Λάκης Χαλκιάς: «Ελεύθεροι πολιορκημένοι» στο κέντρο της Αθήνας

(VIDEO - AΚΟΥΣΤΕ) Ένα ιδιαίτερο αφιέρωμα με το Λάκη Χαλκιά να μιλά για όλη του τη μεγάλη διαδρομή και τις σπουδαίες συνεργασίες του με αφορμή τα γενέθλιά του.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
30/08/2016

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

Θανάσης Γιώγλου
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ
Καμία εκδήλωση
Στις 30 Αυγούστου 1943 γεννήθηκε στα Γιάννενα ο Λάκης Χαλκιάς… 18 χρόνια μετά, μπήκε στο στούντιο για να ηχογραφήσει τα πρώτα του τραγούδια σε μουσική του Θόδωρου Δερβενιώτη και στίχους του Κώστα Βίρβου... Γόνος της μεγάλης μουσικής οικογένειας των Χαλκιάδων, ο Λάκης Χαλκιάς υπηρετεί με συνέπεια και αγωνίζεται για το παραδοσιακό και το λαϊκό τραγούδι επί 55 συναπτά έτη...

Με την αφορμή των γενεθλίων του, σκέφτηκα να επαναφέρω στην επικαιρότητα μια μεγάλη, εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη, που μου παραχώρησε στις 15 Δεκεμβρίου 2008, σε μια καφετερία της πλατείας Βικτωρίας. Θυμάμαι πως έφτασα εκεί, περνώντας μέσα από διαδηλώσεις που γίνονταν στο κέντρο της Αθήνας, λόγω της πρόσφατης δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου...

Για να μην δημιουργηθεί σύγχυση στους αναγνώστες, αφαιρέθηκαν σκόπιμα κάποια μικρά σημεία που σχετίζονται με την επικαιρότητα της εποχής...

Ξεκινώντας αυτή την κουβέντα, ήθελα να σου πω, πως ερχόμενος στη συνάντησή μας και περνώντας μέσα από πορείες και διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας, σκεπτόμουν πόσο διαφορετικά επίκαιρος είναι σήμερα ο τίτλος ενός από τα μεγαλύτερα έργα που τραγούδησες... Αναφέρομαι στο «Ελεύθεροι πολιορκημένοι» του Γιάννη Μαρκόπουλου σε ποίηση Διονυσίου Σολωμού. Κάπως έτσι ένιωσα… Ελεύθερος και πολιορκημένος συνάμα…
Πολιορκημένοι από τον τρόμο. Είναι το σύστημα έτσι. Μας προσφέρουν τον τρόμο… Τη μία είναι το Βατοπαίδι, την άλλη βγήκε ο Μίχαλος, ο πρόεδρος των βιομηχάνων και πρότεινε τρεις μέρες τη βδομάδα εργασία…

Τρεις μέρες; Δεν το άκουσα αυτό…
Ναι, πρότεινε τρεις με τέσσερις μέρες τη βδομάδα δουλειά, για να μπορέσουμε, λέει, να αντέξουμε κι εμείς… Οι φτωχοί… Κατάλαβες; Να πάρουμε δηλαδή σύνταξη στα διακόσια… Πότε θα πάρεις σύνταξη; Τελειώνουν όλα. Γι’ αυτό βγήκαν και τα παιδιά στο δρόμο, δε γίνεται διαφορετικά… Ήταν έτοιμο…

Τελικά, νομίζω πως το περιστατικό με τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου ήταν μόνο η αφορμή… Ο κόσμος έχει αγανακτήσει…
Ε, βέβαια, συσσωρεύτηκαν όλα μαζί. Βλέπει το παιδί τι τραβάει η οικογένειά του για να τα βγάλει πέρα. Βλέπει τον πατέρα του χωρίς δουλειά ή βλέπει ότι τρέμει η δουλειά του, πως ενδέχεται να φύγει από στιγμή σε στιγμή… Όλα αυτά τα κουβαλάει το παιδί. Με το καθημερινό άγχος, «πήγαινε από δω, φύγε από κει, πήγαινε στο φροντιστήριο…» είναι δυνατόν; Παραπαιδεία… Και όλα τα παρά-… Δυστυχώς…

Να αλλάξουμε όμως κλίμα... Σε βρίσκουμε στο τέλος των παραστάσεων στο «Δίπλα στο ποτάμι» με τον Γεράσιμο Ανδρεάτο και τον Βασίλη Σκουλά… Πώς πήγατε;
Kαλά ήταν, θαύμα… Μια κατάσταση ανθρώπινη, με όλα τα προβλήματα που κουβαλάει η κοινωνία μας, γιατί εμείς απευθυνόμαστε στον απλό τον άνθρωπο, τον εργαζόμενο, δεν θα ’ρθουν εκεί να κάνουν «ζημιές» οι μεγάλοι… Οπότε είναι συμπαθητικά… Εμείς περάσαμε καταπληκτικά. Είχαμε μια ατμόσφαιρα φοβερή εκεί μέσα…

Υπήρχε «χημεία» δηλαδή μεταξύ σας…
Φοβερή… Και όσο περνάει ο καιρός γνωριζόμαστε περισσότερο και συντεχνιακά δηλαδή, μέσα απ’ τη δουλειά μας… Και οι δυο στο είδος τους είναι μεγάλοι τραγουδιστές. Ο Βασίλης είναι και γνώστης της παραδοσιακής μουσικής.

Φέρεις το όνομα μιας από τις μεγαλύτερες μουσικές οικογένειες της Ελλάδας, ίσως της μεγαλύτερης…
Ναι, νομίζω πως η οικογένεια των Χαλκαίων πρέπει να είναι η μεγαλύτερη, στη συνεχή δράση της. Πλησιάζουμε τα 170 χρόνια. Είναι μια πολύ μεγάλη ιστορία...

Πόσα αδέρφια είστε;
Έχω έναν αδερφό μουσικό, είμαστε τρία αδέρφια, η αδερφή μας δεν ασχολήθηκε… Τις γυναίκες δεν τις είχαν για να τις βγάλουν στη δουλειά οι Χαλκιάδες, τις είχαμε για το σπίτι. Καλές νοικοκυρές… Από κει και μετά έχω άλλα πέντε πρώτα ξαδέρφια, που δουλεύουν αυτή τη στιγμή, κατά κάποιο τρόπο μες στο επάγγελμα και μετά υπάρχουν και μερικά ανίψια τα οποία είναι και πάρα πολύ καλά. Η Ελλάς, που παίζει φλάουτο στην ορχήστρα της ραδιοφωνίας, ο Δημήτρης ο Χαλκιάς, που κάνει διάφορα πράγματα, επιμέλειες σε λαϊκά συγκροτήματα σε κέντρα, άλλος ένας καθηγητής που μένει στη Ρόδο, γιατί παντρεύτηκε και μένει εκεί και κάνει εκεί διάφορες δουλειές…

Eσύ πώς μπαίνεις στο χώρο επαγγελματικά; Υπάρχουν κάποια 45άρια το 1961 στην Columbia και κάποια αργότερα στη Nina που κυκλοφόρησαν πρόσφατα συγκεντρωμένα σε μια συλλογή.
Κατά λάθος… Ουσιαστικά αυτά ήταν η αρχή… Από τότε που ξεκίνησα τη δισκογραφία, επειδή πήγαινα με τους δικούς μου, παρακολουθούσα ή έπαιζα κιθάρα όταν έγραφαν οι δικοί μου, ήμουν πιτσιρικάκι. Μ’ άκουσε ο Λαμπρόπουλος…

Ήχογραφούσαν δημοτικά τραγούδια οι δικοί σου;
Nαι, ο πατέρας μου πήγαινε συνέχεια με τα αδέρφια του, τον μπάρμπα-Φώτη και τον Κυριάκο. Γνωριζόμασταν με τον Λαμπρόπουλο, οπότε όταν έφυγε ο Καζαντζίδης για πρώτη φορά και πήγε στην Rca με φώναξε αμέσως, αλλά εκείνο τον καιρό δεν μ’ άφησε ο μπάρμπας μου, ο Φώτης, να κάνω δίσκο. Mετά όταν ξανάφυγε ο Καζαντζίδης, με είχε βάλει «στο μάτι» ο Λαμπρόπουλος, με ξαναφώναξε και πήγα και έκανα αυτά τα πρώτα του Δερβενιώτη και του Βίρβου. Μετά ξαναγύρισε ο Καζαντζίδης. Μόλις γύρισε ο Καζαντζίδης «πήρα τον πούλο» (γέλια)... Κάπως έτσι γινόταν το παιχνίδι τότε, γιατί έτσι ήταν η κατάσταση… Εμένα δεν μ’ ενδιέφερε και πάρα πολύ βέβαια, εγώ ήθελα να βρίσκομαι μέσα στο χώρο, μου άρεσε όλο αυτό που γινόταν, γιατί ήδη είχα μπει από πολύ μικρός.

