Νίκος Γούναρης - Κάποτε στην Αμερική

Ο τροβαδούρος της παλιάς Αθήνας Νίκος Γούναρης γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1915.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Στα 4 του χρόνια σκάλιζε το μαντολίνο τού πατέρα του και μεγαλώνοντας σπούδασε βιολί. Στα 18 του ήταν, ήδη, γνωστός με τραγούδια όπως τα: «Όμορφη Αθήνα», «Πες μου γιατί», «Πως θα μπορούσα να σε ξεχάσω» κ.α. Στα 20 του ήταν περιζήτητος από τα μεγάλα αθηναϊκά κέντρα. Η παρουσία του στην προπολεμικό τραγούδι είναι μεγάλη και σημαντική.

Αμέσως μετά την απελευθέρωση έφυγε στην Αμερική. Από τότε, έγινε μέλος της ελληνοαμερικανικής κοινωνίας, ερχόταν, όμως, στην Αθήνα και ηχογραφούσε τους καινούριους δίσκους του: «Ένα βράδυ πού ‘βρεχε», «Για τις γυναίκες ζούμε», «Ο κόσμος άλλαξε», «Κάιρο», «Πάμε στα μπουζούκια» κ.α. Για περίπου 20 χρόνια συνδέθηκε με την ομογένεια της Αμερικής, αλλά και με τον υπόλοιπο Ελληνισμό που τον αντάμωνε κάθε τόσο διασχίζοντας ωκεανούς και ηπείρους («…σαν να είμαι πουλί θα πετώ από χώρα σε χώρα»). Όταν πήγε στην Αυστραλία, 5.000 ομογενείς έσπευσαν στο αεροδρόμιο για να τον υποδεχτούν. Το 1961, η ελληνοαμερικανική οργάνωση ΑΧΕΠΑ, για να εξασφαλίσει την εμφάνισή του σ’ ένα από τα ετήσια συνέδριά της που έγινε στο Μόντρεαλ του Καναδά, του πρόσφερε τα αεροπορικά εισιτήρια, απ’ το Γιοχάνεσμπουργκ (εμφανιζόταν μαζί με το Αθηναϊκό Τρίο στα κέντρα «Blue Moon» και «El Greco») μετ’ επιστροφής και αμοιβή 5.000 δολάρια, για μια-δυο ώρες το πολύ.

Στην Αμερική αγαπήθηκε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο Έλληνα καλλιτέχνη. Εμφανίστηκε με μεγάλη επιτυχία σε κέντρα, ξενοδοχεία και θέατρα. Ξεχωριστή επιτυχία είχαν οι εμφανίσεις του στο «Carnegie Hall» της Νέας Υόρκης και στο «War Memorial Theatre» του Σαν Φρανσίσκο. Συνεργάστηκε με τις ελληνοαμερικάνικες ορχήστρες των: Γιώργου Παδρά, Γιώργου Στρατή, Γιώργου Βιτάλη, Γιώργου Μίρρου, Πέτρου Καρά, αλλά και με δημοτικούς και λαϊκούς μουσικούς όπως τον Πέτρο Μαμάκο, τον Ανέστη Αθανασίου, τον Κώστα Καπλάνη, τον Μανώλη Χιώτη και ηχογράφησε πάμπολλους δίσκους 78, 45 και 33 στροφών, σε διάφορες ελληνοαμερικάνικες εταιρείες.

Στις αρχές του ’60 η «United Artist» και ο κλαρινετίστας Γκας Βάλι παρουσίασαν την παρεΐστικη διάθεση του ελληνικού τραγουδιού, με βάση το ρεπερτόριο του Γούναρη, όπως, και το δημοφιλές φωνητικό συγκρότημα από την Πενσυλβανία, «Four Coins» (γνωστό από: τη συνεργασία του με τον Perry Como, τη συμμετοχή του στην πρώτη ταινία με θέμα το ροκ & ρολ, «Jamporee» του 1957 και τις εμφανίσεις του στην αμερικανική τηλεόραση) ηχογράφησε, στην εταιρεία «Roulette», ένα δίσκο με 12 ελληνικά τραγούδια, 10 από τα οποία ήταν συνθέσεις του Γούναρη. Τραγούδια που έγραψε στην Αμερική, όπως τα νοσταλγικά «Αντίο Αθήνα» και «Θεσσαλονίκη» ή το σαρκαστικό «Είστε γυναίκες», που μόνο ένας κοσμοπερπατημένος «στης γης το αχανές» θα μπορούσε να έχει γράψει. Στις Η.Π.Α. σύνθεσε και το «Τρέχουνε τα σύννεφα» που ήταν το κύκνειο άσμα του.

