Τα πολιτικά τραγούδια του Θάνου Μικρούτσικου (1974 - 2002)

(ΑΚΟΥΣΤΕ) Μια σύντομη καταγραφή των πολιτικών τραγουδιών που έγραψε ο κατ’ εξοχήν πολιτικός συνθέτης.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Με αφορμή τις δυο μεγάλες καλοκαιρινές επετειακές και εφ’ όλης της ύλης συναυλίες του Θάνου Μικρούτσικου στο θέατρο Βράχων (7 και 8 Ιουνίου), μια σύντομη καταγραφή των πολιτικών τραγουδιών που έγραψε ο κατ’ εξοχήν πολιτικός συνθέτης από το 1974 μέχρι και το 2002.

Ο Θάνος Μικρούτσικος γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Απριλίου 1947. Γονείς του ο Στέργιος Μικρούτσικος και η Κωνσταντίνα το γένος Τσούκα. Πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής από τη θεία του Ηλέκτρα Μικρούτσικου - Παπαμικροπούλου (αδερφή της Πατρινής συνθέτιδος Αντιγόνης Παπαμικροπούλου) (1).

Το ακριβές περιστατικό θυμάται ο ίδιος και το περιγράφει γλαφυρά στον Οδυσσέα Ιωάννου (2): «Κάποια μέρα ανεβαίνοντας τα εβδομήντα σκαλιά του σπιτιού της (σ.σ. της Ηλέκτρας Μικρούτσικου - Παπαμικροπούλου) για να της δώσω κάτι που έστελνε η γιαγιά μου, μου ζήτησε να περάσω μέσα να μου δείξει κάτι. Με παίρνει από το χέρι και με πηγαίνει στο διπλανό δωμάτιο. Με μία της κίνηση τραβάει το μαύρο ύφασμα και αποκαλύπτει το πιάνο (σ.σ. το πιάνο ήταν καλυμμένο με ένα μαύρο ύφασμα μετά το θάνατο του άντρα της και θείου του Θάνου Μικρούτσικου, Αριστείδη, σε ένδειξη πένθους). Επάνω του μια παρτιτούρα του Σούμπερτ [Schubert]. Αρχίζει να παίζει. Μόλις τελειώνει, βλέποντάς με μαγεμένο και αποσβολωμένο, παίρνει τα χέρια μου και, λέγοντάς μου «Τώρα θα παίξουμε μαζί», βάζει τα δάχτυλά μου στα πλήκτρα. Ε, λοιπόν το αίσθημα εκείνης της εκκένωσης το νιώθω έντονα ακόμα και τώρα. Δε λέει να με αφήσει πενήντα έξι χρόνια».

Αργότερα, μελέτησε πιάνο με τη Λίζα Σενεγάλια και θεωρία στο Ωδείο της Φιλαρμονικής Εταιρείας Πατρών. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως πιανίστας σε ηλικία 7 ετών, από το Ραδιοφωνικό Σταθμό Πατρών, ενώ την ίδια περίπου εποχή άρχισε να συνθέτει και να παρακολουθεί μαθήματα στο Ελληνικό Ωδείο Πατρών.

Η επιρροή που άσκησαν στο Θάνο Μικρούτσικο η μουσική για πιάνο του Σούμπερτ, αλλά και τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι, διαμόρφωσαν, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, τους προσανατολισμούς του (3). Όπως περιγράφει και ο ίδιος (4): «Στην έκτη δημοτικού, γράφτηκα στο Ελληνικό Ωδείο της Πάτρας, με διευθυντή τον Δημήτρη Σινούρη, τον οποίο είχα καθηγητή αργότερα στο γυμνάσιο. Μεταξύ άλλων είχε συμβεί και το εξής: είχα αρχίσει - πέρα από τη μελέτη μου στα κλασικά έργα - να παίζω μόνος μου διάφορα ελληνικά τραγούδια της εποχής. Ένα απόγευμα που έφτασα στο Ωδείο μισή ώρα νωρίτερα από το μάθημά μου, κάθισα σε ένα πιάνο που χρησίμευε για την εξάσκηση των μαθητών και άρχισα να παίζω ένα τραγούδι του Χατζιδάκι. Με ακούει από διπλανή αίθουσα ο Σινούρης, μπαίνει μέσα με έναν χάρακα και παραλίγο να μου σπάσει τα δάχτυλα! Απαγορευόταν αυστηρά να παίζουμε «ελαφρά» μουσική. Σε εκείνα τα χρόνια βρίσκονται και οι ρίζες των δύο κλάδων της δημιουργίας μου, που αναπτύχθηκαν αργότερα, τόσο στον τομέα του τραγουδιού, όσο και στο πεδίο της πιο «σύνθετης» μουσικής, της πειραματικής μουσικής και των «κλασικών» μου έργων». Για να συνεχίσει την αφήγησή του, γενικότερα για τις επιρροές που δέχτηκε στη δεκαετία του 1950 (5): «Όλα καλά με το Μπετόβεν, τον Μότσαρτ, τον Σούμπερτ, αλλά στη δεκαετία του 1950 πρωτοέρχομαι σε επαφή με τα τραγούδια του Χατζιδάκι, όπως και - μέσω των ραδιοφωνικών σταθμών των αμερικανικών αεροπλανοφόρων που στάθμευαν στο λιμάνι της Πάτρας - με τα πρώτα rock ‘n’ roll. Επίσης, ακούω όλα τα ελαφρά τραγούδια της εποχής που φέρνει στο σπίτι ο πατέρας σε δίσκους 78 στροφών, αρχοντορεμπέτικα και πολύ ιταλικό τραγούδι που ακούω από το 1958 μέχρι το 1962».

