αρχόντισσά μου γειτονιά» και το «Δεν βαριέσαι Μαρινάκι». Επειδή λοιπόν εγώ τότε έγραφα ποιήματα και υπήρχε ο κίνδυνος της λογοκρισίας, ο Πατσιφάς μου έφερε πολλούς στιχουργούς και διάλεξα στίχους της Βαρβάρας Τσιμπούλη και του Μιχάλη Φακίνου. Ο Μιχάλης ήταν συνεργάτης με το Λευτέρη Παπαδόπουλο στα «Νέα» κι έχω γράψει 5-6 τραγούδια με στίχους του. Την ημέρα που γράφαμε με το Ζευγά τα τραγούδια, μου λέει ο Πατσιφάς, «Μέτσικα εγώ σε πήρα εδώ στην εταιρεία, γιατί πιστεύω στο ταλέντο σου. Έχουμε βέβαια τον Πουλόπουλο και άλλους τραγουδιστές, αλλά θα πηγαίνεις κάθε Τετάρτη και Παρασκευή στο στούντιο στην Columbia, θα έρχονται οι νέοι τραγουδιστές και θέλω να μου βγάλεις μία από τις φωνές αυτές». Άρχισαν λοιπόν να έρχονται οι φωνές και μέσα σε 60-65 έρχεται και η Βιτάλη με κρόσια… Ελένη Λαβίδα τη λέγανε. «Τι θα μας τραγουδήσετε;» της λέω. Και μου απαντά «Τη “χελιδόνα” της Χαρούλας Αλεξίου», το δικό μου τραγούδι δηλαδή. «Τι τραγούδι είναι αυτό;» της λέω… Λέει «Της Χαρούλας, τη χελιδόνα, δεν το ξέρετε; Το Μάη». «Το ξέρω» της λέω «εσύ το ξέρεις;» «Βέβαια» μου λέει. Και μου τραγουδάει το «Μάη» μαζί με τον Καρακατσάνη στο πιάνο… Ανατρίχιασα…

Ακόμα δεν ήξερε ότι είναι δικό σου;
Γ.Μ: Όχι δεν ήξερε. Και λέω στον Γιαννακόπουλο τον ηχολήπτη «Κράτησέ το, δεν είδες; κάγκελο η τρίχα». Μου λέει «Και μένα μου άρεσε». Έρχεται κι ο Πατσιφάς και του λέω «Γράψαμε τα τραγούδια με το Ζευγά» «Καμιά φωνή;» μου λέει… «Σου βρήκα ένα το διαμάντι» του λέω. «Τα εκατομμύρια… Αλλά μην την πετάξεις. Μου πέταξες τον Παπακωνσταντίνου, εάν μου διώξεις κι αυτή τη φωνή, θα σηκωθώ κι εγώ να φύγω». «Ποια είναι αυτή;» μου λέει ο Πατσιφάς. «Της έχω πει να καθίσει στο μπαρ, είναι με τη μάνα της, είναι μια μικρούλα 18 χρονών, αλλά μη μου τη διώξεις». «Φέρτην εδώ» μου είπε… Όταν την είδε λοιπόν μου λέει «Μα αυτή είναι τσιγγάνα». «Πού είναι το πρόβλημα κύριε Πατσιφά; Ρατσιστής είστε; Οι τσιγγάνες και οι νέγρες έχουν δώσει μαθήματα σ’ όλο τον κόσμο» του λέω. «Ναι, αλλά το όνομα Λαβίδα δεν μου αρέσει» «Εκεί θα κολλήσουμε;» του λέω. «Μα όνομα είναι αυτό; Λαβίδα; Βίδα…» Ήταν Παρασκευή. Του λέω «Φώναξε την κοπέλα να έρθει τη Δευτέρα, να της υπογράψεις ένα συμβόλαιο και θα βρούμε το όνομα» «Ε, τι όνομα θα της βγάλουμε;» «Μου ήρθε τώρα…Βιτάλη…» του απαντώ. «Καλό ακούγεται», μου λέει. «Φώναξέ την να της πούμε πως αν υπογράψει συμβόλαιο, καλλιτεχνικά θα ακούγεται στον κόσμο σαν Ελένη Βιτάλη». Οπότε του λέω «Τόσοι παπάδες έχουν αλλάξει τα ονόματά τους, εμείς σ’ έναν καλλιτέχνη δεν θα αλλάξουμε;» Ο δε Καρακατσάνης να χτυπιέται από τα γέλια. Έρχεται λοιπόν η Βιτάλη και της λέει: «Δεσποινίς μου, χάρη στον κύριο Μέτσικα, θα ’ρθείτε τη Δευτέρα να συζητήσουμε για το συμβόλαιο. Αλλά με μία προϋπόθεση. Θα αλλάξουμε το όνομά σου. Θα ακούγεσαι καλλιτεχνικά σαν Ελένη Βιτάλη». «Δεν έχω πρόβλημα κύριε Πατσιφά» του απάντησε η Ελένη. Ήρθε λοιπόν και υπογράψανε το συμβόλαιο.

