Μια συνάντηση δεν είναι ποτέ αρκετή όταν έχεις απέναντί σου τον Άλκη Έξαρχο, τον άνθρωπο που έχει ζήσει τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα από τη δεκαετία του ’50 ως σήμερα. Ο Άλκης Έξαρχος ήταν κάτι περισσότερο από ιμπρεσάριος. Άνθρωπος εμπιστοσύνης των καλλιτεχνών και καλός τους φίλος. Έτσι πρέπει να είναι ο σωστός μάνατζερ.
Είναι από τις λίγες φορές που συνάντησα έναν άνθρωπο μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, για δεύτερη φορά, ώστε να συνεχίσουμε την πρώτη μεγάλη μας συζήτηση γιατί ήθελα να μάθω όσο γίνεται περισσότερα από τον λαμπερό κόσμο των καλλιτεχνών, αλλά και την αθέατη πλευρά τους. Με υποδέχθηκε με τον πρώτο δίσκο της Odetta «Sings Ballads and Blues» στα χέρια, γνωρίζοντας την αγάπη που έχω για τα blues. Δεν είχα το δίσκο αυτό στη συλλογή μου, ένα απρόσμενο δώρο. Λες και ήταν μες στο μυαλό μου. Αυτή είναι όμως η ψυχοσύνθεση του μάνατζερ. Να μπαίνει στο μυαλό και να οδηγεί τους μουσικούς στο καλύτερο. Ήταν ο άνθρωπός τους. Αν σκεφτεί κανείς ότι ήταν ο μόνος άνθρωπος που κατάφερε να ενώσει, σε συναυλίες, τους Μίκη Θεοδωράκη και Μάνο Χατζιδάκι κάνοντας ένα τρελό του όνειρο πραγματικότητα γνωρίζοντας ότι η προσπάθειά του δεν θα έχει σύμμαχο τους κρατιστές, τότε έχει ένα μοναδικό παράσημο αυτό της φαντασίας στην εξουσία.
Από τη συνάντησή μας στα Βριλήσσια.
Πάμε λοιπόν να συνεχίσουμε από εκεί που μείναμε στο πρώτο μέρος, από το μεγαλύτερο φεστιβάλ που έγινε ποτέ και ο Άλκης Έξαρχος ήταν εκεί μαζί με τους θρύλους της μουσικής…
Τι θυμάστε από την εμπειρία του Γούντστοκ; Λένε ότι όσοι το έζησαν, δεν το θυμούνται…
Είναι κάτι που δεν μπορείς να ξεχάσεις στη ζωή σου. Ποτέ. Εκείνη η ατμόσφαιρα έχει τόσο κυριαρχήσει, έχει μπει μέσα σου που δεν γίνεται να ξεχαστεί. Αισθάνθηκα μαγεμένος που ήμουν εκεί. Αλλά ήμουν συνηθισμένος να είμαι με κάποιες φίρμες τότε. Ζούσα σε άλλο κόσμο. Ήταν ένα θαύμα. Είμαι μυθικό. Αναρωτιέμαι: πράγματι ήμουν εκεί; Είχα ξετρελαθεί με την Τζάνις Τζόπλιν. Μου είχε κάνει εντύπωση η αθυροστομία της. Τραγουδούσε λες και είχε καταλάβει ότι θα φύγει από τη ζωή. Έκανε αγώνα για να επιβιώσει. Έκανε αγώνα για να είναι κάποια. Και για όλα αυτά χρειαζόταν και υποβοηθήματα. Και την σκοτώσανε…
Μιλήστε μου για τα φεστιβάλ μουσικής στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’60, όπου εκτονώνονταν η νεολαία.
Το Φεστιβάλ Μαμούθ έγινε το 1966 με ιδέα του Νίκου Μαστοράκη. Κλείστηκε ένα μεγάλο σινεμά 2.000 θέσεων, το Πιγκάλ στην Πατησίων. Συμμετείχαν όλα τα ονομαστά συγκροτήματα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Θυμάμαι επίσης το Φεστιβάλ Ντραμς στο Θέατρο Μινώα, μια πρωτότυπη ιδέα, με την συμμετοχή των καλύτερων ντράμερ της εποχής, όπως οι Λουκάς Σιδεράς, Τζίμης Νταής και πολλοί άλλοι. Σόλο ντραμς! Ωστόσο δεν γινόντουσαν πολλά τέτοια πράγματα. Δεν υπήρχε πολύ κοινό. Δεν υπήρχε πολύς κόσμος που ενδιαφερόταν. Ήμασταν λίγοι γύρω από τη μουσική. Ο μόνιμος κόσμος γύρω από τα συγκροτήματα ήταν λίγος. Μπορεί να είχαν ενδιαφέρον προσωρινά, αλλά μετά είχαν άλλα ενδιαφέροντα. Δεν ήταν στο επίκεντρο η μουσική, αλλά η βαβούρα που γινόταν γύρω από αυτή. Στο εξωτερικό οι θαμώνες έπαιρναν κάποιες ουσίες και φτιάχνανε κεφάλι. Στην Ελλάδα δεν χρειαζόταν να πάρουν ουσίες, είχαν φτιάξει από μόνοι τους το κεφάλι. Όμως δεν είχαμε πλήθος κόσμου, ούτε έμεναν για πολύ σε μια τέτοια εκδήλωση. Αν ξαναγινόταν κάτι παρόμοιο την επόμενη χρονιά δεν έρχονταν οι ίδιοι να το παρακολουθήσουν και να προστεθούν οι καινούργιοι και να μεγαλώσει το κοινό.
Φεστιβάλ Ντραμς
Στο Σούπερ Σόου ’70 τι είχε συμβεί;
Έγινε στο Ρεξ. Ήταν μια εκδήλωση της Μιούζικ Μποξ, που είχε στο ρεπερτόριό της τους περισσότερους τραγουδιστές και τραγουδίστριες. Έτσι ήταν σε θέση να κάνει ένα τέτοιο σόου, ενώ οι άλλες δισκογραφικές εταιρίες δεν το μπορούσαν αυτό. Ο Μαρτέν Γκεσάρ με τη σύζυγό του Μαρίκα Γκεσάρ είχαν την Μιούζικ Μποξ. Δεν υπήρχαν τηλεοράσεις και η διαφήμιση γινόταν από το ραδιόφωνο με εκπομπές που τις πλήρωναν οι εταιρίες. Δεν υπήρχε ενημέρωση. Για τη μουσική παραγωγή που έκανα και είμαι περήφανος γι’ αυτή είναι των Μάνου Χατζιδάκι - Μίκη Θεοδωράκη στην Κύπρο. 1984. Μια σπάνια συνεύρεση που δεν είχε προηγούμενο, αλλά ούτε θα μπορούσε να γίνει όσο ζούσε ο Μάνος. Θεωρώ ότι ήταν από τις καλύτερες δουλειές μου. Να ενώσω τους δύο γίγαντες. Δεν εμφανίστηκαν ποτέ ξανά μαζί. Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που συνέβη αυτό. Στην Οδό Ονείρων το 1961 δεν ήταν μαζί στην σκηνή.
Το πρόγραμμα του Super Show’ 70
Πώς καταφέρατε να το πετύχετε;
Πήγα να συναντήσω τον Μίκη Θεοδωράκη στο Βραχάτι και του άρεσαν οι πρώτες μου κουβέντες. Του είχα πει για να τον πειράξω: Για σένα πρέπει να γράφουνε ότι είσαι ο εκλεκτός της χούντας. Τι είναι αυτά που λες; Ξέρεις γιατί; Σε έχουν κλείσει σε ένα παράδεισο. Του άρεσε αυτό και με πήγε στο οινοποιείο του να βρούμε κρασί! Είπαμε λοιπόν να κάνουμε αυτή την περιοδεία στην Κύπρο. Έλα όμως που αυτά δεν αρέσουν στο ελληνικό κράτος. Ξέρεις γιατί; Γιατί ήταν Θεοδωράκης - Χατζιδάκις μαζί. Δηλαδή ένας κομμουνιστής κι ένας δεξιός. Αυτό έδειχνε ότι μπορεί να είναι ενωμένος ο κόσμος. Δεν έχουν τίποτε να τους χωρίζει και αυτό δεν το ήθελαν. Στην κάθε εξουσία δεν αρέσουν αυτά, αλλιώς δεν μπορεί να σε διευθύνει… Έγιναν λοιπόν πέντε πολύ πετυχημένες συναυλίες με μεγάλους καλλιτέχνες από πίσω, όπως η Φαραντούρη, ο Πανδής, ο Μητροπάνος κ.α., στις οποίες απαγορέψανε να παραστεί ο οποιοσδήποτε από την ελληνική πρεσβεία, κάτι σαν επίσημος. Σε όλες τις συναυλίες, και στις πέντε, ερχόταν ο Βούλγαρος πρέσβης. Στην τελευταία λοιπόν συναυλία στη Λεμεσό ειπώθηκε από τον Μάνο το εξής αμίμητο στο πάλκο, μόλις είδε τον Βούλγαρο ξανά: Αισθάνομαι σαν Βούλγαρος υπήκοος!