Το 1962, ο Θάνος Μικρούτσικος εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου από νωρίς άρχισε να συμμετέχει σε πολιτικές οργανώσεις. Έγινε ενεργό μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη το 1963. Από εκείνη την εποχή, περιγράφει και ένα ενδιαφέρον περιστατικό (6): «Οι συγκεντρώσεις και τα συλλαλητήρια ήταν μια καθημερινή κατάσταση στην Αθήνα. Η Αριστερά μαζί με την Ένωση Κέντρου. Ένα πρωί ήμασταν στην Πειραιώς, έξω από τα γραφεία της Νεολαίας Λαμπράκη. Βλέπω το Μίκη - με τον οποίο δεν είχαμε γνωριστεί ακόμη, αυτό έγινε αργότερα - να σκύβει στο γόνατο και να γράφει μια παρτιτούρα. Έγραψε ένα τραγούδι που τραγουδήσαμε λίγη ώρα αργότερα στην πορεία. Εγώ νομίζω ότι ήταν το «Χρυσοπράσινο φύλλο», χωρίς να αποκλείω να ήταν το τραγούδι για τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα. Χρόνια μετά τον ρώτησα, αλλά ούτε κι ο ίδιος θυμόταν ποιο τραγούδι έγραψε εκείνη τη μέρα». Το 1966 μπήκε στη Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ την ίδια εποχή άρχισε να συνεργάζεται ως πιανίστας με γνωστά ονόματα του ελληνικού τραγουδιού (Σαββόπουλο, Χωματά, Φαραντούρη, Λοΐζο). Το 1968 άνοιξε τη μπουάτ «Ορίζοντες», με προγράμματα που περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, μουσική για κλασική κιθάρα, βραδιές ποίησης και μελοποιήσεις Ελλήνων ποιητών, όπως και τις δικές του πρώτες ώριμες συνθέσεις, τα τραγούδια του σε ποίηση Κώστα Καρυωτάκη και Γιάννη Ρίτσου (ένα από αυτά, «Το φεγγάρι μπήκε στο στρατώνα», περιέχεται στο δίσκο «Τραγούδια της λευτεριάς» με τη Μαρία Δημητριάδη, 1978) (7). Θυμάται ο ίδιος (8): «Το 1968 πείθω τους γονείς μου και έναν οικογενειακό φίλο να ανοίξουμε μία μπουάτ στην Πλάκα, στην οδό Θόλου, τους «Ορίζοντες», δίπλα στη μπουάτ του Λάκη Παπά. Εγώ έπαιζα πιάνο, τραγουδούσαν ένας συμφοιτητής μου ο Άλκης Λάβαρης, και η Βάσω Μεσηνέζη, γνωστή τραγουδίστρια στις μπουάτ της εποχής. Οργανώναμε επίσης βραδιές ποίησης και βραδιές κιθάρας και πήγαμε αρκετά καλά. Στα τέλη του 1969 ηχογραφώ τον πρώτο μου δίσκο 45 στροφών, με δυο ποιήματα του Καρυωτάκη, τη «Μυγδαλιά» και το «Ένα σπιτάκι», με ερμηνεύτρια τη Βάσω Μεσηνέζη».

