Αποχαιρετισμός στον Λουκιανό!

Μαζί με μαρτυρίες και σπάνιες φωτογραφίες… Ήταν όλοι εκεί οι καλοί του φίλοι.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Ο Μανώλης Μητσιάς που στο ξεκίνημά του ηχογράφησε αρκετά τραγούδια του Λουκιανού, τόσο σε μεγάλους δίσκους όσο και σε 45άρια, ο Γιώργος Νταλάρας που τραγούδησε τις πρώτες συνθέσεις του Λουκιανού και μαζί με τον Διονύση Σαββόπουλο που έδωσε επίσης το «παρών», ήταν από τους εκλεκτούς καλεσμένους του στο Πάρτυ της Βουλιαγμένης, ο Παντελής Βούλγαρης που μοιράστηκε τις ανησυχίες και την αγάπη του για το σινεμά και ήταν σκηνοθέτης και εικονολήπτης της ταινίας του Πάρτυ στη Βουλιαγμένη, o Γιώργος Μαργαρίτης ο κοντινός λόγω αυθεντικότητας «συγγενής» του, η Αγνή που μοιράστηκε τόσο φορές την σκηνή μαζί του, ο Μίνως Μάτσας που τον θαύμαζε τόσο πολύ, ακόμη και πιστοί φίλοι και συνεργάτες μουσικοί όπως ο Ανδρέας Τσεκούρας και ο Ζαφείρης Τσίναλης, αλλά και πλήθος άλλοι επώνυμοι και ανώνυμοι φίλοι και γνωστοί του έως και underground κόσμος μέχρι και μετανάστες που τους βοηθούσε ο Λουκιανός με κάθε τρόπο μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Όλοι έσπευσαν να πουν το αντίο στον σπουδαίο αυτό καλλιτέχνη και άνθρωπο Λουκιανό Κηλαηδόνη στο σπίτι του στο «Μεταξουργείο», όπου είχε στεγάσει τα όνειρά του εδώ και μια 20ετία ο Λουκιανός και να δώσουν κουράγιο στην γυναίκα του Άννα Βαγενά και στις κόρες του Γιασεμί και Μαρία. Οι περισσότεροι εκτός της φυσικής τους παρουσίας αποτύπωσαν την αγάπη τους στον Λουκιανό σ’ ένα μεγάλο λεύκωμα στο φουαγιέ του θεάτρου.
loukianos 2010 final
Ο πολυχώρος του «Μεταξουργείου» είναι γεμάτος από ζωγραφικές του Λουκιανού. Το μεράκι του με όσα καταπιανόταν είναι αποτυπωμένο σε κάθε γωνιά και τοίχο. Μια αφίσα από τα «Μικροαστικά» από την συναυλία του στο Δημοτικό Θέατρο Τρίπολης, στο εργαστήριό του που ήταν γεμάτο χαρτικό υλικό, σκίτσα και σχέδια, η φωτογραφία του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, δεσπόζουσας μορφής στην ζωή του, όπως και η αγαπημένη ταινία του «Καζαμπλάνκα», μια συρμάτινη κιθάρα σε ένα άνοιγμα στον τοίχο στο καφέ - εστιατόριο της Άννας, παλιές φωτογραφίες με παιδικούς του ήρωες όπως ο Τσάρλυ Τσάπλιν, μια τεράστια σε φυσικό μέγεθος χάρτινη φωτογραφία από την εποχή του «Τέξας» του κάου-μπόυ Λουκιανού με το καπέλο, το καρό πουκάμισο, το κόκκινο φουλάρι και τις καουμπόικες μπότες του στην είσοδο του θεάτρου μέχρι ένα παλιοκαιρισμένο μπαούλο λες και το ξέβρασε η θάλασσα στην ξηρά μετά από μεγάλο και περιπετειώδες ταξίδι στον ωκεανό, με μια αμερικάνικη διεύθυνση που κατέληγε γράφοντας Αστόρια, Νέα Υόρκη. Όλα θύμιζαν την Αμερική που αγάπησε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, την άλλη Αμερική που είχε μουσικές, αγαπημένους ηθοποιούς, όμορφα κτίρια και τζαζ ατμόσφαιρα. Η όμορφη φωτογραφία του πάνω από την σωρό γεμάτη με λουλούδια στο μέσον του θεάτρου, ο κόσμος που είχε γεμίσει τα καθίσματα και συνομιλούσε μαζί του νοερά, έδωσαν μια γαλήνη και φωτεινότητα στο ανοιχτό σπίτι του Λουκιανού και της οικογενείας του σ’ αυτό το γλυκόπικρο αντίο.

