Γιώργος Μητσάκης - «Μεγάλος Δάσκαλος»

Το έργο του, στο οποίο αποτυπώθηκαν, άλλοτε με άμεσο και άλλοτε με φιλοσοφημένο τρόπο, η ζωή και τα όνειρα των απλών ανθρώπων, είναι γεμάτο συμβολισμούς και εικόνες της παλιάς γειτονιάς.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Ο Γιώργος Μητσάκης συνέβαλε, τα μέγιστα, στην ανάδειξη του νέου λαϊκού τραγουδιού. Οι συνθέσεις του, ιδιαίτερα από το ’46 ως τα τέλη της δεκαετίας του ’50, δόθηκαν με τον κάθετο τρόπο του ρεμπέτικου, ενώ, κατά περιόδους, αφουγκράστηκε τις διαφορετικές τάσεις γράφοντας τραγούδια με αναφορές στην καντάδα και στο μπελκάντο, στο ανατολίτικο και στο έντεχνο.

Υπήρξε ρομαντικός, ασυμβίβαστος, αταλάντευτα προσανατολισμένος στα μεράκια και στους καημούς του λαού και όχι τυχαία ένας από τους πιο πολυτραγουδισμένους συνθέτες, με τεράστιες επιτυχίες που άντεξαν στα χρόνια καλύπτοντας μεγάλο μέρος της βάσης του ρεπερτορίου των λαϊκών και ρεμπέτικων προγραμμάτων, μέχρι σήμερα.

Από την Πόλη στην Αθήνα


Γεννήθηκε στην Πόλη το 1921. Τον πατέρα του τον λέγανε Στέφανο και τη Μητέρα του Αθηνά. Είχε και μια μικρότερη αδελφή, την Ιουλία. Στην Ελλάδα ήρθαν το 1935, έπειτα από μια διαταγή του Κεμάλ που έλεγε ότι οι ξένοι δεν είχαν δικαίωμα εργασίας και έπρεπε να φύγουν. Φορτώσανε τα πράγματά τους σε ένα ιταλικό πλοίο και βρέθηκαν στην Αλεξανδρούπολη. Εγκαταστάθηκαν στην Καβάλα και αργότερα στη Θεσσαλονίκη και το Βόλο. Ο πατέρας του ήταν ψαράς και αναζητούσε ψαρότοπους προκειμένου να βγάλει το μεροκάματο. Ένα περιστατικό με κάποιους συνομήλικούς του που κορόιδευαν την βαριά Κωνσταντινουπολίτικη προφορά του στάθηκε αφορμή να προσπαθήσει να μιλήσει και να γράφει καλύτερα τα ελληνικά. Διάβασε πολύ και άρχισε να σκαρώνει και τα πρώτα του στιχάκια. Μικρός έπαιζε και φυσαρμόνικα. Η ζωή της επαρχίας και του ψαρέματος δεν του πήγαιναν κι έτσι σε ηλικία 17 χρόνων έφυγε στη Θεσσαλονίκη. Είχε αναμνήσεις από εκεί. Στη Θεσσαλονίκη, στα 1937, είχε ακούσει τον Μάρκο «με τη βραχνή φωνάρα του» και στράφηκε στο μπουζούκι.

«Εκεί άκουσα για πρώτη φορά τον Βαμβακάρη. Τραγούδαγε ο Μάρκος σ’ ένα χαμομάγαζο κι εγώ κρυφάκουγα έξω από τον φράχτη. Μ’ έκοψε μια μέρα το μάτι του Μάρκου, μ’ έστειλε για τσιγάρα, και μου έδωσε να πιάσω το μπουζούκι στα χέρια. Δεν το παράτησα από τότε».

