Ελευθερία Αρβανιτάκη: «Κλείστε την τηλεόραση και βγείτε έξω…»

Μια παλαιότερη μεγάλη συνέντευξη της Ελευθερίας Αρβανιτάκη στο Ogdoo.gr
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Η Ελευθερία Αρβανιτάκη γεννήθηκε 17 Οκτωβρίου στον Πειραιά. Με αυτή την αφορμή σκέφτηκα σήμερα να επαναφέρω στην επικαιρότητα μια συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει στις 17 Ιανουαρίου του 2009 στη Θεσσαλονίκη, όπου βρέθηκε τότε με αφορμή τις παραστάσεις της με την Δήμητρα Γαλάνη.

Τριάντα χρόνια σχεδόν, μετά την πρώτη συνάντησή της με την «Οπισθοδρομική Κομπανία», μιλήσαμε για μερικούς από τους σημαντικούς «σταθμούς» της πορείας της στο τραγούδι, για τη συνεργασία της, τότε, με την Δήμητρα Γαλάνη, για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, για την κατάσταση στη δισκογραφία αλλά για πολλά ακόμα ενδιαφέροντα, πιστεύω… Σκόπιμα και για να μην υπάρξει σύγχυση στους αναγνώστες, έχουν αφαιρεθεί κάποια μικρά σημεία σχετικά με την επικαιρότητα της εποχής…

Θυμάμαι πως η κουβέντα κύλησε σα νερό… Θυμάμαι επίσης, πως η Ελευθερία ήταν από τους πιο ευχάριστους συνομιλητές που έχω συναντήσει…

Ικαρία, Παξοί και πρώτα ακούσματα


Η καταγωγή σου είναι από δυο νησιά. Την Ικαρία και τους Παξούς. Από δυο τελείως αντίθετους μουσικούς κόσμους. Ποια ήταν τα πρώτα σου ακούσματα;
Βέβαια… Από τη μια τα Επτάνησα και από την άλλη το Αιγαίο. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά. Άκουγα αυτά που έπαιζε το ελληνικό ραδιόφωνο. Ήταν η κουλτούρα της πόλης. Τα καλοκαίρια όμως κατέβαινα στην Ικαρία. Όλα μου τα καλοκαίρια, μέχρι 17 χρονών ήμουν για τρεις μήνες στο νησί, που επίσης έπαιξε έναν πολύ σημαντικό ρόλο στα ακούσματά μου. Ήμουν πολύ κοντά σ’ αυτό που λέγαμε μουσική των νησιών. Εκεί υπάρχουν τα διάσημα πανηγύρια, όπου δεν παίζονταν μόνο νησιώτικα τραγούδια αλλά και ευρωπαϊκά, τα οποία ήταν πολύ ωραία και παίζονται ακόμα. Με τους Παξούς δεν είχα τόσο στενή σχέση… Έχω τώρα βέβαια, τα τελευταία χρόνια πηγαίνω συχνά στο νησί αλλά τα ακούσματά μου είναι περισσότερο απ ’το Αιγαίο.

Σαββόπουλος & «Οπισθοδρομική Κομπανία»


Αυτό θα έλεγα πως βγαίνει και από τις ερμηνείες σου, ειδικά των πρώτων χρόνων… Κάποιος που δεν ξέρει δηλαδή, ενδεχομένως να σκεφτεί πως αυτό το κορίτσι που τραγουδά, ακόμα και στα ρεμπέτικα, έχει νησιώτικη καταγωγή. Ας πάμε όμως στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 που ξεκινάς με την Οπισθοδρομική Κομπανία και το Διονύση Σαββόπουλο
Αυτό ξεκινά εντελώς τυχαία. Τα παιδιά τα γνώρισα σε διακοπές το καλοκαίρι του ’79 στη Σκόπελο που έπαιζαν και παράλληλα έκαναν τις διακοπές τους. Ήταν ένα σχήμα που μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση. Ήδη ήξερα για κάποια παιδιά τα οποία πήγαιναν σε ταβέρνες, τραγουδούσαν ρεμπέτικα και βγάζανε καπέλο. Ήταν όλοι ερασιτέχνες, δεν ήταν επαγγελματίες μουσικοί και το έκαναν αυτό από μια τεράστια αγάπη για το ρεμπέτικο. Άλλοι ήταν ηθοποιοί, άλλοι φοιτητές, άλλοι γραφίστες, δεν ήταν επαγγελματίες. Ήταν απλώς εκείνη η εποχή που το ρεμπέτικο είχε μπει στη νεολαία και ήταν σα να ανακαλύπταμε ξανά τον τόπο μας. Ήταν σα να ανακαλύπταμε την ιστορία μας. Ήταν σα να σηκώθηκε ένα πέπλο και να ανακαλύφθηκε ένας κόσμος της ιστορίας της μουσικής της Ελλάδας, το οποίο ήταν τόσο γοητευτικό και τόσο δυνατό. Για μένα το πρώτο άκουσμα και η πρώτη πληροφορία ήρθε από τον Μάνο Χατζιδάκι και το δίσκο «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη» με διασκευασμένα ρεμπέτικα. Από κει και πέρα άρχισαν να κυκλοφορούν μεταξύ των φοιτητών κυρίως, κασέτες με ρεμπέτικα κι έτσι έφτασαν στα χέρια μου τα τραγούδια αυτά. Κάποιος φίλος έφυγε φαντάρος, μου άφησε αυτή τη μουσική και την ερωτεύτηκα. Μουσική άκουγα πάντα, αλλά τότε υπήρχε ένα έντονο κλίμα στον κόσμο γύρω απ’ αυτό το είδος,  ήταν κάτι που έβγαινε υπόγεια και ήταν και πάρα πολύ ενδιαφέρον.