Πώς γίνεται αυτό;
Παθαίνοντας ο πατέρας μου ένα μεγάλο ατύχημα, όταν έγιναν οι πρώτοι βομβαρδισμοί το 1940-41 στα Γιάννενα. Το σπίτι που μέναμε, ήταν κάτω από ένα μεγάλο βράχο και πέφτει μια βόμβα, σκάει στο βράχο και πέφτει όλο το κομμάτι του βράχου επάνω στο σπίτι και σκοτώνει την πρώτη του γυναίκα και δυο παιδιά. Ο πατέρας μου γλίτωσε, γιατί ήταν τραυματίας και είχε πάει για να κάνει αλλαγή. Μόλις είχε γυρίσει από το μέτωπο. Το μαντάτο τον βρήκε στο νοσοκομείο και γύρισε πίσω και τα βρήκε όλα διαλυμένα. Μετά από δυο χρόνια περίπου, που συνήλθε, τον πήρε ο νονός μου και τον πήγε στο χωριό της μάνας μου. Εκεί την γνώρισε και βγήκα πρώτος εγώ. Αλλά ο γέρος από την ανασφάλεια που κουβάλαγε πια απ’ αυτό που έπαθε, μόλις έγινα πέντε χρονών, μ’ έπαιρνε κοντά του και ξενύχταγα εκεί, δίπλα του. Μετά μου πήρε και μια κιθαρούλα και μπήκα από πολύ πολύ νωρίς σ’ αυτή την διαδικασία, οπότε ήταν για μένα τρόπος ζωής... Μετά την Columbia, πήγα στην Rca και έγραψα και κάτι άλλα, όμως δεν μ’ άρεσε όλο αυτό το υλικό… Πάντα «την έψαχνα», δεν μπορούσα. Τραγούδαγα δημοτικό τραγούδι, το γνώριζα δηλαδή πάρα πολύ καλά και όταν γνωρίζεις αυτό το καταπληκτικό υλικό και το λόγο του και τη μουσική του, άμα σου δίνουν «φτηνά» πράγματα να πεις, δεν ικανοποιείσαι... Εγώ αυτή την δουλειά την έκανα από μεράκι, έπρεπε δηλαδή να μ’ αρέσει κάτι…

Όντως δεν ήταν κι ότι καλύτερο αυτά τα τραγούδια. Υπάρχουν όμως μερικά καλά δείγματα, όπως το «Νύχτωσε», για παράδειγμα, που ήταν και σε μουσική δική σου…
Το «Νύχτωσε» ήταν ωραίο τραγούδι… Έκανα κι εγώ κάτι συνθέσεις, πιτσιρικάκι τότε και καψούρης με τη γυναίκα μου. Μετά τραγούδησα του Δερβενιώτη, τραγούδησα του μπάρμπα-Γιάννη του Παπαϊωάννου και άλλων εκείνη την εποχή.Είπα και μερικά δημοτικά και το ένα έπιασε και πολύ γρήγορα και σταμάτησα, δεν ξανάπα δημοτικό. Το ‘κοψα, γιατί δεν ήθελα να μπω στο δημοτικό, να γίνω καθαρά δημοτικός τραγουδιστής.

Σταμάτησες;
Ε, βέβαια. Εκείνη την εποχή σε χαρακτηρίζανε. Άμα σου βάζαν τη «σφραγίδα» μετά τελείωνες…

Ναι, αλλά είπες πριν πως σου άρεσε το δημοτικό τραγούδι.
Μου άρεσε να το τραγουδάω, όχι να γίνω δημοτικός τραγουδιστής. Αφού μεγάλωνα στην πόλη… Σιγά σιγά μετά, έφυγα για την Αμερική…

Επί χούντας έφυγες;
Ναι, επί χούντας και γύρισα το ’72 όταν έπαθε το έμφραγμα ο πατέρας μου. Μόλις γύρισα με πήρε πάλι ο Λαμπρόπουλος και με ξανάβαλε και τραγούδησα.

Στην Αμερική τι έκανες;
Έπαιζα σε μαγαζί, πήγα στο Μόντρεαλ, στη Νέα Υόρκη, στο Σακραμέντο, σε ελληνικά μαγαζιά. Έκανα μεγάλες συνεργασίες εκεί. Με τον Άντονυ Κουήν, πολλά πράγματα… Μου έκαναν και προτάσεις αλλά δεν κάθισα, έπρεπε να φύγω, δεν μπορούσα άλλο…

Διάβασα στο βιογραφικό σου πως είχες συνεργαστεί με τον Καζαντζίδη, με την Μπέλλου, με τον Μπιθικώτση κλπ… Τι θυμάσαι απ’ αυτές τις συνεργασίες;
Με την Μπέλλου πρωτοδούλεψα όταν δούλεψα σε λαϊκό μαγαζί στο Αιγάλεω, στον «Κήπο του Αλλάχ» για δυο χρόνια… Πριν φύγω για την Αμερική, πολύ νωρίς, όταν πρωτόβγαινα στη δουλειά…

Με τον Καζαντζίδη;
Όταν πήγα φαντάρος έτυχε να δουλέψω με τον Στέλιο, το καλοκαίρι του ’64. Ήταν η τελευταία χρονιά που δούλεψε στου «Κουλουριώτη», μαζί με τον Ζαμπέτα…

Φοβερό σχήμα…
Καταπληκτικοί… Γίναμε και φίλοι με τον Στέλιο, αλλά από το 1980 και μετά…

Υπάρχουν κάποιες φωτογραφίες που είσαι με τον Καζαντζίδη και τον Γιάννη Ρίτσο. Είναι από την ηχογράφηση του δίσκου «Πικραμένη μου γενιά» του Τόκα και του Ρίτσου;
Ναι… Τότε ήμασταν σχεδόν κάθε μέρα μαζί με τον Καζαντζίδη. Ήταν η εποχή τέτοια και του ’κανα παρέα, γιατί την ήθελε ο Στέλιος κι εγώ βέβαια. Ήτανε ωραίος, στην παρέα ήταν από τους πιο ωραίους ανθρώπους, για συντροφιά ήτανε πρώτος. Καταπληκτικός. Έλεγε αστεία, έκανε σαν μικρό παιδί. Όταν την έβρισκε δηλαδή με ανθρώπους που μπορούσε να συνεννοηθεί και να έχει επαφή…

Tο έχουν πει αρκετοί αυτό… Το πόσο ευχάριστος ήταν στην παρέα… Αλλά τα τελευταία χρόνια η τηλεόραση μάλλον έβλαψε την εικόνα του στον κόσμο…
Τον καταστρέψανε οι διάφοροι που τον πήραν και δεν τον προστατέψανε. Τον άφησαν και εκτέθηκε, δυστυχώς. Πόσο αρπακτικά και τρωκτικά είναι… Δεν αφήνουν τίποτα. Είναι μη σε πιάσουν… Δεν βλέπεις τι γίνεται με κάτι δήθεν τραγουδίστριες που βγαίνουν; Της παραδοσιακής μουσικής… Τι «ρόμπες» έχουν γίνει… Έχει χαθεί η αξιοπρέπεια, φεύγει η περηφάνια από τον κάθε άνθρωπο και καταλήγει να γίνεται ρεντίκολο της κοινωνίας… Να τον χλευάζει η κοινωνία κι αυτός να το παίρνει σοβαρά. Εκεί καταντήσαμε. Οι γελοίοι να κοροϊδεύουν τους γελοίους. Τους πιο γελοίους δηλαδή. Ή αυτούς που κατά κάποιο τρόπο έχουν νοηματικό πρόβλημα… Κατάλαβες;

(Από το ραδιόφωνο του καταστήματος ακούγονται ωραία λαϊκά τραγούδια όπως το «Πέσε στην αγκαλιά μου» των Καλδάρα - Παπανικολόπουλου με τον Σταμάτη Κόκοτα).

Καλδάρας… Τι ωραίο τραγούδι… «Βαρύναμε» πολύ την κουβέντα… Ας γυρίσουμε στις συνεργασίες. Είχαμε μείνει στον Μπιθικώτση…
Με τον Μπιθικώτση ήμασταν και κουμπάροι.

Σοβαρά; Δεν το ήξερα…
Ναι, είχε βαφτίσει έναν ανιψιό μου ο Γρηγόρης… Άλλος τύπος ο Γρηγόρης… Έτυχε τότε, και συνεργαζόταν ο ξάδερφός μου ο Νίκος Χαλκιάς, που ήταν και είναι στην Αμερική. Έπαιζε ακορντεόν και ήτανε από τους κορυφαίους της εποχής εκείνης. Είχε συνεργαστεί με τον Καζαντζίδη, με τον Αγγελόπουλο με όλους αυτούς. Όταν έφυγε ο Αγγελόπουλος και πήγε στην Αμερική πήγε κι ο Νίκος και έμεινε εκεί.