Τον Μάρτιο του 1965
επέστρεψε άρρωστος στην Αθήνα, για να αποχαιρετήσει μια για πάντα την πόλη που αγάπησε και τραγούδησε.

Λίγο καιρό πριν, ο ποιητής, συγγραφέας, δημοσιογράφος και κορυφαίος κριτικός Ανδρέας Καραντώνης στο βιβλίο του «Θυμάμαι την Αμερική» (εντυπώσεις από το ταξίδι του στις Η.Π.Α. την περίοδο 9 Οκτωβρίου – 9 Δεκεμβρίου 1961) κατέθετε με δημοσιογραφική και λογοτεχνική ματιά τις εντυπώσεις του από ένα βράδυ στο κέντρο «Αθήναι» του Σικάγου, όπου, τυχαία, άκουσε τον Νίκο Γούναρη. Μια εικονοκλαστική περιγραφή της ελληνικής νυχτερινής διασκέδασης στ o Σικάγο του 1961, με το Νίκο Γούναρη επί της σκηνής.

Chicago 1961.

Από το βιβλίο του Ανδρέα Καραντώνη «Θυμάμαι την Αμερική» Δεκέμβριος 1963 εκδόσεις ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ.

«Μείναμε μόνοι πάλι στο Σικάγο. Ψάχνοντας κατά τύχη ανακαλύπτουμε ένα ελληνικό κέντρο, συστημένο για «εξωτικό». Ήταν το «Αθήναι» - μα δε θυμάμαι πια σε ποιο δρόμο. Θυμάμαι μόνο πως μ’ ένα ταξί περνούσαμε δρόμους και δρόμους, υπερκείμενους, δρόμους – τουνέλια που μοιράζονταν στο φως και στο σκοτάδι· πότε τρέχαμε δίπλα στον σιδηρόδρομο, πότε τον ακούαμε από πάνω μας. Κι’ έβρεχε, κι’ έβρεχε. Κι’ έσταζαν οι χοντρές στάλες, αστραφτερές, στα πεζοδρόμια και στην ερημιά των δρόμων. Κανένας δε διάβαινε, μόνο αυτοκίνητα. Κι’ ήταν σα να τους είχα ξαναδεί κάπου αυτούς τους σκοτεινούς δρόμους, τους έρημους· αλλά κάποιοι τρέχαν σ’ αυτούς, μαύρες σκιές τους δρασκέλιζαν, πιστολιές ακούονταν, γδούποι από πεσμένα κορμιά με μια ρεπούμπλικα πεταγμένη πέρα· κλεφτοφάναρα αναβόσβυναν. Που αλλού βέβαια όλ’ αυτά, παρά στο σινεμά. Όμως, τώρα δε συνέβαινε τίποτε, ένας αγαθός σωφέρ του Σικάγου, μας πήγαινε ολοταχώς προς το «Αθήναι».

Μπήκαμε, μούσκεμα στη βροχή. Μαζύ μας, μπαίναν κι’ άλλοι πολλοί. Στρίμωγμα στην είσοδο. Κυριακή βράδυ, ο κόσμος γλεντούσε. Μας χτύπησε μισοσκόταδο, μπόχα και ορυμαγδός. Στην είσοδο, σ’ ένα μακρύ διάδρομο, το μπαρ, κι’ όλα τα ταμπουρέ του πιασμένα. Μάγουλα κόκκινα και μάτια γυάλινα από το αλκοόλ. Παραμέσα, η μεγάλη αίθουσα πατικωμένη από τραπεζάκια. Ο ένας σφιγγόταν δίπλα στον άλλον, βελόνα δε χωρούσε. Οι περισσότεροι θαμώνες ήταν ξένοι, μα άκουγες και πολλές ελληνικές συντροφιές. Μια κατσουφιασμένη χοντρή γκαρσόνα-ρωμηά – μας έσπρωξε και μας στρίμωξε σ’ ένα τραπέζι, στο κέντρο, που μόλις είχε αδειάσει. Ώσπου να καθήσουμε, ξαναγύρισε η γκαρσόνα και σχεδόν μας πέταξε στο τραπέζι μας πιάτα με παστίτσιο μακαρόνια, γιουβαρελάκια κι’ «αρνί γιουβέτσι» - πανάθλια όλα, στη γεύση. Στο βάθος, η εξέδρα με την «εξωτική ορχήστρα». Και ποιος ο μαέστρος; Απίστευτο μου φάνηκε. «Ο δημοφιλής Νίκος Γούναρης με την κιθάραν του», και τα λοιπά! Δεν τον είχα δει ή ακούσει στην Ελλάδα παρά μόνο από το ραδιόφωνο, και να που μου ήταν γραφτό να τον συντύχω στην άκρη του κόσμου. Μα το κέντρο, είχε και ελληνικό διάκοσμο. Αντίκρυ μας, στον κόκκινο τοίχο, μια σειρά από μεγαλόκορμες γύψινες Καρυάτιδες, σαν πρησμένες από τα περισσέματα των λιπαρών φαγητών της κουζίνας μας. Τι πιο φυσικό απ’ αυτά τα «γλυπτά σύμβολα» της δοξασμένης μας κλασσικής αρχαιότητας, αφού το κέντρο λεγόταν «Αθήναι»; Κι ύστερα από τ’ αρχαία, τα νέα σύμβολα της εντελώς σύγχρονης Ελλάδας: τα μπουζούκια και η «λαγγεμένη Ανατολή».