Εκείνη την εποχή άρχισαν να εμφανίζονται και οι πρώτες κομπανίες.
Είχε βγει μόνο η «Ρεμπέτικη Κομπανία» η οποία όμως έκανε κάποιες ειδικές συναυλίες και είχε ηχογραφήσει ένα άλμπουμ τότε. Εμείς, τα παιδιά μάλλον, είχανε ξεκινήσει και παίζανε σε ταβέρνες μικρές, σε συγκεντρώσεις με πολλή αγάπη και πολύ φανατισμό, με καλώς εννοούμενο φανατισμό. Τότε ξεκινούσε στην Αθήνα ο Σαββόπουλος τις παραστάσεις με τον τίτλο «Γιγαντεώρημα» και τα παιδιά μου είπαν «εμείς έχουμε μια πρόταση, θες να ‘ρθεις;» Και είπα κι εγώ «γιατί όχι;» Και βεβαίως να είμαι και δίπλα στο Διονύση Σαββόπουλο που ήταν ίνδαλμά μου, ήταν ένας μουσικός από τον οποίο ήξερα τα πάντα…Ήμουν αυτό που λέμε «Σαββοπουλική»… Έτσι ξεκίνησε αυτή η ιστορία…

«Και τα μάτια κι η καρδιά»


Ας κάνουμε ένα άλμα στο σήμερα και στο νέο πολυσυλλεκτικό σου δίσκο «Και τα μάτια κι η καρδιά». Ένα δίσκο με latin, αλλά και ethnic «χρώματα»… Πες μας δυο λόγια γι’ αυτή τη δουλειά…
Αυτό που λέγεται ethnic στην παγκόσμια σκηνή είναι αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα έτσι κι αλλιώς. Ότι δηλαδή έχει εντοπιότητα, με όσες ενορχηστρωτικές επιρροές και να έχει, «μπερδέματα» πολιτισμών δηλαδή, είναι ethnic. Εμείς είμαστε κατεξοχήν φορείς ethnic μουσικής, εκτός από τους καλλιτέχνες που ασχολούνται με την Pop και τη Rock σκηνή οι οποίοι κι αυτοί έχουν ένα ελληνικό στοιχείο, που τους κάνει να έχουν μιαν άλλη «μυρωδιά» από την κανονική Pop και Rock μουσική. Άρα, για μένα, είναι μια συνέχεια όλο αυτό, δεν είναι κάτι διαφορετικό τώρα. Το διαφορετικό που έχει αυτή η δουλειά είναι η συνάντηση μ’ έναν πολύ σημαντικό παραγωγό της Ισπανίας, τον Χαβιέ Λιμόν, που πρόκειται για έναν μουσικό, συνθέτη, στιχουργό, ηχολήπτη και παραγωγό, ο οποίος έχει πάρει δυο βραβεία Grammy, είναι ένας εκπληκτικός κιθαρίστας και κάνει παραγωγές που τον ενδιαφέρουν. Είναι μια μεγάλη μορφή στην Ισπανική σκηνή. Αυτή η συνάντηση έγινε πριν δυόμιση χρόνια, εγώ θα ετοίμαζα τότε το επόμενο άλμπουμ και έπεσε η ιδέα να το κάνουμε παρέα. Με αφορμή βεβαίως το ότι πηγαίνω πολύ συχνά στην Ισπανία, κάνω πολλές συναυλίες, όλοι μου οι δίσκοι κυκλοφορούν εκεί, οπότε ήταν μια πρόκληση. Δεν θεωρώ δηλαδή ότι έγινε κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που κάνω μέχρι τώρα…Η συνάντηση αυτή για μένα είναι σημαντική, γιατί είναι πολύ σημαντική αυτή η προσωπικότητα.

Νίκος Ξυδάκης


O προηγούμενος δίσκος «Γρήγορα η ώρα πέρασε» σε μουσική του Νίκου Ξυδάκη ήταν κάπως «δύσκολος»… Κάπως «βαρύ» θα τον χαρακτήριζα. Είχε εμπορική επιτυχία;
Είχε μεγάλη επιτυχία. Ήταν πιο «εσωτερικός» δίσκος.

Αυτός είναι πιο σωστός χαρακτηρισμός από το δικό μου.
Είναι ένας δίσκος που χρειάζεται μιαν άλλη προσοχή για να τον ακούσεις και να τον παρακολουθήσεις και, κατά τη γνώμη μου, είναι ένας πολύ σωστός τρόπος να 'σαι στη μουσική. Βεβαίως υπάρχει κι ο άλλος τρόπος ο οποίος είναι, ας πούμε, πιο εύπλαστος… Στο δίσκο που κάναμε με το Νίκο υπάρχει μια καινοτομία. Είναι ένας δίσκος με έγχορδα. Όλα αυτά τα κομμάτια τα μαζεύαμε επί οκτώ χρόνια. Ο δίσκος είχε πολύ μεγάλη επιτυχία με την έννοια ότι έγινε χρυσός μέσα σε ενάμιση μήνα και ότι ακόμα πουλάει και ίσως να γίνει και πλατινένιος. Θέλω να πω ότι έχει σταθερές πωλήσεις.

Ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς συνεργασιών με τον Ξυδάκη στου οποίου τις δουλειές συμμετείχες επανειλημμένα όλα αυτά τα χρόνια…
Nαι, ήταν αποτέλεσμα μιας κοινής πορείας που έχουμε με το Νίκο, όλα αυτά τα χρόνια. Στις παραστάσεις που κάναμε υπήρχαν και καινούργια τραγούδια που δοκιμάζαμε πάντα, τα κρατάγαμε, τα αλλάζαμε και κάποια στιγμή αυτό το υλικό μαζεύτηκε από μόνο του και ήρθε η στιγμή που αποφασίσαμε να κάνουμε κι ένα δίσκο μαζί. Ούτως ή άλλως, έχουμε άλλον έναν ολόκληρο δίσκο, άλλα δώδεκα τραγούδια «σκόρπια», είτε στους δικούς μου δίσκους, είτε στις συμμετοχές που κάνω εγώ πάντα με το Νίκο.