Δημοσίευμα με την κοινή περιοδεία Μίκη - Μάνου στην Κύπρο
Επί ελληνικού εδάφους;
Στη Λίμνη της Βουλιαγμένης στα Απολλώνεια ’84 είχα φέρει ένα φωτιστή από τη Γαλλία που φώτισε έτσι το βράχο πίσω που αναδείκνυε όλο το ανάγλυφο μέρος του. Έβαλα μία εξέδρα μέσα στη λίμνη έχοντας από κάτω φουσκωτά κι έφερα ένα υδραυλικό κι έκανε ριντόμ νερά. Ήταν πίδακες νερού που χαμήλωναν κι εμφανίζονταν η σκηνή. Ολόκληρο θέαμα. Ξετρελάθηκα με το χώρο, τον νοίκιασα και πλήρωσα πολλά για την παραγωγή αυτή. Εκεί είχα κλείσει για τέσσερις μέρες Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Πουλόπουλο, Κανελλίδου και άλλους καλλιτέχνες που είχαν μαζί τους ο καθένας στη βραδιά του. Πήγαιναν με βάρκα στην εξέδρα όπου υπήρχε πιάνο και άλλα όργανα. Δεν θυμάμαι πόσες από τις τέσσερις αυτές συναυλίες έγιναν γιατί εκεί πάθαμε ζημιά. Αυτοί που κολυμπούσαν στην Λίμνη της Βουλιαγμένης είχαν θυμώσει που τους πήραμε το μέρος. Η λίμνη λειτουργούσε και βράδυ. Έτσι λοιπόν τρύπησαν τα βαρέλια που ήταν στηριγμένη επάνω η σκηνή. Πρόλαβα προς στιγμή να ειδοποιήσω το λιμεναρχείο και να έρθουν βατραχάνθρωποι με φουσκωτά για να σωθούν τα όργανα. Είχαμε και το πιάνο με ουρά του Νάκα εκεί. Ήταν η πρώτη φορά που Τα Νέα, σαν εφημερίδα, διαφήμισαν τις βραδιές αυτές στην πρώτη τους σελίδα. Είχαν ζητήσει και από την ΕΡΤ να το κινηματογραφήσουν. Ήταν ένα όνειρο, αλλά δεν μας άφησαν… και σαν να μην έφτανε αυτό έγινε κι ένα μπουρίνι, 28 Ιουλίου (!) που σάρωσε τα πάντα. Η εξέδρα αναποδογύρισε και βρέθηκε στον πάτο και τις περίπου 200 καρέκλες τις σκόρπισε ο φοβερός αέρας.
Το πρόγραμμα των «Απολλώνειων ’94» στη Λίμνη Βουλιαγμένης
Ένα αστείο μεταξύ Μίκη και Μάνου;
Ο Θεοδωράκης εκείνη την εποχή είχε αγοράσει ένα ύψωμα στα Χανιά, αντίστοιχο με το ύψωμα που είχε πάρει ο Μακάριος στην Κύπρο για να γίνει ο τάφος του. Κάποια στιγμή ο Μίκης λέει στον Μάνο: Μάνο ξέρω ότι θέλεις να είσαι πάντα πιο πάνω από μένα, ε λοιπόν, υπάρχει ένας λόφος που είναι πιο ψηλά από μένα! Αυτά τα μετά θάνατον, τον πειράζανε τον Χατζιδάκι. Χωρίς να το σκεφτεί, λέει του Μίκη: Να σου πω Μίκη, εγώ έχω γράψει ένα αρσενικό τραγούδι το Είμαι Αητός Χωρίς Φτερά, εσύ έχεις γράψει ένα ομοφυλόφιλο;
Στις συμμετοχές των συγκροτημάτων στις ελληνικές ταινίες τι ρόλο έπαιζαν οι ιμπρεσάριοι;
Αν εξαιρέσεις κάποια συγκροτήματα του Νίκου Παπαθανασίου, οι προτάσεις γινόντουσαν απευθείας. Έπαιζε ρόλο η αξία του κάθε καλλιτέχνη ή πόσο τον ήθελε τον κοινό, γι’ αυτό στις πιο πολλές ταινίες πήραν μέρος οι Olympians γιατί ήταν οι πιο δημοφιλείς. Ήταν η εποχή που είχε αρχίσει η νεολαία να τρέχει πίσω από τα συγκροτήματα. Ήταν άλλες εποχές και μας βρήκε πάνω στο ξύπνημα της νεολαίας γιατί πιο μπροστά η νεολαία άκουγε και χόρευε τραγούδια ξένα, άντε και κάποια που τα είχαν μεταφράσει γι’ αυτό δεν υπήρχε ο όρος συγκρότημα, υπήρχε ο όρος ορχήστρα. Άρχισαν σιγά - σιγά να ξυπνάνε, να αποκτούν κοινό, άρχισε το κοινό να ελευθερώνεται και να έχει μια φανατίλα και πάνω εκεί ήρθε η δικτατορία. Για τις συναυλίες στέλναμε στο υπουργείο δημόσιας τάξης, για έγκριση, ποιοι θα εμφανιστούν και τι τραγούδια θα πουν αναλυτικά. Δεν μπορούσες να τραγουδήσεις όποιο ήθελες. Χρειαζόταν άδεια για το ποια τραγούδια θα ειπωθούν και αυτό ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας. Μια ταραγμένη εποχή που τα παιδιά φοβόντουσαν να πάνε σε μια συναυλία μην είναι απ’ έξω κανένας και τους πιάσει. Φέρανε μια τρομοκρατία. Αυτός που προσπάθησε να απευθυνθεί στη νεολαία ήταν ο Πασχάλης γι’ αυτό μέχρι και σήμερα έχει τέτοια επιτυχία με νεανικό κοινό και τον ακολουθούν. Σε μεταφέρει σε εκείνη την εποχή.
Είχε συλληφθεί ποτέ μουσικός για τεντιμποϊσμό; Νόμος 4000;
Ποτέ. Ήταν ήσυχα τα παιδιά. Δεν υπήρχαν αλητείες ανάμεσα στα συγκροτήματα. Ήταν όλα παιδιά σωστών οικογενειών.
Αν παρατηρήσει κανείς τα ονόματα που ξεχώρισαν από την εποχή αυτή, οι περισσότεροι ήταν πλουσιόπαιδα. Ισχύει αυτό εσείς που τους ζήσατε όλους;
Ναι ήταν από μεσαίες οικογένειες και πάνω. Υπήρχαν όμως παιδιά και από φτωχές οικογένειες. Δεν έπαιζε ρόλο όμως αυτό γιατί υπήρχε μια απόλυτη ισότητα. Ο γιος του πολύ πλούσιου αισθανόταν ίσος και βοηθούσε το γιο του πολύ φτωχού. Δεν είχε ο φτωχός μουσικός να πάρει τα όργανα, θα τα έπαιρνε ο πολύ πλούσιος. Τα μοιράζανε γιατί είχαν ένα κοινό σκοπό, την αγάπη για τη μουσική. Δεν είχαν στο μυαλό τους τίποτε άλλο. Δεν είχαν στο μυαλό τους αν θα βγάλουν λεφτά ή όχι, παρά μόνο πώς θα καλυτερεύσουν αυτό που παίζουν. Δεν μπορεί να γράψει κάποιος για την εποχή αυτή αν δεν την έχει ζήσει. Ήταν ένας άλλος κόσμος. Λειτουργούσε αλλιώς. Το σημερινό παιδί που τρέχει όλη την ημέρα να βγάλει λεφτά, δεν μπορεί να κατανοήσει, δεν το χωράει το μυαλό του πώς όλη μέρα παίζανε και δεν θέλανε λεφτά. Δεν μπορεί γιατί ζει σε άλλο κόσμο. Ότι παίρναν - παίρναν, αρκεί να ήταν καλές οι συνθήκες. Ξεκίνησαν με κακά μηχανήματα και για να δημιουργείται εκείνο το περίφημο έκο (το βάθος στον ήχο), επειδή δεν υπήρχαν χρήματα για να αγοράσουν μηχάνημα, είχαν κάνει μια ευρεσιτεχνία. Έβαζαν μια ατέρμονη ταινία σ’ ένα από τα παλιά τα μαγνητόφωνα και δημιουργούσαν έκο. Κάποια στιγμή κόλλαγε… Αυτό όμως δείχνει πόσο το αγαπούσαν και το έψαχναν. Ο Κατσαδωράκης δεν θα μπορούσε να είχε τα ίδια τύμπανα που είχε ο Σαλιάρης. Όμως τι γινότανε; Επειδή ήταν συνεπείς και τίμιοι έπαιρναν το ίδιο μοντέλο και το πλήρωναν μια ζωή με δόσεις, αλλά χωρίς να τους νοιάζει.
