Βασίλης Τσιτσάνης - Η ψυχή του όλη!

Ένα ιδιαίτερο αφιέρωμα στον ανεπανάληπτο Βασίλη Τσιτσάνη που γεννήθηκε και έφυγε 18 του Γενάρη!
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Χωρίς αμφιβολία ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε ο θεμελιωτής του λαϊκού τραγουδιού. Πάτησε στο ρεμπέτικο και δημιούργησε το κοινωνικό, οικουμενικό τραγούδι. Πλούτισε την μουσική, την ερμηνεία, την ενορχήστρωση και τη θεματολογία του. Δεν οικειοποιήθηκε εμπνεύσεις κανενός.

Πάντα αυτός χάραζε καινούργιους δρόμους και έδινε το στίγμα της πρωτοπορίας. Άλλαξε τα δεδομένα, επηρέασε και διαμόρφωσε την πορεία και εξέλιξη της ελληνικής μουσικής. Πάνω στη φλέβα του βρήκαν αργότερα «στήριγμα» ο Χατζιδάκις και Θεοδωράκης και δημιούργησαν το «έντεχνο» λαϊκό τραγούδι.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1915, ανήμερα του Αγίου Αθανασίου, στα Τρίκαλα Θεσσαλίας και έσβησε στο Λονδίνο την ίδια ημέρα το 1984. Ο Τσιτσάνης είναι ο πρώτος μεταξύ ίσων της μεγάλης σχολής των δημιουργών που θεσμοθέτησαν το λαϊκό τραγούδι.

Δηλαδή το τραγούδι που χαρακτηρίζεται από άμεσο και περιεκτικό στίχο που περιγράφει καθημερινές στιγμές αλλά και αγωνίες όνειρα, προβληματισμούς πάνω στα ανθρώπινα, στη γέννηση και το τέλος, ακόμα και με μεταφυσική ματιά. Αντίστοιχη πρέπει να είναι και μελωδία, σε ομορφιά, μέγεθος, απλότητα και αισθητική ώστε να υπογραμμίσει αλλά και να προεκτείνει τον λόγο. Όλα αυτά και άλλα πολλά και ακωδικοποίητα ο Τσιτσάνης τα συμπύκνωνε στο έργο του στο μέγιστο βαθμό.

Ο Τσιτσάνης δεν φόρεσε ποτέ του γραβάτα. Ήταν πάντα λιτός στο ντύσιμο, στα λόγια, στη συμπεριφορά του. Οι μουσικές όμως και οι στίχοι του ήταν γεμάτοι από στολίδια, που ομόρφαιναν τη μελωδία και το λόγο. Τον Απρίλιο του ‘72 ο Τσιτσάνης είχε πει προφητικά στο Λευτέρη Παπαδόπουλο:

«Ουδείς μπορεί πλέον να αναστήσει το λαϊκό τραγούδι. Για να γίνει αυτό πρέπει να γεννηθεί ένα «φαινόμενο». Γιατί σήμερα υπάρχουν 1000 μπουζουξήδες αλλά όλοι αυτοί είναι «μηχανικοί». Πηγαίνουν για το μεροκάματο και μόνο. Δεν ενδιαφέρονται για το τραγούδι... Λαϊκό τραγούδι χωρίς πόνο και μόχθο γίνεται;»

Τα λόγια του Μίκη Θεοδωράκη, την ημέρα που «έφυγε» ο Τσιτσάνης: «Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ο μεγαλύτερος δημιουργός λαϊκών τραγουδιών στη χώρα μας. Τα τραγούδια του ταυτίστηκαν με την ψυχή, τις μνήμες και τις λαχτάρες του λαού μας. Έγιναν μία από τις κύριες εκφράσεις της σύγχρονης καλλιτεχνικής του μεγαλοφυίας. Χωρίς τον Τσιτσάνη η σημερινή Ελλάδα θα ήταν διαφορετική. Θα ήταν φτωχότερη. Τώρα που τον χάσαμε για πάντα η αλήθεια αυτή γίνεται κάθε μέρα και περισσότερο αληθινή. Σε εποχή συγκρούσεων, παρακρούσεων, παραμορφώσεων και νεφελωμάτων το τραγούδι του Τσιτσάνη μας δίνει το μέτρο, το φώς, την ευγένεια και το ήθος της μεγάλης ψυχής του λαού μας. Το τραγούδι του Τσιτσάνη είναι η Ελλάδα και όσο θα υπάρχουν Έλληνες ο Τσιτσάνης θα ζεί μαζί τους».

