Αρετή Κετιμέ - «Πολλοί έντεχνοι είναι άτεχνοι!»

(ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ - ΑΚΥΚΛΟΦΟΡΗΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ & VIDEO) Η Αρετή Κετιμέ σε μια συνέντευξη - ποταμό για τη διαδρομή της στο ελληνικό τραγούδι από τα μικρά της χρόνια μέχρι σήμερα.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Συναντήσαμε την ερμηνεύτρια Αρετή Κετιμέ στη Θεσσαλονίκη, σε μιαν ανάπαυλα από τις πολλές και διαφορετικές συναυλίες στις οποίες συμμετείχε φέτος το καλοκαίρι και το φθινόπωρο που τρέχει. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε με την ουσιαστική συμβολή του φίλου και συνεργάτη Θοδωρή Χαϊκάλη (ερευνητή της παραδοσιακής μουσικής) στη διαμόρφωση των ερωτήσεων.

Αρετή το καλοκαίρι που μόλις πέρασε, συμμετείχες σε πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους συναυλιακά προγράμματα. Θα ήθελα να αναφερθούμε σε αυτά και ιδιαίτερα στο «Σμυρνέικο Μινόρε» με την Γλυκερία και την Dilek Koc.
Στις αρχές του χρόνου μου έγινε μια πρόταση από την Γλυκερία, να συμμετέχω σε μία παράσταση που θα λέγεται «Σμυρνέικο Μινόρε» για τα 90 χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης. Το σαντούρι φυσικά είναι στη μνήμη μας και στην καρδιά μας από τους μικρασιάτες- και όχι μόνο- και ταιριάζει πολύ μ’ αυτή τη μουσική. Έτσι, επειδή είναι η Γλυκερία κι επειδή μου αρέσει αυτή η μουσική, θέλησα κι εγώ να είμαι σ’ αυτό με μεγάλη χαρά και μεγάλη τιμή.


Ποια ήταν η αποδοχή του από το κοινό;
Πήγε πολύ καλά και το αγάπησε ο κόσμος. Είχαμε φυσικά μαζί μας μια μεγάλη ορχήστρα, την Dilek Koc και τον κύριο Λάζαρο Κουλαξίζη, που κι αυτός έχει στο παίξιμό του μνήμες από τη «σχολή της φύσσας» που λέγανε παλιά… Η φύσσα είναι ουσιαστικά το bandoneon, η αρμόνικα. Δεν ξέρω αν λέγεται «σχολή φύσσας» ή «σχολή αρμόνικας», στο παίξιμο του Κουλαξίζη πάντως το ακούς αυτό… Η Dilek είναι μια ειδική φωνή για τα ελληνικά δεδομένα και έχει συνεργαστεί με πολλούς ανθρώπους, είναι αξιέπαινη… Η ορχήστρα μας ήταν υπερπλήρης, με βιολί, ούτι, λάφτα, πολίτικο λαούτο δηλαδή, ακορντεόν, κιθάρα, μπάσο, κρουστά, σαντούρι, κανονάκι, μια ορχήστρα παρόμοια δηλαδή, με αυτές που υπήρχαν και στη Σμύρνη.


Εμένα προσωπικά, επειδή είδα δυο φορές την παράσταση, μου θύμισε μια μικρή Εστουδιαντίνα.
Ναι, ναι… Κι ήταν πολύ ωραίο, γιατί το να έχεις πολλά όργανα, σου βγάζει μια αρχοντιά… Βγάλαμε πολλά τραγούδια που μας άρεσαν κι εγώ έλεγα κάποια τραγούδια που δεν τα είχα πει ποτέ, όπως το «Δημητρούλα μου» που, εκτός από τη Ρόζα Εσκενάζυ, είχε ηχογραφήσει και η Χαρούλα Αλεξίου και το έκανε ιδιαίτερα γνωστό στον κόσμο μετά την μεταπολίτευση… Παίξαμε σε πολλά μέρη και χάρηκα, γιατί έμαθα κι άλλα τραγούδια που δεν ήξερα. Και ελπίζω αυτό να επαναληφθεί με κάποιο τρόπο…

Υπήρχαν και εναλλαγές στο πρόγραμμα…
Είχε εναλλαγές το πρόγραμμα, σύμφωνα με το χρόνο, τον τόπο, το χώρο και τους ανθρώπους που παίζαμε. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι ήμασταν καλή ορχήστρα γιατί μπορούσαμε να κάνουμε αλλαγές αβίαστα.