Το 1969 διέκοψε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο, για να αφοσιωθεί στη μελέτη της μουσικής. Πήρε μαθήματα αρμονίας, αντίστιξης, φούγκας και μελέτησε το δωδεκάφθογγο σύστημα με τον Γιάννη Α. Παπαϊωάννου, ο οποίος τον εξοικείωσε με τις σύγχρονες τεχνικές σύνθεσης και με τα έργα της σύγχρονης πρωτοπορίας (Για πέντε φωνές, 1971). Για τον Παπαϊωάννου, περιγράφει ο Θάνος Μικρούτσικος (9): «Τα ωδεία το 1969 στην Ελλάδα είχαν ένα πολύ συντηρητικό πρόγραμμα σπουδών. Ο συνθέτης Γιάννης Α. Παπαϊωάννου ήταν ο μόνος ο οποίος υποσχόταν ανοιχτούς ορίζοντες. Μαθητής του Άρθουρ Χόνεγκερ [Arthur Honegger] και δωδεκαφθογγιστής, άρα θαυμαστής του Σένμπεργκ [Schonberg], δίδασκε στο Ελληνικό Ωδείο, αλλά παρέδιδε και ιδιαίτερα. Δάσκαλος των περισσοτέρων Ελλήνων συνθετών, μέχρι το θάνατό του. Επέλεγε τους μαθητές του ύστερα από δύσκολες οντισιόν. Έκανα μάθημα μαζί του μία ώρα την εβδομάδα. Για εκείνη την ώρα, μελετούσα εξήντα ώρες στο σπίτι. Μέσα σε ενάμιση χρόνο έβγαλα ύλη που στα ωδεία θα χρειαζόμουν πάνω από οκτώ χρόνια. Αρμονία, αντίστιξη, φούγκα. Ο Παπαϊωάννου ήταν πολύ δύσκολος άνθρωπος. Ώρες - ώρες, θα τολμούσα να πω πως, εκτός από δογματικός, ήταν και λίγο μοχθηρός. Είχε χωρίσει τη μουσική σε ελαφρά και σοβαρή, και στην ελαφρά είχε κατατάξει όλες τις μορφές τραγουδιού, ανάμεσά τους και τους Χατζιδάκι - Θεοδωράκη, τους οποίους δεν εκτιμούσε καθόλου. Του χρωστάω όμως πολλά. Η βραχεία μαθητεία μου δίπλα του μου πρόσφερε εφόδια και γνώσεις που δεν μπορούσε να μου προσφέρει κανένας άλλος. Μου έκανε οικείο ένα ολόκληρο σύμπαν, κάτι που με βοήθησε πολύ, αργότερα, σε όλο το φάσμα του συνθετικού μου έργου, ακόμη και στο τραγούδι». Από τότε, σύγχρονη μουσική και τραγούδι εξελίσσονται ταυτόχρονα στη δημιουργική του πορεία, επηρεάζοντας με θετικό τρόπο το ένα το άλλο, ενώ μερικές φορές συναντώνται ακόμη και στο ίδιο έργο: στα δεκαπέντε μέρη της Καντάτας για τη Μακρόνησο (1976), τα επτά μέρη είναι ατονικά. Το έργο είχε μεγάλη απήχηση και στο εξωτερικό (παρουσιάστηκε σε γ’ αναθεωρημένη μορφή το 1983, για σύνολο είκοσι οργάνων, τρίο της τζαζ, δύο φωνές και μαγνητοταινία, Φεστιβάλ Γλασκώβης) (10).

Όπως αναφέρει ο ίδιος ο συνθέτης, στην πολυφωνική ενόργανη μουσική επιζητεί την αμεσότητα που περιέχεται στο τραγούδι, ενώ στο τραγούδι επιζητεί την ανάγκη σύνθετης δομής που ενυπάρχει στη σύγχρονη μουσική. Η συνύπαρξη της τονικότητας με την ατονικότητα διακρίνεται νωρίτερα ήδη, στο Κιγκλίδωμα Ι (1973 - 1976), έργο που τελειώνει απροσδόκητα με ένα τονικό τραγούδι και σηματοδοτεί την απελευθέρωσή του από την αδιαλλαξία της σύγχρονης μουσικής (Σήματα, 1973 / Κομμάτι για σόλο τρομπέτα, 1973 - 1976). Την ίδια περίοδο και με μεγαλύτερη ένταση στα τέλη της δεκαετίας του 1970, έγραψε μουσική για το θέατρο, εμπειρία που τον επηρέασε βαθιά στην τεχνική της μελοποίησης και υπήρξε αφετηρία για τα έργα του, όπως «Μουσική πράξη στον Μπρεχτ», για δυο φωνές, δύο κλαρινέτα και πιάνο (1972 - 1978). Το 1980 παρουσίασε το έργο του «Ευριπίδης ΙV» (1979) με τη χορωδία «Α. Σένμπεργκ», στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Βιέννης, ενώ το 1982 άρχισε η συνεργασία του με τον Ανρύ Ρονς, σε πολλές παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου των Βρυξελλών και του Νέου θεάτρου του Βελγίου. Επανασυνδέθηκε με τον χώρο της σύγχρονης πρωτοπορίας και άρχισε να γράφει την όπερα «Μια εποχή στην κόλαση» (1984). Επηρεασμένος από την όπερα, συνέθεσε το συμφωνικό έργο «Η κόλαση μιας εποχής» (1989, για τα 200 χρόνια από τη γαλλική επανάσταση), καθώς και το επόμενο έργο του, «Θρυμματισμένες μνήμες» (Memoires brisees, 1991). Η όπερά του «Η επιστροφή της Ελένης» (1992 - 1993) θα μπορούσε να θεωρηθεί μεταστοιχείωση της «γκραν - οπερά» σε σύγχρονο ιδίωμα. Τα περισσότερα έργα του έχουν παιχθεί στο εξωτερικό (Βρυξέλλες, Εδιμβούργο, Γλασκωβη, Λονδίνο, Κωνσταντινούπολη, Λυών, Γενεύη, Λωζάννη, Παρίσι, Βερόνα, Σάο Πάολο, Λίλη, Δρέσδη, Λειψία, όπως επίσης και στην Κύπρο, στην Αργεντινή, στη Βραζιλία, στην Ουρουγουάη, στην Ουγγαρία, στην Αρμενία κ.ο.κ.). Έχει, επίσης, συμμετάσχει σε πολλά διεθνή φεστιβάλ (11).