Παπαδημητρίου και «Τραγούδια για τους μήνες»


Το 1996 ηχογραφείς το δίσκο «Τραγούδια για τους μήνες» με τον Δημήτρη Παπαδημητρίου. Κατά την προσωπική μου άποψη είναι μια από τις ολοκληρωμένες σου δουλειές μέχρι σήμερα. Πολλά τραγούδια έγιναν επιτυχίες και έμειναν διαχρονικά. Λαϊκό δίσκο θα τον χαρακτήριζα.
Είναι λαϊκός δίσκος. Και είχε και πολλές πωλήσεις… Πάνω από 110.000.

Πες μας, δυο λόγια γι’ αυτή τη συνεργασία.
Να σου πω πολλά, όχι μόνο δυο λόγια. Με τον Δημήτρη συναντηθήκαμε για να κάνουμε κάποια τραγούδια για την τηλεόραση, για την σειρά «Αναστασία». Υπήρξε μια χημεία μεγάλη και μια φιλία πια, πέραν της μουσικής. Τον Δημήτρη τον ήξερα, διότι ήξερα πολύ καλά τις μουσικές του για τον κινηματογράφο που ήταν εκπληκτικές. Η  συνάντησή μας αυτή τότε - και η δική μου και της Λίνας της Νικολακοπούλου με τον Δημήτρη - άφησε «στίγματα» και «αποτυπώματα» γερά. Εκείνη την εποχή ετοίμαζα «Τα κορμιά και τα μαχαίρια». Είχα αποφασίσει μετά το «Μένω εκτός» να συναντηθώ με τον Αra Dinkjian και να κάνουμε έναν ολόκληρο δίσκο παρέα. Κι εκεί ζήτησα από τον Δημήτρη να αναλάβει την παραγωγή του ήχου και να κάνουμε μαζί την παραγωγή του δίσκου. Η πρώτη μας συνεργασία λοιπόν ήταν στα «Κορμιά και τα μαχαίρια» όπου ο Δημήτρης ανέλαβε τις ενορχηστρώσεις. Και ενώ δουλεύαμε για αυτό το δίσκο, ετοιμάζαμε σιγά-σιγά τα «Τραγούδια για τους μήνες». Κάποια απ’ αυτά τα είχε ήδη ο Δημήτρης, μου τα έπαιξε και είπα «Ο.k». Θα ήταν πολύ πιο φυσικό να ‘βγαζα τον επόμενο δίσκο και να ’τανε πάλι κοντά στο κλίμα που βγάλαμε τότε με τον Αra Dinkjian. Εκεί ήταν εντυπωσιακός ο ήχος και εντυπωσιακή και η επιτυχία του δίσκου. Επειδή μ’ αρέσει να «πηδάω», να κάνω άλλα πράγματα, να αλλάζω, να μη γίνεται συνέχεια το ίδιο κι επειδή βεβαίως είχα συνδεθεί πάρα πολύ με κάποια τραγούδια που είχα ακούσει τότε από τον Δημήτρη, αρχίσαμε να δουλεύουμε αυτό το άλμπουμ. O Δημήτρης είναι μια πολύ σπουδαία περίπτωση, είναι ένας πολύ σπουδαίος μουσικός, ένας άνθρωπος βαθιά μορφωμένος με πολύ καλές σπουδές, αλλά αυτό δεν λέει τίποτα γιατί πάνω απ' όλα είναι το ταλέντο του και η ευφυΐα του. 

Γράφονται σήμερα λαϊκά τραγούδια;
Υπάρχει λαϊκή κοινωνία;

Δεν υπάρχει;
Υπάρχει; Υπάρχει αλλά μ’ έναν άλλον τρόπο πια… Λαϊκά τραγούδια… Πώς μπορούμε να το ορίσουμε το λαϊκό τραγούδι; Μ’ ένα ζεϊμπέκικο κι ένα χασαποσέρβικο; Ένα τσιφτετέλι;

Μήπως τελικά, μεγάλο ρόλο για την «ταυτότητα» ενός τραγουδιού παίζει η ενορχήστρωσή του; Σήμερα, τα περισσότερα τραγούδια αρκετών από τους τραγουδιστές που έχουν χαρακτηρισθεί ως λαϊκοί, ενορχηστρώνονται με σύγχρονο και πιο ηλεκτρονικό ήχο. Κλασσικό παράδειγμα και ο πρόσφατος δικός σου δίσκος το «Όλα στο φως». Γιατί συμβαίνει αυτό και ο ακουστικός ήχος έχει, σχεδόν, εκλείψει;
Όχι, υπάρχει και ο ακουστικός ήχος. Ο Μάλαμας έχει ακουστικό ήχο. Και φτιάχνει και ροκ δίσκους και φτιάχνει και μίξεις.

Εννοώ έναν ήχο, όπως είχε για παράδειγμα, ο δίσκος με τον Παπαδημητρίου, που αναφέραμε πριν.
Ο δίσκος του Παπαδημητρίου είναι ένας έντεχνος δίσκος ο οποίος έχει βιολιά κλπ, δεν είναι λαϊκός δίσκος, είναι λαϊκό αίσθημα. Δεν είναι λαϊκός δίσκος με μπουζούκια, κιθάρες, πιάνα και μπάσα. Που είναι ένας άλλος ήχος πάρα πολύ ωραίος αλλά είναι μιας άλλης χρονικής περιόδου, έτσι; Τα χρόνια έρχονται και ο κάθε καινούργιος καλλιτέχνης που θα βγει πια, κουβαλάει και μία μεγαλύτερη πληροφορία ήχων. Ζει σε ένα περιβάλλον λοιπόν, το οποίο αλλάζει. Σ' αυτές τις αλλαγές επάνω θα υπάρχουν κι αλλαγές στον ήχο και πολλές φορές αυτά είναι πολύ ενδιαφέροντα. Ακόμα και στην «Οπισθοδρομική» όταν παίζαμε, δεν μιμηθήκαμε έναν τρόπο. Τα παίξαμε πολύ πιο νεανικά, πολύ πιο «μπιτάτα», πολύ πιο διαφορετικά. Δεν αντιγράψαμε κάτι…Βάλαμε και την προσωπική μας αισθητική εκεί. Και δεν μπορεί να συνεχίσει αλλιώς, δεν μπορείς να είσαι συνέχεια σ’ ένα πράγμα το οποίο αφορά άλλες δεκαετίες. Αυτό αλλάζει…

