Έφυγε ο Στάθης Κάβουρας

(VIDEO) Ανεπανάληπτος ερμηνευτής και πηγαίος συνθέτης με λαμπερές επιτυχίες στο ενεργητικό του, απ’ τα χρυσά ονόματα της εποποιίας της Columbia του…
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 

Τάκη Λαμπρόπουλου στα χρόνια του '60 αλλά και του ΄70.

Είχα τη χαρά και την τιμή να συνδεθώ μαζί του με φιλικούς δεσμούς. Συνεντεύξεις που μου παραχώρησε φιλοξενήθηκαν στο Δίφωνο, στο Όασις ενώ και στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, σε εκπομπές που κατά καιρούς έχω επιμεληθεί έδωσε το παρόν. Μαζί συνυπογράψαμε και τον τελευταίο του δίσκο με τίτλο «Σήμερα» που κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια από την General. E κείνος σε ρόλο συνθέτη και ερμηνευτή και εγώ με αυτόν του στιχουργού.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι «μέσα» από αυτές τις μαγικές στιγμές που απλόχερα μου χάρισε: «Κώστα τώρα που σε γνώρισα, μπορώ να φύγω ευχαριστημένος… γιατί κάποιος θα βρεθεί να γράψει σωστά τις αλήθειές μου, το έργο μου, την προσφορά μου»

Γυρνώντας μερικές δεκαετίες πίσω στο χρόνο, στις αρχές του ’60, όταν μεγάλα τμήματα πληθυσμών από διάφορα μέρη της χώρας συνέρεαν στην πρωτεύουσα, μαζί με τα «άπιαστα» όπως αποδείχτηκε όνειρα που κουβαλούσαν, έφερναν σε ζύμωση με τον αστικό τρόπο ζωής το δικό τους βίωμα, την ιδιαιτερότητά τους στην σκέψη και την πράξη τους αλλά και την μουσική παράδοσή τους. Απ’ το πάντρεμα του παραδοσιακού τραγουδιού με το λεγόμενο λαϊκό προέκυψαν κομψοτεχνήματα. Σπουδαίοι ερμηνευτές, συνθέτες και στιχουργοί όπως οι Λύδια, Περπινιάδης, Δερβενιώτης, Σμυρναίος, Βίρβος, Κολοκοτρώνης κ.ά. ενσωμάτωσαν στο ρεπερτόριό και την τεχνοτροπία τους στοιχεία από την παράδοση που έτσι κι αλλιώς ήταν και δικό τους κτήμα. Παράλληλα μια νέα γενιά ερμηνευτών, δημιουργών και δεξιοτεχνών μουσικών ήρθε στο προσκήνιο και μεγαλούργησε με το χάρισμα και την έντονη προσωπικότητά τους στη διασκέδαση και τη δισκογραφία: Κόρος, Βασιλόπουλος, Χαλκιάδες, Σουκαίοι, Κιτσάκης, Ζάχος, Κολλητήρη, Βέρρα, Καρναβάς και άλλοι πολλοί λατρεύτηκαν από τον κόσμο και συμπορεύονται μαζί μέχρι και τις μέρες μας. Ισότιμο αλλά ξεχωριστό μέλος της παραπάνω ομάδας είναι ο Στάθης Κάβουρας. Δυστυχώς στα χρόνια που ακολούθησαν, πέρα από τι όποιες ακρότητες που συνόδευσαν το ελληνικό τραγούδι και φυσικά και το λεγόμενο λαϊκοδημοτικό είδος, η ιστορία, το κράτος, οι δισκογραφικές εταιρείες, τα ΜΜΕ δεν σεβάστηκαν όσο αρμόζει την προσφορά και το έργο των λεγόμενων δημοτικών καλλιτεχνών. Η άγνοια από τη μια, η ευκολία ή και η σκοπιμότητα από την άλλη από αυτούς που επισήμως επωμίστηκαν την σωτηρία της παράδοσης δεν τους έδωσαν όχι μόνο τα γαλόνια που τους αναλογούν αλλά με ευκολία και ανάρμοστο ύφος τους κόλλησε και ρετσινιές. Ευτυχώς όμως ο που η αληθινή τέχνη και έκφραση βρίσκουν πάντα τις διόδους και τα μέσα να ξεπερνούν ακόμη και τις ανυπέρβλητες δυσκολίες και τα έντεχνα εμπόδια κι έτσι ο Κάβουρας και οι συνοδοιπόροι του σταδιακά, στις μέρες μας, αναγνωρίζονται ολοένα και περισσότερο. Όχι από το κοινό, που έτσι κι αλλιώς, τους θεωρούσε δικούς του ανθρώπους, και τους σέβεται και υπολείπεται σαν Θεούς του, αλλά ακόμη από την ελίτ των κριτικών και της κριτικής, που μοιραία αναγκάζεται πια να φωτίσει μερικές απ’ τις σκιές που απλόχερα έριξε στους μη εκλεκτούς της.




