Οι «Σαλταδόροι» της Κατοχής

Μια τραγουδιστική ιστορία με πολλές πικρές αλήθειες.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Πολλά από τα τραγούδια που γράφτηκαν στην καρδιά της κατοχής, ακόμα και κάποια που αγαπήθηκαν ξεχωριστά και τραγουδήθηκαν από τον κόσμο, λόγω των ειδικών συγκυριών και της θεματολογίας τους δεν ηχογραφήθηκαν και δεν κυκλοφόρησαν ποτέ.

Ο «Σαλταδόρος» του Μιχάλη Γενίτσαρη


Τρανή απόδειξη ο περίφημος «Σαλταδόρος» του Μιχάλη Γενίτσαρη, που πέρασε στη δισκογραφία, δεκαετίες μετά την γέννησή του μέσα από τον μεγάλο δίσκο (LP) - αφιέρωμα "Τα Ρεμπέτικα Της Κατοχής" σε επιμέλεια του Κώστα Χατζηδουλή και με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα (Minos, 1980).

Τα πως και τα γιατί της υπόθεσης καθώς και την όλη περίεργη και ιδιότυπη ατμόσφαιρα του λαϊκού τραγουδιού, των καλλιτεχνών και των χώρων έκφρασής τους εκείνες τις δύσκολες ώρες, μας διηγείται ο ίδιος ο Μιχάλης Γενίτσαρης μέσα από το αυτοβιογραφικό του πόνημα "Μαγκας από Μικράκι" που επιμελήθηκε ο Στάθης Gauntlett (εκδόσεις Δωδώνη, 1992): «Πιάνω δουλειά στο "Περοκέ". Από κάτω ήτανε ένα κέντρο, του Κατελάνου. Έπαιζε εκεί ο Χιώτης, ο Λαύκας, ο Αντρέας ο Καλόκαρδου πιάνο, ο Χρήστος Λαβίδας και εγώ. Τότε τραγουδίστριες δεν είχανε όλα τα μαγαζιά, γιατί ήτανε λίγες. Μετά πήγα στο κέντρο "Καρέ του Άσσου", με Καπλάνη, Χατζηχρήστο. Μετά πήγα στου Βλάχου, που έπαθα τη ζημιά με το Μενιδιάτη το Βρετό με το λάδι, που πουλούσε νερό. Εγώ δεν ήξερα ότι ήταν κομπίνα, ενόμιζα ότι ήταν λάδι από το χωριό του... Προτού όμως να με πιάσουνε με το Βρετό με το λάδι, στου Βλάχου είχα γράψει το "Σαλταδόρο", που είχε γίνει μεγάλο σουξέ τότε. Το παίζανε όλα τα κέντρα και το τραγουδούσανε και οι Ιταλοί ακόμα».

Ένα τραγούδι, πολλές ιστορίες


Για λόγους ιστορικής ακρίβειας να σημειώσουμε ότι ο ξακουστός "Σαλταδόρος" είχε γνωρίσει και μερικές προγενέστερες ηχογραφήσεις από αυτήν του Νταλάρα, στα χρόνια του '70, πάντα πολύ μακριά από την στιγμή που δημιουργήθηκε, σε μικρές εταιρείες και δίσκους που δεν κατάφεραν να δώσουν στο τραγούδι την αίγλη και το κύρος που δικαιούτο. Στη συνέχεια - μετά την έκδοση των Ρεμπέτικων της Κατοχής υπήρξαν και νέες επανεκτελέσεις του τραγουδιού.

Επανερχόμαστε στην διήγηση του ίδιου του Μιχάλη Γενίτσαρη μέσα από την αυτοβιογραφία του: «Θυμάμαι εκείνο τον καιρό στα κέντρα που δούλευα, για να ζήσεις, έπρεπε να ανακατεύεσαι με όλους τους τύπους: κλέφτες, σαλταδόρους, μαυραγορίτες, και με οτιδήποτε κακοποιό στοιχείο ερχότανε στα μαγαζιά αυτά. Ήτανε ο πόλεμος και το '42 στην οδό Ζήνωνος και Δεληγιώργη στην Αθήνα, είχε ο Βλάχος ο Αντώνης ένα μπουζουξίδικο και πήγα εκεί και έπαιζα. Θυμάμαι στου Βλάχου το κέντρο που έπαιζα, έπαιζα με τον περιβόητο Κώστα Καρίπη και με το Μήτσο Σαλονικιό. Αυτοί ήτανε μεγάλοι στην ηλικία και είχαν  οικογένειες. Όπως ο Σαλονικιός είχε παιδιά, το βράδυ που ερχότανε στη δουλειά, έφερνε και ένα κατσαρόλι μεγάλο, άδειο. Εγώ που κατέβαινα στις παρέες που ήταν σαλταδόροι και κονομισμένοι, τρώγαν κρέας, μάγκωνα ένα κομμάτι και έλεγα: "Παιδιά το πάω για τους γέρους". Ο Σαλονικιός το έβαζε στο κατσαρόλι και το βράδυ το έπαιρνε για το σπίτι. Μου έλεγε τότε: "Μιχάλη, άμα θα ανοίξουνε οι εταιρείες και θα ησυχάσει ο πόλεμος, θα μπεις πρώτος στην εταιρεία", γιατί ήτανε μαΐστρος στην Κολούμπια. Αλλά δεν έγινε έτσι όπως μου είπε. Κράτησαν τα ίδια όπως ήταν προπολεμικά και χειρότερα. Έπρεπε να τους δώσεις μίζα για να γραμμοφωνήσεις».