Με τον Μάρκο Βαμβακάρη πότε συνεργάστηκες;
Έτυχε να συνεργάζομαι με τον Στέλιο Βαμβακάρη, ο οποίος είναι κάνα δυο χρόνια μικρότερος από μένα και μ’ έπαιρνε ο μπάρμπα-Μάρκος τηλέφωνο και μού ’λεγε για τον Στέλιο: «Να τον προσέχεις παιδί μου, να τον προσέχεις…». Τον είχα υπό την προστασία μου… (γέλια) Έτυχε την εποχή που άρχισαν και τον έπαιρναν οι φοιτητές και κάτι καθηγητές και μιλάγανε για τον Μάρκο. Εκείνος τους κοίταγε περίεργα… Σου λέει «Τι λένε αυτοί τώρα εδώ; Ποιος είμαι να πούμε;» Πήγαινα εγώ κι έπαιζα κιθάρα τότε, γιατί δεν πληρωνόταν αυτά, ήτανε δωρεάν. Καταπληκτικός άνθρωπος… Ωραίοι άνθρωποι… Αγνοί άνθρωποι… Πέθαναν στην ψάθα…

Ο Τσιτσάνης;
Ο Τσιτσάνης είχε μπει σε μια πιο «εμπορική» ιστορία, γιατί έκανε και διευθυντής στην Columbia μετά. Απ’ αυτόν πέρναγαν όλα και ήταν και πιο ανοιχτό μυαλό, δεν ήταν της εποχής του Βαμβακάρη, είχε πάει και στο Πανεπιστήμιο για να γίνει δικηγόρος. Ήταν πιο πολύ μες στα πράγματα, γνώριζε… Πάρα πολύ καλός. Τότε, στους ανθρώπους που καταλάβαιναν ότι κάτι έχουν, φερόταν με τελείως διαφορετικό τρόπο. Αν καταλάβαιναν ότι δεν βγαίνει τίποτε από τον «τάδε» δεν τους έδιναν σημασία. Όλα ξεκίναγαν από το τι κουβαλάς πάνω σου…

Το 1980 είχες πει κάποια τραγούδια του Τσιτσάνη στο δίσκο «Ρίζες» (δημοτικά και ρεμπέτικα διασκευασμένα από τον Γιάννη Μαρκόπουλο). Ωραίος δίσκος…
Ναι οι «Ρίζες» ήταν ωραία δουλειά… Ο Τσιτσάνης επίσης κάνει τον πρόλογο στο «Θεσσαλικό κύκλο» του Μαρκόπουλου και του Βίρβου. Μεγάλη ιστορία ο μπάρμπα-Βασίλης.

To 1972 λοιπόν, επιστρέφεις στην Ελλάδα…
Γυρίζω το ’72, έκανα ένα δίσκο 45 στροφών του Καραμπεσίνη κι ένα του Αντώνη Κατινάρη με την «Καρβουνόσκαλα», που είναι ένα φοβερό λαϊκό τραγούδι… Καταπληκτικό… Μόλις ακούστηκε λίγο αυτό, σταμάτησα πάλι, ξαναμπήκα στο «ντουλάπι»… (γέλια)… Εντάξει, δεν μπήκα ακριβώς στο «ντουλάπι»… Στη συνέχεια έμπλεξα με τον Μαρκόπουλο…

Με τον Κηλαηδόνη πότε έγινε η συνεργασία στα «Μικροαστικά»;
Μετά… Μόλις άρχισε η συνεργασία με τον Μαρκόπουλο, είχα πει τον «Στράτη τον Θαλασσινό», με φώναξε ο Κηλαηδόνης και του τραγούδησα ένα τραγούδι του Νεγρεπόντη στα «Μικροαστικά»…

Μου έλεγε το καλοκαίρι ο Λουκιανός για το κόκκινο βινύλιο από τα «Μικροαστικά»… Πήγε να το βγάλει, για να το χρησιμοποιήσει κάπου και είχε μαυρίσει… (γέλια)
Τι νομίζεις, αυτά ήτανε της «πλάκας»… Απλώς παίζανε οι δισκογράφοι, έκαναν διάφορα… Εν συνεχεία λοιπόν, βγήκαν τόσα έργα του Μαρκόπουλου τα οποία ήταν και η κορυφή της εποχής εκείνης… «Μετανάστες», «Θητεία», «Θεσσαλικός κύκλος», «Ανεξάρτητα»… Μέχρι τους «Ελεύθερους πολιορκημένους» ήταν η εποχή του Γιάννη Μαρκόπουλου.

Θυμάμαι εκείνο το μοναδικό ντοκουμέντο από τις συναυλίες στο Καραϊσκάκη μετά την πτώση της χούντας, που βρίσκεται στα «Τραγούδια της φωτιάς» του Νίκου Κούνδουρου… Εκεί που λες το ο «Ρόκο και οι άλλοι» από τους «Μετανάστες».
Βέβαια, ωραίες στιγμές… Αυτό Θανάση είναι αλησμόνητο. Καταρχήν να σκεφτείς ότι εκείνη την εποχή, δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμα οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», κάναμε μία συναυλία στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Ήμουν εγώ, ο Ξυλούρης, η Λιζέτα Νικολάου, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Γαργανουράκης… Παρουσιάσαμε αυτό το έργο και μετά είπαμε διάφορα τραγούδια του Γιάννη. Το γήπεδο γέμισε με 20.000 κόσμο. Έβλεπες μάτια «σπινθήρες», βγάζανε φλόγες τα μάτια των ανθρώπων… Άλλος κόσμος τελείως, ελεύθερο πνεύμα. Υπήρχε μια άλλη, τελείως διαφορετική νοοτροπία του κόσμου, μια θέληση για ζωή γεμάτη με οράματα, γεμάτη με όλα αυτά τα ανθρώπινα στοιχεία που πρέπει να ‘χει ο άνθρωπος για να προχωρήσει. Γι’ αυτό και φτάσαμε και μέχρι εδώ. Πώς θα προχωρήσουμε τώρα; Η παρηγοριά μας είναι αυτό το κίνημα των νέων ανθρώπων. Τα παιδιά τα 14άρια και τα 15άρια που πρέπει να ξυπνήσουν γρήγορα από το λήθαργο, να βγουν μπροστά. Αλλιώς θα μας καταπιεί το κατεστημένο. Αγρίεψε ο καπιταλισμός σήμερα…

Τα παιδιά είναι μπροστά, αλλά βλέπεις πως μπαίνουν κι άλλα στοιχεία ανάμεσά τους και γίνεται χαμός…
Και τους ξέρουν, δεν τους ξέρουν ποιοι είναι; Αλλά γι’ αυτό τους έχουν. Είναι πανταχού παρόντες αυτοί. Είναι και στο γήπεδο, είναι παντού. Κι έχουν αλλάξει όλα τα δεδομένα. Θέλεις δηλαδή να παρακολουθήσεις λίγο αθλητισμό κλπ και θα τους βρεις μπροστά σου. Έτσι είναι, δυστυχώς…

Ας επιστρέψουμε στον Μαρκόπουλο…
Είναι μεγάλος συνθέτης… Είναι φλέβα ξεχωριστή. Γιατί η πηγή του και τα ερεθίσματα του προέρχονται από την παραδοσιακή μας μουσική. Χτυπάει κατευθείαν στη «φλέβα». Και είναι ο μόνος που χτυπάει έτσι. Και δεν είναι μόνο αυτό. Εκτός του ότι ανέδειξε όλο αυτό το παραδοσιακό στοιχείο, το πέρασε σε μια άλλη εποχή και σ’ ένα άλλο επίπεδο και ανέδειξε και τα παραδοσιακά όργανα… Το λαούτο δηλαδή, που ντρέπονταν να το πιάσουν κάποια εποχή οι λαουτιέρηδες και είχαν εφεύρει το σχήμα της κιθάρας. Και παίζαν λαουτοκιθάρα. Είχαν κιθάρα στο σχήμα και ήταν λαούτο. Εκεί είχαμε φτάσει. Και κάποια εποχή μετά, όταν βγήκαν τα έργα του Μαρκόπουλου, το «Χρονικό» με τον Ξυλούρη και όλα τα δικά μας, ο Μαρκόπουλος δεν τ’ άφησε, τα χρησιμοποιούσε συνέχεια τα παραδοσιακά όργανα. Έτσι βγήκε ένα άλλο κλίμα προς τα έξω και πήραν τα λαούτα κανονικά και παίζανε. Δεν ντρέπονταν οι μουσικοί… Μεγάλη δουλειά… Και βέβαια το άνοιγμα μετά έγινε με τα μουσικά γυμνάσια. Η προσφορά των μουσικών γυμνασίων είναι τεράστια στην ελληνική κοινωνία. Είναι η άλλη Ελλάδα...

