Η ταξιδιωτική περιπέτεια του ελληνικού τραγουδιού στις γειτονιές και τα λιμάνια του κόσμου.

(ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ VIDEO) Τελικά οι άνθρωποι μοιάζουν τόσο με τις μουσικές τους…
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 

Γκρινιάρηδες, ευαίσθητοι, συναισθηματικοί, ονειροπόλοι, πάντα έτοιμοι να σαλπάρουν για μακρινά λιμάνια και εξωτικούς τόπους, φαντάζονται παλάτια κι επιθυμούν ηδονικές γυναίκες, αποζητούν τον καυτό ήλιο του Νότου, γίνονται κοσμοπολίτες σε μια στιγμή, ξενιτεύονται, θυμούνται και νοσταλγούν, μα πάντα ταξιδεύουν, ονειρεύονται και τραγουδούν. Αυτά τα τραγούδια τους θα προσπαθήσουμε να ακούσουμε και να δούμε (όσο μπορούμε με λιγότερα λόγια) σαν μικρές αναμνηστικές καρτ-ποστάλ από την ταξιδιωτική περιπέτεια του ελληνικού τραγουδιού.

Μες στη φτώχεια και την απονιά έχω ζήσει τα πιο όμορφα μου χρόνια
γι’ αυτό άνοιξε ναύτη τα πανιά για να φύγω απ' αυτό το ντουνιά.
Βίρα τις άγκυρες για ξένους τόπους
να δουν τα μάτια μας κι άλλους ανθρώπους
σ’ άλλα λιμάνια, σε ξένα μέρη μας πάει πρίμα μακριά τ' αγέρι.
Βίρα τις άγκυρες και βάλε πλώρη
μακριά απ’το έρημο το φτωχοχώρι.

(Βίρα τις άγκυρες: Αλέκου Αγγελόπουλου, Γ. Μουζάκη, 1950)

Η επιθυμία και το όνειρο

Κάθε πρωί που κίναγα να πάω στη δουλειά
φεύγανε σαν πουλιά τα ψαροκάικα
κάθε πρωί σκαρώναμε μαζί με τον Μηνά
ταξίδια μακρινά ως την Τζαμάικα.
Κι αρμενίζαμε στα πέλαγα
αγάπη μου παλιά
κι ύστερα το βραδάκι
μεθυσμενάκι στα καπηλειά
σ’ έπινα κοριτσάκι
σαν το κρασάκι γουλιά γουλιά.

(Τζαμάικα: Λευτ. Παπαδόπουλσυ, Μ. Λοϊζου, 1969)

Η επιθυμία για το ταξίδι μοιάζει να είναι πιο ισχυρή από τον τελικό προορισμό. Το σκάρωμα του ταξιδιού, το όραμά του. Το τραγούδι κάλυψε αυτή την επιθυμία, την εξέφρασε και τη μετέδωσε αυτούσια, βγαλμένη -εντέλει - από την πραγματικότητα που κάθε στιγμή παίρνει και μιαν άλλη μορφή μέσα σε μια ολοένα καινούργια σύνθεση των μεταβλητών στοιχείων του οράματος και της επιθυμίας. Αλλάζουν οι στόχοι, αλλάζουν τα όνειρα, τα ταξίδια, οι προορισμοί, οι εραστές, οι μελωδίες, τα χρόνια. Το τραγούδι ήταν πάντα έτοιμο να δραπετεύσει από τη φυλακή της συνηθισμένης κοινωνικής πραγματικότητας. Πώς θα ήταν άραγε χωρίς φαντασία, χωρίς μεράκια, χωρίς οράματα και προορισμούς;




Απόψε η φαντασία μου πετά
σε κόσμους όμορφους που λεν τα παραμύθια
μες σε γαλάζια κύματα βουτά
εκεί που σμίγουν η ψευτιά με την αλήθεια.

(Φαντασία: Κ. Μάνεση, Κ. Καπνίση, 1953)

Οι ενοράσεις και η φαντασία

Ο τραγουδοποιός γίνεται συχνά σκιτσογράφος. Ένας εξπρεσιονιστής ζωγράφος που πρέπει να δώσει με μερικές αδρές πινελιές ένα τοπίο, μια αγορά, ένα δρόμο, ένα ερωτικό πρότυπο, μια ιστορία. Κάποτε μπερδεύονται σε αυτή την ιστορία μαγικά μέρη, ιδανικοί εραστές, ανεκπλήρωτοι πόθοι και κάθε λογής συναισθήματα. Κάποτε αυτή η ιστορία γίνεται χιουμοριστική, περιπαικτική και περιπετειώδης.

Τα τραγούδια υπάρχουν για να προκαλούν και να τρέφουν συγκινήσεις, να κάνουν τις αισθήσεις να λειτουργούν και να βάζουν σε κίνηση το μηχανισμό της μνήμης και της φαντασίας. Η νοσταλγία και η μνήμη μπορούν να ζήσουν με ενοράσεις κόσμων που τους φαντάζονται επειδή ακριβώς δεν τους είδαν;




Σ'ένα μπαρ του Μισισίπη
ένας ναύτης απ’τη Σύρα
με τους μαύρους τους μπλουζίστες
έφερνε την πίστα γύρα.