Σπανουδάκης και «Κοντραμπάντο»


Τo 1986 κυκλοφορεί το «Κοντραμπάντο». Ένας δίσκος «σταθμός» τόσο για σένα όσο και για την ελληνική μουσική. Ο Σπανουδάκης εισήγαγε ένα νέο ήχο εκείνη την εποχή στο τραγούδι. Είχε γράψει κάποια ορχηστρικά πριν, αλλά στο τραγούδι δε νομίζω να είχε ξανακουστεί αυτός ο ήχος.
Βέβαια ήταν ένας καινούργιος ήχος, γενικότερα στην ελληνική δισκογραφία.

Θυμάμαι, πόση έκπληξη μου έκανε η «Ακτή» κι αυτός ο «περίεργος» ήχος, για τα δικά μου αυτιά, όταν την πρωτοάκουσα στο ραδιόφωνο…
Έφερε έναν καινούργιο ήχο και μια καινούργια αίσθηση… Κι αυτός ο δίσκος είναι ethnic, μ' αυτή τη λογική που συζητάμε. Είναι ένας δίσκος ο οποίος έχει pop στοιχεία, λαϊκά στοιχεία, έχει μια μίξη που κουβαλούσε ο ίδιος ο Σταμάτης τότε… Χρησιμοποιεί ελληνικά όργανα, έχει μια πιο μικτή κουλτούρα και δημιουργεί κι έναν καινούργιο ήχο στην pop σκηνή. Αυτός ο δίσκος λοιπόν είναι ethnic.

«Μένω εκτός»


Το 1991 κυκλοφόρησε άλλος ένας δίσκος «σταθμός» όσον αφορά την ηχητική πρόταση, που ήρθε, κυρίως, μέσα από την ενορχηστρωτική άποψη του Νίκου Αντύπα. Αναφέρομαι στο «Μένω εκτός». Αργότερα ακολούθησαν κι άλλες δουλειές με παρόμοιο ήχο, όπως της Χαρούλας Αλεξίου και της Άλκηστης Πρωτοψάλτη.
Λίγο πριν ο Νίκος Αντύπας με τον Γιάννη το Σπάθα είχανε κάνει τα «Ζεστά ποτά» με τους αδελφούς Κατσιμίχα. Όταν άκουσα  αυτό τον ήχο «τρελάθηκα». Τότε έκανα την πρόταση στον Αντύπα, μάζεψα αυτό το υλικό, συνεργάστηκα με τη Λίνα Νικολακοπούλου που έκανε το μεγαλύτερο ποσοστό των στίχων μέσα στο δίσκο, βρήκα όλα τα κομμάτια και έτσι στήθηκε το «Μένω εκτός».

Κι αυτός ο δίσκος άφησε πολλά διαχρονικά κομμάτια… Κι αν δεν απατώμαι η παραγωγή είχε γίνει από σένα…
Όλο αυτό που σου είπα πριν είναι η παραγωγή. Οι συναντήσεις των ανθρώπων και οι μίξεις, τι  κομμάτια επιλέγεις και πώς επιλέγεις και με ποιους φτιάχνεις το δίσκο, αυτό λέγεται παραγωγή. Από τότε ξεκινάω να έχω την ευθύνη όλων των παραγωγών των δίσκων μου. 

Συμμετοχές


Έχεις κάνει δεκάδες συμμετοχές σε δίσκους άλλων καλλιτεχνών. Αρκετές απ’ αυτές  σε δουλειές του Νίκου Ξυδάκη. Σε πολλές περιπτώσεις τα τραγούδια που είπες έγιναν το σουξέ του δίσκου και επισκίασαν τα υπόλοιπα. Θυμάμαι πρόχειρα «Το κόκκινο φουστάνι», «Στις άκρες απ’ τα μάτια σου», «Ερωτικό», «Στην αρχή των τραγουδιών», «Το μηδέν», «Τα γκρίζα», τα τραγούδια του Μιχάλη Τερζή σε ποίηση του Κωστή Παλαμά και πολλά άλλα…
Γι’ αυτό και μαζεύτηκαν σ’ ένα άλμπουμ πριν τρία χρόνια που λέγεται «Δρόμοι παράλληλοι»…
              
Ξεχωρίζεις ή θυμάσαι ιδιαίτερα κάποια απ’ αυτές τις συμμετοχές;
Να κάθομαι να σου λέω ώρες… Αυτό χρειάζεται να σου μιλάω ώρες…

Μπορούμε να κάνουμε άλλη μια κουβέντα και να μιλήσουμε αποκλειστικά για τις συμμετοχές.
Κανονικά, πρέπει όλοι αυτοί οι άνθρωποι να μιλάνε και να μαζεύονται οι γνώμες τους για μια εγκυκλοπαίδεια, να το πω έτσι, συναντήσεων. Ταυτόχρονα περιγράφουν εποχές, πολιτική κατάσταση, κοινωνική κατάσταση, όλες αυτές που φτιάχνουν ένα τοπίο στην Ελλάδα. Μέσα από την τέχνη και από τις κουβέντες όλων αυτών των ανθρώπων έχεις και την υποκειμενική εικόνα αυτών των εποχών. Αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον πράγμα, που στο εξωτερικό γίνεται κατά κόρον και στην Ελλάδα δεν γίνεται ποτέ. Να μαζευτούν άνθρωποι… Όταν άκουγες τον Ζαμπέτα ή τη Μοσχολιού να μιλάνε, έπαιρνες και μια αίσθηση μιας Ελλάδας και ενός πολιτισμού, εκείνης της εποχής. Οι περισσότεροι που θα μπορούσαν να κάτσουν να περιγράψουν μέσα από τον εαυτό τους τα τραγούδια τους και τις συναντήσεις με άλλους καλλιτέχνες έχουν πεθάνει βεβαίως. Μακάρι αυτή τη στιγμή να μπορούσε να κάτσει κάποιος να σου βγάλει όλο αυτό το μωσαϊκό της απίθανης τέχνης που λέγεται μουσική και ταυτόχρονα και του κοινωνικού γίγνεσθαι εκείνης της περιόδου.