Παράλληλα με τη δημιουργική του πορεία, ο Θάνος Μικρούτσικος, υπήρξε εμπνευστής και καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Πατρών (1986 - 1990), καλλιτεχνικός διευθυντής του Μουσικού Αναλογίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (1991 - 1994) και καλλιτεχνικός διευθυντής της «Εταιρείας Νέας Μουσικής». Το 1993 έγινε αναπληρωτής Υπουργός Πολιτισμού και στη συνέχεια, ένα χρόνο μετά, το Μάρτιο του 1994 και μετά το θάνατο της Μελίνας Μερκούρη, χρίσθηκε Υπουργός Πολιτισμού μέχρι τον Ιανουάριο του 1996 (παραίτηση Ανδρέα Παπανδρέου). Το φθινόπωρο του 1998 διορίστηκε επικεφαλής του Φεστιβάλ Αθηνών (προκειμένου να επιτύχει την αναβάθμισή του), αλλά στις αρχές Μαρτίου 1999 παραιτήθηκε, διαφωνώντας με τους χειρισμούς της νέας Υπουργού Πολιτισμού Ελισάβετ Παπαζώη (η οποία θέλησε να αποτρέψει τον προαποφασισμένο αποκλεισμό της Εθνικής Λυρικής Σκηνής από τις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ) (12). Ταυτόχρονα με όλες τις προαναφερθείσες δραστηριότητές του, ο Θάνος Μικρούτσικος, συνέχισε να παραδίδει στο ευρύ κοινό κύκλους τραγουδιών, είτε μελοποιώντας εξαιρετικούς Έλληνες και ξένους ποιητές (Γιάννης Ρίτσος, Κωνσταντίνος Καβάφης, Νίκος Καββαδίας, Μανόλης Αναγνωστάκης, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι, Ναζίμ Χικμέτ, Βολγ Μπίρμαν κ.α.), είτε συνεργαζόμενος με μερικούς από τους σημαντικότερους Έλληνες στιχουργούς (Κώστας Τριπολίτης, Άλκης Αλκαίος, Μάνος Ελευθερίου, Φώντας Λάδης, Λίνα Νικολακοπούλου κ.α.) πάντοτε χρησιμοποιώντας σπουδαίους Έλληνες τραγουδιστές (Χάρις Αλεξίου, Μαρία Δημητριάδη, Δήμητρα Γαλάνη, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Γιώργος Νταλάρας, Μανώλης Μητσιάς, Γιώργος Μεράντζας κ.α.).

Στο χρονικό διάστημα που εξετάζουμε ο Θάνος Μικρούτσικος έχει να επιδείξει πολύ σημαντικές και ολοκληρωμένες δισκογραφικές δουλειές, που γνώρισαν μάλιστα μεγάλη επιτυχία και καθιερώθηκαν στη συνείδηση του κοινού ως κλασικές. Στα χρόνια πριν από το 1980, από την αρχή της καριέρας του, ο συνθέτης έχει κυκλοφορήσει ακόμα δύο δουλειές με πολιτικά τραγούδια. Πρόκειται για τους δίσκους: «Πολιτικά τραγούδια» (1975, η πρώτη ολοκληρωμένη προσωπική δουλειά του συνθέτη) σε ποίηση του Ναζίμ Χικμέτ και του Βολφ Μπίρμαν σε απόδοση αντίστοιχα Γιάννη Ρίτσου - Γιώργου Παπαλεονάρδου και Δημοσθένη Κούρτοβικ και «Καντάτα για τη Μακρόνησο» (1976) (13), ένα έργο σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου και σε ποίηση Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι σε απόδοση Ρίτσου. Εξαιρετικοί δίσκοι, ενδεικτικοί του πολιτικού στίγματος του Μικρούτσικου, οι οποίοι όμως κυκλοφόρησαν εκείνη την περίοδο της Μεταπολίτευσης, όπου οι δισκογραφικές εταιρείες κυκλοφορούσαν σχεδόν μόνο πολιτικά τραγούδια για εμπορικούς λόγους. Μέσα στο κλίμα αυτό, ίσως οι συγκεκριμένοι κύκλοι τραγουδιών να μην έλαβαν την αναγνώριση που θα τους ταίριαζε (14).