Κατοχή, φυλακή & Νταχάου


«Εγώ πάλι με την ιστορία του νερού για λάδι ξαναπήγα φυλακή. Με δίκασαν και εκεί δύο χρόνια. Μ’ έστειλαν στην Καλλιθέα σε κάτι φυλακές που είχαν κάνει από τσαντίρια, γιατί του Συγγρού ήτανε γεμάτες και είχανε και τύφο. Τις είχανε καραντίνα. Εγώ στις φυλακές της Καλλιθέας έπεσε με κάτι μούτρα, φίλοι μου: τον Νίκο Κατελάνο, τον Παναγιώτη τον Κουρή (μεγάλος διαρρήκτης και μούτρο), τον Γιάννη τον Καλφακάκο, και με ένανε ονόματι Νίκο που το παράνομά του δεν το θυμάμαι - ήτανε από την Παλιά Κοκκινιά. Αυτός ο Νίκος και ο Κουρής, μια μέρα μεσημέρι έφυγαν από την προσοχή των φυλάκων και το ‘σκασαν. Αλλά δεν πρόλαβαν να πάνε μακριά, γιατί φορούσαν ρούχα της φυλακής, ριγέ κίτρινο και μαύρο - όχι αυτοί μόνο, και εμείς όλοι. Και τους τσακώσαν. Το θυμάμαι αυτό και ραγίζει η ψυχή μου. 'Οταν τους πιάσαν μετά από μια ώρα και τους φέρανε, τους σκοτώσανε στο ξύλο. Τους είχανε πέσει καμιά δεκαριά από πάνω τους και τους βαράγανε με τους υποκόπανους του όπλου. Το απόγευμα την ίδια μέρα φωνάζουν προσκλητήριο και από καμιά κατοστή που είμαστε στις φυλακές, διαλέγουνε 18 νομάτοι. Από τσαντίρι το δικό μας, είμαστε 11, μας πήρανε όλους και 7 από το διπλανό. Μας βάζουν στη γραμμή, και δεν ξέρουμε που θα μας πάνε. Φορτωθήκαμε τα ρούχα μας (τα εσώρουχά μας μονο, γιατί πολιτικά δεν μας αφήναν) ένα μπογαλάκι στον ώμο, και μας πάνε στου Συγγρού, αν και ήτανε καραντίνα του Συγγρού. Μας πήγανε εκεί γιατί είμαστε επικίνδυνοι για δραπέτεψη.

Τι να σας πω; Μόλις μας πήγανε μέσα, ήτανε περίπου η ώρα 6, καλοκαίρι, γραμμή στον κλίβανο. Εμείς τσιτσίδι στην γραμμή, και ένας - ένας τον παραλάβαινε ένας κουρέας και τον ξούριζε: γένια, μαλλιά, φρύδια - όλα με ξουράφι - αρχίδια, αμασκάλες. Αποτρίχωση. Εκοίταγε ο ένας τον άλλονε και δεν γνωριζόμαστε. Μας δώσανε άλλα ρούχα της φυλακής και μας βάλανε στο νούμερο 2, μόνοι μας, όχι με άλλους. Εκεί κάτσαμε καμιά εικοσαριά μέρες και μετά εμένα και το Βρετό μας κάνανε μια κουμπανία με άλλους 23 και μας στείλανε στον Ωρωπό, σε αγροτικές φυλακές. Σ' αυτές τις φυλακές είχανε άλλους 25 πάρει από του Συγγρού, και είχαμε μείνει 12 - οι άλλοι είχανε παθάνει από την πείνα και την κούραση. Τους 12 τους πήρε το αυτοκίνητο που είχε φέρει εμάς. Εμείς δεν ξέραμε τίποτα και πως θα περνάγαμε εκεί. Νομίζαμε ότι αγροτικές φυλακές είναι, μια ημέρα θά' ναι για δύο και ότι θα τρώγαμε καλά, πιο καλά από του Συγγρού. Κάναμε λάθος όμως στη σκέψη μας, γιατί εκεί ήτανε Νταχάου τις φυλακές. Ναι μεν ήταν φύλακες δικοί μας, αλλά κουμάντο κάναν οι Γερμανοί. Ότι έβγαζαν τα περιβόλια τα έπαιρνε ο γερμανικός στρατός.