Ήταν η πρώτη σου φορά που βγήκες να τραγουδήσεις χωρίς σαντούρι;
Όχι δεν ήταν η πρώτη φορά. Σε αυτό το είδος, στα σμυρνέικα δηλαδή, ήταν η πρώτη. Συνήθως κάθομαι με το σαντουράκι μου και παίζω. Αλλά με τα χρόνια συνειδητοποιώ ότι έχω δύο πρόσωπα. Είμαι «διχασμένη» προσωπικότητα μουσικά…

Προτιμάς το ρόλο της ερμηνεύτριας ή της μουσικού;
Όχι προτιμώ το σαντούρι, αλλά όπως και να το κάνουμε η φωνή μου έχει πάρει το δρόμο της και δεν μπορώ να κωλύομαι σ’ αυτό. Στο σαντούρι και μόνο στο σαντούρι δηλαδή…

Θα πρέπει να νιώθεις και εκτεθειμένη τραγουδώντας μόνο… Το σαντούρι δηλαδή σου παρέχει μια «προστασία». Πρώτα παίζω και μετά τραγουδάω. Το να βγεις μπροστά στη σκηνή δεν είναι πολύ διαφορετικό;
Είναι διαφορετικό. Ωστόσο πιστεύω ότι όλα είναι μία συνήθεια και το στήσιμό σου και αυτό που κάνεις το βρίσκεις με τον καιρό και έτσι όπως σου αρμόζει εσένα. Δεν είναι καλό να έχουμε τυπικούρες. Πρότυπα ναι, αλλά όχι τυπικούρες. Πρέπει να κάνουμε αυτό που μας αρέσει.

Όσον αφορά τα υπόλοιπα προγράμματα που συμμετείχες;
Συμμετείχα στις δυο παραστάσεις, τις δυο δραματοποιημένες συναυλίες του Πέτρου Γαϊτάνου με τίτλο «Αχ Ανατολή», οι οποίες είχαν πάλι ως κεντρικό θέμα τη Μικρασιατική καταστροφή, με σπουδαίους καλλιτέχνες όπως ο μπάρμπα Χρόνης ο Αηδονίδης, με τον οποίον βέβαια είχαμε ξαναπαίξει μαζί, αλλά όσο να ’ναι παίρνεις μια ευλογία και μαθαίνεις πολλά πράγματα, όταν είναι μαζί σου ένας τέτοιος άνθρωπος που έχει τέτοια σχέση με την παράδοση. Ο Πέτρος φυσικά που έχει κάνει γνωστούς τους εκκλησιαστικούς ύμνους και τα μικρασιάτικα τραγούδια σε περισσότερο κόσμο και που ότι και να τραγουδήσει το κάνει δικό του. Στην παράσταση της Θεσσαλονίκης ήταν ο Γρηγόρης Βαλτινός που είναι τόσα χρόνια στο θέατρο και έχει κάνει τόσες συνεργασίες, και στην παράσταση που έγινε στη Βέροια η κυρία Κάτια Δανδουλάκη. Θέλω να αναφερθώ και στον Γιώργο Κοτσίνη, που είχε την επιμέλεια της ορχήστρας, έναν μουσικό που κατέχει πολλά είδη της παραδοσιακής μουσικής και που πολλές φορές έχει και το ρόλο του μαέστρου και είναι πολύ τυπικός σε όλα του, όχι με την έννοια που είπαμε πριν, της τυπικούρας, αλλά τυπικός και συνεχής σε αυτό που κάνει. Εμένα προσωπικά με έχει βοηθήσει και μου έχει μάθει πολλά πράγματα μέσα στη δουλειά και στη μουσική. Με τον Γιώργο Κοτσίνη έχουμε παίξει στο Λιδωρίκι και στην Αλεξανδρούπολη σε ένα αφιέρωμα που ήταν ο Βασίλης ο Σερμπέζης, τραγουδιστής στα Σαρακατσαναίικα, ο μπάρμπα Χρόνης και εγώ. Με τον Πέτρο Γαϊτάνο έχουμε παίξει πάλι στον Ξηροπόταμο της Δράμας. Συμμετείχα επίσης σε αφιέρωμα στον Τάσο Χαλκιά στα Γιάννενα.

Για το μέλλον τι εμφανίσεις έχεις προγραμματίσει;
Θα παίξω στο «Χυτήριο» στην Αθήνα στις 28 Σεπτεμβρίου με τραγούδια που έχω πει στη δισκογραφία, μικρασιάτικα, λαϊκά, και κάποια από το νέο μου δίσκο «Πίνακας ζωγραφικής» που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες…
Πες μας δυο λόγια για το νέο δίσκο…
Είναι μια δουλειά που θέλαμε να βγάλουμε με έναν νέο συνθέτη τον Δημήτρη τον Στάθη, από τον περασμένο Δεκέμβρη. Αλλά για κάποιες δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε δεν μπορέσαμε να το κάνουμε. Ήμαστε τυχεροί τώρα, γιατί βρέθηκε ο «Καθρέφτης», μια δισκογραφική εταιρεία με την οποία για πρώτη φορά συνεργαζόμαστε και ελπίζω να έχουμε μια καλή συνεργασία. Χαίρομαι γιατί είναι καινούργια τραγούδια, ο Δημήτρης ο Στάθης είναι ένας νέος και πολλά υποσχόμενος συνθέτης που ίσως να μην του είχε δοθεί η ευκαιρία να βγάλει αυτά τα τραγούδια και ελπίζω να ανταπεξήλθα….