Στη συνέχεια, πάντοτε μέσα στο ίδιο κλίμα της εποχής, ακολουθούν τα έργα «Φουέντε Οβεχούνα» (1976) σε στίχους του Γιώργου Μιχαηλίδη και τα «Τροπάρια για Φονιάδες» (1977) σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου, για να κορυφωθεί η πολιτική δημιουργία του Θάνου Μικρούτσικου ένα χρόνο αργότερα με δύο ακόμα δίσκους, τη «Μουσική πράξη στο Μπρεχτ» (1978) σε ποίηση Μπέρτολτ Μπρεχτ και ελληνική μετάφραση των Μάριου Πλωρίτη, Πέτρου Μάρκαρη και Αγγέλας Βερυκοκάκη και τα «Τραγούδια της λευτεριάς» (1978) σε ποίηση των Μπέρτολτ Μπρεχτ, Άλκη Αλκαίου, Μανόλη Αναγνωστάκη, Γιάννη Ρίτσου και Φώντα Λάδη (15). Αυτές οι δισκογραφικές εργασίες, αυτοί οι κύκλοι τραγουδιών, επί της ουσίας συστήνουν το Θάνο Μικρούτσικο σαν συνθέτη στο κοινό, αποτελούν τα πρώτα του βήματα, δίνουν το στίγμα του (πολιτικό, ιδεολογικό, δημιουργικό και καλλιτεχνικό) και δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό του ως πολιτικού συνθέτη. Μόνο τα ονόματα των συντελεστών και οι τίτλοι των δίσκων αρκούν για να προϊδεάσουν το ακροατήριο. Η εποχή της κυκλοφορίας τους, δε, μολονότι «παραπλανητική» υπό την έννοια που περιγράφηκε νωρίτερα, είναι απολύτως ταιριαστή με το κλίμα και το ηχοτοπίο των τραγουδιών. Ακόμα και οι επιλογές του συνθέτη στο κομμάτι των ερμηνευτών ευνοούν την κατάταξη των τραγουδιών σε ένα συγκεκριμένο είδος, που δεν είναι άλλο από εκείνο του πολιτικού τραγουδιού. Τα τραγούδια αυτά έδωσαν για διάφορους λόγους (μουσικολογικούς, στιχουργικούς, ενορχηστρωτικούς και αισθητικούς) έναν άλλο χαρακτήρα σε αυτό που, έως τότε, λογιζόταν ως πολιτικό τραγούδι και αυτή είναι και η μεγάλη προσφορά και παρακαταθήκη του συνθέτη. Το ζήτημα θα αναπτυχθεί διεξοδικότερα στο επόμενο κεφάλαιο και ως προς τις θεωρητικές του αφετηρίες και προεκτάσεις.

Μετά από αυτή τη σειρά κυκλοφοριών με πολιτικό πρόσημο, ο Μικρούτσικος καταπιάνεται με ένα project που, αν και δεν το πίστευε η δισκογραφική εταιρεία LYRA και ο επικεφαλής της Αλέκος Πατσιφάς πριν από την κυκλοφορία του, έμελλε να καθιερώσει το Θάνο Μικρούτσικο σαν συνθέτη τραγουδιών στην συνείδηση του ελληνικού κοινού και να γίνει μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες όλων των εποχών για την εγχώρια δισκογραφία. Ο λόγος, φυσικά, για το «Σταυρό του Νότου» (1979) (16), τη μελοποίηση δηλαδή της ποίησης του αιώνιου ταξιδιώτη της θάλασσας και του ονείρου, του Νίκου Καββαδία. Για το συγκεκριμένο κύκλο τραγουδιών, που δεν είναι πολιτικά, αλλά έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στην πορεία του συνθέτη και στον τρόπο που καθιερώθηκε στη συλλογική συνείδηση, ο Πατσιφάς ήταν αντίθετος (17): «Η πρώτη αντίδραση του Πατσιφά δεν ήταν ενθαρρυντική γιατί δεν του άρεσε ο Καββαδίας ως ποιητής, παρ’ όλα αυτά μου έδωσε το πράσινο φως να μπω στο στούντιο και να ηχογραφήσω. Αισθάνθηκα πως μου το έκανε ως χάρη, κάτι που αργότερα το παραδέχτηκε και ο ίδιος κατά τη διάρκεια της πρώτης ακρόασης του δίσκου: «Σε αγαπάω πολύ και σε πιστεύω, αλλά αυτόν τον δίσκο θεώρησέ τον ως ένα δώρο από μένα. Δεν πρόκειται να πουλήσει ούτε χίλια αντίτυπα!». Ο Πατσιφάς έπεσε έξω και ο «Σταυρός του Νότου» εξελίχθηκε σε έναν από τους εμπορικότερους δίσκους στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας.

Η επόμενη δισκογραφική δουλειά του Θάνου Μικρούτσικου που θα περιλαμβάνει πολιτικά τραγούδια έρχεται τρία χρόνια αργότερα και είναι το «Εμπάργκο» (1982) (18) σε στίχους του Άλκη Αλκαίου και ποίηση του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι. Εντός της, μετά από μια παρένθεση τριετούς διαρκείας, περιλαμβάνονται τραγούδια αναμφισβήτητα πολιτικά που υπενθυμίζουν στο ακροατήριο τα πρώτα βήματα του δημιουργού τους και ταυτόχρονα συστήνουν τον Άλκη Αλκαίο, έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες στιχουργούς όλων των εποχών. Μαζί με αυτά και το εμβληματικό «Ερωτικό ή πεδίο βολής» στην πρώτη ερμηνεία του από το Μανώλη Μητσιά, τραγούδι διαχρονικό και ενεργό που γνώρισε αμέτρητες επανεκτελέσεις και τεράστια επιτυχία. Το «Εμπάργκο» είναι ένας από τους δίσκους που δίνουν το στίγμα τους σχετικά με το είδος του τραγουδιού που κάνει ο Θάνος Μικρούτσικος, ο οποίος είναι αναμφισβήτητα ένας από τους πιο σημαντικούς δημιουργούς του πολιτικού τραγουδιού. Αυτό αναγνωρίζεται από την πλειοψηφία του κοινού. Το επισημαίνει και σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Πάνος Κατσιμίχας (19): «... γιατί πρώτον τον (σ.σ. το Θάνο Μικρούτσικο) θεωρούμε έναν από τους «δασκάλους» μας και, δεύτερον, γιατί είναι ένας από τους πρωτεργάτες - δημιουργούς -ο σοβαρότερος ίσως όλων- πάνω στο δύσκολο και ιδιαίτερο αυτό είδος, το οποίο ορίζεται σαν πολιτικό τραγούδι».