Ο Άλκης Έξαρχος (πάνω δεξιά) με τους The Sounds και την Τάμμυ
Ποιος μουσικός είχε το πιο ακριβό κασέ;
Μιλάμε από το τέλος της δεκαετίας του ’60 και μετά γιατί έως τότε έπαιζαν για το κέφι τους. Υπήρξαν μουσικοί, πολύ γνωστοί, που έρχονταν να παίξουν ένα τέταρτο - μισή ώρα για ένα σουβλάκι. Έτσι για την πλάκα τους. Οι πλούσιοι μουσικοί είχαν την άνεση να περιμένουν να έρθει μια καλή δουλειά και μετά να πάρουν ένα όργανο. Ενώ οι φτωχοί που δεν είχαν αυτή την άνεση, περίμεναν τη δουλειά για να πάνε να ψωνίσουν.
Υπάρχει κάποιος δημοσιογράφος που έχετε γνωρίσει και τον παραδέχεστε για τις μουσικές του γνώσεις;
Τον Λευτέρη Κογκαλίδη. Θεσσαλονικιός. Τεράστιες γνώσεις. Όπως και ο Γιάννης Πετρίδης. Αυτούς τους δύο τους έχω ξεχωρίσει. Από αυτούς παίρναμε είδηση τι κυκλοφόρησε στο εξωτερικό. Επειδή ήταν φίλοι είχαν άμεση ανταπόκριση μεταξύ τους και είχαν τις μεγαλύτερες δισκοθήκες στο ράφι. Επίσης και ο Νίκος Μαστοράκης που βοήθησε πάρα πολύ με τις δραστηριότητες που είχε, έδωσε μια ώθηση στα μουσικά θέματα της Ελλάδας. Ήταν κάτι αντίστοιχο με τη Μαρινέλλα. Αν δεν υπήρχε η Μαρινέλλα τα μαγαζιά από άποψη φωτισμού θα ήταν 50 χρόνια πίσω. Η Μαρινέλλα ήταν αυτή που τους έδωσε την ώθηση. Πήγαινε στο εξωτερικό, έπαιρνε ιδέες και ανάγκασε τους άλλους να έχουν απαιτήσεις στο φωτισμό για να ανταγωνιστούν την Κική, έτσι την έλεγαν. Ο Μαστοράκης είχε ιδέες και ήθελε πάντα να κάνει κάτι καινούργιο. Κι επειδή δεν υπήρχαν και λεφτά, τις κατασκεύαζε. Έφτιαξε ένα πάγκο, στον οποίο είχα βοηθήσει, και βάλαμε φώτα από κάτω. Φώτα κρυφά που αναβόσβηναν και φαινόταν στο κοινό ότι κάτι γίνεται εκεί. Είχε την όρεξη και την έχει ακόμη.
Ήταν φίλος και συνεργάτης σας ο Γιάννης Πουλόπουλος. Μήπως γνωρίζετε γιατί αποσύρθηκε;
Ο Πουλόπουλος είναι ίσως ο μοναδικός τραγουδιστής που μπορεί να τραγουδάει τέσσερις ώρες συνέχεια δικά του τραγούδια στο πάλκο και όλα να τα ξέρει το κοινό και να τα τραγουδάει. Να ξέρει όλα τα λόγια και να τα τραγουδάει, όχι να τα σιγοψυθιρίζει. Κάποια στιγμή λοιπόν ήθελε να σταματήσει και να μην κάνει το δεύτερο λεγόμενο μέρος του προγράμματος, όπου εκεί έπρεπε να λες και σκυλάδικα που ήταν επιτυχίες, αλλά και τις επιτυχίες των άλλων. Ο Γιάννης δεν ήθελε να το κάνει. Εκεί άρχισε μια άρνηση των μαγαζιών να τον βάλουν μέσα γιατί δεν ακολουθούσε αυτή την τάση. Εκεί έγινε συμπλοκή εμπορικού και καλλιτεχνικού κομματιού.
Στράτος Διονυσίου - Ρένα Κουμιώτη - Γιάννης Πουλόπουλος
Ποιος ήταν ο καλύτερος επιχειρηματίας που γνωρίσατε;
Ο Κώστας Κατσίμπας που είχε το night club Αθηναία. Ένα υπόγειο στην οδό Πανεπιστημίου 10, όπου όποιος πήγαινε, έπρεπε να φοράει γραβάτα. Εκεί πήγαινε η αφρόκρεμα. Κάποτε απαγορέψανε την είσοδο στο Δημήτρη Χορν γιατί δεν είχε μαζί του γραβάτα! Ο Κατσίμπας πήγε την Αθηναία και στον Ιππόδρομο με μεγάλη επιτυχία. Επίσης ίσιος και ντόμπρος στις εξηγήσεις του ήταν ο Κοσμάς Μενιδιάτης. Ό,τι έλεγε αυτό ήταν. Δεν άλλαζε. Είχε την Φαντασία. Ο αδερφός του Μιχάλη Μενιδιάτη. Πετυχημένοι επιχειρηματίες θεωρούνταν ο Γκασπάρ Βανασιάν που είχε το Στορκ. Αρμένης, αλλά και οι αδερφοί Γιγουρτάκη που ήταν πάρα πολύ σωστοί στις συνεργασίες τους παρ’ όλο που ήταν μια ιδιόρρυθμος οικογένεια. Από αυτούς μόνο ένας είχε ένα γιο που σήμερα είναι ζάμπλουτος και συλλέκτης έργων τέχνης. Όταν καθόντουσαν να κουβεντιάσουν για ένα πρόγραμμα ή ότι άλλο κι εσύ ήσουν παραπέρα και τους άκουγες θα έλεγες ότι τώρα θα βγάλουν τα μαχαίρια να σφαχτούν. Στη χειρότερη περίπτωση δεν θα ξαναμιλήσουν ο ένας στον άλλον. Τέτοια πράγματα λεγόντουσαν μεταξύ τους. Και μόλις τελείωνε η κουβέντα, σαν αν μην είχε γίνει τίποτα. Παρ’ όλο που ήταν έτσι ιδιόρρυθμοι έκαναν πετυχημένες δουλειές. Σε αυτούς πρωτοπήγε και τραγούδησε ο Στράτος Διονυσίου. Ο Νίκος Γιγουρτάκης πήγε και τον πήρε από το Σου-Μου, βασιλιάς των «σκύλων» κάπου στη Θηβών, και τον έφερε στο Καν-Καν, στην Πέτρου Ράλλη. Ήταν από τα λίγα μαγαζιά που δεν είχαν κολώνες στη μέση. Ήταν ενιαίο το μαγαζί. Εκεί λοιπόν είχε μαέστρο τον Μίμη Πλέσσα και μαζί συμφωνήσανε να πάρουν τον Διονυσίου. Ο Νίκος ο Γιγουρτάκης είχε μάτι πάνω στη δουλειά. Μπαίνω στο μαγαζί την ώρα που είναι στην πίστα ο Μίμης Πλέσσας και δίνει οδηγίες στον Διονυσίου, ο οποίος καμπούριαζε, πώς να κάθεται ίσιος. Και σαλτάρει πάνω, στην κυριολεξία σάλταρε, πάνω στην πίστα ο Ν. Γιγουρτάκης και του λέει του Στράτου: μην ακούς τι σου λέει, εσύ έτσι θα κάνεις καριέρα. Όπως είσαι και όπως σε έχει γνωρίσει ο κόσμος… Η οικογένεια αυτή είχε και χαρτοπαικτικές λέσχες, όπως στην πρώην ρωσική πρεσβεία στο Παλαιό Φάληρο.