Εκείνη την περίοδο από το 1972 μέχρι το 1977-78 περίπου, που τραγουδάς αποκλειστικά τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, δεν συνεργάζεσαι με άλλους συνθέτες. Αυτό συμβαίνει γιατί νιώθεις εσύ καλυμμένος απ’ όλο αυτό το υλικό ή είναι απόφαση της εταιρείας να σε κατατάξει εκεί;
Κοίταξε, ξέρεις τι γίνεται; Ο Μαρκόπουλος με τις παραγωγές που έκανε εκείνο τον καιρό, δεν μας άφηνε να κοιτάξουμε και κάτι άλλο, διαφορετικό, ας πούμε, γιατί κάθε χρόνο έβγαζε 1-2 δίσκους που ήμασταν μέσα. Οπότε επειδή μου είχε δώσει και μεγάλα τραγούδια, δεν μπορούσα να τον αφήσω. Κι εγώ δηλαδή το ένιωθα σαν υποχρέωση, ότι έπρεπε να καθήσω κοντά του ένα διάστημα, για να βγάλω τουλάχιστον, ένα πάρα πολύ μικρό χρέος απέναντί του, γι’ αυτό το υλικό που μού ‘δωσε και τραγούδησα. Κάποια στιγμή βέβαια, δεν γινόταν και τίποτα άλλο… Όλα τα πράγματα φτάνουν στο τέλος τους. Έτσι είναι ο κόσμος μας. Εμείς φτάσαμε να χωρίσουμε μετά από 7-8 χρόνια. Αλλά και με κάποιους συνθέτες που θα ήθελα να συνεργαστώ, όπως ο Κουγιουμτζής κι ο Λοΐζος, ήμασταν σε διαφορετικές εταιρείες. Έτσι την «πάτησα». Όταν άρχισα και μιλούσα με τον Λοΐζο για να κάνουμε κάτι, έπαθε το εγκεφαλικό, οπότε…

Αυτά τα άτιμα τα συμβόλαια που έχουν στερήσει το ελληνικό τραγούδι από τόσες και τόσες συνεργασίες…
Δυστυχώς έχουν στερήσει μεγάλες συνεργασίες. Γιατί, ξέρεις, είναι στιγμή ανάγκης του καλλιτέχνη, να κάνει κάτι εκείνη την ώρα. Αν δεν το κάνει εκείνη την ώρα, μετά φεύγει, πάει αλλού… Χάνεται

Το 1979, έρχεται μια συνεργασία με τον Απόστολο Καλδάρα και μ’ έναν πολύ ωραίο δίσκο τα «Λαϊκά μονοπάτια», με νέα τραγούδια αλλά και επανεκτελέσεις. Ας μου επιτραπεί να ξεχωρίσω την επανεκτέλεση της «Φιλοσοφίας του μπαγλαμά» σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.
Τα «Λαϊκά μονοπάτια» είναι καταπληκτικός δίσκος. Πολύ ωραία τραγούδια αλλά δυστυχώς δεν τον στήριξε ο Πετσίλας, που ήταν στην Columbia εκείνη την εποχή. O Πετσίλας είχε έρθει με την προϋπόθεση, κατά κάποιον τρόπο, να διαλυθεί η Columbia. Επί της εποχής του έφυγαν όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές από την Columbia. Έφυγε ο Μπιθικώτσης, ο Διονυσίου πήγε στη Minos, έφυγε ο Κόκοτας, ο Μητσιάς, η Μοσχολιού, έφυγα εγώ, φύγαμε όλοι. Καταρχήν, εγώ φαντάζομαι και μου το είχε πει και κάποια στιγμή, ότι δεν του άρεσε καθόλου το λαϊκό τραγούδι. Παρόλο που ήταν μουσικός, παρόλο που είχε κάνει ξενιτιά, γιατί ήταν δέκα χρόνια νομίζω κοντά στη Νανά Μούσχουρη, τελικά δεν ξέρω πως του ‘βγαινε και βγήκε σαν εχθρός της λαϊκής μας μουσικής και του λαϊκού τραγουδιού.

Μα και μέχρι σήμερα ο δίσκος δεν έχει επανεκδοθεί σε cd. Τη στιγμή μάλιστα που βγαίνουν άλλα κι άλλα...
Δε μου βγάλανε… Εδώ δεν μου βγάλανε και «Τα τραγούδια της Ελλάδας». Ούτε αυτά βγήκανε, ούτε τα παραδοσιακά τραγούδια βγήκανε, ούτε οι «Ρίζες» του Μαρκόπουλου, ούτε του Ρίτσου και του Τόκα, η «Πικραμένη μου γενιά». Αυτό βγήκε κάποια στιγμή σε cd και μετά το σταμάτησαν.

Τον Απόστολο Καλδάρα πώς τον θυμάσαι;
Ο Καλδάρας ήταν καταπληκτικός άνθρωπος, φοβερός άνθρωπος. Ευαίσθητος, γνώστης και ένας άνθρωπος που σου ενέπνεε πολύ σεβασμό και αξιοπρέπεια. Παρόλο του ότι είχε κάνει μέσα στο λαϊκό κόσμο, αν τον συνέκρινες με τον Ζαμπέτα, ας πούμε, δεν είχανε καμία σχέση. Ο Ζαμπέτας ήταν στον κόσμο του. Όταν μίλαγε σου ‘λεγε ότι του ερχόταν στο κεφάλι, όποια φιλοσοφία του ερχότανε, ενώ ο Καλδάρας ήταν πολύ μετρημένος άνθρωπος. Και βέβαια, αυτό φοβάμαι ότι το πλήρωσε με την πρόωρη αρρώστια, γιατί, ξέρεις, αυτά τα πράγματα σου βγαίνουν. Συσσωρεύονται και ξεσπάνε…

Eίχε χάσει κι ένα παιδί… Μαζεύονται όλα αυτά…
Βέβαια… Είχε χάσει κι ένα παιδί… Πήγε κι εκεί πάνω στην Πάρνηθα, απομονώθηκε από τον κόσμο, είναι πολλά…

Ο Καλδάρας είχε βγάλει σπουδαία έργα και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Πέρα από τα πολύ γνωστά τραγούδια του ’50 και του ’60, είχε κάνει «Μικρά Ασία» και «Βυζαντινό Εσπερινό» και τα υπόλοιπα της δεκαετίας του ’70 που δεν ακουστήκαν ιδιαίτερα, όπως οι «Ροβινσώνες» ή τα «Σκόρπια φύλλα», που έχουν πολύ ωραία τραγούδια…
Ναι δεν «πιάσανε» αυτά… Αλλά ειδικά η «Μικρά Ασία»… Σπουδαίο έργο… Είναι και παιχνίδια των εταιρειών αυτά Θανάση. Παιζόταν μεγάλα παιχνίδια εκείνη την εποχή και οι συνθέτες, ας πούμε του «έντεχνου», δεν ήθελαν να μπαίνουν πολύ στα πόδια τους οι «λαϊκοί» και φοβάμαι ότι η «Μικρά Ασία» ήταν ένα έργο με το οποίο ο Καλδάρας μπήκε στα πόδια τους… Και δεν το ήθελαν πολύ. Αλλά το πλήρωσαν όλοι μαζί μετά. Αυτή την πολιτική που κάνανε δηλαδή, με τις μεγάλες παραγωγές, που φορτώνανε τις εταιρείες, με την έννοια του να γίνει πολύ μεγάλη παραγωγή, για να αναγκαστεί η εταιρεία μετά να κάνει πολύ μεγάλη διαφήμιση για να πουλήσει. Αυτή ήταν η φιλοσοφία τους αλλά το φτάσανε εκεί που δεν πήγαινε άλλο πια, οπότε και οι δισκογραφικές εταιρείες άρχισαν την πολιτική του «να πάρω τον τραγουδιστή και να του δώσω τραγούδια, χωρίς να πάρω τον συνθέτη». Κι έπαιρναν έναν τραγουδιστή, ένα τραγούδι δικό σου, ένα του αλλουνού «παρ' τα και τραγούδα τα εσύ». Κατάλαβες; Και αποδυναμώσανε τους συνθέτες που ήταν ο κορμός της όλης ιστορίας. Αλλά δυστυχώς χάθηκε το παιχνίδι μετά. Γιατί διασύρθηκε και το τραγούδι. Έτσι δεν βγαίνει πρώτα ολοκληρωμένη εικόνα του δημιουργού. Όταν σου βάζει ένα τραγούδι και δεν ξέρεις ποιος άλλος θα μπει δίπλα σου, είναι χαμένος κόπος. Είτε το δίνεις, είτε δεν το δίνεις είναι το ίδιο πράγμα. Όσο κι αν υπήρχαν οι παραγωγοί που στηρίζανε στο να είναι κοντά το ένα με το άλλο, δεν είναι ο ίδιος νους να ξέρει τι ανάγκη έχει το κάθε τραγούδι, για να ακολουθήσει κάποιο άλλο. Είναι μεγάλη δουλειά. Και πως αναπτύσσεται και το θέμα ακόμη μέσα σ’ ένα δίσκο ολόκληρο.