Όταν έφευγες από το «Μεταξουργείο» το κυρίαρχο συναίσθημα δεν ήταν τόσο βαρύ, όπως θα υπέθετες όταν έφθανες εκεί, καθώς κυριαρχούσε η χαλαρότητα και το ανθρώπινο περιβάλλον. Ένοιωθες τόσο κοντά στον Λουκιανό και στην υπέροχη οικογένειά του που ήταν αδύνατο να ήσουν περαστικός. Όλοι αφηγούνταν ιστορίες της ζωής τους που ήταν συνδεδεμένες με τον Λουκιανό, ένας άνθρωπος που έγραψε στη ζωή του καθενός που βρέθηκε εκεί χθες.

Η επιθυμία του Λουκιανού ήταν να αποτεφρωθεί κι έτσι θα γίνει. Όπως σεβαστή έγινε και η επιθυμία να μην τον δει κανείς νεκρό, αλλά να μείνει στην μνήμη όλων ζωντανός και δημιουργικός όπως το είχε τραγουδήσει ο ίδιος στο «Κούφια η ώρα». Έτσι και έγινε. Έτσι νιώσαμε όσοι ήμασταν εκεί. Το μεγάλο του παράπονο ήταν ο αδερφός του που είχε πειραγμένα νεύρα, ώσπου και τον έχασε. Αυτό δεν το ξεπέρασε ποτέ ο Λουκιανός, όπως πληροφορήθηκα, από το οικογενειακό του περιβάλλον.

Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης σκάρωνε τραγούδια που ήταν σαν μια εφημερίδα που αποτύπωνε τα νέα της εποχής : τα πάρτι της παλιάς Αθήνας, την Αθήνα που άλλαζε το ΄78, τα θερινά σινεμά με αγιόκλημα και γιασεμιά, την disco, το ματς και την αγωνία του κόσμου που γέμιζε τα γήπεδα, τις ρομαντικές βόλτες με φεγγάρι στη Βουλιαγμένη… Ζούσε μέσα απ’ όλα αυτά που έκανε, αλλά παρέμενε ένας μοναχικός καβαλάρης. ‘Ότι έκανε, το έκανε πολύ οργανωμένα, έδινε σημασία στη λεπτομέρεια, άφηνε ελεύθερη τη φαντασία του, σκηνοθετούσε κάθε συναυλία του και η κάθε μία ήταν τελείως διαφορετική από την άλλη και το αποτέλεσμα άρτιο. Έφευγε ο κόσμος ευχαριστημένος και έμενε μια γλυκιά ανάμνηση στην μνήμη του καθενός. Γι’ αυτό τον αγαπούσαν όλοι. Τους αγκάλιαζε όλους, όπως περιγράφει στο τραγούδι του για ένα γλυκό βράδυ στον Λυκαβηττό «Τετάρτη 28 Ιουλίου»: φρικιά, φοιτητές κι εργάτες, γκόμενες παλιές μέχρι οικογένειες με παιδιά. Τα τραγούδια του Λουκιανού αφορούσαν όλους μας. Τα τραγούδια του ήταν κατ’ εξοχήν βιωματικά. Έτσι εμπνεόταν, έγραφε απ’ όσα ζούσε και βίωνε ο ίδιος.
loukianos texas final
Με το φως της ημέρας δεν τα πήγαινε καθόλου καλά, μου είχε πει γι’ αυτό κάποτε: «Η σχέση μου με τη νύχτα ξεκινά ως φοιτητής της αρχιτεκτονικής στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης κι έμεινα τέσσερα χρόνια και τελείωσα εδώ το Μετσόβειο. Η αρχιτεκτονική ήταν μια σχολή που είχε την μέρα πάρα πολλές ώρες στο Πολυτεχνείο και τη νύχτα ετοιμασίες εργασιών που έπρεπε να παρουσιαστούν να γίνει την επόμενη. Είχε πολύ ξενύχτι σαν σχολή. Έτσι ήταν λίγες οι ώρες του ύπνου και αξιοποίηση της νύχτας. Σκεφτείτε ότι στα τέσσερα χρόνια στη Θεσσαλονίκη δεν την είδα σχεδόν ποτέ πρωί μετά από ύπνο, την είδα πρωί μετά από ξενύχτι. Στην συνέχεια έμπλεξα επαγγελματικά με το τραγούδι και είδα ότι οι δημιουργικές μου ώρες είναι βραδινές. Όταν βάλω μπροστά να γράψω ένα δίσκο μπαίνω στο χώρο μου γύρω στις εννιά - δέκα το βράδυ και μπορεί να πάει μέχρι τέσσερις-πέντε το πρωί. Δεν έχω γράψει τραγούδι μεσημέρι, δεν έχω γράψει τραγούδι πρωί! Το βράδυ πιάνω επαφή με τις δυνάμεις που καθορίζουν την πορεία μου… Τη νύχτα λοιπόν όταν κοιμούνται οι περισσότεροι αισθάνεσαι ότι έχεις μεγαλύτερη ελευθερία, έτσι είμαστε λίγοι που συλλαμβάνουμε αυτά που γίνονται».