Το πρώτο του μπουζούκι το αγόρασε πουλώντας ένα δαχτυλίδι του πατέρα του. Στη Θεσσαλονίκη γνωρίστηκε με τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Απόστολο Χατζηχρήστο που του έμαθε αρκετά πράγματα στο όργανο, ενώ, το 1939 όταν κατέβηκε στον Πειραιά φιλοξενήθηκε στο σπίτι του στη Δραπετσώνα και μαζί με τον Ηλία Ποτοσίδη δουλέψανε ως τρίο στον Πειραιά και αργότερα στου Πίκινου στο Θησείο και στο Δάσος στο Χαϊδάρι. Η αρχή είχε γίνει. Λίγο μετά, όμως, ξέσπασε ο πόλεμος.

Κομπολογάκι, Λουλάς και κατοχή


Στην περίοδο της κατοχής έπαιξε με μικρά σχήματα στα καφενεία και στα ταβερνάκια της Αθήνας και γνωρίστηκε με τον Χιώτη. Σε αυτή την περίοδο άρχισε να συνθέτει επαγγελματικά. Το πρώτο του τραγούδι, που γράφτηκε σε συνεργασία με τον μαέστρο Παναγιώτη Τούντα και κυκλοφόρησε χωρίς το όνομά του στην ετικέτα του δίσκου, ήταν το «Η λόγχη μας το θέλει» που τραγούδησαν η Νταίζη Σταυροπούλου με τον Στέλιο Κερομύτη και το Μανώλη Χιώτη και βγήκε στις αρχές του 1941. Ο ίδιος, όμως, δεν αναφερόταν ποτέ σε αυτό. Στα 1941 εμπνεύστηκε από πραγματικά περιστατικά και έγραψε τα «Όταν καπνίζει ο λουλάς» και «Το κομπολογάκι» που ήταν και από τα πρώτα τραγούδια που φωνογραφήθηκαν στο εργοστάσιο της Columbia αμέσως μετά την κατοχή. Ήταν χειμώνας του 1941. Τη μέρα που έγραψε το Κομπολογάκι είχε χάσει ένα κομπολογάκι που είχε αγοράσει από το περίπτερο στα Χαυτεία που ονομαζόταν Μινιόν και το σκελετό της μουσικής του τον έφτιαξε σε μια ταβέρνα που βρισκόταν εκεί κοντά, το Καρρέ του Άσσου, όπου στον τοίχο της κρεμόταν ένα παλιό μπουζούκι του Μάρκου, από την περίοδο που έπαιζε εκεί.

«Ξαφνικά μέσα στη μπόρα του πολέμου, ένιωσα μόνος κι ανυπεράσπιστος. Έκανα να πιαστώ από το μόνο στήριγμα που μου είχε μείνει στη ζωή: Το κομπολογάκι μου. Δεν ήταν στην τσέπη μου. Κατέρρευσα. Κι έριξα στίχο και μουσική τον καημό μου στο τέλι». Την ίδια περίοδο έγραψε και τον «Λουλά». «Ήρθαν μια μέρα ο Μαυρέας ο ηθοποιός, ο Σπαρίδης, ο Καπετανάκης, ο Μανώλης Χιώτης και ο Σπαγγαδώρος, με πήραν και με πήγαν σ’ ένα τεκέ. Ήταν εκεί ο Μάνθος ο Κυρατσαράς, μ’ ένα λουλά μπροστά του και γύρω-γύρω οι υποτακτικοί. Πρώτη φορά έβλεπα τέτοιο θέαμα. Την άλλη μέρα έγραψα τον Λουλά».

Το 1945 κατατάχτηκε εθελοντικά στο στρατό. Το 1946, το Κομπολογάκι, κι ενώ σε όλη την περίοδο της κατοχής σάρωνε στα πάλκα, ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε, σχεδόν ταυτόχρονα, σε τρεις εκτελέσεις. Η πρώτη έγινε από τον μαέστρο της Odeon Σπύρο Περιστέρη, με τον οποίο ο Μητσάκης είχε συνεργαστεί ένα εξάμηνο στην κατοχή, με εκτελεστές τον Στράτο Παγιουμτζή και δεύτερη φωνή τον Κώστα Καπλάνη και ακολούθησε η Columbia με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου και τον Χιώτη. Λίγο αργότερα το ηχογράφησε και ο ίδιος μαζί με τον Γιώργο Μανησαλή.