Όπως προαναφέρθηκε, οι στίχοι στο «Εμπάργκο» ανήκουν στον Άλκη Αλκαίο, έναν πολύ σημαντικό στιχουργό του ελληνικού τραγουδιού, ο οποίος όμως λίγο ασχολήθηκε έκτοτε με το πολιτικό τραγούδι. Σε συνέντευξή του το 1982 στο Λευτέρη Παπαδόπουλο με αφορμή την κυκλοφορία του δίσκου, ο συνθέτης λέει για τον Αλκαίο (20): «Εκείνο για το οποίο μπορούμε να μιλήσουμε όσον αφορά το «Εμπάργκο» είναι οι στίχοι - η μουσική δε μιλιέται, ακούγεται. Οι στίχοι ανήκουν σε ένα νέο ποιητή, τριάντα δύο ετών, τον Άλκη Αλκαίο (Βαγγέλη Λιάρο). Μ’ αυτό τον ποιητή δουλέψαμε μ’ ένα μοναδικό τρόπο - ουδέποτε έχω ξαναδουλέψει έτσι στο παρελθόν! Οι στίχοι του, δίκιο έχεις, είναι καταπληκτικοί».

Στην ίδια συνέντευξη ο Λευτέρης Παπαδόπουλος μιλώντας κι εκείνος για τον Άλκη Αλκαίο λέει (21): «Νομίζω ότι ο Αλκαίος είναι κιόλας, με την πρώτη του δουλειά, μια καινούργια φωνή, εξαιρετική, σπουδαία!». Το «Εμπάργκο» είχε κάνει αίσθηση και είχε σχολιασθεί πολλές φορές και αρνητικά. Χαρακτηριστικό το σχόλιο του Διονύση Σαββόπουλου σε συνέντευξή του, αν και οι δύο δημιουργοί (Σαββόπουλος και Μικρούτσικος) ουδέποτε είχαν καλές σχέσεις και δεν το έκρυβαν (22): «Στην Ελλάδα υπάρχει καλλιτεχνική πρωτοπορία, η οποία ποτέ δε με έβρισκε σύμφωνο, γιατί ήταν φιλάρεσκη και ανειλικρινής. Αν θέλεις να κοροϊδέψεις τον κόσμο, καταφεύγεις στο λαϊκισμό ή στην πρωτοπορία. Γιατί στην κανονική τέχνη δε γίνεται, θα σε καταλάβουν. Λοιπόν, όσο φτηνό βρίσκω το στίχο: «Μείνε μαζί μου έγκυος...», άλλο τόσο φτηνό βρίσκω το στίχο: «Πως να ημερέψει ο νους μ’ ένα σεντόνι». Περνάει ως πρωτοπορία, αλλά είναι μαϊμού».

Από το «Εμπάργκο» και έπειτα, ο Θάνος Μικρούτσικος θα μπαινοβγαίνει στο στίβο του πολιτικού τραγουδιού, κυκλοφορώντας εναλλάξ δίσκους με καθημερινά και πολιτικά τραγούδια. Μεγάλες συνεργασίες, αλλά και μεγάλες επιτυχίες τον καθιστούν έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους και πετυχημένους συνθέτες της χώρας. Ο ίδιος απολαμβάνει την επιτυχία αυτή, χωρίς ωστόσο να ξεχνά το αγαπημένο του είδος και χωρίς ποτέ να διστάζει να επιχειρήσει κάτι αντισυμβατικό, κάτι που μοιάζει να έχει λίγες προοπτικές σε ό,τι αφορά στο εμπορικό κέρδος. Έτσι, συνεργάζεται με τη Χαρούλα Αλεξίου στο «Η αγάπη είναι ζάλη» (1986) (23) σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Ανδρέα Μικρούτσικου, Μπάμπη Τσικληρόπουλου και ποίηση Νίκου Καββαδία, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία, αλλά δύο χρόνια αργότερα εκδίδει το «Όλα από χέρι καμένα» (1988) (24) σε στίχους Κώστα Τριπολίτη και ερμηνεία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, που περιλαμβάνει τραγούδια «δύσκολα» και σαφώς πολιτικά. Συνεχίζει με τον Διονύση Θεοδόση και το «Όσο κρατάει ένας καφές» (1989) (25) σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Κώστα Τριπολίτη και Γιώργου Παυριανού και ξανά με τη Χαρούλα Αλεξίου στο «Κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια» (1990) (26) σε στίχους της ερμηνεύτριας και της Λίνας Νικολακοπούλου για να επιστρέψει στη δημιουργία σκληροπυρηνικού πολιτικού τραγουδιού και πάλι με το λόγο του Κώστα Τριπολίτη στο «Συγγνώμη για την άμυνα» (1992) (27) με ερμηνευτή το Γιώργο Νταλάρα. Ενδιαμέσως, έχει συμπληρώσει και ολοκληρώσει την εργασία του στην ποίηση του Καββαδία με τις «Γραμμές των Οριζόντων» (1991) (28) και ερμηνευτές τους Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Γιώργο Νταλάρα και αδερφούς Κατσιμίχα, ενώ ερμηνεύει και ο ίδιος ορισμένα τραγούδια.