«Στη δισκογραφία με έβαλε το 1954-1955 ο Τάσος ο Χαλκιάς. Τραγούδησα "Του Ανδρούτσου η μάνα χαίρεται τον Διάκο καμαρώνει" στην Κολούμπια. Όταν βγήκε ο δίσκος τον πήρα αγκαλιά το Πάσχα και πήγα στο χωριό μου το Δροσοχώρι της Άμφισσας, από τον Μπράλλο με τα πόδια, μια απόσταση περίπου τριάντα χιλιομέτρων. Εκεί χορεύανε με το γραμμόφωνο κάθε μέρα με αυτό το τραγούδι. Σωστό πανηγύρι. Μου είχαν δώσει κουράγιο, μου δείξανε πολύ μεγάλη αγάπη. Γυρνώντας στην Αθήνα πήγα στο να ραδιοφωνικό σταθμό. Με έστειλε ο λοχίας - δεν ξέρω αν ζει καλή του ώρα- Κατσαρός λεγότανε, στο σταθμό των ενόπλων δυνάμεων στην Ζαλοκώστα. Ήταν μια εκπομπή που μόνο ζωντανά παίζανε και τραγουδούσανε. Πήγα και δανείστηκα δύο τρεις οργανοπαίκτες από τον καφενείο των μουσικών και τους λέω: βρε παιδιά είμαι φαντάρος παίξτε μου κάτι να τραγουδήσω, είχα τηλεφωνήσει στο χωριό και περίμεναν μα με ακούσουν από ένα και μοναδικό ραδιόφωνο που υπήρχε εκεί. Πράγματι είπα δύο τρία τραγούδια και μετά μου λένε: θα μας πληρώσεις; Τους λέω, εγώ ο φαντάρος είμαι τι να σας δώσω; Ήθελαν από δύο δραχμές. Μετά με πήγε ο Χαλκιάς στην ΕΡΤ1 που ήταν στο Ζάππειο και με πέρασε σε ακρόαση για να μπορώ να τραγουδάω στο ραδιόφωνο. Πήγαμε κάνα δύο φορές και τραγουδήσαμε εκεί στο ραδιοφωνικό σταθμό... Στην πρώτη δουλειά που με έστειλε ο μπάρμπα Τάσος ο Χαλκιάς είχα πάει στην Ακράτα και εκεί ήταν ένας κλαρινιτζής και δεν με άφησε να τραγουδήσω όλη τη νύχτα. Ξημέρωσε το πρωί, είχε μια κοπέλα τότε, Βάσω την λέγανε, και τραγούδαγε όλο αυτή. Και σχεδόν στα χαράματα ο κόσμος ρώτησε: δεν θα πει κανένα τραγούδι κανένας άλλος; Και μου λέει: πες κανένα τραγούδι. Τι να πω ρε μπάρμπα, εγώ έχω στεγνώσει τώρα... Αλλά είχα μέσα μου πολύ δύναμη και είπα τότε δύο τραγούδια. Και αντί να σταματήσουνε, που ήτανε χαράματα, βγήκε ο ήλιος και τραγουδούσα. Από εκεί ξεκίνησα. Γνώρισα πολύ μεγάλους οργανοπαίχτες, μεγάλους τραγουδιστές. Όλοι αυτοί ήταν για μένα δασκάλοι. Εγώ ήμουνα ανήσυχο πνεύμα, ήθελα να φτιάξω δικά μου τραγούδια, δικό μου έργο, να βγω προς τα έξω. Έλεγα όλο το παραδοσιακό ρεπερτόριο, είχα μάθει κι άλλα εδώ. Γιατί όπου κι αν πήγαινα στα Μεσόγεια, στην περιφέρεια, στην Πελοπόννησο, έπαιρνα όλα τα τραγούδια τους. Αυτή ήταν η δουλειά μου, σαν