Πίγκαλς και Χιώτης


Η επιτυχία ήταν μεγάλη όταν το 1947 ξεκίνησε η ιστορική συνεργασία του με τον Μανώλη Χιώτη στο κοσμικό κέντρο Πίγκαλς της γωνίας Πατησίων η οποία κράτησε μέχρι το 1949. Προηγουμένως είχε συνεργαστεί με τον Απόστολο Καλδάρα στη Λουζιτάνια στη Συγγρού, με τον Γιάννη Παπαϊωάννου στου Μάριου στην Ίωνος, ενώ, είχε ανεβεί και στο πάλκο του Καλαματιανού στις Τζιτζιφιές (Από αυτό το μαγαζί άρχισε η ιστορία με τα μπουζούκια στις Τζιτζιφιές) ως μέλος του ιστορικού προγράμματος με τα 12 μπουζούκια. Τότε ηχογράφησε το Καπηλειό και παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο με την οποία απόκτησαν μία κόρη. Γι αυτή την περίοδο αναφέρει στην αυτοβιογραφία του:

«Τα χρόνια αυτά, 1946, ’47, ’48 είναι τα πιο παραγωγικά χρόνια. Έγραψα πάρα πολλά τραγούδια τότε. Το ’47, ’48 ειδικά. Το Λαγό, το Φανταράκι, τα Δαχτυλίδια, Όσο βαριά είναι τα σίδερα, Κάτω από το σβηστό φανάρι, Για μένα μη ρωτάς, Δεν είμαι εγώ ο Γιώργος σου, ο Ναύτης κι άλλα πολλά που δεν τα θυμάμαι τώρα. Στο Πίγκαλς, λοιπόν, για να γυρίσουμε πάλι πίσω, περάσαμε δύο πολύ ωραία χρόνια με το Μανώλη το Χιώτη. Στις αρχές του 1947 εγώ είχα γράψει το Συννέφιασε ο ουρανός. Μεγάλη επιτυχία. Είχε γίνει μεγάλος ντόρος εκείνο τον καιρό μ’ αυτό το τραγούδι. Αφού το είχε ακούσει ο Τσιτσάνης και μου είπε πονηρά: «Τι’ναι κιο το τραγούδι, ρε;» Πίσω είχα το Υπόφερα για σένα τόσο. Στο Πίγκαλς ερχόταν πραγματικά πολύ καλός κόσμος. Γνωστοί Αθηναίοι, γνωστές Αθηναίες, ήτανε το πιο κοσμικό μαγαζί του καιρού. Κι από γκόμενες, άλλο τίποτα εκεί πέρα. Οι μισές ριχνόντουσαν στο Χιώτη και οι άλλες μισές σε μένα - και πολλές επώνυμες Αθηναίες για να μη σου λέω ονόματα».

Χιώτης και Μητσάκης δεν ξεχώρισαν μόνο για την τέχνη τους στο τραγούδι των μπουζουκιών, αλλά και για την αριστοκρατική φινέτσα τους και τα κομψά ντυσίματά τους που προκαλούσαν το θαυμασμό.