Στην εξέδρα με την ορχήστρα, ορθοί γύρω από τον Γούναρη, κάμποσοι βαρυμάγουλοι και μουστακοφόροι, με μπρούτζινα πρόσωπα, μπουζουξήδες, κρούοντας με ρυθμικώτατη μανία κι’ επιδεξιότατες «πεννιές» τα βροντερά τους όργανα. Χορεύτρες από τη «λαγγεμένη Ανατολή», διάφορα «άστρα» της Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Συρίας, μισόγυμνες και μεταξοτύλιχτες προσπαθούσαν να δείξουν τα βαριά τους κορμιά σα «φιδίσια», με λογής τσακίσματα και λυγίσματα και διασκελισμούς αργούς και τινάγματα κοιλιάς μπροστά και μακροβούτια στην «άβυσσο του πάθους», πάσκιζαν οι καημένες «να εκφράσουν ηδονή» και να τη διαχύσουν ηλεκτρικά σε όλους μας. Κι ανάμεσα σ’ αυτό το μισοβάρβαρο σύμπλεγμα, η πιο συμπαθητική, η πιο ανθρώπινη νότα: Ο Νίκος Γούναρης, με την κιθάρα του, το τραγούδι του και τη γνωστή σε όσους τον ξέρουν «μέθοδο παραγωγής ομαδικού κεφιού», τη μέθοδο αυτή, που η ίδια είναι μια διακέδαση. Δεν είναι εύκολο να μεταδώσεις κέφι σε μια μάζα κουρασμένων ανθρώπων της εποχής μας. Τα μπουζούκια, που έχουν κάμποση πέραση στην Αμερική – το διαπιστώσαμε αυτό στην Ουάσιγκτων, στο Σικάγο, στον Άγιο Φραγκίσκο, στη Νέα Υόρκη – τονώνουν, φαίνεται, με τον βαθύ, αντάμικο αντρισμό τους και ξυπνάν από τη νάρκη της την «πολιτισμένη ευαισθησία» που την έχουν ατονήσει τα αισθηματικά νεροπλύματα του σύγχρονου παγκόσμιου «ελαφρού τραγουδιού». Μα εκείνη τη βραδυά, το Νίκο Γούναρη, τον βάφτισα μέσα μου «εθνικό ήρωα». Με πόσες και ποιες κραυγές κι’ επιφωνήματα πάθους, αγωνίστηκε ο καημένος για να «ηλεκτρίσει» αυτόν τον καλοφαγά κόσμο που έδειχνε πως δεν τον πολυσυγκινούσαν οι χορευτικές ροδομετάξινες σάρκες της «λαγγεμένης Ανατολής».