Και ήρθε μετά η ιδιωτική τηλεόραση και το διαδίκτυο που τα σάρωσαν όλα.
Ε, με το διαδίκτυο παράγινε το κακό, τελείως. Είναι η παρανομία καταρχάς, που πουλάν τους δίσκους λες και είναι κάλτσες, βγήκε και το Internet τώρα που κατεβάζει ο άλλος ότι θέλει και όσα θέλει και συχνά την ίδια μέρα που κυκλοφορεί ένας δίσκος. Και μη σου πω και πριν βγει ακόμα. Και δεν λαμβάνεται κανένα μέτρο. Φοβάμαι ότι όλο αυτό γίνεται για την αποδυνάμωση του πνευματικού κόσμου. Πρέπει να αποδυναμωθούνε τελείως, να τους διαλύσουν τελείως, δεν γίνεται. Γιατί ένας συνθέτης, ένας στιχουργός κι ένας ποιητής από πού θα πάρει λεφτά… Παίρνει από τα ποσοστά. Όταν εσύ του το ξεφτιλίζεις τελείως, το ευτελίζεις σαν εμπόρευμα και δεν υπάρχει καμία πώληση, βγαίνει ένας δίσκος σήμερα και πουλάς 1.000 νούμερα ας πούμε, τι να κάνει με τα 1.000 νούμερα; Τι να πάρει να επιβιώσει αυτός ο άνθρωπος… Τον αναγκάζεις να φτάσει σ’ ένα άλλο επίπεδο ακραίων συνεργασιών, υπάρχουν και τέτοια φαινόμενα, για να μπορέσει να επιβιώσει. Ή να το κάνει κι επίτηδες για να βρίσκεται μέσα στο χώρο. Γιατί θα φύγει απ’ το χώρο, θα εξαφανιστεί. Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα…

Πες μας δυο λόγια για τη συνεργασία με τον Γιάννη Ρίτσο και τον πρόωρα χαμένο Μάριο Τόκα με τον δίσκο «Πικραμένη μου γενιά».
Ωραίος δίσκος. «Τούτος ο λαός αφέντη μου…», «Του εργάτη σφίγγεται η γροθιά μέσα στην άδεια τσέπη…». Πόσο σημερινό είναι…

Τελικά έχει αλλάξει τίποτα;
Έγιναν και πιο σκληρά τα πράγματα… «Η φάμπρικα», ας πούμε, πιστεύω ότι αυτή είναι η εποχή της. Τώρα είναι το νούμερο - «το νούμερο 8» που λέει το τραγούδι - γιατί σχεδόν όλοι μας με νούμερα είμαστε πια. Καταγραμμένοι παντού. Έχουμε ένα νούμερο. Όπως έκαναν οι Γερμανοί τους Εβραίους. Τους κολλούσαν τη στάμπα πάνω και τους είχαν έτσι. Αυτό συνεχίστηκε σε άλλη μορφή. Να μην το ‘χουμε απάνω μας, να μην το βλέπουμε αλλά να το κουβαλάμε νοητά…

Ο Ρίτσος πώς ήταν σαν άνθρωπος;
Ο Ρίτσος ήταν κορυφαίος πνευματικός άνθρωπος… Ήταν από τους μεγάλους μας πνευματικούς ανθρώπους. Ζήσανε και πολλά αυτοί οι άνθρωποι. Βιώσανε πολλά πράγματα και βέβαια αυτά που γράψανε, ήταν καταστάλαγμα όλων αυτών των πραγμάτων. Ανεβοκατέβαινε η ζωή τους σε διάφορα και έβγαινε το παλιό καλό κρασί πια… Και ήταν αυτά που έλεγε… Δηλαδή, ό,τι κουβέντες έβγαιναν από το στόμα του πια, ήταν καταστάλαγμα. Χαιρόσουν να κάθεσαι με τις ώρες να τον ακούς. Εμείς μέναμε και κοντά. Ο μπάρμπα-Γιάννης έμενε στην Κόρακα στον Άγιο Νικόλαο. Και πήγαινα από κει και τον έβλεπα. Του άρεσε η παρέα κι έλεγε ιστορίες, ώρες ολόκληρες. Εμένα μ’ αγαπούσε γιατί τον έπαιρνα καμιά φορά, τον έφερνα στο μαγαζί που δούλευα, καθόταν και μετά τον πήγαινα σπίτι…

Για τον Μάριο Τόκα που έφυγε πολύ πρόσφατα; Η δουλειά που κάνατε ήταν από τις πρώτες του…
Ήταν ο δεύτερος-τρίτος δίσκος που έκανε στην Columbia. Ωραίος άνθρωπος ήταν ο Μάριος. Και ήταν και σεμνός σε όλη γενικά την παρουσία του. Δυστυχώς οι καλοί άνθρωποι φεύγουν νωρίς.

«Οι καλοί πεθαίνουν νέοι» που έλεγε κι ο Καζαντζίδης…
Έτσι… Αυτούς που έχουμε ανάγκη, που είναι στηρίγματα για την κοινωνία μας φεύγουν… Τι να κάνουμε;

Όλα αυτά τα χρόνια έχεις προβάλλει και στηρίξει ιδιαίτερα το δημοτικό τραγούδι, τόσο μέσα από μια σειρά δίσκων όσο και ζωντανών εμφανίσεων.
Βλέπω ότι το δημοτικό στοιχείο χάνεται, γιατί μέσα στο χώρο μας έχουν μπει στοιχεία, που δεν γνωρίζουν καταρχήν τι θα πει δημοτικό τραγούδι. Δεν μπορούν να νιώσουν την ευθύνη που κουβαλάνε, γιατί αυτή είναι η ιστορία ενός έθνους, ενός λαού. Και την παραποιούν χωρίς να το θέλουν, γιατί δεν το ξέρουν.

Έγινε και μεγάλη ζημιά από τη χούντα… Συνδέθηκαν τα δημοτικά τραγούδια μ’ όλους αυτούς τους περίεργους τύπους…
Αυτό ήταν ένα πρώτο χτύπημα που έγινε, αλλά μετά πέρασε, γιατί το δημοτικό τραγούδι δεν ξεκολλάει από τον κόσμο, το ‘χει ξεκαθαρίσει μέσα στη σκέψη του. Δεν μπορεί να ‘ρθει ο Χίτλερ τώρα κι επειδή ξέρει ότι εκεί πονάμε, ν’ αρχίσει να μας πιπιλάει το κεφάλι. Αυτό που έχουμε εμείς μέσα μας και το αγαπάμε και το ‘χουμε ξεχωρίσει, το ‘χουμε βάλει στην άκρη του και δεν το πειράζει κανείς. Απλώς μας ταρακούνησε λίγο, έτσι που το ακούγαμε, γιατί προσπαθούσαμε να μην το συνδυάσουμε με το γίγνεσθαι της εποχής της δικτατορίας. Ήταν ένα διάστημα που το είδαμε λίγο άσχημα. Αλλά πιστεύω ότι αμέσως μετά άλλαξε το κλίμα. Πρώτα πρώτα, επειδή το έζησα, όλα τα πράγματα τότε ξεσηκωθήκανε. Έγινε το πρώτο συλλαλητήριο το ’73, που ήρθαν όλα τα συμβούλια της ΕΦΕΕ στη «Λήδρα» με τον Μαρκόπουλο. Και βγήκαν έξω και τραγουδάγανε το «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Λοιπόν, δεν είναι τυχαία αυτά τα πράγματα. Απλώς τα διαφυλάττουμε χωρίς να τα αγγίζει κανένας και χωρίς να τα λερώνει κανένας. Ο κάθε άνθρωπος ξέρει τι αγαπάει και με τι θα κάνει το «φραμπαλά» του και με τι θα κάνει όλο αυτό το χαβαλέ που υπάρχει αυτή τη στιγμή και ξέρει πώς να φερθεί, όταν αντιμετωπίζει σοβαρούς καλλιτέχνες. Ανοίγει άλλη μεριά της ψυχής του, για να μπορέσει να τα απολαύσει αυτά τα πράγματα. Και επειδή δεν είναι εύκολο να βρίσκεις καλά τραγούδια συνέχεια, προσπαθούσα να γράψω όσα γίνεται περισσότερα απ’τη δημοτική παράδοση, για να ακουστούν σωστά και να μείνουν σωστά. Για να μπορούν να τα ακούνε και οι νέοι και να ‘χουν την πληροφορία τους. Να ξέρουν πώς ήταν αυτό το πράγμα και αυτό κάνω και σήμερα δηλαδή…

Καλά κάνεις γιατί το δημοτικό τραγούδι υπέστη μεγάλη κακοποίηση. Δημοτικό, λαϊκοδημοτικό, σκυλοδημοτικό…
Κι αυτή τη στιγμή γίνεται φοβερή κακοποίηση. Mέχρι γελοιοποίηση. Το ‘χουν καταντήσει γελοίο… Δεν μπορεί να συνδυάζεται με τόσο γελοίους ανθρώπους το δημοτικό μας τραγούδι… Δεν γίνεται δηλαδή… Είναι ανάρμοστο… Ούτε να το σκεφτόμαστε…

Στη δεκαετία του ’80 υπάρχει μια σειρά δίσκων κοινωνικού περιεχομένου, όπως τα «Ιερουσαλήμ», «Αφρική τώρα», «Μην τρυπάτε το μέλλον», τα δυο τελευταία σε μουσική Γιώργου Κατσαρού και στίχους Δημήτρη Ιατρόπουλου, η «Ιερουσαλήμ» σε μουσική Βάκη Γιαννούλη, που πέρασαν, σχεδόν, απαρατήρητα…
Κοίταξε το «Αφρική τώρα» ήταν ένας δίσκος που ήρθε κόντρα με το κατεστημένο και παλεύτηκε πολύ… Πήγαμε και παίξαμε στον Ο.Η.Ε, τιμής ένεκεν, μ’ αυτό το έργο. Ήταν από τα αρτιότερα και από τα πιο σημαντικά έργα που βγήκαν παγκόσμια.