Μια γυναίκα με δυο άντρες


Μετά το Πίγκαλς, αυτονομήθηκε δημιουργώντας το πρώτο δικό του συγκρότημα με τη Στέλλα Χασκήλ, τον Δημήτρη Ευσταθίου, τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο, τον Χρηστάκη και την Ευαγγελία Μαργαρώνη. Στάση του, Αχαρνών 77, στου Τζίμη του Χοντρού. Τα επιτεύγματά του γρήγορα τον ανέδειξαν ως έναν από τους κύριους εκφραστές του λαϊκού τραγουδιού. Όταν το 1952 εμφανίστηκε με το συγκρότημά του κέντρου Ροσινιόλ, τον Γιώργο Ζαμπέτα και την Άννα Χρυσάφη, στην ταινία Ο πύργος των ιπποτών η φήμη του ως συνθέτη, μπουζουξή και τραγουδιστή είχε, ήδη εδραιωθεί, ενώ, ταυτόχρονα περνούσε στη καινούρια εποχή του λαϊκού τραγουδιού το οποίο άρχιζε να επικεντρώνεται στα νέα φωνητικά πρότυπα. Οι συνεργασίες του με τους τραγουδιστές, πάντως, έτσι κι αλλιώς, ακολούθησαν τον κεντρικό και αυτονόητο κανόνα και άξονα των κέντρων και της δισκογραφίας. Την πρώτη περίοδο οι φωνές που βασίστηκε ήταν αυτές της Γεωργακοπούλου, του Παγιουμτζή και του Στελλάκη. Λίγο μετά, της Μπέλλου, της Χασκήλ, της Νίνου της Στάμου, του Τσαουσάκη και του Ρουμελιώτη. Αρκετά από τα τραγούδια του τα απέδωσε απαράμιλλα και ο ίδιος, με τις εκφραστικές ερμηνείες του, έχοντας βασικό συνεργάτη του στα σεκόντα και στα πρίμο - σεκόντο μέρη των μπουζουκιών τον εξαίρετο δεξιοτέχνη, και εξίσου εκφραστικό τραγουδιστικά, Γιάννη Τατασόπουλο. Ιστορική έμεινε η συνεργασία του και με την Άννα Χρυσάφη, η οποία - παρ’ ότι δεν ευδοκίμησε δισκογραφικά, αφού τα δεσμευτικά συμβόλαια των διαφορετικών εταιρειών στις οποίες ανήκαν δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο - μνημονεύτηκε απ’ όσους την έζησαν στα κέντρα, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’50.

«Η νύχτα σκέπασε όλη τη χώρα»


Η εποχή μετά το ’53, αν και δείχνει πιο πλουραλιστική από πλευράς συνεργασιών, απέδωσε περισσότερο στις περιπτώσεις των νέων ισχυρών φωνητικών προτύπων: της Καίτης Γκρέυ, της Πόλυς Πάνου και της Γιώτας Λύδια, του Αγγελόπουλου, του Διονυσίου και του Μπιθικώτση. Κυρίως, όμως, όταν έγραψε για τον Στέλιο Καζαντζίδη, η φωνή του οποίου, μετά το ρεμπέτικο πέρασμά της, έδεσε με τη σκοτεινιά και τις αγωνίες της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Τότε, ο Μητσάκης ζωγράφισε με τα πιο γκρίζα χρώματα το τοπίο που απλώθηκαν οι ερμηνείες του Καζαντζίδη, καταγράφοντας, επί της ουσίας, την πίκρα και την απόγνωση των απλών ανθρώπων (Θλιμμένο δειλινό, Οι καλοί πεθαίνουν νέοι, Τα πονεμένα δειλινά, Αχάριστε κόσμε και ντουνιά, Ζωντανό με κλάψανε, Πέφτουν τα φύλλα απ’ τα κλαριά, Άσε με γιατρέ μου να πεθάνω, Το σήμερα χειρότερο απ’ το χτες, Βράδιασε μες στο Γεντικουλέ κ.α.) Αυτή η σκληρή και αγωνιώδης γλώσσα και φωνή ακούστηκε και εκφράστηκε παράλληλα με τις άλλες φωνές του εσώτερου κόσμου του τραγουδοποιού: με τη σκωπτική-σατυρική, τη διασκεδαστική, την ερωτική και την εν γένει φιλοσοφική που συχνά έφερνε και αντιπαρέθετε τον παλιό κόσμο και την παλιά ζωή στα νέα ήθη. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50 υπήρξε απόλυτα εύστοχος και εναρμονισμένος με το πνεύμα και το ήθος της εποχής. Μιας εποχής, όμως, που εγκυμονούσε αλλαγές και ανακατατάξεις στο καλλιτεχνικό και κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι στην ανατολή της νέας δεκαετίας.

