Ξεκίνησε το 1947 - 48 παίζοντας, με συνομήλικά του νέα παιδιά, καντάδες, αλλά και τα λαϊκά τραγούδια της εποχής. Στη δισκογραφία μπήκε το 1952 με δυο τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, το «Κουρμπέτι» και τα «Χώματα της ξενιτιάς». Με τραγούδια όπως το «Θα πεθάνω γλυκιά μου αγάπη» του Δ. Γκούτη που το 1959 έγινε μεγάλη επιτυχία και το «Άναψε το τσιγάρο» του Γερ. Κλουβάτου, που είπε σε πρώτη εκτέλεση, καθιερώθηκε. Μαζί με τον Βαγγέλη Περπινιάδη υπήρξαν για πολλά χρόνια οι κεντρικοί λαϊκοί τραγουδιστές της Odeon-Parlophone, μετέπειτα Minos, που στήριξαν με μεγάλες επιτυχίες, σε δύσκολες εποχές. Όταν η Columbia είχε μαζέψει «όλο το ελληνικό τραγούδι» η Odeon κρατήθηκε από τον Ζαγοραίο, τον Περπινιάδη και τον Αναγνωστάκη. Το 1962 έγραψε την «Προσευχή». Τεράστια επιτυχία. Ήταν το τραγούδι που έβαλε στη διαδικασία της δεύτερης εκτέλεσης (για πρώτη φορά, στην επίσημη δισκογραφία και χωρίς την παρουσία του συνθέτη) τον Στέλιο Καζαντζίδη ο οποίος, παρ’ ότι το τραγούδησε την εποχή της κυριαρχίας του, δεν κατάφερε να ξεπεράσει την επιτυχία του Ζαγοραίου.
Σε αυτή την εποχή το λαϊκό τραγούδι πήρε έναν πιο εμπορικό δρόμο. Άφησε το χασάπικο και το ζεϊμπέκικο στους έντεχνους που έγραφαν «Φτωχολογιές» και «Άπονες ζωές» και εκείνο στηρίχτηκε σε διάφορους άλλους ρυθμούς. Υπήρξαν τραγουδιστές, όπως ο Πέτρος Αναγνωστάκης, την περίοδο της Odeon-Parlophone, που στα εκατοντάδες τραγούδια που είπαν, ζήτημα να βρεις 2-3 ζεϊμπέκικα ή χασάπικα! Ήταν η εποχή του λαϊκού και μελό ελληνικού κινηματογράφου. Μέσα σε αυτό το πνεύμα, ο Ζαγοραίος έκανε μεγάλες επιτυχίες τραγούδια όπως τα: «Πάρτε κύριε λαχεία», «Ο ανάπηρος» κ.α.
Σχεδόν κανείς δεν ξέφυγε από αυτό το αφηγηματικό είδος τραγουδιού που αφηγούνταν πονεμένες λαϊκές ιστορίες. Με την Odeon συνεργάστηκε μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 60. Για ένα διάστημα συνεργάστηκε με τη Sonata του Πάνου Γαβαλά και αργότερα ξεκίνησε τη συνεργασία του με άλλες εταιρίες, όπως, την Panivar, στις οποίες έκανε επανεκτελέσεις πολλά παλιά τραγούδια, με μια πιο ρεμπέτικη και μάγκικη διάθεση, ξανατραγούδησε παλιές του επιτυχίες κι έγραψε και μερικά νέα, ιδιότυπα τραγούδια.
Πέρασαν πολλά χρόνια. Εποχές άλλαξαν. Συνθέτες, τραγουδιστές και είδη τραγουδιού ατόνησαν, ξεπεράστηκαν, παρήκμασαν και έφυγαν. Ακόμη και οι αντιλήψεις μας για πρόσωπα και πράγματα άλλαξαν και αλλάζουν στα χρόνια. Αυτά που κάποτε κι εγώ ο ίδιος περνούσα σε δεύτερη μοίρα ή, αντιθέτως, υπερεκτιμούσα, ήρθαν στιγμές που τα βρήκα μπροστά μου για να τα επανεκτιμήσω και να τα επανατοποθετήσω. Μετά από τόσες αλλαγές, λοιπόν, ο Σπύρος Ζαγοραίος παρέμενε και παραμένει εκεί. Σεμνός, με τον ωραίο αφηγηματικό του λόγο και τις ιστορίες του για τα παλιά, και, πάνω απ’ όλα, με τη μοναδική ανθεκτικότητα του, να διασκεδάζει τους νέους με τον αυθεντικό και ξεχωριστό τρόπο του. Εδώ, η φθαρμένη έννοια του αυθεντικού είναι κυριολεκτική και βαριά. Εμένα θα με αγγίζει, πάντα, με εκείνες τις ωραίες, ιδιαίτερες, αισθαντικές ερμηνείες του ’50 στα νοσταλγικά ζεϊμπέκικα («Πέταξέ μου τα κλειδιά σου, του σπιτιού και της καρδιάς σου»), χασάπικα («Έλα κάνε μου παρέα που είναι η βραδιά ωραία, μη μ’ αφήνεις ξελογιάστρα, να παραμιλώ με τα’ άστρα…») και τ’ ανατολίτικα τραγούδια της αθώας και ρομαντικής εποχής του λαϊκού τραγουδιού.
Η κεντρική φωτογραφία είναι του Γιάννη Κανελλόπουλου
Φωτογραφίες
2: Στο Φαληρικόν, την εποχή της μεγάλης δόξας του, στα μισά περίπου του '60, με Ευσταθίου, Ρένα Ντάλμα, Τσιτσάνη, Περπινιάδη, Ρία Νόρμα, Ζωή Ζαγοραίου και Γκούτη. Πίσω της η Ευαγγελία Μαργαρώνη στο πιάνο, ο Λουκάς Καρμανιόλας στο βιολί και ο Γιώργος Κοινούσης στο ακορντεόν.
3: Το θρυλικό 45άρι της «Προσευχής»