Ποιος είναι ο ήχος των νέων τραγουδιών; Έχουν παραδοσιακά «πατήματα» μέσα;
Έχουν παραδοσιακά «πατήματα» αλλά και σύγχρονο ήχο, με πολλούς ρυθμούς. Έχουμε καρσιλαμά, ζεϊμπέκικο, χασάπικο και φυσικά δεν θα έλειπε και το σαντουράκι μου από αυτή την υπόθεση. Νομίζω γενικά ότι σε αυτό τον δίσκο υπάρχει ένας άλλος ήχος από τους προηγούμενους. Οι στίχοι είναι του Δημήτρη Στάθη, του Δημήτρη Καρρά και του Γιώργου Γκόνια.

Πιστεύεις πως υπάρχει πλέον λόγος για την κυκλοφορία ενός δίσκου; Υπάρχει ανταπόκριση με την κρίση, την παρανομία στο διαδίκτυο και όλα αυτά;
Ουσιαστικά, βγάζεις ένα δίσκο για να πεις αυτό που έχεις να πεις με όποιον τρόπο. Εγώ με αυτά τα δεδομένα μπήκα στη δισκογραφία. Όταν δηλαδή βγήκε το cd single «Το τραγούδι της Αρετής» σε παραγωγή του Γιώργου Νταλάρα το 2003, υπήρχε μόνο η πειρατεία, δεν υπήρχε η παρανομία στο διαδίκτυο σε τόση έκταση. Δε νομίζω λοιπόν ότι υπάρχει άλλο δεδομένο. Και όταν θες να είσαι μουσικός και ενεργός μουσικός, πιστεύω ότι αυτό πρέπει να το κάνεις. Και το κάνεις καθαρά για σένα. Δεν το κάνεις ούτε για να βγάλεις λεφτά, απλώς κάνεις κάτι για να είσαι περήφανη γι’ αυτό.

Και για αυτούς που ενδιαφέρονται. Εγώ μιλάω τώρα ως λάτρης του δίσκου και του cd.
Κι εγώ «παλιακιά» είμαι… Κι εγώ θέλω το cd να έχει το βιβλιαράκι, τους στίχους… Ή τις κασέτες που ήταν πιο παλιά… Εγώ έτσι το σκέφτομαι για τους δίσκους. Μπήκα στη δισκογραφία μ’ αυτό το δεδομένο κι έτσι δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο, τουλάχιστον προς το παρόν, δεν ξέρω αν στο μέλλον αλλάξει κάτι…

Μια άλλη εκδοχή είναι η παράλληλη έκδοση σε πολλούς φορείς. Εκτός από το cd δηλαδή, μπορείς να διοχετεύσεις τα τραγούδια νόμιμα και στο Internet.
Σίγουρα και στο Internet, αλλά εκεί είναι όλα ημιπαράνομα. Αν όχι παράνομα, είναι ημιπαράνομα. Απ' την άλλη σκέφτεσαι ότι παλιότερα κάποιοι ροκάδες όπως ο Νικόλας Άσιμος δεν πήγαινε καθόλου στις εταιρείες και έβγαζε και πούλαγε τις κασέτες μόνος του. Κι αυτό είναι σεβαστό. Αρκεί να έχεις να πεις κάτι και να θέλεις αυτό το κάτι να το πεις μουσικά, γιατί προς Θεού δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι πρέπει να έχω άποψη για όλα. Εγώ θέλω να μιλάω με τη μουσική μου κυρίως και μ’ αυτό που παίζω, που κάνω ή που συχνά γράφω ως μουσική. Πιστεύω ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος.
Η γνωριμία με τον Γιώργο Νταλάρα πώς έγινε; Αν δεν απατώμαι ήδη πήγαινες στη Σχολή Παραδοσιακής Μουσικής του Αριστείδη Μόσχου.
Όταν ήμουν πέντε χρονών είδα στην τηλεόραση τον Αριστείδη Μόσχο να παίζει και στα έξι μου πλέον πήγα στο «Σχολείο Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής Αριστείδη Μόσχου». Ήταν στην Ηρακλείου 4, δίπλα απ ’το μουσείο. Οι καλύτεροι μουσικοί της τότε γενιάς, όπως ο Κώστας Μήτσιος, ο Χρηστάκης Γρηγορίου, ο οποίος έχει συγχωρεθεί, ο Τσακαράκας κι άλλοι είχαν βγει από εκεί. Κι έτσι όταν έφυγε ο δάσκαλος, όταν εγώ ήμουν 12 χρονών, βγήκα να μιλήσω στην τηλεόραση για εκείνον, με είδε ο Γιώργος Νταλάρας και μου πρότεινε να συνεργαστούμε. Ήταν η πρώτη φορά που τραγουδούσα σε εκείνη την εκπομπή, στο «Μέλι γάλα» με την Κατερίνα Λάσπα…

Θυμάσαι το πρώτο τηλεφώνημα του Νταλάρα;
Απ’ ότι θυμάμαι, είχε βρει το τηλέφωνό μας από το κανάλι και μετά από 2-3 μήνες μας πήρε… Εντάξει, σε πιάνει ένα δέος… Τα πρώτα πατήματα στη δουλειά τα πήρα από εκεί, δηλαδή πώς πρέπει να φέρεσαι, να είσαι συνεπής, ότι αυτό δεν είναι παιχνίδι κι ότι αναλαμβάνεις ευθύνες, δεν είναι μόνο το να παίζεις.