Το 1996, ο Θάνος Μικρούτσικος παρουσιάζει μια από τις σημαντικότερες δισκογραφικές του κυκλοφορίες. Συνεργάζεται για πρώτη φορά με το Δημήτρη Μητροπάνο στο δίσκο «Στου αιώνα την παράγκα» (29) σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Γιώργου Κακουλίδη, Κώστα Λαχά και Λίνας Νικολακοπούλου. Ο δίσκος εκτοξεύει τη δημοτικότητά του και βοηθά το Δημήτρη Μητροπάνο να ανοίξει κι άλλους δρόμους στην καριέρα του σαν ερμηνευτής. Ανάμεσα στα σπουδαία τραγούδια του δίσκου και κάποια εξόχως πολιτικά και βέβαια η «Ρόζα» (στίχοι: Άλκης Αλκαίος) που έμελλε να γίνει το δεύτερο μεγάλο και διαχρονικό τραγούδι του συνθέτη (μετά το «Ερωτικό ή πεδίο βολής» που προαναφέρθηκε), «τραγούδι συγκυρίας» όπως θα το αποκαλούσε και ίδιος, με τον ακραιφνώς πολιτικό στίχο του Άλκη Αλκαίου: «πως η ανάγκη γίνεται ιστορία, πως η ιστορία γίνεται σιωπή». Ο δίσκος αυτός αποτελεί σταθμό για τη δισκογραφία και μνημονεύεται σαν ορόσημο και για την πορεία του συνθέτη του.

Μετά την «Παράγκα» και εντός του χρονικού διαστήματος που απασχολεί την έρευνα ο Θάνος Μικρούτσικος συνεχίζει να εναλλάσσει κυκλοφορίες καθημερινών τραγουδιών με δίσκους με πολιτικό περιεχόμενο. Έτσι, κυκλοφορεί το «Ψάξε στ’ όνειρό μας» (1997) (30) σε στίχους Λάκη Λαζόπουλου και ερμηνείες των Δημήτρη Μητροπάνου, Ελευθερίας Αρβανιτάκη, Κώστα Θωμαΐδη, Κατερίνας Κούκα, Κώστα Μακεδόνα, Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, Γιάννη Μπέζου, Διονύση Τσακνή και των δημιουργών του, τη «Θάλασσα στη σκάλα» (1999) (31) σε στίχους Οδυσσέα Ιωάννου και ερμηνεία Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τον «Άμλετ της Σελήνης» (2002) (32) σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, Οδυσσέα Ιωάννου, Κώστα Λαχά, Γιώργου Κακουλίδη, Κώστα Τριπολίτη και Τζένης Μαστοράκη με ερμηνείες Χρήστου Θηβαίου και τον ίδιο σε ορισμένα τραγούδια.

Οι δύο τελευταίες κυκλοφορίες περιλαμβάνουν πολιτικά τραγούδια, ενώ σύμφωνα με το συνθέτη η «Θάλασσα στη σκάλα» μοιάζει να ολοκληρώνει μια τριλογία που εκτός από τον εαυτό της περιλαμβάνει και τα «Τροπάρια για φονιάδες» (1977) και το «Εμπάργκο» (1982) (33): «Βλέποντας τα πράγματα από απόσταση, παρατηρώ πως το «Εμπάργκο» συμπλήρωσε κατά κάποιο τρόπο τα «Τροπάρια για φονιάδες» και ήταν το δεύτερο μέρος μιας «τριλογίας» που ολοκληρώθηκε αργότερα με τη «Θάλασσα στη σκάλα». Αισθάνομαι πως με τη «Θάλασσα στη σκάλα» ολοκληρώνεται μια τριλογία που ξεκίνησε με τα «Τροπάρια για φονιάδες» και συνεχίστηκε με το «Εμπάργκο». Παρ’ όλη τη διαφορετικότητα, ένα νήμα ενώνει Μάνο Ελευθερίου - Άλκη Αλκαίο - Οδυσσέα Ιωάννου».

Ο Μικρούτσικος συνέχισε να κυκλοφορεί δίσκους και μετά το 2002, ακολουθώντας την προσφιλή τακτική του της εναλλαγής. Έτσι, πολιτικά τραγούδια περιλάμβαναν και οι κατοπινές του κυκλοφορίες που δεν απασχολούν την έρευνα, επειδή όμως υπάρχουν και χαρακτηρίζουν το δημιουργό τους, καθώς και τη συνέπειά του απέναντι στο είδος του πολιτικού τραγουδιού, αξίζει να αναφερθούν. Μετά τον «Άμλετ της Σελήνης» ο Μικρούτσικος κυκλοφορεί το «Υπέροχα μονάχοι» (2006) (34) σε στίχους Άλκη Αλκαίου και ερμηνευτές, εκτός από τον ίδιο το συνθέτη, τους Μανώλη Μητσιά και Χρήστο Θηβαίο. Στη συνέχεια, ο Μικρούτσικος γράφει για τη Ρίτα Αντωνοπούλου το «Πάμε ξανά απ’ την αρχή» (2007) (35) σε στίχους Οδυσσέα Ιωάννου και συμπράττει με το ροκ συγκρότημα των «Υπογείων Ρευμάτων» για μια αμιγώς πολιτική κυκλοφορία με τίτλο «Τους έχω βαρεθεί» (2009) (36). Ο δίσκος αυτός περιλαμβάνει διασκευές του συγκροτήματος και του συνθέτη σε γνωστά πολιτικά τραγούδια από όλη την πορεία της δημιουργίας του και της θητείας του στο συγκεκριμένο είδος. Οι επιλογές των τραγουδιών ανήκουν στη μπάντα και ο δίσκος κάνει αίσθηση και σημειώνει σημαντική εμπορική επιτυχία.