Πού παίξατε στον Ο.Η.Ε.;
Mέσα στην έδρα του Ο.Η.Ε. στη Νέα Υόρκη, μας κάλεσαν και το παρουσιάσαμε. Ήταν έργο που πόνεσε τη Νοτιοαφρικάνικη κυβέρνηση. Είχαμε μαζέψει κάπου 3.000 υπογραφές για το Απαρτχάιντ και για τον εγκλεισμό του Νέλσον Μαντέλα στη φυλακή. Κι επειδή η ελληνική κοινότητα στη Νότια Αφρική είναι πολύ γερή, δεν είναι αστεία, έδωσαν άλλο χαρακτήρα. Εδώ και το σταμάτησαν κάποια στιγμή. Όπως σταμάτησε και το «Μην τρυπάτε το μέλλον» γιατί, χωρίς να το θέλουμε, ήρθαμε κόντρα με τις κοινότητες της απεξάρτησης.

Εντύπωση μου κάνει… Γιατί αυτό;
Είναι άλλη η φιλοσοφία της πρόληψης για τα ναρκωτικά, που πρέπει να δώσεις σ’ αυτόν που δεν έχει εθιστεί ακόμη και δεν έχει μπει σ’ αυτό το «λούκι». Να του δώσεις όλη την κακή και την άγρια εικόνα για να μην προχωρήσει. Αλλά όταν ήδη υπάρχει ο εθισμός στους χρήστες, αποφεύγουν οι κοινότητες να τους δίνουν τέτοιες σκληρές εικόνες κι εκεί ήρθαμε κόντρα. Αναγκαστήκαμε να κάνουμε πίσω και το σταματήσαμε. Από κει ξεκίνησε. Κι έχει καταπληκτικά τραγούδια. «Η ντάγκλα» και κάποια άλλα είναι φοβερά τραγούδια. Ήταν και ο δίσκος για την Παλαιστίνη, ένας και μοναδικός, δεν έχει ξαναβγεί τίποτε άλλο με Παλαιστίνους ποιητές. Ήταν και ο δίσκος του Μαμαγκάκη σε ποίηση του Καζαντζάκη η «Οδύσσεια», μια πολύ όμορφη δουλειά κι αυτή.

Tο 1988 κυκλοφορεί ο δίσκος «Είναι κάτι βράδια» σε μουσική Αντώνη Στεφανίδη και στίχους Βασίλη Παπαδόπουλου με τη συμμετοχή του Χάρρυ Κλυνν.
Ναι ήταν η επιμέλεια του Χάρρυ.

Με το Χάρρυ Κλυνν είχατε συνεργαστεί και σε κάποιο μαγαζί;
Πολλές φορές. Στο «Ζυγό» με τη Μοσχολιού και τη Γαλάνη ένα χειμώνα ολόκληρο, μετά κάναμε δυο χρονιές επάνω στη Θεσσαλονίκη, στη«Θεσσαλονικιά». Είχαμε κάνει και συναυλίες, περιοδείες στην Αμερική, είχαμε κάνει πολλά πράγματα… Είμαστε φίλοι δηλαδή, αδέρφια με τον Χάρρυ…

Θυμάμαι τώρα και την εκπομπή του Γιώργου Παπαστεφάνου το 1981, στην οποία ο Καζαντζίδης είχε υποσχεθεί μεγάλες λαϊκές συναυλίες με τον Χάρρυ Κλυνν…
Τότε ήμουνα κι εγώ στη μέση αλλά ο Στέλιος δεν έβγαινε…

Koίταξε Λάκη, αν το δεις από μια μεριά, καλύτερα που δεν βγήκε, γιατί συνεργάστηκες εσύ με τον Χάρρυ Κλυνν... Αν θυμηθώ αυτά που μου είπες για τη δεκαετία του ’60, πως όποτε έβγαινε ο Καζαντζίδης, εσύ έμπαινες στο «ντουλάπι», αν έβγαινε τελικά να ξανατραγουδήσει, δε νομίζω να ξανάβγαινες εσύ… (γέλια)
Ο Χάρρυς είναι ωραίος, φοβερός… Συνεργαστήκαμε κι έχω φοβερές και ωραίες αναμνήσεις μαζί του. Περνούσαμε καταπληκτικά. Ήμασταν οι δυο μας στο καμαρίνι…

Φαντάζομαι… Πολύ γέλιο…
Ε, κατεβάζαμε ένα μπουκάλι κάθε βράδυ και λέγαμε τα δικά μας τα παράπονα… Ωραίες εποχές…

Το 1995 παρουσίασες στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και το 2002 στο Ηρώδειο το έργο «2500 χρόνια Ελληνική μουσική», μια παρουσίαση της ελληνικής μουσικής από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας… Έργο ζωής θα το χαρακτήριζα…
Δέκα χρόνια το ετοίμαζα αυτό. Ήταν μια κορυφή για μένα.

Και το τριπλό cd με το βιβλίο που κυκλοφόρησε μετά ήταν πολύ αξιόλογο, αλλά και δυσεύρετο. Εγώ το ανακάλυψα σε κάποιο βιβλιοπωλείο.
Σε βιβλιοπωλείο, μπράβο. Και την έκανα αυτή την κίνηση για να μην το κόψουνε οι δισκογραφικές εταιρείες από τα δισκάδικα. Και το πέρασα ως βιβλίο. Που είναι ως βιβλίο βέβαια, με τα cd μέσα κλπ, αλλά προτίμησα να περάσει από κείνο το χώρο, γιατί είναι ένα έργο για το οποίο ειπώθηκαν πάρα πολλά πράγματα. Και μπορεί ένας άνθρωπος να πάρει όλη την πληροφορία για την ελληνική μουσική. Τι έχει συμβεί από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα. Η πρώτη παρουσίαση έγινε στο Μέγαρο, που ηχογραφήθηκε κιόλας και μετά ανέβηκε στο Ηρώδειο… Βγήκε κι έξω, Αμερική, Γερμανία, Κύπρο…

Πόσο δύσκολο είναι να στηθούν και να περιοδεύσουν αυτές οι μεγάλες παραγωγές;
Ήτανε δύσκολο… Και αν δεν είχα δημιουργήσει αυτό τον φορέα το Κέντρο Ελληνικής μουσικής, που ουσιαστικά είναι μια αστική εταιρεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, δεν θα μπορούσα να κάνω την παραγωγή του cd. Έκανα ο ίδιος δηλαδή την παραγωγή, επειδή ξέρω πού φτάνει μια δισκογραφική εταιρεία και τι μπορεί να κάνει. Μέχρι που φτάνει η φιλοσοφία της, στο να θέλει να δώσει κάτι σαν αυτό το πράγμα προς τα έξω, στον κόσμο δηλαδή. Δεν έχουν τέτοιο ενδιαφέρον. Οπότε το ‘βγαλα μόνος μου…

Εμπορικά πώς πήγε;
Έχει πουλήσει γύρω στα 8-9.000 αντίτυπα…

Πολύ καλό νούμερο για τέτοια παραγωγή, πολύ περισσότερο στη σημερινή εποχή…
Όντως… Το αγκάλιασε ο κόσμος και ήδη διδάσκεται στα πανεπιστήμια. Στη Βουλγαρία έχει ενταχθεί σε κάποιο μουσικό γυμνάσιο προς τη Σόφια και μου το ‘χουν πει παιδιά που έχουν πάει εκεί… Και διδάσκεται επίσης και στην Αμερική.