Υπήρχε ο Στράτος, αλλά και ο Τόλης που είχε επίσης τότε μεγάλο σουξέ…
Ο Βοσκόπουλος είχε πάθει μια μεγάλη νίλα στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Τότε ψήφιζε και το κοινό τηλεφωνικά, όπως και το κοινό που ήταν μέσα στο Παλαί Ντε Σπορ και συμπληρώναμε τους ψήφους σ’ ένα ψηφοδέλτιο. Να δεις με τι μίσος έδιναν Μηδέν στον Βοσκόπουλο! Τότε είχε πει το τραγούδι Ξανθή Αγαπημένη Παναγιά. Πώς είχε γυρίσει ανάποδα στον κόσμο και δεν τον ήθελε. Τελειώνει την πρόβα του ο Τόλης και μπαίνουμε σ’ ένα ταξί να πάμε στο ξενοδοχείο Μακεδονία. Το θυμάμαι σαν τώρα που ο Νίκος ο Γιγουρτάκης μου σκουντάει το πόδι και μου λέει: Καλύτερα να σπάσει το πόδι του και να μην πάει να τραγουδήσει αύριο. Γιατί κύριε Νίκο; Αυτός είχε δει όλο το σκηνικό πώς γινόταν τότε η πρόβα και από εκεί έβγαλε το συμπέρασμα ότι θ’ αποτύχει. Και απέτυχε παταγωδώς μάλιστα. Είχε ένα φοβερό ένστικτο ο Νίκος.
Γιατί ο κόσμος είχε τέτοια συμπεριφορά κατά τη γνώμη σας;
Ίσως γιατί έλεγε Παναγιά… δεν ξέρω.
Συντηρητισμός δηλαδή. Επειδή το τραγούδι προσομοίαζε μια κοινή θνητή με την Παναγιά;
Ναι έτσι φαίνεται. Να ακούσεις με τι μίσος έδιναν το Μηδέν στο τηλέφωνο, άλλο πράγμα. Καθόμασταν με τον Άλκη Στέα και τα κουβεντιάζαμε…
Η Χριστίνα τι τύπος ήτανε;
Είχε μία καταπληκτική φωνή η οποία είχε μπει μέσα σε λάθος άνθρωπο. Με την Χριστίνα ήμασταν και παντρεμένοι. Δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για τη φωνή της και τη δουλειά της. Δεν την ενδιέφερε. Η θεία της την έσπρωξε να μπει στο τραγούδι και ό,τι έκανε ήταν το τρέξιμο το δικό μου. Κάθε μέρα έρχονταν με το τσουβάλι τα γράμματα από τους θαυμαστές της και απαντούσα εγώ γιατί εκείνη βαριότανε. Δεν θέλαμε να το δείξουμε αυτό στο κόσμο κι έτσι καθόμουν και απαντούσα. Τη θεωρώ έως σήμερα την καλύτερη φωνή. Κρατούσα πάρα πολύ στενές σχέσεις με δημοσιογράφους για να υπάρχει διαφήμιση της Χριστίνας. Να υπάρχουν εκπομπές στην τηλεόραση. Την έστειλα στον Νίκο Παπαθανασίου και κάναμε ένα θαυμάσιο δίσκο εκεί και απ’ ότι μου έλεγε ο ίδιος ότι ήθελε να της κάνει και δεύτερο γιατί μπορούσε να «περπατήσει», αλλά μου είπε ότι δεν είχε όρεξη.
Από αριστερά: Μ. Γκεσάρ - Ν. Καραγιάννης - Χριστίνα - Μαρίκα Γκεσάρ - Α. Έξαρχος - Τάμμυ - Π. Μήλας
Ο Τάκης Αντωνιάδης;
Ήταν ωραίος τύπος και καταπληκτικό παιδί. Ντόμπρος όπως και ο Δημήτρης Μητροπάνος. Είχε πολύ μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες, την οποία δεν την καταλάβαινε ο Τάκης. Στη δεκαετία του ’60, αλλά και του ’50, αν σε ήθελε μια γυναίκα στην «έπεφτε», δεν είχε κανένα πρόβλημα. Ήταν πιο ελεύθερα από σήμερα τα πράγματα. Πιο καθαρά. Μου έλεγαν λοιπόν: τι πρέπει να κάνουμε για να το καταλάβει. Ο Τάκης ήταν από τις λίγες φωνές που έχουμε στην Ελλάδα. Είχε χαλάσει κόσμο όταν τραγούδησε το Strangers In The Night σε μια συναυλία.
Από αριστερά: Τρικουράκης - Καρμπουλώνης - Κούκα (η τραγουδίστρια των Palyboys) - Τάκης Αντωνιάδης - Μαρκέας - Θωμάς Καραγιάννης
Το έχω ακούσει από τον Τάσο Παπασταμάτη αυτό το τραγούδι…
Ο Τάσος ήταν εξίσου καλός τραγουδιστής, όπως και ο Στέλιος Καλαθόπουλος.
Με ποιους μπορούσατε να συζητήσετε σοβαρά και να αναπτύξετε ένα θέμα;
Με τους αδερφούς Τζαβάρα, που είναι πολύ καλλιεργημένα παιδιά, όπως και με τον Φίλιππο Νικολάου. Επίσης ο Πέτρος Μήλας, o τραγουδιστής, αλλά και με τον αείμνηστο Δημήτρη Μητροπάνο. Επίσης με τον Νίκο Παπαθανασίου συζητούσαμε τουλάχιστον τέσσερις ώρες την ημέρα και λίγες σου λέω. Είχαμε να πούμε. Τέτοιους δεν βρίσκεις…
Στέλιος Καλαθόπουλος - Κορίτσι αλλιώτικο
Σε σφαιριστήρια πηγαίνατε;
Ψεύτης θα είναι όποιος πει ότι δεν πήγαινε. Πέρναγε η ώρα σου εκεί. Μπιλιάρδο και ποδοσφαιράκι. Στοιχηματίζαμε κιόλας για να υπάρχει ενδιαφέρον. Κάτι πενταροδεκάρες. Όλα τα υπόγεια είχαν γίνει σφαιριστήρια. Ήταν σημείο συνάντησης. Καθόμασταν και βλέπαμε φίλους ή μεγαλύτερούς μας. Καυγάδες δεν γίνονταν. Όλη αυτή η γενιά του πολέμου και του εμφυλίου έπεσε σε καλούς δασκάλους ή αν θέλεις πέρασαν πολλά κάτι που τους έκανε να μελετήσουν για να μην ξαναπέσουν σε τέτοιες καταστάσεις. Ήταν πιο καλλιεργημένοι. Σπάνια θα συναντήσω άνθρωπο εκείνης της εποχής που να μην έχει κάποια καλλιέργεια. Τους άρεσε η γνώση. Τώρα τους αρέσει η ψεύτικη γνώση, η θολούρα. Έτσι πιστεύω. Έτσι δεν γινόντουσαν καυγάδες. Λυνόντουσαν τα θέματα. Υπήρχε άλλο επίπεδο.
Άλκης Έξαρχος
Και μέσα σε όλα αυτά;
Θεωρώ πολύ σπουδαία την οικογένεια. Ευτύχησα να κάνω δύο πολύ θαυμάσια παιδιά, τον Αθανάσιο και τον Σταύρο, δύο γιους που σήμερα είναι καλά στελέχη της κοινωνίας. Σπουδάσανε ηλεκτρονικοί και μου έκαναν δύο εγγόνια. Ο Σταύρος, ο μικρότερος από τους δύο, έχει σπουδάσει μουσική επίσης και του αρέσουν τα ταξίδια. Ο Αθανάσιος έγινε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Nokia Hellas στα δίκτυα. Έκανα τόσο πολλά στη ζωή μου, έκανα πολλά σωστά και ακόμη περισσότερα λάθη, αλλά έκανα και κάτι σωστό. Είμαι χαρούμενος!