Ήταν μια συμπυκνωμένη ζωή, ο Γούναρης εκεί μέσα, κάτω από τις φουσκωμένες Καρυάτιδες. Κουνιούνταν σα δαιμονισμένος, απάνω, κάτω, έχωνε την κιθάρα του κάτω από το πηγούνι του, σα να έκοβε μ’ αυτήν το κεφάλι του, γούρλωνε τα μάτια του, άρπαζε το μικρόφωνο, μιλούσε, τραγουδούσε, ούρλιαζε, σε μια γλώσσα δική του. Κι’ όλα αυτά, σε μια αδιάκοπη διαπασών, ακράτητος, ακούραστος, ανένδοτος, βέβαιος για το αποτέλεσμα. Το φρένιασμά του, είχε μεταδοθεί και στα μπουζούκια, που με τις τρομερές διπλοπεννιές τους κάναν το «Αθήναι» να τρέμε συθέμελο έτσι που νόμιζες πως χόρευαν κι’ οι Καρυάτιδες. Μα σιγά-σιγά, μέσα απ’ όλα αυτά, ξέκοβε, ξεχώριζε ο Γούναρης. Τον έβλεπες κι’ έλεγες πως παλεύει μέσα στο κενό. Μα εκεί που νομίζαμε, με τρόμο, πως τώρα πια δεν έχει τίποτε άλλο να κάνει παρά να πέσει λιπόθυμος στη σκηνή, άξαφνα το θαύμα είχε ακαριαία συντελεστεί: ομαδικό κέφι είχε ξεσπάσει. Τα νευρόσπαστα, επί τέλους, είχαν πάρει φωτιά. Κουνιούνταν τώρα και αυτά, ρυθμικά, στα καθίσματά τους, επαναλάμβαναν ομαδικά τα επιφωνήματα και τα ρεφραίν του Γούναρη, χειροκροτούσαν, οι γυναίκες άρπαζαν τους άντρες τους και τρέχαν στην πίστα, πολλαπλασιάζονταν οι παραγγελίες των ποτών, δίσκοι με μουσακάδες και ντολμαδάκια, ταξίδευαν πάνω από τα κεφάλια που ανεβοκατέβαιναν ρυθμικά, σα γλόμποι. Κέφι! Κέφι! Η Ελλάδα, για μια φορά ακόμη, «είχε νικήσει». Κι’ ο νικητής, εξαντλημένος, ιδρωμένος, χλωμός, χωρίς πια να τον προσέχει κανείς, προσπαθούσε ν’ ανοίξει δρόμο μέσα από τη χορευτική μάζα που την είχε ηλεκτρίσει, για να φτάσει στο μπαρ, να πιει κάτι. Μόνος του ολόμονος. Κανείς πια δεν τον είχε ανάγκη. Μια μελαγχολία και μια πίκρα, μα και κάτι τι σαν περηφάνεια, σφράγιζαν το κουρασμένο του πρόσωπο. Ίσως νάταν η μελαγχολία και η περηφάνεια του καλλιτέχνη, του όποιου καλλιτέχνη, που νιώθει τόσο παράταιρος όπου κι αν βρίσκεται και που δε συμμετέχει ουσιαστικά στα πάθη που προκαλεί με την τέχνη του, σαν τον Γύφτο μουσικό του Παλαμά: «Μέσα στων παθών τη λύσσα, ήμουν η γαλήνη εγώ, κι’ ήμουν η πνοή η καθάρια, μεσ’ στον ανακατωμό». Ποιος ξέρει, ίσως κι αυτός να συλλογίζονταν σαν κι εμένα πόσο τραγικά κατά βάθος είναι όλα αυτά που κάνουν μια «σύγχρονη νυχτερινή διασκέδαση». Το ξέρω πως άλλοι νιώθουν αλλοιώς κι’ ίσως μάλιστα το μεγαλύτερο τμήμα της αλήθειας νάναι με το μέρος τους. Ο Ίψεν έλεγε πως οι λίγοι έχουν πάντα δίκιο. Οι σύγχρονες μεγάλες πολιτείες μας αναγκάζουν να λέμε πως οι πολλοί έχουν πάντα δίκιο κι όταν ακόμα λαθεύουν. Βγήκαμε. Πόσο ευεργετική ένιωσα στο πρόσωπό μου τη βρόχή του Σικάγου. Στη γωνιά, απέναντι, κάτω από ένα μεγάλο ηλεκτρικό φανάρι, γυάλιζε, βροχοστάζοντας, ένα μαύρο αδιάβροχο. Μου φάνηκε πως ήταν ο Μεφιστοφελής. Όχι, ήταν ένας αστυφύλακας».

Φωτογραφίες:
01 Ο Νίκος Γούναρης με την κιθάρα του σε μια από τις τελευταίες του πόζες στο φωτογραφικό φακό.
02 Δημοσίευμα στο περιοδικό «Χόλυγουντ» το 1948.
03 Χάρτης με τις κυριότερες πόλεις που εμφανίστηκε ο Γούναρης τα χρόνια 1950-1960.
04 Το εξώφυλλο του βιβλίου του Ανδρέα Καραντώνη.
05 Με την Έυα Στυλ τις αποκριές του 1958, στην Αμερική.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: ΝΙΚΟΣ ΓΟΥΝΑΡΗΣ – Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΑΛΩΒΗΤΟΣ

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!