Οι δυο προηγούμενοι προσωπικοί σου δίσκοι «Με τη φωνή της Αρετής» και «Καλή σου τύχη» τι απήχηση είχαν;
Η απήχηση για τα τότε δεδομένα, ήταν αρκετά καλή. Τώρα δεν υπάρχουν ούτε αυτά τα δεδομένα. Φαντάζομαι βέβαια, ότι έκανα κάτι κι έμεινε. Το αν θα πληρώνομαι στο μέλλον γι’ αυτό δεν το ξέρω. Εγώ ξέρω ότι προς το παρόν έχω τα χέρια μου, το λαιμό μου και παίζω. Όλα τα άλλα είναι υπαρκτά-ανύπαρκτα. Έτσι το σκέφτομαι κι έτσι το σκεφτόμαστε και σαν οικογένεια και με τους φίλους μου και με τον Δημήτρη Καρρά, που έχει και το στούντιο «Παζλ» κλπ…

Με τον Δημήτρη Καρρά έχετε μια σταθερή συνεργασία. Έχεις πει τραγούδια του, συμμετείχες και στους δίσκους του…
Είναι ένας καλλιτέχνης που συνεχώς θέλει να πειραματίζεται και αυτοί οι πειραματισμοί δεν σταματάνε στο rock, στο έντεχνο ή στο παραδοσιακό. Θέλει να μαθαίνει συνέχεια αυτός ο άνθρωπος και μου κάνει εντύπωση.

Με το διαδίκτυο ποια είναι η σχέση σου; Έχω δει πως διατηρείς σελίδα στο facebook.
Για να πω την αλήθεια, εγώ ήμουν λίγο άσχετη. Υπολογιστή δηλαδή δεν είχα, γιατί και οι γονείς μου δεν γνωρίζουν από αυτά και περίμεναν να ωριμάσω πρώτα. Μετά λοιπόν την ενηλικίωσή μου, αποφασίσαμε από κοινού να πάρουμε υπολογιστή και να βάλουμε και Internet. Στην αρχή δεν είχα καμία σχέση, έμπαινα και απλώς έψαχνα. Επίσης είχα facebook για ένα χρόνο χωρίς να το ξέρω. Το είχε κάνει ένας ξάδερφός μου. Κάποια στιγμή του είπα «Δε φτιάχνουμε ένα facebook;» «Σου έφτιαξα!!!» μου λέει. «Και δεν μου το ‘πες;» «Στο είπα αλλά εσύ δεν το κατάλαβες…». Ωστόσο με τον καιρό πήρα θάρρος και ομολογώ ότι είναι μεγάλο μέσο. Δεν τολμάς όμως να κάνεις λάθος. Θα σε κριτικάρουν για μία λάθος ώρα που μπορεί να μην είχες πιει μια γουλιά νερό και να είχες «γκαγκανιάξει», που λένε στο χωριό μου…. Τι να κάνεις όμως, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Είναι ένα μέσο που φτάνει σε όλο τον κόσμο και όταν δεν σε χρησιμοποιεί και το χρησιμοποιείς είναι καλό.

Διαβάζεις τις κριτικές στον τύπο; Όταν διαβάσεις κάποια κριτική, ενδεχομένως όχι και τόσο καλή, πώς αντιδράς; Σε ενοχλεί;
Εγώ απ’ όταν ήμουνα μικρή, είχα μια «α» αντιμετώπιση. Για να σας το πω ξεκάθαρα: Εγώ «είμαι παιδί» του Γιώργου Νταλάρα και δεν θα πάψω να είμαι παιδί του Γιώργου Νταλάρα και είμαι περήφανη που είμαι παιδί του Γιώργου Νταλάρα. Μουσικά και καλλιτεχνικά. Και σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να ξεχάσω το καλό που μου έκανε αυτός ο άνθρωπος. Δεν θέλω να είμαι αχάριστη στη ζωή μου. Οι κριτικές λοιπόν πολλές φορές δεν έχουν στόχο εμένα. Έχουν στόχους άλλους. Πολλές φορές είναι από ανθρώπους που έχουν συμπλέγματα. Γιατί θα σας πω και κάτι άλλο. Εγώ από μικρή ήθελα να γίνω μουσικός. Απ’ όταν είδα τον Αριστείδη Μόσχο και τους μαθητές του, είπα ότι εγώ θέλω να μάθω σαντούρι και να γίνω μουσικός. Αργότερα ήθελα να γίνω και φιλόλογος. Αυτό βέβαια δεν μπόρεσα να το κάνω, γιατί έπρεπε να διαλέξω στη ζωή μου. Ωστόσο είμαι ακόμα μερακλού. Κάποια πράγματα που θέλω να μαθαίνω, τα ψάχνω, γιατί μ’ αρέσει. Εγώ δεν είπα σε κανέναν άνθρωπο στη ζωή του να κάνει κάτι άλλο. Έκανα αυτό που ήθελα και κάνω αυτό που θέλω με σεβασμό και με παρρησία. Ούτε είπα ποτέ ότι είμαι η καλύτερη ή η πρώτη. Αλλά θεωρώ ότι, έστω κι αν δεν είμαι πρώτη και είμαι μέτρια, είμαι χρήσιμη. Γιατί αν είμαι μέτρια, τότε θα υπάρχει και κάποιος άλλος και θα τον πούνε πρώτο. Και δεν με πειράζει. Δεν ξέρω αν αυτό είναι μεγαλοψυχία αλλά θεωρώ ότι οι μουσικοί δεν μπορεί να είναι όλοι τέλειοι. Κάποιοι θα κάνουνε και λάθος. Άλλες φορές μπορεί να κολλήσεις και να μη λειτουργεί ο εγκέφαλός σου για κάποιο λόγο και δεν παίζεις καλά. Θεωρώ ότι οι κριτικές γίνονται συχνά από ανθρώπους που τα ξέρουν όλα…