Ο Τσιτσάνης σε όλα του υπήρξε μέγας μάστορας. Ανυπέρβλητος μελωδός, σπουδαίος μπουζουξής, αξεπέραστος ενορχηστρωτής, ικανός στιχουργός, χαρακτηριστικός ερμηνευτής αλλά και πρύτανης στην διδασκαλία του τραγουδιού. Και πάνω όλα ήταν επιμελής και ακάματος. Δούλευε καθημερινά μετουσιώνοντας το ταλέντο σου σε πρώτες ύλες, είχε επίγνωση των δυνατοτήτων αλλά και του ειδικού ρόλου του, ενδιαφερόταν για την υστεροφημία και τις καταθέσεις του, νοιαζόταν να αφήσει πίσω του παρακαταθήκες για τους επόμενους. Είχε μεράκι αλλά και όραμα.

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος για τον Βασίλη Τσιτσάνη: «…Για όλους αυτούς τους καλλιτέχνες, τους δημιουργούς και ιδιαίτερα για τον Τσιτσάνη, τρέφω απεριόριστο θαυμασμό. Γιατί δεν ήταν μόνο συνθέτες. Ήταν και εκτελεστές. Γράφανε, κατά κανόνα, και τα λόγια των τραγουδιών. Και γραμμοφωνούσαν. Και δούλευαν στο πάλκο, κάθε νύχτα, σχεδόν ως το πρωί, επί δεκαετίες! Μπουζούκι, τραγούδι, τσιγάρο, ξενύχτι, λίγος ύπνος και μετά σύνθεση, στιχουργική, οργάνωση ορχήστρας και φωνοληψία, τουλάχιστον με 5-6 ώρες, στο στούντιο, για τους δίσκους!»

Ο Μάνος Χατζιδάκις για τον Βασίλη Τσιτσάνη:
«Λίγο πριν απ’ τον πόλεμο του ’40 ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το “Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή- κουράστηκα για να σε αποκτήσω”. Ήταν ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός -μπορώ να πω- πάνω στο ερωτικό θέμα, που η δύναμή του και η αλήθεια του μας φέρνει κοντά στον “Ερωτόκριτο”» του Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο “Ματωμέvο Γάμο” του Λόρκα. Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς».

Γύρω στα 1922 ο πατέρας του μετατρέπει μία μάντολα που είχε σε μπουζούκι και μ’ αυτό συνοδεύει τα τραγούδια που έλεγε στον ελεύθερο χρόνο του. Έτσι ο μικρός Βασίλης μπολιάστηκε από νωρίς με τη μουσική κι έμαθε να παίζει το κακόφημο για την εποχή εκείνη - και για πολλά χρόνια αργότερα - όργανο. Το απόσπασμα που ακολουθεί από το βιβλίο του Σώτου Αλεξίου, “Η παιδική ηλικία ενός ξεχωριστού δημιουργού” που στηρίζεται σε διηγήσεις του Τσιτσάνη προς το συγγραφέα, είναι ενδεικτικό: «Με φωνάζει μια μέρα ο πατέρας μου και μου λέει πως η μουσική σ’ ελευθερώνει και σε κρατάει ζωντανό αλλά όποιος έχει στα χέρια του αυτό το όργανο τον περιφρονούν. Τον αγαπούσα και τον σεβόμουν γι’ αυτό κοιτούσα το σχολείο μου και το βιολί. Όμως σαν παιδί είχα κι εγώ τα δικά μου. Μαζί με φίλους πηγαίναμε συχνά στους μπαξέδες κι από μακριά, κρυμμένοι πίσω από θάμνους, βλέπαμε κι ακούγαμε τα περίεργα τραγούδια των φαντάρων...»