Μέχρι σήμερα που γράφονται ετούτες οι γραμμές, ο Θάνος Μικρούτσικος, με αστείρευτη δύναμη και ενεργητικότητα συνεχίζει να γράφει. Προτελευταία του δισκογραφική δουλειά το «Ό,τι θυμάσαι δεν πεθαίνει» (2014) (37) σε στίχους Οδυσσέα Ιωάννου και ερμηνεία Γιάννη Κότσιρα. Και σε αυτόν τον δίσκο του, ο συνθέτης παραδίδει ορισμένα πολύ δυνατά και συγκινητικά πολιτικά τραγούδια. Το 2016, κυκλοφόρησε ο δίσκος του «Στην ομίχλη των καιρών» με τη Μαριάννα Πολυχρονίδη, σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου, Άλκη Αλκαίου - Μάνου Ελευθερίου & Γιάννη Δούκα.

Βιβλιογραφία


  • Δραγουμάνος Πέτρος, 2009, Κατάλογος ελληνικής δισκογραφίας 1950 - 2009. Εκδόσεις Πέτρος Δραγουμάνος.
  • Ιωάννου Οδυσσέας, 2011, Ο Θάνος κι ο Μικρούτσικος - μια αυτοβιογραφία μέσα από 24 συναντήσεις, εκδόσεις Πατάκη.
  • Καλογερόπουλος Τάκης, 1998, Το λεξικό της ελληνικής μουσικής από τον Ορφέα έως σήμερα, εκδόσεις Γιαλλέλη.
  • Μυλωνάς Κώστας, 1984, Ιστορία του ελληνικού τραγουδιού (1824 - 1960), τόμος 1, εκδόσεις Κέδρος.
  • Μυλωνάς Κώστας, 1985, Ιστορία του ελληνικού τραγουδιού (1960 - 1970), τόμος 2, εκδόσεις Κέδρος.
  • Μυλωνάς Κώστας, 1992, Ιστορία του ελληνικού τραγουδιού (1970 - 1980), τόμος 3, εκδόσεις Κέδρος.
  • Μυλωνάς Κώστας, 2009, Ιστορία του ελληνικού τραγουδιού (1981 - 1995), τόμος 4, εκδόσεις Κέδρος.
  • Παπαδόπουλος Λευτέρης, 2007, Εν αρχή ην ο Καζαντζίδης, εκδόσεις Καστανιώτη.
  • Συμεωνίδου Αλέκα, 1995, Λεξικό Ελλήνων συνθετών, εκδόσεις Φίλιππος Νάκας.


(1) Συμεωνίδου, 1995, σελ. 271.
(2) Ιωάννου, 2011, σελ. 25.
(3) Συμεωνίδου, 1995, σελ. 271.
(4) Ιωάννου, 2011, σελ. 27.
(5) Ιωάννου, 2011, σελ. 29.
(6) Ιωάννου, 2011, σελ. 47.
(7) Συμεωνίδου, 1995, σελ. 271.
(8) Ιωάννου, 2011, σελ. 51.
(9) Ιωάννου, 2011, σελ. 59.
(10 - 11) Συμεωνίδου, 1995, σελ. 272.
(12) Καλογερόπουλος, 1998, Τόμος 4, Μαξ - Παρ, σελ. 127.
(13) Δραγουμάνος, 2009, σελ. 528.
(14) Σύμφωνα με το ένθετο της επανέκδοσης του δίσκου «Πολιτικά τραγούδια» αρ. κατ: LYRA 3719, όταν πρωτοκυκλοφόρησε ο εν λόγω δίσκος, η ΕΙΡΤ απαγόρευσε τη μετάδοση των οκτώ από τα δεκατρία τραγούδια του δίσκου. Η δικτατορία είχε πέσει, η μεταπολίτευση είχε ξεκινήσει, αλλά η μεταξική λογοκρισία καλά κρατούσε.
(15 - 16)Δραγουμάνος, 2009, σελ. 528.
(17) Ιωάννου, 2011, σελ.128.
(18) Δραγουμάνος, 2009, σελ. 528.
(19) www.avopolis.gr, 12.3.2010.
(20) Παπαδόπουλος, 2007, σελ. 186.
(21) Παπαδόπουλος, 2007, σελ. 187.
(22) Περιοδικό ΜΕΝ, Φεβρουάριος 1997.
(23 - 32) Δραγουμάνος, 2009, σελ. 528.
(33) Ιωάννου, 2011, σελ 148, 327.
(34 - 37) Δραγουμάνος, 2009, σελ. 528.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!