Επιτυχία και τηλεόραση


Τι θεωρείται σήμερα ως επιτυχία; Να ακουστεί ένα τραγούδι 2-3 μήνες στο ραδιόφωνο ή να ακούγεται πάντα;
Κάτσε, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Τι σημαίνει επιτυχία σήμερα; Σημαίνει ένα τραγούδι το οποίο αφορά κόσμο και αντέχει στο χρόνο, έτσι; Αυτό θεωρούνταν πάντα, αυτό θα θεωρείται αιώνια. Ότι αντέξει στο χρόνο και αφορά ψυχές πολλών ανθρώπων για να αντέξει και στο χρόνο. Αυτό θεωρείται επιτυχία. Ο ρόλος των ραδιοφώνων είναι άλλος γιατί μπορεί να ακούσεις πολλά τραγούδια τα οποία να είναι «Νο 1» για πάρα πολύ καιρό και στην ουσία μετά από τρία χρόνια να μην υπάρχουν. Άρα επιτυχία θεωρείται κάτι το οποίο ακούγεται σήμερα πάρα πολύ. Τώρα αν θα αντέξει στο χρόνο είναι άλλη ιστορία. Άλλη η μία επιτυχία, άλλη η άλλη επιτυχία…

Γιατί δεν εμφανίζεσαι συχνά στην τηλεόραση; Και φυσικά θα διαχωρίσω την κρατική από την ιδιωτική… Τη γνώμη σου για την ιδιωτική την φαντάζομαι…
Την έχω πει… «Κλείστε την τηλεόραση και βγείτε έξω…»

Ούτε στην κρατική όμως σε βλέπουμε συχνά…
Δεν είναι να με δεις. Το θέμα είναι ότι δεν υπάρχουν μουσικές εκπομπές. Να πας να δίνεις συνεντεύξεις στην τηλεόραση, το κάνεις μια, το κάνεις δυο αλλά δεν είναι αυτή η δουλειά μου. Η δουλειά μου είναι να παρουσιάζω τη μουσική μου. Αυτός ο τόπος στην τηλεόραση δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Γι’ αυτό δεν με βλέπεις, δεν είναι ότι κρατάω κάποια στάση…

Στο «Στην υγειά μας» για παράδειγμα;
Δεν είναι μουσική εκπομπή αυτό. Είναι ένα γλέντι που γίνεται με αφορμή, ίσως, τους δίσκους κάποιου καλλιτέχνη κι όλα αυτά, αλλά δεν είναι αυτό το οποίο εμένα με καλύπτει. Θα με κάλυπτε κάτι το οποίο ήτανε…

…Κάτι σαν την «Αυλαία» του Γιώργου Κυβέλου για παράδειγμα…
Όπως η «Αυλαία»… Θα μπορούσαν να γίνουν κι  ακόμη καλύτερα πράγματα… Να υπάρχει δηλαδή κοινό και να συναντιούνται καλλιτέχνες, να δημιουργούνε κομμάτια, να πηγαίνει ο άλλος να παρουσιάζει τη δουλειά του με κοινό, αλλά μ’ ένα κοινό πραγματικό έτσι; Όχι μ’ ένα κοινό το οποίο απαρτίζεται από ηθοποιούς κι από δημοσιογράφους… Δεν το καταλαβαίνω…

Όντως… Απορώ γιατί σ’ αυτές τις εκπομπές, στο «Στην υγειά μας» ειδικότερα, υπάρχουν τόσοι καλεσμένοι από διαφορετικούς χώρους, άσχετοι με το θέμα της εκπομπής…
Κι εγώ δεν το καταλαβαίνω. Δεν λέω ότι η εκπομπή είναι κακή, ίσα-ίσα. Απλώς θα ήθελα να είναι πιο συγκεκριμένο αυτό και να ’ναι μία μουσική εκπομπή, όπου δεν πάμε να περάσουμε καλά κάπου, αλλά να έχει καλλιτεχνικό αντικείμενο.

Ελληνική Ραδιοφωνία


Στο cd που συνοδεύει το λεύκωμα που κυκλοφόρησε για τα «70 χρόνια της ελληνικής ραδιοφωνίας» σε επιμέλεια Σιδερή Πρίντεζη, υπάρχει το τραγούδι «Βάλε το δεύτερο» του Σταμάτη Κραουνάκη και της Λίνας Νικολακοπούλου που γράφτηκε για το ραδιόφωνο και το ερμηνεύεις εσύ. Συμμετείχες δε και σε αρκετές ζωντανές ραδιοφωνικές εκπομπές….
Κοίταξε, τότε η ΕΡΤ ήταν «ναός». Κι εγώ όταν μπήκα στην ΕΡΤ αισθάνθηκα ότι μπαίνω σ’ αυτό που λέγεται μουσική. Ήταν ένας χώρος έξω από τους χώρους της νύχτας, δεν είχε καμία σχέση και ήταν τότε το μοναδικό ραδιόφωνο. Δεν υπήρχε ελεύθερη ραδιοφωνία, οπότε έμπαινες στο ναό της μουσικής. Έχουν περάσει από κει τεράστιες προσωπικότητες.