να σπούδαζα, τα έμαθα όλα... Καθόμουν όλη μέρα με την κιθάρα μου και τα έπαιζα τα τραγούδια. Μου έδειχνε τους δρόμους ο Λάμπρος με το κανονάκι. Πήγαινα στο σπίτι του με το μαγνητόφωνο και μου έγραφε με το κανονάκι του όλους τους δρόμους, τους μουσικούς δρόμους. Μου έλεγε: αυτό είναι ουσάκ, αυτό Σαμπάχ, αυτό είναι μινόρε, αυτό ταμπαχανιώτικο, αυτό είναι εκείνο, αυτό είναι το άλλο . Έτσι θα περπατήσεις από τον έναν δρόμο στον άλλον, έτσι θα πας, μουσικά τώρα μιλάμε. Αυτή ήτανε μια πολύ μεγάλη γνώση… Προτού ακόμα μπω δυναμικά στην δισκογραφία, να αποκτήσω δικές μου δουλειές, με παίρνανε στα πανηγύρια. Ένας Χρηστάκης ο οποίος ήταν καλός άνθρωπος, δεν έπαιζε τόσο πολύ καλό κλαρίνο αλλά έκανε πολύ καλά συγκροτήματα και πήγαινε στα παζάρια κυρίως. Πηγαίναμε στα Μέγαρα, στο Άργος, στην Θήβα, κυρίως τους συνοικισμούς. Πηγαίναμε στο Ξεροχώρι κάτω στην Ιστιαία με τον Λάμπρο και αυτοί παίζανε όπου ήταν οι συνοικισμοί και ακούγανε και τουρκικό τραγούδι. Και παίρναμε μαζί μας και έναν Γιασίμ, ήταν Τούρκος, και τραγουδούσε τα δικά του και τα παίζανε αυτοί. Ήταν πολύ σπουδαίοι καλλιτέχνες. Ήταν μια άλλη σπουδή από αυτούς τους ανθρώπους. Από εκεί έμαθα τους δρόμους τους μουσικούς πιο καλά, πιο θετικά. Αυτό με βοήθαγε να κάνω συνθέσεις αφού είχα αποκτήσει όλη την γκάμα από το σμυρνέικο και το Ανατολίτικο είδος. Όταν λέμε μουσικοί δρόμοι εκεί πάνω βασίζεται όλη η μουσική. Πολλές φορές με ρωτάγανε πως φτιάχνεις τραγούδια; Έλεγα λοιπόν ότι υπάρχουν μπροστά σου τα ακούσματα τα μεγάλα που έχεις από όλα τα είδη της μουσικής και κυρίως από το ελληνικό στοιχείο, το παραδοσιακό. Και όταν λέμε παραδοσιακά είναι πάρα πολλά ακούσματα, δεν είναι λίγα... Όταν λέμε λαϊκό τραγούδι τώρα... εμείς τα λέγαμε τότε όλα τα τραγούδια και όλοι οι καλλιτέχνες της σειράς εκείνης της εποχής . Αυτή ήταν η ταμπέλα η οποία σηκώθηκε τα τελευταία χρόνια, λαϊκός τραγουδιστής, κρυφτήκανε κάτω από αυτό τον τίτλο πολλοί οι άνθρωποι και πήρανε πολλά λεφτά. Δεν έχει σημασία τώρα τι ήτανε και δεν ήτανε. Σημασία έχει ότι η τέχνη και το τραγούδι είναι ένα. Υπήρχαν λοιπόν οι καλές φωνές, οι καλλίφωνοι και οι άσχετοι οι άνθρωποι οι οποίοι σήμερα σε αυτήν την εποχή μονοπωλούν την επικαιρότητα και τις δουλειές... Υπήρχανε και καλοί