Την άλλη μέρα μας βάλανε γραμμή, μας κάνανε ένα μάθημα για το πως θα δουλεύαμε, και μας πάνε σε μια παράγκα αποθήκη που είχε μέσα τσάπες. Ξεχνάω να σας πω ότι είχαμε πάει 25, ένανε κρατήσανε στα γραφεία που ήξερε γράμματα, και τους άλλους από 4 κατάδικους ένας φύλακας με ένα όπλο στο χέρι - και εμείς από μια τσάπα. Και μας πάνε στο περιβόλι της φυλακής, μας βάζουνε δίπλα ο ένας με τον άλλονε. "Ανοίχτε", μας λένε, "τα πόδια". Όσο ανοίγανε τα πόδια μου ήτανε το μέρος που θα έσκαβα. Δίπλα ο ένας με τον άλλον, να σκάψουμε περίπου δέκα μέτρα μια πιθαμή βάθος, και η γη ήτανε ξερή, χέρσα που λένε. Την πρώτη μέρα τα χέρια τους πιο πολλούς κάνανε φουσκάλες κι έτρεχαν νερό. Ήτανε και κάτι άλλοι, βλάχοι, κατάδικοι από χωριά που δεν τους ένοιαξε, αλλά εμείς τραβήξαμε του Χριστού τα πάθη. Δίπλα που σκάβαμε είχε μπρόκολα, λάχανα. Εάν έσκυβες και έπαιρνες ένα φύλλο, σε σάπιζαν στο ξύλο οι φύλακες. Ήταν σαδισταί Γερμανόφιλοι.

Ήτανε ένας φύλακας, ονόματι Θόδωρας Ιωάννου. Αυτός τους κατάδικους που έπαιρνε μαζί του για δουλειές, τους έβγαζε την Παναγία όση και άλλοι, μόνο εάν κανένας έσκυβε και έπαιρνε κάνα λαχανιδόφυλλο και έτρωγε, θα έφτυνε αίμα από το ξύλο. Αυτό δεν άργησε να το μάθει το ΕΛΑΣ από έξω. Και ένα βράδυ που έφυγε από τις φυλακές να πάει σπίτι του, τον αρπάξαν στο δρόμο και τον μελανιάσαν στο ξύλο. Περίπου ένα μήνα δεν ερχόταν στις φυλακές από το ξύλο που του δώσαν. Όταν ήρθε πάλι στην υπηρεσία και πήρε πάλι τους κατάδικους για δουλειά, παραξενευτήκανε. Τους τράβηξε σε μια σκιά, τους έκοψε λάχανα, τους τα μοίρασε να τα φάνε και δουλειά πολύ λίγη. Έγινε άλλος άνθρωπος. Το πρωί όλοι θέλανε να πάνε μαζί του, που πρώτα δεν τόνε ζύγωνε κανείς».

Μπουζούκι, Ζέρβας και ΕΛΑΣ, ΕΛΑΣ για την πατρίδα


«Ήρθε ο καιρός να μας αλλάξουνε, να φέρουν άλλους πιο δεμένους από μας, γιατί είχαμε χάσει - δηλαδή πεθάνει. Από τους 25 είχαμε μείνει 17. Μας φέρανε στου Συγγρού. Εγώ και ο φίλος μου ο Βρετός στους δεκαοκτώ μήνες βγήκαμε. Δούλεψα ένα διάστημα με το μπουζούκι πάλι σε διάφορα μαγαζιά. Έρχεται η απελευθέρωση, χαρά ο κόσμος. Πιο αβέρτα τη νύχτα γύριζες, ήτανε ελεύθερα, με τη διαφορά ότι γινόντουσαν πιο πολλά, ληστείες από δικούς μας. Όπου ξέρανε ότι υπάρχουνε, το βράδυ τους τα ‘παιρναν, γιατί τους ξέρανε. Ήτανε πολλοί που ήτανε συνεργάτες με τους Γερμανούς. Εγώ όμως στα κέντρα που δούλευα, δεν ανακατευόμουνα με καμιά παράταξη. Ερχότανε μια παρέα, σου έλεγε: "Παίξε, ΕΛΑΣ, ΕΛΑΣ για την πατρίδα". Ερχόταν άλλη, σου έλεγε: "Παίξε, Ζέρβα σε θέλει ο βασιλιάς". Έτσι για μας τους μουσικούς ήτανε λιγάκι χειρότερα από την Κατοχή. Γιατί με την Κατοχή, είχαμε να κάνουμε με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς. Τώρα με τα Δεκεμβριανά δεν ήξερες ποιος είναι ο ένας και ποιος ο άλλος. Και έτσι έλεγα στον εαυτό μου: "Μιχάλη, τη δουλειά σου και τουμπεκί εσύ". Πέρασε η κατάσταση μέχρι που έστρωσε, και γύρισε κάθε κατεργάρης στον πάγκο του».  

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!