Έντεχνο και λαϊκό


Η εμφάνιση του Μίκη Θεοδωράκη και το ρεύμα του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού έκανε πολλούς συνθέτες να ηχήσουν πεπερασμένοι. Η κατεύθυνση της κραταιάς Columbia άλλαξε προς ένα τραγούδι καινούριο, με λόγια χαρακτηριστικά και οι ποιητές βρήκαν διέξοδο, εκτός από τη διανόηση, και στους καθημερινούς ανθρώπους. Το νέο τραγούδι ήταν απόρροια μιας, ανίερης κατά την άποψη ορισμένων, πρόσμιξης των λαϊκών εκφραστικών μέσων, με τη λόγια αντίληψη των ποιητών-στιχουργών και συνθετών. Οι λαϊκοί ταρακουνήθηκαν. Σαν, οι λεγόμενοι, έντεχνοι, δηλαδή, να πήραν την εξουσία. Κάτι με το οποίο, ο Μητσάκης, ήρθε αντιμέτωπος το 1962, όταν, κατόπιν της σύγκρουσης του με τον Μάνο Χατζιδάκι - λόγω της αυθαίρετης ένταξης του τραγουδιού του, Κομπολογάκι, στον δίσκο Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη, χωρίς να ερωτηθεί και χωρίς να αναφερθεί το όνομά του στο δίσκο - απομακρύνθηκε από την Columbia! Το λαϊκό τραγούδι, πάντως, γενικότερα, πέρασε μια μακρά περίοδο υπαρξιακής κρίσης μέχρι να χωνευτεί, εκατέρωθεν, ότι δεν υπήρχε κανένα θέμα αντιπαλότητας και σύγκρισης. Η αλήθεια, βεβαίως, είναι πως, τότε, ήταν σαφές ότι κάτι καινούριο αντλούσε από τις δεξαμενές του. Αργότερα, πάντως, ακόμη και ο Μητσάκης, όταν μελοποίησε στίχους του Γιώργου Καλαμαριώτη για τις ανάγκες του μεγάλου δίσκου Μονά-ζυγά, φάνηκε συγκαταβατικός και παρ’ ότι έγραφε πάντα ο ίδιος τους στίχους των τραγουδιών του, αρκέστηκε στην συνθετική του ιδιότητα λέγοντας: «Όμορφα, καρδιακά τα παλιά τα λόγια, πετράδια όμως ακατέργαστα. Καιρός ήταν να πάρουν τα συναισθήματα όλη τους τη λάμψη, περνώντας από το λούστρο του μυαλού».

«Τα λουλούδια μου»