και τότε, υπάρχουν και σήμερα . Αλλά τότε το τραγούδι ο κόσμος το άκουγε καλύτερα. Δηλαδή για να κάνεις τότε ένα όνομα έπρεπε να περάσεις από φωτιά και από σίδερο . Σε πέρναγε ο κόσμος απ μεγάλο καμίνι για να μπορέσεις να ανέβεις και να πιστέψουνε σε σένα. Ήτανε πολύ δύσκολο, έπρεπε να δίνεις εξετάσεις καθημερινά. Και έτσι και δεν ήσουνα καλός δεν μπορούσες να προχωρήσεις… Και άλλες εμπειρίες είχα αργότερα και με τον Μαρούδα τον συχωρεμένο ο οποίος έγινε και φίλος μου. Μια φορά μου αφιέρωσε ένα τραγούδι και του λέω: βρε δάσκαλέ μου με ξέρεις; Μου λέει: άμα δεν ξέρω εγώ ο Μαρούδας ποιοι τραγουδάνε καλά πρέπει να πάω να πέσω από την Ακρόπολη. Κάποτε ο Λαμπρόπουλος με έστειλε στο Μαρούδα με προτροπή να κάνουμε έντεχνο δημοτικό τραγούδι αλλά δεν προχώρησε αυτή η σκέψη. Ήμουνα θαυμαστής του καλού τραγουδιού απ όπου και αν ερχότανε.Και τους Σλάβους άκουγα, και τους Ρώσους άκουγα, και τους Ισπανούς άκουγα, και όλα τα ρεπερτόρια, και τους Τούρκους άκουγα, και τους Άραβες που μου άρεσαν πάρα πολύ… Ο μπάρμπα Λούκας που είχε τον "Έλατο" μας απαγόρευε να λέμε μανέδες και τέτοια πράγματα, ήθελε μόνο δημοτικό τραγούδι. Δημοτικό όταν λέμε κλέφτικα και τέτοια. Αλλά είχε όμως και τον Κασιμάτη έναν άλλον που αυτός έλεγε μανέδες και εγώ τον διάβαζα και τον άκουγα τον Κασιμάτη. Άλλη μια σπουδή. Κάθισα εκεί τέσσερα πέντε χρόνια .Μετά άνοιξα δικό μου μαγαζί, τον Κάβουρα, στη Θεμιστοκλέους, από το 1967 έως και το 1977. Ερχόντουσαν και Τούρκοι, ένα τουρκικό συγκρότημα με κανονάκια ,με ούτια και τέτοια. Ερχόντουσαν γιατί τους άρεσα πολύ εγώ, είχαμε και ωραίο συγκρότημά τότε, σε κάποια φάση ήτανε και ο Σαλέας ο Βασίλης που άρεσε πολύ. Το μόνο που ακούγανε από μουσική και παραδεχόντουσαν ότι έχουμε καλό τραγούδι, ήταν το κλέφτικο. Αυτό ακούγανε από εμάς, όλα τα άλλα, κυρίως τα συρτά και όλα τα τουρκοφανή τα λέγανε ότι είναι δικά τους πιο πολύ, ότι τα έχουμε κλεμμένα. Εγώ τα κλέφτικα τα έλεγα καλά γιατί τα είχα σπουδάσει από καλούς τραγουδιστές. Από τον Αραπάκη, από τον Ρούκουνα, από τον Παπασιδέρη, από τον Ζωγράφο, από τον Πλατανιά. Αυτή ήταν αοιδοί μεγάλοι στο κλέφτικο τραγούδι. Από τους Λαβιδέους , τον Χρήστο, τον Θοδωρή, αυτοί λέγανε πάρα πολύ ωραία τα κλέφτικα… Έχω πάνω από τετρακόσια δικά