Το «Χωρίς δεκάρα» με το οποίο συμμετείχατε με τη Βιτάλη στο Φεστιβάλ τραγουδιού του ’74 πώς προέκυψε;
Γ.Μ: Εκείνη την εποχή λοιπόν μου είπε ο Πατσιφάς πως δεν ήθελε διανοουμενίστικο στίχο, αλλά στίχο για να κάνουμε επιτυχία. Εγώ του είπα «κύριε Πατσιφά, εγώ είμαι ποιητής, φέρε μου στιχουργούς να προχωρήσουμε να κάνουμε σουξέ». Και μεταξύ άλλων μου φέρνει και τη δημοσιογράφο τη Βαρβάρα Τσιμπούλη που μου έγραψε το «Χωρίς δεκάρα». Αυτό έγινε μεγαλύτερη επιτυχία και από το «Ήταν άνθρωπος δικός μας» και από τον «Μάη». Ο Καρακατσάνης ο Τάσος, που είναι ένας από τους σπουδαίους μουσικούς αλλά και ο Αργύρης ο Κουνάδης ο μουσικολόγος, μου λέει «Έχεις καταλάβει Μέτσικα, που γράφεις από ένστικτο, τι έχεις κάνει στο “Χωρίς δεκάρα”;» «Το ‘χω καταλάβει. Θα σου πω τι έχω καταλάβει εγώ και μετά θα με διορθώσεις εσύ». Τον λάτρευα τον Αργύρη Κουνάδη, τον γνώρισα από τον Βαγγέλη Γκούφα. «Έκανα ένα εγχείρημα, αν πετύχει, πέτυχε. Αν αποτύχει θα με βρίζουνε. Το κουπλέ είναι γραμμένο πάνω στην παγκόσμια κλασική μουσική, το δε ρεφραίν, είναι στην παραδοσιακή μας μουσική. Πάντρεψα αυτά τα δύο στοιχεία, μ ’έναν μικρό μετατονισμό και έγινε αυτό το τραγούδι».

Όπως μου λες τώρα, την Ελένη Βιτάλη την έβγαλες εσύ. Δισκογραφικά όμως συνεργάστηκε πρώτα με τον Αργύρη Κουνάδη και τον Βαγγέλη Γκούφα στο δίσκο «Δεν περισσεύει υπομονή» μαζί με τη Σωτηρία Μπέλλου…
Γ.Μ: Το 1973, όταν η Βιτάλη υπέγραψε το συμβόλαιο με τη Lyra, ο Κουνάδης μου τη ζήτησε. «Μέτσικα θα μου δανείσεις τη Βιτάλη να γράψουμε;» μου είπε… «Φιλαράκι είναι ο Βαγγέλης ο Γκούφας, να μη σου τη δανείσω;» του λέω. Μου ζήτησε την άδεια, γιατί είχαμε υπογράψει συμβόλαιο με τον Πατσιφά, πως εάν βγάλω μία φωνή, οι πρώτοι τρεις δίσκοι θα είναι δικοί μου. Κι επειδή είχα αδυναμία και στον Γκούφα και στον Κουνάδη, δεν μπορούσα να τους χαλάσω το χατίρι.