Πιστεύεις πως σήμερα το κρατικό ραδιόφωνο εξακολουθεί να διαφέρει από τα υπόλοιπα; Ή τείνει κι αυτό να «εκσυγχρονιστεί»;
Από τα υπόλοιπα ραδιόφωνα διαφέρει, με την έννοια ότι καταρχήν δεν παίζουν με λίστες. Υπάρχουν παραγωγοί οι οποίοι προτείνουν τραγούδια. Μόνο από την κρατική ραδιοφωνία μπορείς να ακούσεις τραγούδια, τα οποία στο υπόλοιπο ραδιόφωνο δεν ακούγονται… Κλασσικά παλιά λαϊκά τραγούδια…

Διεθνή φεστιβάλ


Όλα αυτά τα χρόνια συμμετείχες σε πολλά διεθνή φεστιβάλ. Ποιες είναι οι εμπειρίες σου; Πώς αντιμετωπίζουν οι ξένοι την Ελληνική μουσική; Καταρχάς, υπάρχουν Έλληνες ή μόνο ξένοι παρακολουθούν αυτές τις συναυλίες;
Όχι, δεν υπάρχουν Έλληνες κι αν υπάρχουν είναι λίγοι. Κυρίως είναι ένα εκπαιδευμένο, μουσικά, κοινό, το οποίο ενδιαφέρεται να ακούσει μουσικές που έχουν επηρεασμούς από άλλες χώρες. Είναι λοιπόν ένα ειδικά εκπαιδευμένο κοινό και γι’ αυτό είναι επιτυχημένες οι συναυλίες στο εξωτερικό. Έρχεται ένα κοινό που ξέρει και είναι ανοιχτό για να ακούσει. Τώρα αν θα του αρέσει ή όχι είναι μια άλλη ιστορία…

«Δυνατά» & «Δρόμοι παράλληλοι»


Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα κυκλοφόρησαν δυο συλλογές, σε δυο εκδόσεις η καθεμιά. Οι «Δρόμοι παράλληλοι» και το «Δυνατά». Γιατί τόσο σύντομα και γιατί δυο εκδόσεις η μία μετά την άλλη; Eδώ μεταφέρω κι ένα παράπονο σημαντικού, πιστεύω, μέρους του αγοραστικού κοινού, που ενώ πρώτα αγοράζει την απλή έκδοση, σ’ ένα μήνα ή σε ένα χρόνο «αναγκάζεται» να πάρει και μια πιο προσεγμένη με ένα dvd ή περισσότερα τραγούδια κλπ. Αυτά είναι αποφάσεις της εταιρείας ή δικές σου;
Κοίταξε, εγώ όταν έκανα «Τα κορμιά και τα μαχαίρια», αμέσως μετά για να γιορτάσουμε τον πλατινένιο δίσκο τότε, αποφασίσαμε να βάλουμε μέσα Live εκτελέσεις από το «Δυνατά», το «Μένω εκτός» κι ένα ορχηστρικό το οποίο το πήραμε από τις συναυλίες. Είναι σα να ανανεώνεις πάλι το ενδιαφέρον του κοινού για ένα cd το οποίο βγήκε και έχει κάνει την πορεία του…

Εκεί μπορεί να είχε κάνει την πορεία του αλλά στην περίπτωση της συλλογής «Δυνατά», σε πολύ λίγο χρόνο από την πρώτη έκδοσή της, βγήκε η συλλεκτική κασετίνα που περιείχε μέσα και το βιβλίο. Έχει τη δυνατότητα ο καταναλωτής σήμερα να ανταποκριθεί σε όλες αυτές τις κυκλοφορίες;
Ναι, αλλά πρόκειται για διαφορετικές τιμές. Πάντα κάνεις μια συλλογή που να έχει ένα φθηνό κόστος και μια συλλογή, όπως θα ήθελες να την κάνεις από την αρχή, αλλά δεν μπορείς, γιατί το κόστος είναι ακριβό. Και γιατί δεν υπάρχει το αγοραστικό κοινό να το καλύψει αυτό. Πάντα λοιπόν κάνεις μια πιο μικρή και πιο οικονομική έκδοση, για να μπορώ να το αγοράσω κι εγώ που δεν έχω τόσα λεφτά να διαθέσω σε μια μεγάλη συλλογή και κάνεις κι αυτό που θα μπορεί να το αγοράσει και κάποιος άλλος,  που στην ουσία είναι αυτό που ήθελες να κάνεις από την αρχή. Αλλά δεν υπάρχει το κοινό να το υποστηρίξει, διότι είναι ακριβό. Στην ουσία αυτό είναι… Θες να κάνεις το άλλο, το πιο καλό. Δεν πας να πεις στον καταναλωτή «εγώ σε εκβιάζω να το πάρεις με τόσα λεφτά», διότι η δισκογραφική για να το βγάλει και να πληρώσει όλο αυτό το υλικό που χρειάζεται μέσα, γραφίστες, φωτογραφίες, υλικό, εργασία, μεγάλο box, όλα αυτά κοστίζουν. Δεν μπορώ εγώ να υποχρεώσω εσένα να πας να το πάρεις ενώ δεν έχεις λεφτά…

Νομίζω πως αν έβγαιναν συγχρόνως, τότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα… Αν δηλαδή οι δυο εκδόσεις του «Δρόμοι παράλληλοι» κυκλοφορούσαν μαζί, εγώ προσωπικά θα έπαιρνα την καλή με το dvd. Αλλά όταν παίρνω την πρώτη έκδοση μόλις κυκλοφορεί και σε ένα μήνα βγαίνει η άλλη με το dvd, νιώθω και λίγο κορόιδο… Θεωρώ δηλαδή πως είναι και λίγο εμπορική η όλη ιστορία.
Δεν είναι όλος ο κόσμος έτσι… Αυτό καταρχήν είναι μια αντιγραφή αυτού που έχουν κάνει στο εξωτερικό. Στο εξωτερικό βγαίνει ένα packaging φθηνό και ένα πιο ακριβό…