Από το 1962 που έφυγε από την Columbia έβγαλε, εξίσου, μεγάλες επιτυχίες. Στις Philips και Fidelity ηχογράφησε δεκάδες τραγούδια και οργανικά, αφού υπήρξε μπουζουξής με ξεχωριστή στόφα και γεμάτη πενιά, ανάμεσά τους τη μεγάλη επιτυχία Στης Λαρίσης το ποτάμι με τον Θόδωρο Κανακάρη, ενώ, για πρώτη φορά, υπόμνησε μουσικά την ανατολική ρίζα του χρησιμοποιώντας κανονάκια, βιολιά και ανατολίτικους ρυθμούς σε μια σειρά από πρωτότυπα τραγούδια που ηχογράφησε με τον Γιώργο Μοντεχρήστο. Οι ζωντανές εμφανίσεις του ήταν πάντα αριστοκρατικές. Στα θέατρα, στο Άλσος με τον Οικονομίδη, στη Νεράιδα και στο παραλιακό 13 ή στο Βράχο, στο Κάστρο κ.α. Μετά το 1965 συνεργάστηκε με την Odeon, που το 1968 μετεξελίχθηκε σε Minos, στην οποία ξαναβρέθηκε με τον Στέλιο Καζαντζίδη με τραγούδια όπως τα Στην καλύβα τη δική μου και Νύχτα με δίχως όνειρα, ενώ, έκανε τις Συννεφιές με τη Λίτσα Διαμάντη, τη Θάλασσα του Πειραιά με το Γιάννη Πάριο, τα Πλοία πεθαίνουν στα λιμάνια με τον Μάνο Παπαδάκη, το Πού ’σαι καημένε Περικλή με τον Γιάννη Καλατζή κι έγραψε μερικά από τα πρώτα τραγούδια του Γιώργου Νταλάρα (Στην εποχή του Πάγκαλου) - τον οποίο είχε μαζί του στο πρόγραμμα του κέντρου Περικλής, το 1968 - το πνεύμα των οποίων, όμως, δεν εξέφραζε απόλυτα τον φιλόδοξο, νεαρό, τότε, τραγουδιστή. Όταν, αργότερα, ο Μητσάκης, προσπάθησε να τον επαναπροσεγγίσει με καινούρια τραγούδια: Μάννα μου τα λουλούδια μου/ συχνά να τα ποτίζεις/ κι όταν ανθίζουν πασχαλιές/ και χτίζουν τα πουλιά φωλιές/ εσύ να μη δακρύζεις (Ανέκδοτο) εκείνος ήταν, ήδη, προσανατολισμένος στον Κουγιουμτζή, το Λοϊζο και τον Καλδάρα.

«Γιώργο μου, Γιώργο, Γιώργο μου»


Μετά το 1972 συνεργάστηκε με τη Λύρα, ακολουθώντας έντεχνη και ελαφρολαϊκή γραμμή στις νέες συνθέσεις του που ερμήνευσαν ο Μιχάλης Βιολάρης, η Ρένα Κουμιώτη, ο Δημήτρης Ζευγάς, η Καίτη Αμπάβη ο Γιώργος Γερολυμάτος και ο Γιάννης Μπογδάνος και επαναφέροντας, για μια ακόμη φορά, τα ένδοξα τραγούδια του παρελθόντος που ηχογράφησε με νέους τραγουδιστές, αλλά και με την ξεχωριστή ρεμπέτικη φωνή του. Μετά το 1960, άλλωστε, μια από τις σταθερές του αφορούσε στις επανεκτελέσεις, αλλά, και στην επεξεργασία των παλαιότερων ιδεών, θεμάτων και μουσικών μοτίβων του. Για παράδειγμα, τα ρεμπέτικα Δαχτυλίδια του ’46 εκμοντερνίζονταν ρυθμικά στο ’60, όπως, ο καμηλιέρικος Ψαράς γινόταν τσιφτετέλι και η αγάπη του στους Αρχαίους εκφραζόταν με ποικίλους τρόπους και πολλά άλλα παρόμοια, όπως ή συχνή θεματική χρήση του ονόματός του κι η εμμονή του στα ψιλόβροχα, τις συννεφιές, μέχρι και στο χιόνι, που απεικόνιζαν την ψυχική του διάθεση.

«Γεια σου Μητσάκη, μεγάλε δάσκαλε!»


Κάποια ακόμη καινούρια λαϊκά που έγραψε λίγο μετά το ’80, ένα δισκογραφικό αφιέρωμα και μια τιμητική συναυλία που του έγιναν λίγο πριν το τέλος της ζωής του ολοκλήρωσαν την μεγάλη διαδρομή ενός από τους μεγάλους του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού που έφυγε από τη ζωή στις 17 Νοέμβρη του 1993. Λίγο καιρό πριν, ο μουσικός και άνθρωπος της δισκογραφίας Νίκος Οικονόμου είχε την έμπνευση να γράψει την αυτοβιογραφία του, η οποία εκδόθηκε από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου το 1995, αποτελώντας τη μοναδική βιβλιογραφική πηγή και αναφορά στο έργο και στη ζωή του, μέχρι σήμερα.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!