Η Λιάνα Κανέλλη με τους δύο γιους του Άλκη Έξαρχου, Αθανάσιο και Σταύρο
Είναι από τις λίγες φορές που συνάντησα έναν άνθρωπο μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, για δεύτερη φορά, ώστε να συνεχίσουμε την πρώτη μεγάλη μας συζήτηση γιατί ήθελα να μάθω όσο γίνεται περισσότερα από τον λαμπερό κόσμο των καλλιτεχνών, αλλά και την αθέατη πλευρά τους. Με υποδέχθηκε με τον πρώτο δίσκο της Odetta «Sings Ballads and Blues» στα χέρια, γνωρίζοντας την αγάπη που έχω για τα blues. Δεν είχα το δίσκο αυτό στη συλλογή μου, ένα απρόσμενο δώρο. Λες και ήταν μες στο μυαλό μου. Αυτή είναι όμως η ψυχοσύνθεση του μάνατζερ. Να μπαίνει στο μυαλό και να οδηγεί τους μουσικούς στο καλύτερο. Ήταν ο άνθρωπός τους. Αν σκεφτεί κανείς ότι ήταν ο μόνος άνθρωπος που κατάφερε να ενώσει, σε συναυλίες, τους Μίκη Θεοδωράκη και Μάνο Χατζιδάκι κάνοντας ένα τρελό του όνειρο πραγματικότητα γνωρίζοντας ότι η προσπάθειά του δεν θα έχει σύμμαχο τους κρατιστές, τότε έχει ένα μοναδικό παράσημο αυτό της φαντασίας στην εξουσία.
Από τη συνάντησή μας στα Βριλήσσια.
Πάμε λοιπόν να συνεχίσουμε από εκεί που μείναμε στο πρώτο μέρος, από το μεγαλύτερο φεστιβάλ που έγινε ποτέ και ο Άλκης Έξαρχος ήταν εκεί μαζί με τους θρύλους της μουσικής…
Τι θυμάστε από την εμπειρία του Γούντστοκ; Λένε ότι όσοι το έζησαν, δεν το θυμούνται…
Είναι κάτι που δεν μπορείς να ξεχάσεις στη ζωή σου. Ποτέ. Εκείνη η ατμόσφαιρα έχει τόσο κυριαρχήσει, έχει μπει μέσα σου που δεν γίνεται να ξεχαστεί. Αισθάνθηκα μαγεμένος που ήμουν εκεί. Αλλά ήμουν συνηθισμένος να είμαι με κάποιες φίρμες τότε. Ζούσα σε άλλο κόσμο. Ήταν ένα θαύμα. Είμαι μυθικό. Αναρωτιέμαι: πράγματι ήμουν εκεί; Είχα ξετρελαθεί με την Τζάνις Τζόπλιν. Μου είχε κάνει εντύπωση η αθυροστομία της. Τραγουδούσε λες και είχε καταλάβει ότι θα φύγει από τη ζωή. Έκανε αγώνα για να επιβιώσει. Έκανε αγώνα για να είναι κάποια. Και για όλα αυτά χρειαζόταν και υποβοηθήματα. Και την σκοτώσανε…
Μιλήστε μου για τα φεστιβάλ μουσικής στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’60, όπου εκτονώνονταν η νεολαία.
Το Φεστιβάλ Μαμούθ έγινε το 1966 με ιδέα του Νίκου Μαστοράκη. Κλείστηκε ένα μεγάλο σινεμά 2.000 θέσεων, το Πιγκάλ στην Πατησίων. Συμμετείχαν όλα τα ονομαστά συγκροτήματα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Θυμάμαι επίσης το Φεστιβάλ Ντραμς στο Θέατρο Μινώα, μια πρωτότυπη ιδέα, με την συμμετοχή των καλύτερων ντράμερ της εποχής, όπως οι Λουκάς Σιδεράς, Τζίμης Νταής και πολλοί άλλοι. Σόλο ντραμς! Ωστόσο δεν γινόντουσαν πολλά τέτοια πράγματα. Δεν υπήρχε πολύ κοινό. Δεν υπήρχε πολύς κόσμος που ενδιαφερόταν. Ήμασταν λίγοι γύρω από τη μουσική. Ο μόνιμος κόσμος γύρω από τα συγκροτήματα ήταν λίγος. Μπορεί να είχαν ενδιαφέρον προσωρινά, αλλά μετά είχαν άλλα ενδιαφέροντα. Δεν ήταν στο επίκεντρο η μουσική, αλλά η βαβούρα που γινόταν γύρω από αυτή. Στο εξωτερικό οι θαμώνες έπαιρναν κάποιες ουσίες και φτιάχνανε κεφάλι. Στην Ελλάδα δεν χρειαζόταν να πάρουν ουσίες, είχαν φτιάξει από μόνοι τους το κεφάλι. Όμως δεν είχαμε πλήθος κόσμου, ούτε έμεναν για πολύ σε μια τέτοια εκδήλωση. Αν ξαναγινόταν κάτι παρόμοιο την επόμενη χρονιά δεν έρχονταν οι ίδιοι να το παρακολουθήσουν και να προστεθούν οι καινούργιοι και να μεγαλώσει το κοινό.
Φεστιβάλ Ντραμς
Στο Σούπερ Σόου ’70 τι είχε συμβεί;
Έγινε στο Ρεξ. Ήταν μια εκδήλωση της Μιούζικ Μποξ, που είχε στο ρεπερτόριό της τους περισσότερους τραγουδιστές και τραγουδίστριες. Έτσι ήταν σε θέση να κάνει ένα τέτοιο σόου, ενώ οι άλλες δισκογραφικές εταιρίες δεν το μπορούσαν αυτό. Ο Μαρτέν Γκεσάρ με τη σύζυγό του Μαρίκα Γκεσάρ είχαν την Μιούζικ Μποξ. Δεν υπήρχαν τηλεοράσεις και η διαφήμιση γινόταν από το ραδιόφωνο με εκπομπές που τις πλήρωναν οι εταιρίες. Δεν υπήρχε ενημέρωση. Για τη μουσική παραγωγή που έκανα και είμαι περήφανος γι’ αυτή είναι των Μάνου Χατζιδάκι - Μίκη Θεοδωράκη στην Κύπρο. 1984. Μια σπάνια συνεύρεση που δεν είχε προηγούμενο, αλλά ούτε θα μπορούσε να γίνει όσο ζούσε ο Μάνος. Θεωρώ ότι ήταν από τις καλύτερες δουλειές μου. Να ενώσω τους δύο γίγαντες. Δεν εμφανίστηκαν ποτέ ξανά μαζί. Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που συνέβη αυτό. Στην Οδό Ονείρων το 1961 δεν ήταν μαζί στην σκηνή.
Το πρόγραμμα του Super Show’ 70
Πώς καταφέρατε να το πετύχετε;
Πήγα να συναντήσω τον Μίκη Θεοδωράκη στο Βραχάτι και του άρεσαν οι πρώτες μου κουβέντες. Του είχα πει για να τον πειράξω: Για σένα πρέπει να γράφουνε ότι είσαι ο εκλεκτός της χούντας. Τι είναι αυτά που λες; Ξέρεις γιατί; Σε έχουν κλείσει σε ένα παράδεισο. Του άρεσε αυτό και με πήγε στο οινοποιείο του να βρούμε κρασί! Είπαμε λοιπόν να κάνουμε αυτή την περιοδεία στην Κύπρο. Έλα όμως που αυτά δεν αρέσουν στο ελληνικό κράτος. Ξέρεις γιατί; Γιατί ήταν Θεοδωράκης - Χατζιδάκις μαζί. Δηλαδή ένας κομμουνιστής κι ένας δεξιός. Αυτό έδειχνε ότι μπορεί να είναι ενωμένος ο κόσμος. Δεν έχουν τίποτε να τους χωρίζει και αυτό δεν το ήθελαν. Στην κάθε εξουσία δεν αρέσουν αυτά, αλλιώς δεν μπορεί να σε διευθύνει… Έγιναν λοιπόν πέντε πολύ πετυχημένες συναυλίες με μεγάλους καλλιτέχνες από πίσω, όπως η Φαραντούρη, ο Πανδής, ο Μητροπάνος κ.α., στις οποίες απαγορέψανε να παραστεί ο οποιοσδήποτε από την ελληνική πρεσβεία, κάτι σαν επίσημος. Σε όλες τις συναυλίες, και στις πέντε, ερχόταν ο Βούλγαρος πρέσβης. Στην τελευταία λοιπόν συναυλία στη Λεμεσό ειπώθηκε από τον Μάνο το εξής αμίμητο στο πάλκο, μόλις είδε τον Βούλγαρο ξανά: Αισθάνομαι σαν Βούλγαρος υπήκοος!