Που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα…
Ναι, που νομίζουν… Άλλες φορές «τη βλέπουνε κάπως» που λέμε, άλλες φορές για να δημιουργήσουν ίντριγκες κλπ. Για τις κριτικές, επίβουλος μπορεί να είναι ο καθένας μας μέσα του. Σημασία έχει να δίνεις τόπο στην οργή και να μη σε παίρνει από κάτω. Εγώ πολλές φορές στεναχωριέμαι, άλλες φορές θυμώνω, αλλά δεν παθαίνω τίποτα απ ’όλα αυτά, γιατί ξέρω από πού είναι, ποιοι τα λένε και γιατί το κάνουν. Οπότε είμαι εντάξει…

Υπάρχει βέβαια και η καλοπροαίρετη κριτική που με αφορμή αυτήν, μπορείς να διορθώσεις τα όποια λάθη σου.
Βέβαια. Εμένα, ας πούμε, μου είχε γίνει μια κριτική από έναν μουσικολόγο, τον Γιώργο τον Παπαδάκη. Είναι κάποιοι μουσικολόγοι που εκτιμώ, ξέχωρα απ’ το αν έχω συνεργαστεί μαζί τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση με τον Γιώργο Παπαδάκη έχω συνεργαστεί κι απ’ αυτό τον άνθρωπο έχω μάθει πολλά πράγματα. Γιατί έχει τεράστιο αρχείο. Καταρχάς έκανε τις εκπομπές στην ΕΡΤ κι έχει καλέσει όλα τα θηρία, από τους μουσικούς. Τον Βασιλόπουλο, τον Κόρο, τον Μπινταγιάλα, τον Σούκα, όλους. Και Κρητικούς και Πόντιους και κανονάκια και σαντούρια…. Είχε κάνει μια κριτική για τον πρώτο δίσκο μου «Με τη φωνή της Αρετής». Εκεί είχα κάνει κάποια λάθη, γιατί πρώτα-πρώτα ήταν ο πρώτος μου δίσκος και επίσης αν δεν έχεις χρήματα δεν μπορείς να κάνεις αυτό που θέλεις. Θα πρέπει να υποχρεώνεσαι στον καθένα για να φτιάξεις έναν δίσκο, όπως τον θέλεις. Οπότε με τα δεδομένα που έχεις, φτιάχνεις το αντίστοιχο πράγμα, που δεν θα πρέπει να σε προσβάλει. Κι εγώ είμαι περήφανη για ότι έχω κάνει δισκογραφικά. Η κριτική που δέχτηκα από τον κύριο Παπαδάκη ήταν σοφή και σωστή και κάποια πράγματα που μου είπε, τα σεβάστηκα και στον επόμενο δίσκο θεωρώ ότι τα βελτίωσα, όσο μπορούσα. Γιατί δεν περνάνε όλα από τα χέρια μου.
Η κριτική του κυρίου Παπαδάκη είχε σχέση με την επιλογή των τραγουδιών; Πού ακριβώς εστίαζε;
Ήταν όσον αφορά τις ενορχηστρώσεις, κάποια κομμάτια και κάποια λάθη όσον αφορά το τραγούδι «Μενεξέδες και ζουμπούλια», που εγώ έμαθα όταν ήμουνα πολύ μικρή από το πανηγύρι της Αγίας Αγάθης στο Αιτωλικό, με ζουρνάδες κι έτσι το μετέφερα. Μπορεί να υπάρχει παντού αλλά εγώ το εντόπισα το 2002 σ’ αυτό το πανηγύρι και το ’μαθα έτσι. Το λένε κι οι Επτανήσιοι, το λένε κι οι Μικρασιάτες, το λένε και στη Σκύρο, το λένε παντού, αλλά εγώ το ξέρω έτσι. Και μου είπε ότι δεν είναι δυνατόν να είναι παραδοσιακό και να έχει δραχμές. Και είχε δίκιο. Εγώ δεν είπα ότι τα ξέρω όλα. Αντιθέτως, θεωρώ ότι δεν ξέρω τίποτα. Ίσως, αν κάνω λάθη, να βελτιώνομαι από τις κριτικές των άλλων κι αυτό είναι ωραίο.