Ο Βασίλης Τσιτσάνης μέχρι και το φινάλε του συνέχισε μα αδιάκοπους ρυθμούς την πολυσχιδή δραστηριότητά του. Γλένταγε κόσμο και ντουνιά στο Χάραμα, στηρίζοντας το λαϊκό τραγούδι και δίνοντας το μέτρο σε μπερδεμένους καιρούς, έγραφε τραγούδια, έδινε καίριες συνεντεύξεις, εξέδιδε αυτοβιογραφικά πονήματα, υπερασπιζόταν την ιδιότητά του και μαζί το είδος που εκπροσωπούσε καθώς και τους άξιους νεότερους συνοδοιπόρους του.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Βασίλη Τσιτσάνη:

«Ο Τσιτσάνης βρήκε ένα τραγούδι χασικλίδικο, μόρτικο, περιφρονημένο, το βρήκε στο στόμα των φυλακισμένων και των κακούργων, στα τσογλάνια της αγοράς και του λιμανιού και το καθάρισε από κάθε πρόστυχο και χαμηλό, πέταξε την αργκό και τους ιδιωματισμούς, έκοψε τα πολλά στριφογυρίσματα και τα τούρκικα μοτίβα, πλούτισε τα θέματά του με κοινωνικά στοιχεία και το 'κανε ν' αγκαλιάσει τα μεράκια και τα ντέρτια της ελληνικής ψυχής…»

Η ερμηνεύτρια που ταυτίστηκε περισσότερο από κάθε άλλη με το όνομα, την τέχνη και το «μύθο» του Τσιτσάνη είναι η Μαρίκα Νίνου. Μαζί αποτέλεσαν ένα από τα πιο ξακουστά ντουέτα όλων των εποχών. Άλλωστε και ο ίδιος ο Τσιτσάνης μιλώντας για εκείνη στον Κώστα Χατζηδουλή είναι ξεκάθαρος: «η συνεργασία μου με την αλησμόνητη Νίνου είναι κάτι που δεν μπορώ να το ξεχάσω ποτέ. Είχε μια ξεχωριστή ερμηνευτική ικανότητα, είχε το κάτι άλλο... ...για τα τραγούδια που ετοίμαζα αποκλειστικά για την φωνή της. Γίναμε ντουέτο και κάθε βράδυ στου “Τζίμη” γινόταν χαλασμός από τον κόσμο. Κάθε μέρα συζητούσαν για μας τους δυο. Όπου πηγαίναμε, και για έκτακτες εμφανίσεις στα θέατρα, γινόταν το σώσε. Η Μαρίκα στο πάλκο ήταν ασυναγώνιστη, οι κινήσεις της ήταν κάτι το συγκλονιστικό, όταν τραγουδούσε είχε τέτοια εκφραστικότητα και τέτοια μεταδοτικότητα στο κοινό, που νομίζω δεν πρόκειται να γεννηθεί άλλη... κυριολεκτικά καθήλωνε τον κόσμο στα τραπέζια. Ήταν φοβερή. Τραγουδούσε και δίδασκε κιόλας μαζί με το τραγούδι, όπως ο δάσκαλος που διδάσκει τους μαθητές στα θρανία. Το κέφι που δημιουργούσε στο πάλκο έφτιαχνε μια ατμόσφαιρα που μπορούσε να χαλάσει ο κόσμος στο μαγαζί. Αυτό ήταν έμφυτο. Ήταν γεννημένη για το πάλκο»

Το 1927 πεθαίνει ο πατέρας του. Ο Τσιτσάνης μπαίνει στη βιοπάλη. Οι σπουδές του όμως στη μουσική προχωρούν. Από το 1944 παρακολουθεί μαθήματα βιολιού στο Ελληνικό Ωδείο με δάσκαλο τον Στέλιο Περιστέρη, αδελφό του γνωστού συνθέτη και μαέστρου της ΟDΕΟΝ, ενώ για μικρό διάστημα θα μαθητεύσει κοντά στον Ιταλό μαέστρο Ραφαέλ Γιόσσα. Σε ηλικία 13 ετών συμμετέχει σε “συναυλίες” στα διαλείμματα του κινηματογράφου “Πανελλήνιο”. Χρόνια αργότερα ο Τσιτσάνης θα δηλώσει για τις δύσβατες τότε επιλογές του και την σκληρή κριτική που δέχθηκε αλλά και που ευτυχώς δεν τον πτόησε: «Οι συμπατριώτες μου και οι συμμαθητές μου καμάρωναν για μένα, για τις επιδόσεις μου στο βιολί. Αργότερα όμως τους πίκρανα με την απόφασή μου να γίνω μπουζουξής».

Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ένας από τους ελάχιστους πρωταγωνιστές του ελληνικού τραγουδιού που ευτύχησε να δικαιωθεί τόσο όσο βρισκόταν στη ζωή όσο και μετά την φυγή του. Προσωπικότητες από όλα το φάσμα της τέχνης και της κοινωνικοπολιτικής ζωής του τόπου αλλά και ειδικοί, ιστορικοί του πολιτισμού τον τοποθέτησαν στην πρωτοκαθεδρία των ελλήνων συνθετών. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Διονύση Σαββόπουλου μετά το θάνατο του Τσιτσάνη:

«Νοιώθω ότι στο πρόσωπό του αποκτήσαμε τώρα έναν πρεσβευτή ανάμεσα στο λαϊκό μας τραγούδι και τον Θεό».

Το «Χάραμα» στην Καισαριανή αποτέλεσε «οχυρό» του Βασίλη Τσιτσάνη και του λαϊκού τραγουδιού γενικότερα. Η προσωπικότητα και οι πενιές του έχουν «ποτίσει» κάθε σπιθαμή του χώρου. Είναι τόσο έντονη και «ζωντανή» η παρουσία του «δάσκαλου» που νομίζεις πως ακόμη και σήμερα κάποια στιγμή θα ξεπροβάλλει και θα ανέβει στο πάλκο για να παίξει και να τραγουδήσει τα «ωραία» του. Ο Τσιτσάνης μετά τον απρόσμενο χαμό του Γιάννη Παπαϊωάννου το 1972 συνέχισε να δουλεύει στο στέκι της Καισαριανής με τη Σωτηρία Μπέλλου αλλά και νεότερους καλλιτέχνες. Εκεί, στην κουζίνα του μαγαζιού, το 1980 ηχογράφησε τον περίφημο δίσκο του για την Unesco, εκεί «κοινώνησε» την ουσία και αλήθεια του τραγουδιού σε φοιτητές, ηθοποιούς, ποιητές, πολιτικούς και αμέτρητους «κοινούς θνητούς» που γεύτηκαν τα θεία δώρα του. Ο Τσιτσάνης παρέμεινε στο Χάραμα σχεδόν μέχρι και το φινάλε του. Μάλιστα ευχόταν να γυρίσει νικητής από το νοσοκομείο του Λονδίνου όπου υποβλήθηκε σε εγχείρηση για να ξανανέβει στο «πάλκο». Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια!

Ο Τσιτσάνης μαζί με τους Παπαϊωάννου και Χατζηχρήστο με τις μαγικές πενιές του, δημιούργησε περισσότερο μελωδικές, τεχνικές και περίπλοκες μουσικές φόρμες. Τα τραγούδια του έχουν βαθιές ρεμπέτικες ρίζες, που συνδυάζονται με μία κανταδόρικη διάθεση, μία πολυφωνική διάσταση και κυρίως μία διαφορετική κοινωνική θεματολογία με αποτέλεσμα να ρίχνουν τις βάσεις, τα θεμέλια για τη δημιουργία του λαϊκού τραγουδιού. Επίσης εμπλούτισε τη λιτή μέχρι τότε λαϊκή ορχήστρα με περισσότερα πνευστά και έγχορδα. Εδραίωσε σε μόνιμη βάση τη χρήση του πιάνου - με την πιστή συνεργάτιδα του Ευαγγελία Μαργαρώνη - και του ακορντεόν. Οι αναζητήσεις του για αρμονίες, διφωνίες και τριφωνίες στο παίξιμο και την ερμηνεία του τραγουδιού τον οδήγησαν σε συνεργασίες με σπουδαίους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού, της κιθάρας, του βιολιού και όχι μόνο ενώ ανέδειξε και πηγαίους ερμηνευτές.