Δημοσίευμα με την κοινή περιοδεία Μίκη - Μάνου στην Κύπρο
Επί ελληνικού εδάφους;
Στη Λίμνη της Βουλιαγμένης στα Απολλώνεια ’84 είχα φέρει ένα φωτιστή από τη Γαλλία που φώτισε έτσι το βράχο πίσω που αναδείκνυε όλο το ανάγλυφο μέρος του. Έβαλα μία εξέδρα μέσα στη λίμνη έχοντας από κάτω φουσκωτά κι έφερα ένα υδραυλικό κι έκανε ριντόμ νερά. Ήταν πίδακες νερού που χαμήλωναν κι εμφανίζονταν η σκηνή. Ολόκληρο θέαμα. Ξετρελάθηκα με το χώρο, τον νοίκιασα και πλήρωσα πολλά για την παραγωγή αυτή. Εκεί είχα κλείσει για τέσσερις μέρες Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Πουλόπουλο, Κανελλίδου και άλλους καλλιτέχνες που είχαν μαζί τους ο καθένας στη βραδιά του. Πήγαιναν με βάρκα στην εξέδρα όπου υπήρχε πιάνο και άλλα όργανα. Δεν θυμάμαι πόσες από τις τέσσερις αυτές συναυλίες έγιναν γιατί εκεί πάθαμε ζημιά. Αυτοί που κολυμπούσαν στην Λίμνη της Βουλιαγμένης είχαν θυμώσει που τους πήραμε το μέρος. Η λίμνη λειτουργούσε και βράδυ. Έτσι λοιπόν τρύπησαν τα βαρέλια που ήταν στηριγμένη επάνω η σκηνή. Πρόλαβα προς στιγμή να ειδοποιήσω το λιμεναρχείο και να έρθουν βατραχάνθρωποι με φουσκωτά για να σωθούν τα όργανα. Είχαμε και το πιάνο με ουρά του Νάκα εκεί. Ήταν η πρώτη φορά που Τα Νέα, σαν εφημερίδα, διαφήμισαν τις βραδιές αυτές στην πρώτη τους σελίδα. Είχαν ζητήσει και από την ΕΡΤ να το κινηματογραφήσουν. Ήταν ένα όνειρο, αλλά δεν μας άφησαν… και σαν να μην έφτανε αυτό έγινε κι ένα μπουρίνι, 28 Ιουλίου (!) που σάρωσε τα πάντα. Η εξέδρα αναποδογύρισε και βρέθηκε στον πάτο και τις περίπου 200 καρέκλες τις σκόρπισε ο φοβερός αέρας.
Το πρόγραμμα των «Απολλώνειων ’94» στη Λίμνη Βουλιαγμένης
Ένα αστείο μεταξύ Μίκη και Μάνου;
Ο Θεοδωράκης εκείνη την εποχή είχε αγοράσει ένα ύψωμα στα Χανιά, αντίστοιχο με το ύψωμα που είχε πάρει ο Μακάριος στην Κύπρο για να γίνει ο τάφος του. Κάποια στιγμή ο Μίκης λέει στον Μάνο: Μάνο ξέρω ότι θέλεις να είσαι πάντα πιο πάνω από μένα, ε λοιπόν, υπάρχει ένας λόφος που είναι πιο ψηλά από μένα! Αυτά τα μετά θάνατον, τον πειράζανε τον Χατζιδάκι. Χωρίς να το σκεφτεί, λέει του Μίκη: Να σου πω Μίκη, εγώ έχω γράψει ένα αρσενικό τραγούδι το Είμαι Αητός Χωρίς Φτερά, εσύ έχεις γράψει ένα ομοφυλόφιλο;
Στις συμμετοχές των συγκροτημάτων στις ελληνικές ταινίες τι ρόλο έπαιζαν οι ιμπρεσάριοι;
Αν εξαιρέσεις κάποια συγκροτήματα του Νίκου Παπαθανασίου, οι προτάσεις γινόντουσαν απευθείας. Έπαιζε ρόλο η αξία του κάθε καλλιτέχνη ή πόσο τον ήθελε τον κοινό, γι’ αυτό στις πιο πολλές ταινίες πήραν μέρος οι Olympians γιατί ήταν οι πιο δημοφιλείς. Ήταν η εποχή που είχε αρχίσει η νεολαία να τρέχει πίσω από τα συγκροτήματα. Ήταν άλλες εποχές και μας βρήκε πάνω στο ξύπνημα της νεολαίας γιατί πιο μπροστά η νεολαία άκουγε και χόρευε τραγούδια ξένα, άντε και κάποια που τα είχαν μεταφράσει γι’ αυτό δεν υπήρχε ο όρος συγκρότημα, υπήρχε ο όρος ορχήστρα. Άρχισαν σιγά - σιγά να ξυπνάνε, να αποκτούν κοινό, άρχισε το κοινό να ελευθερώνεται και να έχει μια φανατίλα και πάνω εκεί ήρθε η δικτατορία. Για τις συναυλίες στέλναμε στο υπουργείο δημόσιας τάξης, για έγκριση, ποιοι θα εμφανιστούν και τι τραγούδια θα πουν αναλυτικά. Δεν μπορούσες να τραγουδήσεις όποιο ήθελες. Χρειαζόταν άδεια για το ποια τραγούδια θα ειπωθούν και αυτό ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας. Μια ταραγμένη εποχή που τα παιδιά φοβόντουσαν να πάνε σε μια συναυλία μην είναι απ’ έξω κανένας και τους πιάσει. Φέρανε μια τρομοκρατία. Αυτός που προσπάθησε να απευθυνθεί στη νεολαία ήταν ο Πασχάλης γι’ αυτό μέχρι και σήμερα έχει τέτοια επιτυχία με νεανικό κοινό και τον ακολουθούν. Σε μεταφέρει σε εκείνη την εποχή.
Είχε συλληφθεί ποτέ μουσικός για τεντιμποϊσμό; Νόμος 4000;
Ποτέ. Ήταν ήσυχα τα παιδιά. Δεν υπήρχαν αλητείες ανάμεσα στα συγκροτήματα. Ήταν όλα παιδιά σωστών οικογενειών.
Αν παρατηρήσει κανείς τα ονόματα που ξεχώρισαν από την εποχή αυτή, οι περισσότεροι ήταν πλουσιόπαιδα. Ισχύει αυτό εσείς που τους ζήσατε όλους;
Ναι ήταν από μεσαίες οικογένειες και πάνω. Υπήρχαν όμως παιδιά και από φτωχές οικογένειες. Δεν έπαιζε ρόλο όμως αυτό γιατί υπήρχε μια απόλυτη ισότητα. Ο γιος του πολύ πλούσιου αισθανόταν ίσος και βοηθούσε το γιο του πολύ φτωχού. Δεν είχε ο φτωχός μουσικός να πάρει τα όργανα, θα τα έπαιρνε ο πολύ πλούσιος. Τα μοιράζανε γιατί είχαν ένα κοινό σκοπό, την αγάπη για τη μουσική. Δεν είχαν στο μυαλό τους τίποτε άλλο. Δεν είχαν στο μυαλό τους αν θα βγάλουν λεφτά ή όχι, παρά μόνο πώς θα καλυτερεύσουν αυτό που παίζουν. Δεν μπορεί να γράψει κάποιος για την εποχή αυτή αν δεν την έχει ζήσει. Ήταν ένας άλλος κόσμος. Λειτουργούσε αλλιώς. Το σημερινό παιδί που τρέχει όλη την ημέρα να βγάλει λεφτά, δεν μπορεί να κατανοήσει, δεν το χωράει το μυαλό του πώς όλη μέρα παίζανε και δεν θέλανε λεφτά. Δεν μπορεί γιατί ζει σε άλλο κόσμο. Ότι παίρναν - παίρναν, αρκεί να ήταν καλές οι συνθήκες. Ξεκίνησαν με κακά μηχανήματα και για να δημιουργείται εκείνο το περίφημο έκο (το βάθος στον ήχο), επειδή δεν υπήρχαν χρήματα για να αγοράσουν μηχάνημα, είχαν κάνει μια ευρεσιτεχνία. Έβαζαν μια ατέρμονη ταινία σ’ ένα από τα παλιά τα μαγνητόφωνα και δημιουργούσαν έκο. Κάποια στιγμή κόλλαγε… Αυτό όμως δείχνει πόσο το αγαπούσαν και το έψαχναν. Ο Κατσαδωράκης δεν θα μπορούσε να είχε τα ίδια τύμπανα που είχε ο Σαλιάρης. Όμως τι γινότανε; Επειδή ήταν συνεπείς και τίμιοι έπαιρναν το ίδιο μοντέλο και το πλήρωναν μια ζωή με δόσεις, αλλά χωρίς να τους νοιάζει.