Στην Ελλάδα δεν ενδιαφέρονται;
Εντάξει, τι να κάνουμε, εδώ είμαστε από άλλο ανέκδοτο. Τους ενδιαφέρουν άλλα πράγματα, δυστυχώς. Είναι πολιτιστική κατάντια. Αυτός ο λαός που έπρεπε να’ ναι πολύ ψηλά. Μιλάς για το περιβάλλον αυτή τη στιγμή και δεν μπορεί να καταλάβει τίποτα… Το τι συντελείται σ’αυτό τον πλανήτη δεν μπορεί να το νιώσει… Γιατί θέλει πολιτισμένους και σκεπτόμενους ανθρώπους αυτό το πράγμα… Για να προλάβεις κάτι, που θα ‘ναι μεγάλη καταστροφή βέβαια, πρέπει ήδη ο άνθρωπος να έχει επικοινωνία μ’ αυτό, πριν φτάσει να γίνει. Κι αυτό θέλει πολιτισμένο άνθρωπο και σκεπτόμενο. Έτσι μας θέλουν. Τέτοιες κοινωνίες θέλουν

To 2000 o Χρήστος Λεοντής σε επέλεξε για να τραγουδήσεις ένα από τα σημαντικότερα έργα της ελληνικής μουσικής, την «Καταχνιά» σε στίχους Κώστα Βίρβου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Η διοργάνωση έγινε από την Βουλή των Ελλήνων. Αν και προβλήθηκε από την τηλεόραση η συναυλία, πιστεύω πως θα έπρεπε να κυκλοφορήσει και σε cd...
Ήταν από τις ωραιότερες στιγμές μου. Κοίταξε είναι και ο Λεοντής άνθρωπος που δεν κινείται και δεν το κυνηγάει πολύ. Θα μπορούσε να κυκλοφορήσει και μ’ αυτή τη μορφή το έργο. Του έδωσε μια άλλη δυνατότητα και μια άλλη διάσταση. Αλλά έχει απηυδήσει κι αυτός... Είναι η γενιά που άρχισε και σηκώνει τα χέρια. Δεν είναι η αγωνιστική γενιά του ’70-’75-’80…

Μήπως κουράστηκαν τόσα χρόνια, να παρακαλούνε τις εταιρείες κι όλα αυτά;
Δε θέλουν να παρακαλούνε, αυτό είναι το θέμα.

Ο Χρήστος Λεοντής έβγαλε πρόσφατα ένα δίσκο, του οποίου την παραγωγή έκανε το σημαντικό μουσικό περιοδικό «Μετρονόμος». Και καλά έκανε, κατά τη γνώμη μου…
Βεβαίως καλά έκανε. Δεν έπρεπε οι δισκογραφικές εταιρείες να τους ρωτήσουν, αν υπάρχει κάτι; Πόσοι έμειναν; Πέντε; Έξι; Πόσοι είναι; Δεν μπορούν να βγάλουν πέντε δίσκους αυτών των ανθρώπων; Στα δύο χρόνια ρε παιδί μου… Άνετα θα μπορούσανε. Δεν το θέλουνε… Δεν θέλουν ούτε τον ίσκιο τους. Τους κάνουν κακό.

H περίπτωση της δισκογραφικής εταιρείας Legend πώς σου φαίνεται; Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει εκεί αρκετές αξιόλογες παραγωγές. Είναι χαρακτηριστικό πως καλλιτέχνες όπως ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Μητσιάς, η Φαραντούρη βρήκαν «στέγη» πλέον εκεί. Η «Οδύσσεια» του Θεοδωράκη με την Φαραντούρη, ένας μάλλον αντιεμπορικός δίσκος, έγινε πολύ σύντομα χρυσός. Και σ’ αυτό βέβαια έπαιξε μεγάλο ρόλο και η προβολή του δίσκου από το Alter.
Κάνει μεγάλες και καλές παραγωγές. Και μέσω του καναλιού προωθεί πράγματα και καλά πράγματα… Ας περιμένουμε λίγο ακόμη. Αυτό που με ενοχλεί βέβαια, είναι ότι είναι μόνη της και δεν υπάρχει άλλη, γιατί σταμάτησαν όλες. Είναι κακό αυτό. Κοντεύει να γίνει μονοκρατορία. Δεν υπάρχει αντίπαλος. Οι άλλες πλέον είναι πολύ μικρές. Εν τω μεταξύ, εγώ πάντα περίμενα ότι η Θεσσαλονίκη θα κάνει μια καλή δισκογραφική εταιρεία.

Υπάρχει η εταιρεία «Polytropon» του Γιώργου Καζαντζή, ο οποίος έχει και το ομώνυμο στούντιο, που κάνει αξιόλογες παραγωγές. Αλλά είναι δύσκολα τα πράγματα κυρίως στο θέμα της διανομής που θα πρέπει να ανατεθεί σε κάποια μεγαλύτερη εταιρεία…
Αυτά είναι… Εκεί που πονάμε όλοι. Στη διανομή. Από κει εξαρτώνται όλα…

Κι η Χάρις Αλεξίου που έκανε την εταιρεία της την «Εστία» πριν μερικά χρόνια, τη διανομή πλέον την έχει αναθέσει στη Minos-Emi.
Γιατί κι ο Καζαντζίδης τι έκανε; Το ίδιο… Όλοι δηλαδή. Κι ο Γαβαλάς, όλοι. Την «πατήσανε» και πήγανε ξανά πίσω. Η ψυχή είναι η διανομή. Θα μου πεις πως συρρικνώθηκε πολύ η δισκογραφία τα τελευταία χρόνια, συρρικνώθηκαν τα δισκάδικα. Κάποτε που είχα έρθει σ’ένα χορό στη Θεσσαλονίκη ήταν περίπου 2.500 χιλιάδες.

Στο κέντρο της πόλης αυτή τη στιγμή δεν πρέπει να υπάρχουν παραπάνω από δέκα. Και πολλά λέω. Δεν συμπεριλαμβάνω βέβαια αυτά που πουλάνε μεταχειρισμένους δίσκους.
Τώρα πρέπει να είναι γύρω στα 120 όλα μαζί. Από κει καταλαβαίνεις ότι και η διανομή άρχισε πια και μπαίνει στο ντουλάπι. Περνάμε δύσκολα χρόνια αλλά πιστεύω πως κάτι θα ξαναφυτρώσει, δεν σταματά. Απλά νομίζω πως πρέπει να ανανεωθεί ξανά όλο το υλικό, να βγούνε καινούργιοι…

Βλέπεις κάποια νεότερα πρόσωπα από τη γενιά του ’90 και μετά;
Κατά καιρούς βγήκανε. Τραγουδιστές είναι λίγο δύσκολο. Είναι δύσκολος ο χώρος για να σταθούν οι τραγουδιστές σ’ ένα επίπεδο. Πρέπει να πούνε πολλά πράγματα τώρα. Πολλά πράγματα που ενδεχομένως να μην τους ταιριάζουν, για να μπορούν να βρίσκονται στην επικαιρότητα. Φοβάμαι ότι είμαστε η τελευταία γενιά κι εγώ θεωρώ τον εαυτό μου από τους πιο ευτυχισμένους ανθρώπους, που έζησα και λειτούργησα μέσα σ’ αυτό το χώρο ως επαγγελματίας. Έζησα τη ζωή μου γεμίζοντας μ’ αυτό το επάγγελμα που έκανα και κάνω, γιατί δεν γνώρισα τίποτα άλλο. Μ’ αυτό βγήκα και μ’ αυτό ζω μέχρι σήμερα. Πιστεύω πως είμαστε οι άνθρωποι που περάσαμε στη συνείδηση του κόσμου και δεν ξεθωριάζει εύκολα απ’την ψυχή τους αυτό. Μένουμε σταθεροί. Οι καινούργιοι όμως για να θρονιάσουν έτσι, είναι φοβερά δύσκολο, γιατί είναι και άσχημες οι εποχές. Δεν είναι τόσο κοντά ο κόσμος στον καλλιτέχνη όπως ήταν πιο παλιά. Πρώτα τον ζούσαν τον καλλιτέχνη. Τον ζούσαν έστω και μέσα απ’τα τραγούδια του. Είχαν άλλη εικόνα για τον καλλιτέχνη, πολύ διαφορετική, γιατί όλοι για να βγουν, έπρεπε να αξίζουν. Γι’ αυτό κι ο καθένας είχε το «σήμα» του. Τον άκουγες κι έλεγες «αυτός είναι ο τάδε». Τώρα δεν τους ξεχωρίζεις. Όταν δεν τους ξεχωρίζεις, πάει να πει ότι δεν μπορεί να περάσει κανένας μέσα σου, να μείνει στη μνήμη δηλαδή, να χαρακτηρίσει ένα χώρο. Να μείνει σταθερός εκεί. Κι αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα για τους νέους ανθρώπους. Πιστεύω ότι στο λόγο θα αρχίσουν να βγαίνουν καινούργιοι άνθρωποι, ως στιχουργοί. Υπάρχουν κάτι αναλαμπές. Αλλά αυτή τη στιγμή πρέπει να βρουν το δρόμο τους, από πού θα πλησιάσουν τον κόσμο, πώς θα έρθουν σ’επαφή μαζί του, που είναι το κυριότερο αυτή τη στιγμή. Υπάρχει πια ένας μοναχισμός, που ο καθένας έχει μείνει μόνος του και δεν κάνει παρέες, δεν μαζεύεται, δεν πίνει το κρασάκι του να τραγουδήσει, όλα αυτά τα πράγματα που εμείς τα ζήσαμε. Εγώ έφευγα από τη μπουάτ και πήγαινα σε φοιτητές και ξημερώναμε μέχρι το πρωί, τραγουδώντας και πίνοντας το κρασάκι μας. Ήταν άλλες καταστάσεις, τώρα πού να το βρεις αυτό το πράγμα; Δεν υπάρχει…Ερχόταν και μας παίρνανε από το «Κύτταρο» στη 1 που τελειώναμε και γύριζα σπίτι στις 7 το πρωί…