Και επιστρέφουμε στο Φεστιβάλ Τραγουδιού…
Γ.Μ: Από τότε λοιπόν άρχισε να με πιέζει ο Πατσιφάς να ετοιμάσω τραγούδια να τα στείλουμε στο φεστιβάλ. Ετοίμασα 4-5 και μου τα απέρριψε όλα. Για το «Χωρίς δεκάρα» μου είπε «Αυτό είναι για τα σκουπίδια…» «Εντάξει κύριε Πατσιφά, δεν μπορώ να γράψω αυτό που θέλεις. Αφού μου πετάς τραγούδια επιτυχίες…» «Έχεις ταλέντο, θα γράψεις τραγούδια που να μας αρέσουν όλους, να ξεσηκώσουμε την Ελλάδα». «Εντάξει κύριε Πατσιφά…». Λέω λοιπόν στη Βιτάλη «Κοίταξε από αύριο αρχίζουμε πρόβα στου Καρακατσάνη, θα στείλουμε το “Χωρίς δεκάρα” κι ένα άλλο» δεν θυμάμαι τώρα ποιο ήταν το άλλο. « A υτό το τραγούδι είναι επιτυχία Ελένη, είναι γρήγορο, είναι εύκολο, τραγουδιέται εύκολα…» Μου λέει «Κι εμένα μου αρέσει» Λέει κι ο Καρακατσάνης, ο οποίος ήταν μουσικάρα «Ελένη αυτά που σου λέει ο Γιάννης είναι αλήθεια…» Πάμε στο σπίτι του Καρακατσάνη, κάνουμε την πρόβα κι επειδή το τραγούδι κανονικά είχε και χορωδία, την παριστάνανε η Βίσση, ο Καρβέλας, ο Καρακατσάνης, όλοι αυτοί ήταν εκεί. Το στείλαμε λοιπόν το τραγούδι, ακόμα τότε είχαμε χούντα. Και μου λέει ο Πατσιφάς: «Μέτσικα, τώρα που σχεδόν γκρεμίζεται η χούντα, όλοι οι Έλληνες δημιουργοί θα ξαναστείλουνε πίσω τα τραγούδια που είχανε στείλει και τα ακύρωσε η χούντα. Στην προεδρία της επιτροπής είναι ο Μάνος Χατζιδάκις. Γιατί δεν έστειλες τραγούδι, τώρα που ο Χατζιδάκις είναι δικός μας;» Βγαίνουν τα αποτελέσματα της προκριματικής επιτροπής με πρόεδρο το Χατζιδάκι και ανάμεσα σε 860 τραγούδια βγαίνει πρώτο το «Χωρίς δεκάρα». Παίρνω τρεις εφημερίδες και πάω πρωί, πρωί στην εταιρεία. Οπότε με βλέπει ο Πατσιφάς και μου λέει «Τι ήρθες εδώ, δεν έστειλες τραγούδι να κάνουμε κάτι;».

Ο Πατσιφάς δεν ήξερε ακόμα τίποτα;
Γ.Μ: Δεν ήξερε… Εμένα με πήρε από τις 6 το πρωί ένας φίλος μου και μου είπε πως βγήκε πρώτο το τραγούδι. «Κάτσε κύριε Πατσιφά και διάβασε». «Είχες στείλει τραγούδι στο φεστιβάλ;» «Είναι αυτό που το πέταξες στα σκουπίδια…» «Ωραία, ωραία, θα δούμε στον κόσμο τι απήχηση θα έχει…» Τότε το φεστιβάλ ήταν τριήμερο. Την πρώτη μέρα έβγαιναν 20 τραγούδια, τη δεύτερη τα 10 και την τρίτη μέρα ήταν ο τελικός. Την πρώτη μέρα που ξεσήκωσε η Βιτάλη το Παλαί ντε σπορ, δεν είχε πάει κανένας εκπρόσωπος από την εταιρεία. Μόλις βλέπουν στην τηλεόραση τι έγινε με το «Χωρίς δεκάρα», την άλλη μέρα έκλεισαν την εταιρεία και ήρθε ο Πατσιφάς με το επιτελείο του με μια ανθοδέσμη. «Κύριε Μέτσικα, αυτή είναι για σας…» «Κύριε Πατσιφά πώς ευαισθητοποιηθήκατε;» του είπα. «Άνθρωπος είμαι κι εγώ, είδα τον κόσμο, συγκινήθηκα και, ήρθαμε εδώ να σας ενθαρρύνουμε, να προχωρήσετε…» Ο Πατσιφάς ήταν πάρα πολύ ιδιόρρυθμος, αλλά είχε κουλτούρα, ήταν διανοούμενος, ήταν φίλος του Οδυσσέα Ελύτη, του Καραγάτση… Η εταιρεία Ίκαρος, που εξέδιδε τα έργα του ο Ελύτης, ήταν του Πατσιφά.

Τι έγινε και στα τελικά το τραγούδι δεν βγήκε στις τρεις πρώτες θέσεις;
Γ.Μ: Στην προκριματική επιτροπή του φεστιβάλ υπήρχανε τα παράσιτα και τα υπολείμματα της χούντας και δυστυχώς επειδή εμένα με είχαν για κομμούνα, είπανε «Θα του δώσουμε και βραβείο να πάρει και χρήματα;» Γιατί υπήρχε και οικονομικό έπαθλο. Κάποια στιγμή ήρθε ο Γιώργος Παπαστεφάνου, ο οποίος με διαφήμιζε στις εκπομπές της Lyra, με τα τραγούδια του Ζευγά και μου λέει «Ρε Μέτσικα έρχονται βρισίματα απ’ όλη την Ελλάδα, από τα νησιά, από την Ήπειρο και μας λένε αλήτες, το τραγούδι μας είναι το “Χωρίς δεκάρα”. Μάλλον πήρανε ψήφους απ’ τους δικούς σου και δώσανε στους δικούς τους» Μου φάγανε τις ψήφους! Και τελικά ψηφίστηκε σαν τραγούδι του κοινού. Θυμάμαι στο φεστιβάλ, χορεύανε και πετάγανε τα σακάκια μέσα.