Ο Άλκης Έξαρχος (πάνω δεξιά) με τους The Sounds και την Τάμμυ
Ποιος μουσικός είχε το πιο ακριβό κασέ;
Μιλάμε από το τέλος της δεκαετίας του ’60 και μετά γιατί έως τότε έπαιζαν για το κέφι τους. Υπήρξαν μουσικοί, πολύ γνωστοί, που έρχονταν να παίξουν ένα τέταρτο - μισή ώρα για ένα σουβλάκι. Έτσι για την πλάκα τους. Οι πλούσιοι μουσικοί είχαν την άνεση να περιμένουν να έρθει μια καλή δουλειά και μετά να πάρουν ένα όργανο. Ενώ οι φτωχοί που δεν είχαν αυτή την άνεση, περίμεναν τη δουλειά για να πάνε να ψωνίσουν.
Υπάρχει κάποιος δημοσιογράφος που έχετε γνωρίσει και τον παραδέχεστε για τις μουσικές του γνώσεις;
Τον Λευτέρη Κογκαλίδη. Θεσσαλονικιός. Τεράστιες γνώσεις. Όπως και ο Γιάννης Πετρίδης. Αυτούς τους δύο τους έχω ξεχωρίσει. Από αυτούς παίρναμε είδηση τι κυκλοφόρησε στο εξωτερικό. Επειδή ήταν φίλοι είχαν άμεση ανταπόκριση μεταξύ τους και είχαν τις μεγαλύτερες δισκοθήκες στο ράφι. Επίσης και ο Νίκος Μαστοράκης που βοήθησε πάρα πολύ με τις δραστηριότητες που είχε, έδωσε μια ώθηση στα μουσικά θέματα της Ελλάδας. Ήταν κάτι αντίστοιχο με τη Μαρινέλλα. Αν δεν υπήρχε η Μαρινέλλα τα μαγαζιά από άποψη φωτισμού θα ήταν 50 χρόνια πίσω. Η Μαρινέλλα ήταν αυτή που τους έδωσε την ώθηση. Πήγαινε στο εξωτερικό, έπαιρνε ιδέες και ανάγκασε τους άλλους να έχουν απαιτήσεις στο φωτισμό για να ανταγωνιστούν την Κική, έτσι την έλεγαν. Ο Μαστοράκης είχε ιδέες και ήθελε πάντα να κάνει κάτι καινούργιο. Κι επειδή δεν υπήρχαν και λεφτά, τις κατασκεύαζε. Έφτιαξε ένα πάγκο, στον οποίο είχα βοηθήσει, και βάλαμε φώτα από κάτω. Φώτα κρυφά που αναβόσβηναν και φαινόταν στο κοινό ότι κάτι γίνεται εκεί. Είχε την όρεξη και την έχει ακόμη.
Ήταν φίλος και συνεργάτης σας ο Γιάννης Πουλόπουλος. Μήπως γνωρίζετε γιατί αποσύρθηκε;
Ο Πουλόπουλος είναι ίσως ο μοναδικός τραγουδιστής που μπορεί να τραγουδάει τέσσερις ώρες συνέχεια δικά του τραγούδια στο πάλκο και όλα να τα ξέρει το κοινό και να τα τραγουδάει. Να ξέρει όλα τα λόγια και να τα τραγουδάει, όχι να τα σιγοψυθιρίζει. Κάποια στιγμή λοιπόν ήθελε να σταματήσει και να μην κάνει το δεύτερο λεγόμενο μέρος του προγράμματος, όπου εκεί έπρεπε να λες και σκυλάδικα που ήταν επιτυχίες, αλλά και τις επιτυχίες των άλλων. Ο Γιάννης δεν ήθελε να το κάνει. Εκεί άρχισε μια άρνηση των μαγαζιών να τον βάλουν μέσα γιατί δεν ακολουθούσε αυτή την τάση. Εκεί έγινε συμπλοκή εμπορικού και καλλιτεχνικού κομματιού.
Στράτος Διονυσίου - Ρένα Κουμιώτη - Γιάννης Πουλόπουλος
Ποιος ήταν ο καλύτερος επιχειρηματίας που γνωρίσατε;
Ο Κώστας Κατσίμπας που είχε το night club Αθηναία. Ένα υπόγειο στην οδό Πανεπιστημίου 10, όπου όποιος πήγαινε, έπρεπε να φοράει γραβάτα. Εκεί πήγαινε η αφρόκρεμα. Κάποτε απαγορέψανε την είσοδο στο Δημήτρη Χορν γιατί δεν είχε μαζί του γραβάτα! Ο Κατσίμπας πήγε την Αθηναία και στον Ιππόδρομο με μεγάλη επιτυχία. Επίσης ίσιος και ντόμπρος στις εξηγήσεις του ήταν ο Κοσμάς Μενιδιάτης. Ό,τι έλεγε αυτό ήταν. Δεν άλλαζε. Είχε την Φαντασία. Ο αδερφός του Μιχάλη Μενιδιάτη. Πετυχημένοι επιχειρηματίες θεωρούνταν ο Γκασπάρ Βανασιάν που είχε το Στορκ. Αρμένης, αλλά και οι αδερφοί Γιγουρτάκη που ήταν πάρα πολύ σωστοί στις συνεργασίες τους παρ’ όλο που ήταν μια ιδιόρρυθμος οικογένεια. Από αυτούς μόνο ένας είχε ένα γιο που σήμερα είναι ζάμπλουτος και συλλέκτης έργων τέχνης. Όταν καθόντουσαν να κουβεντιάσουν για ένα πρόγραμμα ή ότι άλλο κι εσύ ήσουν παραπέρα και τους άκουγες θα έλεγες ότι τώρα θα βγάλουν τα μαχαίρια να σφαχτούν. Στη χειρότερη περίπτωση δεν θα ξαναμιλήσουν ο ένας στον άλλον. Τέτοια πράγματα λεγόντουσαν μεταξύ τους. Και μόλις τελείωνε η κουβέντα, σαν αν μην είχε γίνει τίποτα. Παρ’ όλο που ήταν έτσι ιδιόρρυθμοι έκαναν πετυχημένες δουλειές. Σε αυτούς πρωτοπήγε και τραγούδησε ο Στράτος Διονυσίου. Ο Νίκος Γιγουρτάκης πήγε και τον πήρε από το Σου-Μου, βασιλιάς των «σκύλων» κάπου στη Θηβών, και τον έφερε στο Καν-Καν, στην Πέτρου Ράλλη. Ήταν από τα λίγα μαγαζιά που δεν είχαν κολώνες στη μέση. Ήταν ενιαίο το μαγαζί. Εκεί λοιπόν είχε μαέστρο τον Μίμη Πλέσσα και μαζί συμφωνήσανε να πάρουν τον Διονυσίου. Ο Νίκος ο Γιγουρτάκης είχε μάτι πάνω στη δουλειά. Μπαίνω στο μαγαζί την ώρα που είναι στην πίστα ο Μίμης Πλέσσας και δίνει οδηγίες στον Διονυσίου, ο οποίος καμπούριαζε, πώς να κάθεται ίσιος. Και σαλτάρει πάνω, στην κυριολεξία σάλταρε, πάνω στην πίστα ο Ν. Γιγουρτάκης και του λέει του Στράτου: μην ακούς τι σου λέει, εσύ έτσι θα κάνεις καριέρα. Όπως είσαι και όπως σε έχει γνωρίσει ο κόσμος… Η οικογένεια αυτή είχε και χαρτοπαικτικές λέσχες, όπως στην πρώην ρωσική πρεσβεία στο Παλαιό Φάληρο.