μου τραγούδια-μουσικές. Μελοποίησα τον Κώστα Κρυστάλη κι άλλους ποιητές και στιχουργούς. Δυστυχώς εδώ ο συνθέτης αυτού του είδους του τραγουδιού που είπαμε εμείς δεν είχε τη τύχη να τιμηθεί σαν συνθέτης, αλλά πέρασε ότι είναι τραγούδι του λαού, δεν είναι έτσι. Μουσικοί τα γράψανε, μεγάλοι παίκτες, δημώδεις ορχήστρες που παίζανε μέχρι ραψωδίες… Μιλάμε για προσφορά μεγάλη για την οποία δεν μίλησε κανένας. Κι είναι κρίμα γι’ αυτό τον κόσμο που δούλευε σε πανηγύρια, κέντρα και γάμους απ’ τις εννιά το βράδυ, μέχρι τις εννιά το πρωί. Χάθηκε αυτός ο κόσμος και δεν υπάρχει το έργο τους δυστυχώς. Υπάρχει, αλλά είναι περασμένο ότι είναι τραγούδια του λαού και δεν είναι χρεωμένα σε αυτούς που τα διαμόρφωσαν και τα διατήρησαν δίνοντας χαρά στο λαό για πολλά χρόνια. Το κράτος αφήνει αυτή την ιστορία σε ανθρώπους που δεν έχουν την ικανότητα να κρίνουν ή που κινούνται με βάση τα συμφέροντά τους. Δημοσιογράφοι, εκδότες, λαογράφοι, άνθρωποι που κρατούν στα χέρια τους δικτατορικά τον πολιτισμό -παρά τις όποιες εξαιρέσεις- δεν ασχολήθηκε μ’ εμάς σοβαρά κανένας. Δεν με φώναξε κανείς να μου πει πόσα τραγούδια έχεις γράψει, τι μουσική, ποιανού είναι ο στίχος, τι εξυπηρέτησε το συγκεκριμένο κομμάτι, που απευθύνεται. Την ίδια μοίρα με το δημοτικό και τους ανθρώπους του είχε και το ελαφρό τραγούδι, η καντάδα κι ένα σωρό άλλα είδη. Υπήρξαν κάποιοι που το παίξαν εθνικοί ήρωες όπως ο Σίμων Καρράς αλλά και ο Μυλωνάς στον οποίο επαναπαύεται η κρατική τηλεόραση που ναι μεν έκανα και κάνουν δουλειά αλλά εκείνοι μείναν στα συγκροτήματα των δήμων και χωριών κι αδιαφόρησαν για τους επαγγελματίες του είδους. Βάλαν δικλίδες, λειτούργησαν μ’ αφορισμούς και διαχωριστικές γραμμές, ανεξέλεγκτα. Και τα λέω εγώ αυτά ο Κάβουρας, που συνεργάστηκα με όλους τους μεγάλους της σχολής μου, που με παραδέχτηκαν ο Καλδάρας, ο Παπαϊωάννου, ο Στελλάκης, που έμπαινα στην Κολούμπια και ο Λαμπρόπουλος σηκωνόταν να με υποδεχθεί. Που για χρόνια έκανα ραδιόφωνο, τηλεόραση, που ήμουν πρόεδρος στο σωματείο Αλληλοβοήθεια, που έχω γράψει τρία βιβλία, που αγαπήθηκα και λατρεύτηκα, που, που… Σκέψου τι παράπονα έχουν οι άλλοι.

Η κεντρική φωτογραφία είναι του Παναγιώτη Κουφαλέξη

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!