Ο Τσιτσάνης έζησε στη Θεσσαλονίκη οκτώ χρόνια, τα καλύτερα της ζωής και της τέχνης του... Μετά την Κατοχή, όταν τα στούντιο άρχισαν και πάλι να λειτουργούν, γραμμοφωνεί μία σειρά από αθάνατες επιτυχίες : “Μπαξέ Τσιφλίκι”, “Αραπίνες”, “Οταν Συμβεί στα Πέριξ”, “Αντιλαλούνε τα βουνά”, “Αχάριστη”, “Το σκαλοπάτι σου”, “Χωρίσαμε ένα δειλινό”, Ζαίρα”, “Οι φάμπρικες”, “Γιατί με ξύπνησες πρωί”, “Ομορφη Θεσσαλονίκη”, “Εγώ πληρώνω τα μάτια π’ αγαπώ”, “Κάνε λιγάκι υπομονή”, “Πέφτεις σε λάθη”, “Σαν απόκληρος γυρίζω”, “Τα καβουράκια” στίχοι Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, “Γεννήθηκα για να πονώ” στίχοι Κώστα Βίρβου, “Απόψε κάνεις μπάμ” στίχοι Νίκου Ρούτσου, “Κάποια μάνα αναστενάζει” σε συνεργασία με τον Μπάμπη Μπακάλη και την αξεπέραστη “Συννεφιασμένη Κυριακή” σε συνεργασία στους στίχους με τον στιχουργό Αλέκο Γκούβαρη. Ο ίδιος ο Τσιτσάνης λέει στο Λευτέρη Παπαδόπουλο: «Ήμουνα στη Θεσσαλονίκη, είχε χιονίσει. Βγήκα να περπατήσω και είδα πάνω στο χιόνι αίματα, από συμπλοκή ανάμεσα σε στρατιώτες και αντάρτες. Μαράθηκε η ψυχή μου. Σκέψου πόσα παλικάρια σκοτώθηκαν εδώ, είπα. Ηταν Κυριακή. Πήγα στη γωνιά μου και με πόνο καρδιάς έγραψα το τραγούδι»

Γιάννης Τσαρούχης: «Ο Τσιτσάνης είναι η μοναδική ζωντανή απόδειξη ότι έχουμε πολιτισμό». Άκης Πάνου: «Πολλοί ήταν εκείνοι που έδωσαν όλες τις δυνάμεις τους για ένα καλό τραγούδι (άσχετα με το πόσες ήταν αυτές οι δυνάμεις). Εντυπωσιακά προεξέχει ο Τσιτσάνης». Χρήστος Νικολόπουλος: «Ο Τσιτσάνης καθόρισε το λαϊκό τραγούδι. Δεν θέλω να αδικήσω τους άλλους δασκάλους μας που επίσης πρόσφεραν πάρα πολλά αλλά νομίζω ότι έχει την πρωτοκαθεδρία».

Ο Γιώργος Νταλάρας για τον Βασίλη Τσιτσάνη: «Κατόρθωσε να βγάλει το λαϊκό τραγούδι από το περιθώριο και να το εντάξει στη νέα κοινωνική πραγματικότητα της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Ιδιοφυής και γενναιόδωρος. Εύστοχα ο Κώστας Χατζηδουλής τον λέει Ναζωραίο. Ο Τσιτσάνης ήταν ένας μικρός Χριστός των ανθρώπων που μίλησε στην ψυχή τους ανεξάρτητα από τη μόρφωση και την κοινωνική τους τάξη».

Το μεγαλύτερο παράσημο για έναν καλλιτέχνη είναι να τον αναγνωρίζουν ως πρωτοπόρο οι άξιοι συνοδοιπόροι και συναγωνιστές του. Ο Γιώργος Μητσάκης έλεγε για τον Βασίλη Τσιτσάνη: «Το μπουζούκι το γνωρίσαμε από τον Μάρκο Βαμβακάρη, μάθαμε όμως να παίζουμε μπουζούκι από τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ο Τσιτσάνης ήταν ο καλύτερος όλων. Ο Τσιτσάνης ήταν ευφυής. Μπορούσε να προβλέψει ποιος θα πάει μπροστά και ποιος όχι. Σαν οργανοπαίκτης ήταν ο καλύτερος. Σχεδόν σε όλους τους δίσκους αυτός παίζει μπουζούκι».

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!