Υπήρχε ο Στράτος, αλλά και ο Τόλης που είχε επίσης τότε μεγάλο σουξέ…
Ο Βοσκόπουλος είχε πάθει μια μεγάλη νίλα στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Τότε ψήφιζε και το κοινό τηλεφωνικά, όπως και το κοινό που ήταν μέσα στο Παλαί Ντε Σπορ και συμπληρώναμε τους ψήφους σ’ ένα ψηφοδέλτιο. Να δεις με τι μίσος έδιναν Μηδέν στον Βοσκόπουλο! Τότε είχε πει το τραγούδι Ξανθή Αγαπημένη Παναγιά. Πώς είχε γυρίσει ανάποδα στον κόσμο και δεν τον ήθελε. Τελειώνει την πρόβα του ο Τόλης και μπαίνουμε σ’ ένα ταξί να πάμε στο ξενοδοχείο Μακεδονία. Το θυμάμαι σαν τώρα που ο Νίκος ο Γιγουρτάκης μου σκουντάει το πόδι και μου λέει: Καλύτερα να σπάσει το πόδι του και να μην πάει να τραγουδήσει αύριο. Γιατί κύριε Νίκο; Αυτός είχε δει όλο το σκηνικό πώς γινόταν τότε η πρόβα και από εκεί έβγαλε το συμπέρασμα ότι θ’ αποτύχει. Και απέτυχε παταγωδώς μάλιστα. Είχε ένα φοβερό ένστικτο ο Νίκος.
Γιατί ο κόσμος είχε τέτοια συμπεριφορά κατά τη γνώμη σας;
Ίσως γιατί έλεγε Παναγιά… δεν ξέρω.
Συντηρητισμός δηλαδή. Επειδή το τραγούδι προσομοίαζε μια κοινή θνητή με την Παναγιά;
Ναι έτσι φαίνεται. Να ακούσεις με τι μίσος έδιναν το Μηδέν στο τηλέφωνο, άλλο πράγμα. Καθόμασταν με τον Άλκη Στέα και τα κουβεντιάζαμε…
Η Χριστίνα τι τύπος ήτανε;
Είχε μία καταπληκτική φωνή η οποία είχε μπει μέσα σε λάθος άνθρωπο. Με την Χριστίνα ήμασταν και παντρεμένοι. Δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για τη φωνή της και τη δουλειά της. Δεν την ενδιέφερε. Η θεία της την έσπρωξε να μπει στο τραγούδι και ό,τι έκανε ήταν το τρέξιμο το δικό μου. Κάθε μέρα έρχονταν με το τσουβάλι τα γράμματα από τους θαυμαστές της και απαντούσα εγώ γιατί εκείνη βαριότανε. Δεν θέλαμε να το δείξουμε αυτό στο κόσμο κι έτσι καθόμουν και απαντούσα. Τη θεωρώ έως σήμερα την καλύτερη φωνή. Κρατούσα πάρα πολύ στενές σχέσεις με δημοσιογράφους για να υπάρχει διαφήμιση της Χριστίνας. Να υπάρχουν εκπομπές στην τηλεόραση. Την έστειλα στον Νίκο Παπαθανασίου και κάναμε ένα θαυμάσιο δίσκο εκεί και απ’ ότι μου έλεγε ο ίδιος ότι ήθελε να της κάνει και δεύτερο γιατί μπορούσε να «περπατήσει», αλλά μου είπε ότι δεν είχε όρεξη.
Από αριστερά: Μ. Γκεσάρ - Ν. Καραγιάννης - Χριστίνα - Μαρίκα Γκεσάρ - Α. Έξαρχος - Τάμμυ - Π. Μήλας
Ο Τάκης Αντωνιάδης;
Ήταν ωραίος τύπος και καταπληκτικό παιδί. Ντόμπρος όπως και ο Δημήτρης Μητροπάνος. Είχε πολύ μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες, την οποία δεν την καταλάβαινε ο Τάκης. Στη δεκαετία του ’60, αλλά και του ’50, αν σε ήθελε μια γυναίκα στην «έπεφτε», δεν είχε κανένα πρόβλημα. Ήταν πιο ελεύθερα από σήμερα τα πράγματα. Πιο καθαρά. Μου έλεγαν λοιπόν: τι πρέπει να κάνουμε για να το καταλάβει. Ο Τάκης ήταν από τις λίγες φωνές που έχουμε στην Ελλάδα. Είχε χαλάσει κόσμο όταν τραγούδησε το Strangers In The Night σε μια συναυλία.
Από αριστερά: Τρικουράκης - Καρμπουλώνης - Κούκα (η τραγουδίστρια των Palyboys) - Τάκης Αντωνιάδης - Μαρκέας - Θωμάς Καραγιάννης
Το έχω ακούσει από τον Τάσο Παπασταμάτη αυτό το τραγούδι…
Ο Τάσος ήταν εξίσου καλός τραγουδιστής, όπως και ο Στέλιος Καλαθόπουλος.
Με ποιους μπορούσατε να συζητήσετε σοβαρά και να αναπτύξετε ένα θέμα;
Με τους αδερφούς Τζαβάρα, που είναι πολύ καλλιεργημένα παιδιά, όπως και με τον Φίλιππο Νικολάου. Επίσης ο Πέτρος Μήλας, o τραγουδιστής, αλλά και με τον αείμνηστο Δημήτρη Μητροπάνο. Επίσης με τον Νίκο Παπαθανασίου συζητούσαμε τουλάχιστον τέσσερις ώρες την ημέρα και λίγες σου λέω. Είχαμε να πούμε. Τέτοιους δεν βρίσκεις…
Στέλιος Καλαθόπουλος - Κορίτσι αλλιώτικο
Σε σφαιριστήρια πηγαίνατε;
Ψεύτης θα είναι όποιος πει ότι δεν πήγαινε. Πέρναγε η ώρα σου εκεί. Μπιλιάρδο και ποδοσφαιράκι. Στοιχηματίζαμε κιόλας για να υπάρχει ενδιαφέρον. Κάτι πενταροδεκάρες. Όλα τα υπόγεια είχαν γίνει σφαιριστήρια. Ήταν σημείο συνάντησης. Καθόμασταν και βλέπαμε φίλους ή μεγαλύτερούς μας. Καυγάδες δεν γίνονταν. Όλη αυτή η γενιά του πολέμου και του εμφυλίου έπεσε σε καλούς δασκάλους ή αν θέλεις πέρασαν πολλά κάτι που τους έκανε να μελετήσουν για να μην ξαναπέσουν σε τέτοιες καταστάσεις. Ήταν πιο καλλιεργημένοι. Σπάνια θα συναντήσω άνθρωπο εκείνης της εποχής που να μην έχει κάποια καλλιέργεια. Τους άρεσε η γνώση. Τώρα τους αρέσει η ψεύτικη γνώση, η θολούρα. Έτσι πιστεύω. Έτσι δεν γινόντουσαν καυγάδες. Λυνόντουσαν τα θέματα. Υπήρχε άλλο επίπεδο.
Άλκης Έξαρχος
Και μέσα σε όλα αυτά;
Θεωρώ πολύ σπουδαία την οικογένεια. Ευτύχησα να κάνω δύο πολύ θαυμάσια παιδιά, τον Αθανάσιο και τον Σταύρο, δύο γιους που σήμερα είναι καλά στελέχη της κοινωνίας. Σπουδάσανε ηλεκτρονικοί και μου έκαναν δύο εγγόνια. Ο Σταύρος, ο μικρότερος από τους δύο, έχει σπουδάσει μουσική επίσης και του αρέσουν τα ταξίδια. Ο Αθανάσιος έγινε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Nokia Hellas στα δίκτυα. Έκανα τόσο πολλά στη ζωή μου, έκανα πολλά σωστά και ακόμη περισσότερα λάθη, αλλά έκανα και κάτι σωστό. Είμαι χαρούμενος!
Η Λιάνα Κανέλλη με τους δύο γιους του Άλκη Έξαρχου, Αθανάσιο και Σταύρο