Παρόλα αυτά, μπορεί να ξεκίνησες και να έγινες γνωστή με το παραδοσιακό τραγούδι, αλλά στο πέρασμα των χρόνων έχεις κάνει διάφορα μουσικά «πειράματα» και σε άλλους χώρους. Παρακολουθείς όλα τα μουσικά «ρεύματα»;
Παρακολουθώ ότι με εντυπωσιάζει μουσικά, για οποιοδήποτε λόγο. Πολλές φορές καταρρίπτουμε κάποιους μύθους που είχαμε στο μυαλό μας και δημιουργούμε άλλους, όταν τους γνωρίσουμε. Με μένα έτυχε να δεχθώ κριτικές του τύπου «προδίδεις αυτό που είχε ο Αριστείδης Μόσχος» κλπ. Εγώ θεωρώ ότι αν ζούσε ο συγχωρεμένος ο δάσκαλος θα μου ’λεγε «μπράβο!» Κι εφόσον εγώ είμαι εντάξει με τη συνείδησή μου, θεωρώ ότι είναι κι εκείνος από εκεί που με βλέπει με κάποιον τρόπο. Από την άλλη σκέφτομαι ότι οι κριτικές και όλα αυτά για τους πειραματισμούς έχουν να κάνουν με την εκτίμηση που σου έχουν και οι άλλοι. Δηλαδή όταν σε εκτιμάει ο Κουρκούλης γιατί έχω παίξει σε δίσκο του Κουρκούλη, μόνο σαντούρι, δεν τραγούδησα, εσύ δεν μπορείς να μην τον εκτιμάς. Είσαι ασεβής.

Και με τον Γιώργο Αλκαίο έχεις κάνει ένα ντουέτο.
Ναι και με τον Αλκαίο. Ενδεχομένως να γίνουν κι άλλα στο μέλλον, αυτό το κάνεις επειδή πρώτα, πρώτα σε εκτιμάει αυτός που σε καλεί… Ξέχωρα αν είναι στο ίδιο είδος με σένα. Αν είναι μάγκες οι άλλοι, που είναι στο ίδιο είδος με σένα, ας σε καλέσουν εκείνοι κι ας σου δείξουν την εκτίμησή τους. Αλλά δεν με ενοχλεί. Εγώ είμαι ζωντανός άνθρωπος και τα λέω στα ίσα…. Δεν κάθομαι να κρυφτώ πίσω από το δάχτυλό μου. Όποιος με εκτιμάει μπορεί να συνεργαστεί μαζί μου. Αρκεί βέβαια να μπορώ να βοηθήσω. Να παίζω αυτό το είδος. Αν δηλαδή είναι «μπαρόκ» θα πρέπει να κάτσω να μελετήσω «μπαρόκ».

Το πρόβλημα με κάποιους καλλιτέχνες είναι πως αν ο κόσμος σε μάθει σε ένα είδος, αν αλλάξεις μετά και παίξεις κάτι άλλο, θα ακούσεις κριτική. Εσύ όμως δεν μπορείς να παίζεις συνέχεια παραδοσιακά με σαντούρι, επειδή ξεκίνησες με παραδοσιακά με σαντούρι.
Εγώ θα συνεχίσω να είμαι «παραδοσιακή» γιατί αυτά τα τραγούδια με «φτιάχνουν», αλλά δεν μπορεί να με «φτιάχνουν» μόνο αυτά. Κι από την άλλη πρέπει να πούμε και κάτι άλλο. Ότι το σαντούρι είναι στη στεριά, στη θάλασσα και στη Μικρά Ασία. Υπάρχουν όμως και τα ποντιακά που δεν έχουν σαντούρι. Δεν θα πρέπει να τραγουδάω ποντιακά επειδή δεν έχουν σαντούρι; Από την άλλη μου αρέσουν Ηπειρώτικα από την Κόνιτσα για παράδειγμα. Στην Κόνιτσα δεν έχω μάθει να υπήρχε σαντούρι. Θεωρώ ότι η μουσική είναι μία. Απλώς η αισθητική αλλάζει. Κι αυτό είναι που μπερδεύει αυτούς που κάνουν κριτικές.