Κι οφείλω να σημειώσω πως αυτό δε συμβαίνει μόνο στις δικές σου δουλειές αλλά στων περισσότερων καλλιτεχνών σήμερα…
Μα σου λέω αυτό είναι κάτι που έρχεται από το εξωτερικό κι ο στόχος είναι αυτός. Υπάρχει κι ένας στόχος εμπορικός βέβαια, από την εταιρεία να το κάνει, γιατί ίσως πουλήσει παραπάνω στους συλλέκτες, αλλά από την άλλη επενδύει στην επιθυμία σου, από τη στιγμή που θα κάνεις μια τέτοια συλλογή να μπορέσεις να την εμπλουτίσεις με ότι μπορεί να υπάρχει μέσα. Σου λέει θα κάνουμε τη φθηνή διότι δεν μπορεί ο κόσμος και θα κάνουμε και μερικά κομμάτια από την πιο ακριβή, γιατί αυτά πάντα γίνονται σε πολύ μικρότερες ποσότητες. Ακριβώς γι’αυτό το λόγο, γιατί δεν υπάρχει το αγοραστικό κοινό να τα πάρει. Κατάλαβες; Γι’αυτό γίνονται αυτά λοιπόν. Η επιθυμία η καλλιτεχνική είναι να βγει από την αρχή έτσι. Επειδή όμως είναι ακριβό, δεν μπορεί αυτό το πράγμα να το πάρει ο καθένας. Σου λέει «γιατί δεν το βγάζεις μόνο του να έχω τουλάχιστον τη συλλογή;» Υπάρχει η άλλη πλευρά.

Δισκογραφία και «πειρατεία»


Τελικά πού πάει σήμερα η δισκογραφία; Yπάρχει κοινό που αγοράζει ή τα κατεβάζουν όλοι από το Internet;
Κοίταξε, άλλη είναι η δισκογραφία, άλλη είναι η μουσική. Η μουσική υπάρχει και θα υπάρχει πάντα. Για τη δισκογραφία τώρα… Μηχανισμοί οι οποίοι αλλάζουν πρόσωπο, γιατί αλλάζει όλη η πληροφορία και αλλάζει όλος ο τρόπος με τον οποίον ο καθένας θέλει αυτή τη στιγμή να ακούει τη μουσική του. Σε λίγο θα επιλέγεις στο ραδιόφωνο τι θα ακούς. Σε λίγο το cd θα εξαφανιστεί σαν είδος. Είναι δηλαδή θέμα 3-4 χρόνων…

Εκεί πάει η κατάσταση;
Ε βέβαια. Αυτό που θα έχουμε σε λίγο θα ’ναι το ότι θα μπαίνεις στον καλλιτέχνη σου ο οποίος έχει βγάλει ένα δίσκο, θα έχει βγει στα iTunes που βγαίνει και σήμερα και θα κατεβάζεις το άλμπουμ ή θα κατεβάζεις επιλεκτικά κάποια τραγούδια ή το τραγούδι αυτό που παίζεται στο ραδιόφωνο. Και αν θα ακούσεις 2-3 τραγούδια και σου αρέσουν θα πάρεις και το άλμπουμ. Αλλά εκεί πάμε. Αλλάζει άρδην αυτή η ιστορία και οι δισκογραφικές εταιρείες σε λίγο θα είναι μόνο κάποιοι έμπειροι έμποροι οι οποίοι θα μπορούν να μεσολαβούν ανάμεσα στον καλλιτέχνη και σε διάφορες εταιρείες μέσα στο διαδίκτυο, για να διοχετεύουν τη μουσική σου. Αλλά όλη η ιστορία θα είναι μέσα από το διαδίκτυο.

Και ποια η διαφορά από τις διάφορες παράνομες ιστοσελίδες που κατεβάζεις μουσική;
Στα παράνομα sites κατεβάζεις κακό ήχο. Στα iTunes και εκεί που πουλιέται κανονικά ο δίσκος, η συμπίεση είναι πολύ μικρότερη, άρα αγοράζεις ένα καλλιτεχνικό έργο. Ενώ κατεβάζοντας πρόχειρα και κλεμμένα, αγοράζεις πολύ μεγάλη συμπίεση, άρα δεν έχεις καλλιτεχνικό αντικείμενο, δεν έχεις έργο στο iPod σου, έχεις ένα κακέκτυπο. Οι άνθρωποι οι οποίοι ενδιαφέρονται για τη μουσική θα το αγοράσουν, οι άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται για τη μουσική θα το κλέψουν. Απλά πράγματα…