Άλλο ένα πρόγραμμα κάνατε μετά δηλαδή…
Δυο-τρία προγράμματα ήτανε. Και δεν μας ένοιαζε, γιατί η ατμόσφαιρα που γινότανε μας άρεσε, μας ενδιέφερε… Μεγάλη δουλειά. Τώρα δεν τα βλέπεις αυτά τα πράγματα. Έρχεται ο άλλος και μετράει την ώρα… Να πάει να κοιμηθεί… Είναι όλα στριμωγμένα… Αυτό πρέπει να κοιτάξουμε… Να κοιτάξουμε τον άνθρωπο πρώτα…

Βλέπεις ότι κι οι δημιουργοί πλέον, από το ’80 κυρίως και μετά, η γενιά των τραγουδοποιών δηλαδή, ακολουθούν πιο μοναχική πορεία. Γράφουν τα τραγούδια τους και, ανεξάρτητα από το αν έχουν τις φωνητικές δυνατότητες να τα πουν, τα τραγουδούν οι ίδιοι…
Είναι η εποχή… Εντάξει, είναι κι αυτό μια φιλοσοφία. Γιατί προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα απ’ αυτό… Πρέπει να βγει κι ένα μεροκάματο κάποια στιγμή. Κατάλαβες; Η ΑΕΠΙ είναι ΑΕΠΙ. Δεν βγαίνει τίποτα άλλο. Κι έτσι αναγκάζονται να φτάσουν και μέχρι εκεί. Ξέρει ο καθένας. Αν του πεις να σου βγάλει την ψυχή του, να εκφρασθεί ελεύθερα θα σου πει «δεν κάνω, αλλά;» Ναι μεν αλλά…

Έχω δει κάποιες φωτογραφίες που τραγουδάς μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη. Κάποιες ιστορίες είχες αφηγηθεί και στην εκπομπή «Στην υγειά μας» τον Οκτώβρη του 2005… Είχατε συνεργαστεί;
Τι να πούμε για τον Θεοδωράκη τώρα, ο Θεοδωράκης είναι ογκόλιθος. Είχα συνεργαστεί με τον Μίκη. Κάναμε και περιοδείες με το κόμμα και με τον Χαρίλαο Φλωράκη μαζί. Το ’81 είχαμε πάει σ’ όλο τον κόσμο… Πήγε το μπαλκόνι «σύννεφο»… (γέλια). Σε κάθε συγκέντρωση που έκανε ο Χαρίλαος στην μεγάλη προεκλογική περιοδεία του ’81 ήμασταν κοντά, γινόταν πανηγύρια παντού. Γινόταν χαμός. Γνωριζόμασταν λοιπόν με τον Μίκη, απλώς δεν μπόρεσα να συνεργαστώ μαζί του, γιατί τύχανε περιπτώσεις που μας χώρισαν. Ήταν τον καιρό που δημιουργήθηκε το πρόβλημα μεταξύ συνθετών και τραγουδιστών, το 1984, και ενώ είχαμε φτάσει σ’ένα πολύ ωραίο επίπεδο συνεργασίας, αυτό το πράγμα μας πήγε πίσω. Δεν βγήκε εκείνη την εποχή και μετά έμεινε. Γιατί κι αυτός προχώρησε αλλού κι εγώ προχώρησα σε άλλα πράγματα… Ήταν η πιο κοντινή μας εποχή. Είχαμε έρθει και περιοδεία πάνω στη Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα κλπ. Ήταν μεγάλη η περιοδεία που είχε κάνει τότε ο Μίκης και ήμουν κοντά. Τον αγαπώ σαν άνθρωπο, γιατί τον έχω ζήσει πολύ, ξέρω πώς λειτουργεί. Τον σέβομαι και τον εκτιμώ απεριόριστα γιατί και ο αγώνας του και το έργο του έχουν μείνει στην ψυχή του κόσμου. Έγινε κτήμα πια του κόσμου, σε όλες του τις στιγμές. Ο Μίκης ήταν από τους ανθρώπους που δώσανε χέρι στο λαό, να βοηθηθεί στους αγώνες του αλλά και στον έρωτά του… Σε πολλά δύσκολα επίπεδα της ζωής του, τον απελευθέρωσε… Αυτός είναι και ο δημιουργός, εδώ που τα λέμε. Ένας ολοκληρωμένος δημιουργός έτσι μπαίνει μπροστά στο λαό κι έτσι τον αποδέχεται κι ο λαός. Αυτό είναι το χάρισμα…

Μου είπες λίγο πριν, πως κάνεις κάποιες εκπομπές στο ραδιόφωνο σχετικά με το παραδοσιακό τραγούδι…
Ναι. Κάθε Δευτέρα 5 με 6 το απόγευμα στον «902 Αριστερά στα FM» κάνω μια εκπομπή αφιερωμένη στο παραδοσιακό τραγούδι και παρουσιάζω ανθρώπους που έγραψαν την ιστορία τους σ’ αυτό το χώρο αλλά και κάποιους που ασχολούνται σήμερα με το είδος. Κι αφού μιλάμε για ραδιόφωνο να σου πω πως βλέπω με ευχαρίστησή μου, ότι τώρα τελευταία αναπτύσσεται και το ραδιόφωνο μέσω του διαδικτύου. Θα βγούνε πού θα πάει; Σιγά σιγά… Ν’ αλλάξει η κατάσταση. Δε λέμε να πάρουμε το πάνω χέρι αλλά τουλάχιστον ένα ποσοστό του κόσμου, να μπορούμε να το χαιρόμαστε. Μην τους βλέπουμε όλους που πηγαίνουν στα Life style και στα show τα περίεργα που κάθονται και χειροκροτούν τα πιτσιρίκια…Δε μ’ αρέσει αυτό που βλέπω ρε παιδί μου… Δεν θέλω τον άνθρωπο εκεί πέρα…Δεν είναι η θέση του εκεί. Τον παίρνουν και τον «καρφώνουν» εκεί… Δεν μπορώ να το καταλάβω…

Εν τέλει μετά από 45 χρόνια πορείας στο ελληνικό τραγούδι τι λέει ο απολογισμός;
Υπήρξαν και ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές. Η αλήθεια είναι πως έχω φάει μεγάλες κατραπακιές… Εντάξει, δεν κρατάω κακία σε κανέναν. Τους δικαιολογώ όλους, δεν με πείραξε και δεν με πειράζει. Εμένα μ’ αρέσει και χαίρομαι αυτό που κάνω να το δίνω στον κόσμο. Ποτέ δεν υπολόγισα ούτε τι λεφτά θα πάρω, το οικονομικό δηλαδή δεν το ‘βαλα ποτέ μπροστά, γι’ αυτό στα 45 χρόνια που είμαι στη δουλειά, δεν έχω βγάλει και πολλά λεφτά. Δεν θέλω να φθαρώ… Να μην καταλάβω ότι αρχίζω και γίνομαι «μηχανάκι». Μόλις φτάσω εκεί σταματάω. Όταν σκεφτώ ότι δεν είμαι αληθινός, την ώρα που θα βγω εκεί πάνω να το δώσω με την ψυχή μου, σταματάω. Δεν θέλω να τους πληγώσω, ούτε και να καταλάβουν ότι κάνω κάτι μηχανικά… Σαν αγγαρεία… Γι’ αυτό και υπάρχει κι αυτή η σχέση μου με τον κόσμο. Κι αυτό αγαπώ και λατρεύω… Την επαφή με τον κόσμο…

Υ.Γ: Λίγους μήνες μετά, τον Σεπτέμβρη του 2009, κυκλοφόρησαν οι «Λεβέντικες καρδιές», ο δίσκος της συνεργασίας του Λάκη Χαλκιά με τον Βαγγέλη Κορακάκη...

- Oι φωτογραφίες προέρχονται από την επίσημη ιστοσελίδα του Λάκη Χαλκιά και το αρχείο του υπογράφοντα.

Video

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!