Από μικρό παιδί τι άκουγες στο σπίτι; Είχες επικεντρωθεί στο παραδοσιακό ή άκουγες κι άλλα πράγματα;
Ακούγαμε κι άλλα πράγματα στο σπίτι. Και Αγγελόπουλο και Καζαντζίδη και όλους τους λαϊκούς από την τότε γενιά. Και Βοσκόπουλο και Γλυκερία. Κι ο Ξυλούρης μας άρεσε. Όσον αφορά τα δημοτικά, μεγάλωσα με «κλαρινόβιο» είδος στα αυτιά μου. Δηλαδή Καρναβά, Κωνσταντίνου, Φιλιώ Πυργάκη, Τασία Βέρρα, Κολλητήρη. Και ξέρετε, πολλές φορές αλλάζουνε οι θέσεις. Μπορεί δηλαδή άλλη περίοδο να άκουγα Τασία Βέρρα, άλλη περίοδο Κολλητήρη. Τώρα, ας πούμε, αρχίζω και καταλαβαίνω τα καμπίσια. Τώρα αρχίζω και ακούω και Σκάρλα ή σαρακατσαναίικα, τον Σερμπέζη, ανάλογα μ ’αυτό που θέλω την κάθε περίοδο. Από την άλλη όμως, αυτός ο ήχος που μεγάλωσα, δεν ταιριάζει πλέον με το σαντούρι μου. Εγώ μεγάλωσα με ηλεκτρικό ήχο, όπως παίζανε στα πανηγύρια την δεκαετία του ’70, του ’80, έτσι διαμόρφωσα τα αυτιά μου.

Είναι ένα θέμα αυτά τα πανηγύρια. Πολλοί λένε ότι έκαναν κακό στο παραδοσιακό τραγούδι. Ο ήχος αυτός δηλαδή που λες, δεν ήταν πάντα καλός.
Όχι δεν ήταν πάντα καλός, αλλά υπήρξαν σπουδαίοι μουσικοί που δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο στη ζωή τους, γιατί ξέχωρα από την τέχνη, έπρεπε να το πουλήσουν για να ζήσουν κιόλας. Είμαστε δηλαδή μουσικάντηδες… Και τότε μουσικάντηδες ήταν. Πήγαιναν σε γάμους και σε γλέντια. Κι όταν έχεις να πάρεις χαρτούρα και δεν είσαι σε μια ελιτίστικη συμπεριφορά, αποκομμένος από τον κόσμο σε κάποιο θέατρο και χρειάζεται να πας σε γάμο και να πληρωθείς από τη νύφη και τον γαμπρό, θα παίξεις αυτό που σου λέει η νύφη και ο γαμπρός…

Φυσικά, αλλά το αρμόνιο, μπορείς να το αποφύγεις.
Πολλές φορές κι ο κόσμος είχε λάθος γιατί έχω ακούσει πολλούς μουσικούς που λέγανε πως πηγαίνανε με λαούτο και τους έλεγε ο κόσμος «όχι εμείς δεν θέλουμε λαούτο, θέλουμε κιθάρα». Κι έτσι βγήκε λαούτο-κιθάρα. Μετά όμως και τα μπουζούκια εξελίχθηκαν σε έναν τέτοιο ήχο, υπάρχει δηλαδή μια ροή… Αυτοί οι μουσικοί ήταν σπουδαίοι μουσικοί. Κι όταν δεν έχεις μια άλλη σταθερή δουλειά κι αυτό να το κάνεις ως πάρεργο, νομίζω ότι δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Επίσης, θεωρώ ότι αυτοί οι μουσικοί, είχαν όνομα. Λεγόταν δηλαδή Βασίλης Σούκας, Αριστείδης Μόσχος. Αυτοί οι άνθρωποι ποτέ δεν είπαν ότι τα τραγούδια τους ήταν παραδοσιακά. Ο Στάθης Κάβουρας δηλαδή έχει γράψει χιλιάδες τραγούδια, έχει μελοποιήσει τον Κώστα Κρυστάλλη. Αλλά εκεί δεν το αντιμετωπίζουν ως μελοποίηση, το αντιμετωπίζουν ως το νεοδημοτικό. Αλλά δεν είναι έτσι, είναι ποίηση. Μια ποίηση που έχει γραφτεί από τον Κρυστάλλη, δεν μπορεί παρά να είναι έτσι… Τι θα βάλεις δηλαδή, μαντολινάτα; Πιστεύω γενικά πως υπήρξε μια εξέλιξη και τώρα ήμαστε σε καλύτερη φάση στα παραδοσιακά.

Δεν ξέρω βέβαια αν αυτά που γράφονται σήμερα και έχουν παραδοσιακό ύφος μπορούν να θεωρηθούν παραδοσιακά. Νομίζω πως υπάρχει κι ένα χρονικό όριο…
Βέβαια. Είναι ανώνυμη ποίηση και μουσική. Όμως δεν το λένε ότι είναι ανώνυμου. Αντιμετωπίζουμε πολλές φορές προβλήματα, γιατί θέλουμε να πάμε κάπου να παίξουμε και μας λένε «αυτό δεν είναι παραδοσιακό». Το ξέρουμε ότι δεν είναι παραδοσιακό. Ή άλλες φορές μας λένε «αυτά δεν ήταν ωραία τραγούδια». Έκατσες ποτέ να τα ακούσεις, να δεις πώς είναι κανονικά, να ακούσεις τον στίχο τους, αν σου λέει κάτι… Τα βάζουμε όλα σε ένα τσουβάλι και τα πετάμε. Λέμε «όλα τα έντεχνα είναι ωραία». Όχι δεν είναι ωραία όλα τα έντεχνα. Και οι έντεχνοι, ως ένα βαθμό κάνανε την ατεχνία τους, γιατί πολλοί είναι άτεχνοι…