Συνεργασία με Δήμητρα Γαλάνη


Το πρόγραμμα με τη Δήμητρα Γαλάνη στο Fix αλλά και στην Αθήνα ήταν πολύ επιτυχημένο. Μου άρεσε ιδιαίτερα η εισαγωγή… Θα ήθελα να μου πεις δυο λόγια γι’ αυτή τη συνεργασία αλλά και για το στιγμιότυπο με το karaoke. Εκεί δηλαδή που στη μέση του προγράμματος καλείται κάποιος από το κοινό, να τραγουδήσει, όποιο τραγούδι θέλει, με τη συνοδεία της ορχήστρας σας.
Το 'χαμε σχεδιάσει να γίνει έτσι… Επίσης είχαμε συζητήσει πολύ καιρό να την κάνουμε αυτή τη συνεργασία. Από τις προτεραιότητες που είχε η κάθε μία μας, αποφασίσαμε να την κάνουμε τη χρονιά που πέρασε και να τελειώσει στη Θεσσαλονίκη. Για μας ήταν μια αυτονόητη συνεργασία. Ήταν φυσικό πράγμα να βρεθούμε. Με τη Δήμητρα γνωριζόμαστε πολλά χρόνια, έχουμε συναντηθεί στη σκηνή αρκετές φορές. Έχουμε μια παράλληλη συζήτηση, αν θέλεις, όχι σ’ένα συχνό επίπεδο αλλά βλέποντας η κάθε μία και παρατηρώντας τη δουλειά που κάνει η άλλη, είμαστε σε μια παράλληλη σκέψη για τα πράγματα…Ήταν ιδέα της Δήμητρας να κάνουμε το karaoke, το οποίο το βρήκα εξαιρετικό και της λέω «ναι, είναι καταπληκτικό, πάμε…». Εκείνη φοβόταν κιόλας ότι θα της πω όχι, ότι είμαι λίγο πιο συντηρητική, ας πούμε, στο θέμα. Όταν όμως παρουσιάζεις μουσικά κάτι άρτιο είτε παίζεις σ’ ένα club που εκεί ο άλλος τρώει, πίνει, καπνίζει, τραγουδάει μαζί σου, μιλάει με τον διπλανό του, αγκαλιάζεται, δηλαδή είναι ένα άλλο κλίμα, εκεί χώραγε. Και χώραγε εξαιρετικά και γι’ αυτό είχε και μεγάλη επιτυχία και νομίζω ότι θα βρούμε και πολλούς μιμητές τώρα πια…

Βέβαια, αυτό είναι σίγουρο… Να εκφράσω τώρα κι ένα-δυο παράπονα σχετικά με την παράσταση. Γιατί σ’ αυτούς τους χώρους είναι τόσο δυνατός ήχος με αποτέλεσμα να παραμορφώνεται ο ήχος της εξαιρετικής ορχήστρας στα μπροστινά καθίσματα;
Yπάρχει ένα θέμα εκεί. Όταν υπάρχει πάρα πολύς κόσμος, δηλαδή μαζεύονται εκεί μέσα 1200 άτομα και είναι ένα κοινό το οποίο έρχεται κυρίως για να χαρεί, άρα είναι πολύ θορυβώδες, χρειάζεται ο ηχολήπτης να ανεβάσει την ένταση, γιατί κάποια στιγμή οι ομιλίες σκεπάζουν αυτά που κάνουμε εμείς. Είχες την ατυχία να πέσεις σε μέρα που το κοινό μιλάει. Κι εκεί ο ηχολήπτης αναγκάζεται από μόνος του, δεν είναι κάτι που το λέμε εμείς. Αν ερχόσουν άλλη μέρα, όπως ήρθαν φίλοι μουσικοί προ ημερών και μου είπαν «ο ήχος ήταν βελούδινος».

Δεν ήταν άσχημος ο ήχος. Απλά ήταν πολύ δυνατά…
Αυτό σου λέω. Ήταν και δυνατά το κοινό. Οπότε εκεί χρειάζεται και κάνουμε «κόντρες»… Κι έπεσες σε μέρα «κόντρας» προφανώς... (γέλια)

Kι ένα δεύτερο που ήθελα να ρωτήσω σχετικά με το πρόγραμμα είναι γιατί ακολουθείται η πεπατημένη των μεγάλων επιτυχιών, προσωπικών στο πρώτο μέρος και λαϊκών τραγουδιών στο δεύτερο; Δεν ανταποκρίνεται ο κόσμος στα λιγότερο γνωστά τραγούδια; Τόσο εσύ όσο και η Δήμητρα έχετε ένα τεράστιο ρεπερτόριο που απαρτίζεται από σπουδαία και λιγότερο ακουσμένα τραγούδια.
Υπάρχει η λειτουργία του χώρου. Όταν είσαι σ’ έναν πολύ μεγάλο χώρο όπου έρχεται ο κόσμος, όχι μόνο αυτός που σε ξέρει, αλλά έρχεται κι ένας κόσμος ο οποίος σε ξέρει μεν, αλλά ξέρει τα πολύ γνωστά σου πράγματα. Όταν λοιπόν γίνεται μια μεγάλη παρέα που μπορεί να είναι και 1500 άτομα, η επικοινωνία, για να τους κρατήσεις όλους, πρέπει να κρατηθεί σ’ ένα επίπεδο γνωστών τραγουδιών. Αν αρχίσεις να κάνεις τραγούδια, πιο διαφορετικά, πιο εσωτερικά, που εγώ το κάνω κιόλας, λέω το «δεύτερη ζωή δεν έχει» ας πούμε ή κομμάτια για πιο «ειδικούς», αν θέλεις, χάνεται η λειτουργία… Εκεί γίνεται μια λειτουργία. Συναυλία είναι, μαγαζί ή club, λειτουργία γίνεται. Και γι’ αυτό υπάρχουν χώροι στους οποίους αυτά μπορείς να τα παίξεις, αλλά υπάρχουν χώροι, οι οποίοι επειδή είναι μεγάλοι, χρειάζεται να παίξεις εκεί με μεγάλη ένταση. Είτε τραγουδιών, είτε ήχου, όπως λες κι εσύ, μερικές φορές, με κατάλαβες; Είναι θέμα λειτουργίας. Με τη Δήμητρα, ας πούμε, το’ χουμε πει και θα το κάνουμε κάποια στιγμή, να παίξουμε σ' ένα θέατρο, δέκα παραστάσεις. Θα 'ναι εντελώς άλλο το πρόγραμμα, εντελώς διαφορετική η σκέψη που στήνεται, γιατί εκεί πάει ο κόσμος να ακούσει. Εδώ κάνουμε ένα γλέντι. Εδώ κάνουμε μια συνάντηση δυνατή…

Ελευθερία σ’ ευχαριστούμε πολύ… Καλή συνέχεια και καλή χρονιά… Και σου εύχομαι ολόψυχα να πραγματοποιηθούν όλα σου τα όνειρα…
Κι εγώ σ’ ευχαριστώ… Καλή επιτυχία σε όλα τα σχέδιά σου…


Φωτογραφίες: Mέρση Τζιμοπούλου

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!