Το πιο τρανταχτό ντοκουμέντο, από το οποίο φαίνεται η αποδοχή του κοινού, είναι ο δίσκος που κυκλοφόρησε μετά με τη ζωντανή ηχογράφηση εκείνης της βραδιάς… Ακούγεται καθαρά η διαφορά στον ενθουσιασμό του κόσμου στο δικό σου το τραγούδι, σε σχέση με τα άλλα που βραβεύθηκαν.
Γ.Μ: Να φανταστείς πως εγώ δεν τον έχω αυτό τον δίσκο! Αργότερα ηχογράφησα το τραγούδι σε 45άρι κι από την άλλη έβαλα το «Μικρό μου εργατάκι». Η Βιτάλη, βέβαια όταν βγαίνει σε συνεντεύξεις, αποφεύγει να λέει πως ξεκίνησε μαζί μου και δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί…

Τα επόμενα χρόνια, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, απείχες από τη δισκογραφία. Ήταν συνειδητή επιλογή αυτό;
Γ.Μ: Ναι… Στη Minos είχε ήδη κλείσει ο δρόμος, έκανα μερικά ακόμα τραγούδια με τη Βιτάλη στη Lyra, αλλά ο Πατσιφάς δεν μου τα προωθούσε. Βρήκα κάποιες άλλες φωνές, κάποιον Ανδρέα Διλβόη, που το 1983 είπε σε δίσκο και της «Δάφνης τα φύλλα», μαζί με άλλα τρία τραγούδια, σε στίχους Γκούφα, Φακίνου και δικούς μου. Αυτός ήταν ένας Κρητικός που τον γνώρισα σ’ ένα ταξίδι στην Κρήτη… Το 1994 ο Λίνος Κόκοτος μελοποίησε ένα ποίημά μου με τίτλο «Το αγέρινό σου βλέμμα» και το είπε ο Νίκος Ανδρουλάκης στο δίσκο «Ζωγραφιές και χρώματα». Αυτή ήταν και η τελευταία κατάθεσή μου στη δισκογραφία, την οποία και σιχάθηκα Θανάση… Eγώ βέβαια είχα και την άλλη μου δουλειά, ήμουν πωλητής στην Αθήνα κι επειδή είχα απογοητευθεί από πολλά, δεν ασχολήθηκα παραπάνω. Κάποιες φορές πήγα σε εκδηλώσεις και παρουσίασα τον ποιητικό μου λόγο. Ασχολήθηκα περισσότερο με την ποίηση γιατί εκτονώνεται η ψυχή μου. Είναι άλλο πράγμα ο ποιητικός λόγος κι άλλο μια στιχοπλοκή για ένα τραγούδι. Και εκτός απ’ όλα αυτά είχα δώσει το βάρος στην κόρη μου τη Χριστίνα, για να τελειώσει τις σπουδές της…

Αν δεν απατώμαι η κόρη σου ακολούθησε το δρόμο του τραγουδιού…
Γ.Μ: Όντως η κόρη μου ασχολείται με το καλό τραγούδι, όχι σκυλάδικα κλπ και συνεργάζεται με το συνθέτη, μουσικό και δάσκαλο μουσικής Alexander Spitzing, ο οποίος είναι γερμανικής καταγωγής και εργάζεται ως επαγγελματίας μουσικός στην Αθήνα, που ζει από το 1988. Παίζει και μελετά την ελληνική μουσική. Πρόσφατα μάλιστα η Χριστίνα συμμετείχε σ’ ένα cd με τίτλο «Ικαρίας Μέθεξις» με τραγούδια από την Ικαρία. Έχει ωραίο χρώμα η φωνή της και της έχω δώσει όλα τα τραγούδια μου, αν θέλει να παίρνει και να λέει, για να μη χαθούν και τα τραγούδια. «Πάρε τα έργα κι εγώ θα πάω να αράξω στο χωριό» της είπα. Ο στόχος μας είναι σε κάποια φάση που θα βρούμε την ευκαιρία, να επιλέξουμε κάποια τραγούδια δικά της και δικά μου για να κάνει ένα cd…

Ευχαριστούμε το Γιάννη Μέτσικα για την παραχώρηση των φωτογραφιών, των ποιημάτων και του ηχητικού ντοκουμέντου με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Ευχαριστούμε επίσης το φίλο και συνεργάτη Θοδωρή Χαϊκάλη για την τεχνική επεξεργασία των εξωφύλλων των Lp’s.

Video

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!