Και φωνητικά κυρίως…
Φωνητικά δεν ξέρω αλλά στα μουσικά όργανα είναι άτεχνοι. Εγώ σαντούρι μπορεί να μην ξέρω αλλά θα κάτσω να μάθω από τον Μόσχο. Θα πάρω ηχογραφήσεις να μάθω. Ενώ άλλοι δεν το’χουν αυτό. Είναι μεγάλο μπέρδεμα. Όσον αφορά τα παραδοσιακά, πιστεύω πως τώρα ήμαστε σε καλύτερη φάση. Γιατί και οι ερευνητές έχουν κάνει, αυτό που έπρεπε να κάνουν αλλά και οι μουσικοί.
Κάτι ακόμα από το οποίο υπέφερε το παραδοσιακό τραγούδι είναι πως κάποιοι επιτήδειοι, πήραν μερικά τραγούδια, αλλάξανε μια δυο λέξεις ή δυο νότες και τα πέρασαν στο όνομά τους... Και μέχρι σήμερα ψάχνουμε να βρούμε ποιος έχει γράψει τι. Να μη λέμε ονόματα τώρα…
Μεγάλη υπόθεση, όντως… Να μη λέμε ονόματα. Γιατί θες να πεις ένα τραγούδι σε ένα γάμο. Κι έρχεται και σου λέει αυτό δεν είναι δικό σου, είναι παραδοσιακό. Έλα όμως που δεν είναι παραδοσιακό. Κι αν δεν είναι παραδοσιακό, το ’χει καπηλευτεί κάποιος. Δεν βγάζεις άκρη. Από την άλλη, επειδή εμένα δεν μου άρεσε μια λέξη κι έβαλα μια άλλη λέξη, έχω το δικαίωμα να το γράψω στο όνομά μου; Αν πιάσουμε αυτή τη συζήτηση δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Εγώ ξέρω τραγούδια από τα Γιάννενα που έχει πει ο Γρηγόρης Καψάλης που είναι από μουσική οικογένεια, 4-5 γενιές πίσω μουσικοί. Έχει πει λοιπόν σε συνεντεύξεις ότι υπήρχαν τότε συνθέτες που παίζανε και τους ξέραμε, αλλά δεν υπήρχε σύστημα καταγραφής συνθετών. Ένα άλλο παράδειγμα είναι ότι δεν ξέρουμε πόσοι είναι Έλληνες συνθέτες και τους έχουν καπηλευτεί οι Τούρκοι. Σου λέει «Οθωμανική μουσική». Τι «Οθωμανική μουσική»; Πέτρος Πελοποννήσιος. Πιστεύω πως ήταν ο μεγαλύτερος συνθέτης που υπήρξε ποτέ στην Βυζαντινή μουσική και έζησε γύρω στο 1700. Έχει γράψει ότι ακούμε σχεδόν στην εκκλησία, εκτός από τους κανόνες, κοντάκια, εωθινά κλπ. Και έχει διασώσει, στην εποχή που έζησε ένα μεγάλο μέρος από τη Βυζαντινή κι από τις καταγραφές που υπήρχαν τότε. Και δεν τον ξέρουμε καν. Ποιος είναι, τι ήταν, πότε έζησε… Και πας και ακούς, ας πούμε, κλασικές Οθωμανικές ορχήστρες και σου λέει αυτή είναι Οθωμανική μουσική. Ακούς «Πέτρος Πετράκης ο Μέγας», όπως ήταν γνωστός στους Οθωμανούς. Κι είναι ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος κι εμείς δεν τον ξέρουμε. Εμείς σαν Έλληνες έχουμε ρίξει πλοκάμια παντού, Ρωσία μέσα, Πόλη μέσα, Αλεξάνδρεια μέσα, μέχρι και στην Κίνα είχαμε, Συρία, Λίβανο… Μην τα κάνουμε όλα ελληνικά βέβαια, αλλά ο Πελοποννήσιος ήταν μεγάλος συνθέτης.

Το σημαντικό είναι πως παρόλο που είσαι σε μικρή ηλικία ακόμα, σε ηλικία που άλλοι ακόμα δεν έχουν ξεκινήσει, έχεις ήδη ένα βιογραφικό με σημαντικές συνεργασίες και τραγούδια.
Ξέρετε, το ένα φέρνει το άλλο, δεν το τρέχεις. Αυτό σε τρέχει. Όλα από μόνα τους έρχονται. Εσύ δεν κάνεις τίποτα. Απλά επιλογές. Αν δεν σου αρέσει το «α» και σου αρέσει το «β», το «β» θα διαλέξεις, όχι το «α»…

Video

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!