Σε μία από τις πολλές συζητήσεις - συνεντεύξεις που είχαμε κάνει, το 2006, μου είχε αναφέρει:

«Ανήκω συναισθηματικά πιο κοντά στον τρόπο που έζησαν οι ρεμπέτες παρά στο αμερικάνικο πρότυπο. Δεν μπορώ να εξαρτώ το καλλιτεχνικό μέρος από την εικόνα που παρουσιάζω στον κόσμο. Αυτό που προβάλλουν τώρα τα fame story είναι τα σουλούπια. Έχουν μεταθέσει την ουσία του τραγουδιού στο οπτικό μέρος. Έτσι έχει γίνει και στις συναυλίες με όλα αυτά τα μέσα, τα λέιζερ, τους καπνούς και ασχολείται κανείς με το περιτύλιγμα και μέσα είναι άδειο. Τι να μου πει ένα θέαμα του τύπου Ρουβά ή Βίσση, όταν έχω δει την Μοσχολιού και τον Μπιθικώτση στα Δειλινά να λένε εκείνα τα υπέροχα τραγούδια. Με ενδιαφέρει η ουσία του τραγουδιού, από εκεί και πέρα πόσα εφέ μπορεί να βάλει κανείς γύρω-γύρω, με αφήνει αδιάφορο. Επειδή η τεχνολογία θέλει να εξουσιάζει όλο το κόλπο, πήρανε την ουσία και την καταργήσανε».

Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης κατάφερε να κρατήσει τα όρια μεταξύ προσέγγισης στο έργο του και στην απληστία που χαρακτηρίζει πολλούς συναδέλφους του. Για το αν πρέπει να υπάρχουν όρια στην έκταση των δραστηριοτήτων του ανθρώπου, αναφέρει:

«Πλούσιος είναι αυτός που είναι ευχαριστημένος με όσα έχει. Τα άλλα δεν τελειώνουν ποτέ. Μου έφτανε πάντα να κάνω αυτό που αγαπώ και μ΄ αρέσει και αυτό το πράγμα να περνάει και στον κόσμο. Δεν το έκανα για να πιάσω τον κόσμο. Δεν θέλω να τους πάρω όλους. Δεν τους πήρε κανείς, ούτε ο Χριστός, ούτε ο Καζαντζίδης, ούτε κανείς. Δεν θέλω όλη την πίτα, μου φτάνει μια πολύ μικρή φέτα. Είπα πολλά όχι. Μιλώ για προτάσεις για διάφορες δουλειές, μαγαζιά ή θέατρα…δεν ξέρω να το κάνω, δεν με αφορά. Το ότι δεν έκανα επιθεωρήσεις το ’70 στην Αλεξάνδρας κι έκανα με το Ελεύθερο Θέατρο στο Άλσος Παγκρατίου κάτι σημαίνει. Αυτό έδωσα να το καταλάβουν πρώτα οι εταιρίες δίσκων που μου ζητούσαν να γράψω γι’ αυτόν κι εκείνον και είπα δεν γράφω για κανέναν, αλλά θα γράφω ότι θέλω κι όποτε θέλω κι αυτό το κατάλαβαν και δεν με ζαλίζουν».

Για το ποιος δίσκος του έχει πουλήσει περισσότερο, μας πληροφορεί: «Το Αχ Πατρίδα Μου Γλυκιά και τα Τραγούδια Για Κακά Παιδιά. Νομίζω όμως, γιατί δεν έχω νούμερα τελικά, πιο εμπορικός δίσκος ήταν τα Μικροαστικά το ’73».

Όσο γα το αν είχε προσκληθεί τελευταία σε κάποιο πάρτι, αναρωτήθηκε: «Γίνονται πάρτι ακόμη;». Η λέξη πάρτι ήταν αγαπημένη του και είναι ταυτόσημα με τον Λουκιανό και ας είναι και ο επίλογος…

Το τραγούδι του «Κούφια ή ώρα» (1990)

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!