Φυσαρμόνικα, κιθάρα,
νέγρικα διαμαρτυρίας
και ο μπαγλαμάς να παίζει:
Ζήτω η ελευθερία!

Σ’ένα μπαρ του Μισισίπη,
ένας ναύτης απ’τη Σύρα
ουίσκι και σπιρίτσουαλς
και πρόσωπα θλιμμένα
κι ο μπαγλαμάς εδάκρυζε
για όνειρα χαμένα...

(Σ’ένα μπαρ του Μισισίπη -. Στ. Βαμβακάρη, 1995)

Αν λοιπόν η νοσταλγία και η μνήμη μπορούν να ζήσουν με ενοράσεις• ίσως τότε έτσι να δικαιολογούνται το φανταστικό «Γιάχο Βάχο» του Κ. Βίρβου, η συμβολική ιστορία που αφηγήθηκε καθισμένος στο κατώφλι της δικής του φαντασίας ο Στ. Βαμβακάρης και το φίνο ακρογιάλι που είδε στην Παραγουάη ο Β.Τσιτσάνης.

Μες στην Παραγουάη σε φίνο ακρογιάλι
θα στήσουμε τσαντίρι ζηλευτό
θα πίνουμε σαμπάνια
πριν πάμε για τα μπάνια
με μπουζουκάκι έξυπνο τρελό.

(Σε φίνο ακρογιάλι: Β.Τσιτσάνη, 1938)

Αυτό ίσως πάλι να δικαιολογείται γιατί, την ίδια στιγμή που ο τραγουδοποιός περιγράφει την επιθυμία του φυλλομετρώντας σημειώσεις και κοιτάζοντας φωτογραφίες, μπορεί κι ανακατεύει τη Δύση με την Ανατολή, τις βάρκες με τα ελληνικά ονόματα, από το ψαροχώρι του Τάρπον Σπρινγκ με τις χρωματιστές κούρσες της 5ης Λεωφόρου, τη ζούγκλα της Παραγουάης με τις ακτές της Κοπακαμπάνα. Το τραγούδι είναι ταξίδι. Προορισμός του, έτσι κι αλλιώς, οι καρδιές των ανθρώπων και κάποτε οι γειτονιές του κόσμου.




Οι μύθοι της Ανατολής και το κοσμοπολίτικο τραγούδι

Τι σημασία έχει αν η Παραγουάη βρέχεται από θάλασσα ή όχι, αφού ο Τσιτσάνης την οραματίστηκε; Ο Τσιτσάνης, ο οποίος, εκτός από την Παραγουάη, βρέθηκε νοερά στη ζούγκλα, στο Μόντε Κάρλο, στη Χαβάη, στην Αραπιά, στης Βαγδάτης τα στενά και στα χαρέμια της Ανατολής αναζητώντας τη Σεράχ, την Γκιουλμπαχάρ,τη Ζαΐρα με τραγούδια, ωδές στη σκλαβωμένη ομορφιά, απ’ όπου ξεπηδούν οι μυθικοί ήρωες μιας παραμυθένιας χώρας, που, εντέλει, όπως έγραψε ο αείμνηστος Βασίλης Ραφαηλίδης, «την έφαγε το πετρέλαιο. Ο Σεβάχ ο Θαλασσινός έγινε μούτσος σε τάνκερ, τα δαιμόνια - τα τζίνια, όπως λένε οι Άραβες - αρνούνται να ξαναμπούν στο μαγικό λυχνάρι και περιφέρονται στην πιάτσα που γέμισε τζίνια εντελώς άσχετα με τη μαγεία του παραμυθιού και σχετικά μόνο με την αρπαχτή. Οι χίλιες και μία νύχτες γέμισαν εφιάλτες, τους έφερε στον ύπνο μας το πετρέλαιο και μια πετρελαιοπηγή αντικατέστησε το μαγικό λυχνάρι του Αλαντίν».

Τα κοσμοπολίτικα στοιχεία -φυγής - έχουν ρίζα στις ονειροπολήσεις του νεοελληνικού αστισμού και πρωτοεμφανίστηκαν στα ελαφρά τραγούδια του μεσοπολέμου, ενώ σιγά-σιγά υιοθετήθηκαν και από το λαϊκό τραγούδι, αφού κι εκείνο με τη σειρά του επηρεάστηκε από το γενικότερο κλίμα και διεκδίκησε το δικαίωμά του στο όνειρο.

Στη μαγεμένη Αραπιά

Στην Ελλάδα δεν μπορώ
μια γυναίκα για να βρω
έχει όμορφες πολλές
μάνα μου είναι φτωχές.

Εγώ θέλω πριγκηπέσσα
από το Μαρόκο μέσα
να ’χει λίρα με ουρά,
να γυναίκα μια φορά.

(Εγώ θέλω πριγκηπέσσα: Π.Τούντα, 1935)

Θέλω να φύγω μακριά,
για το Μαρόκο βρε παιδιά
μες στην Αφρική.

Να γνωρίσω τους αγάδες
τους μεγάλους ντερβισάδες
στην Ανατολή.

(Ανατολή: Απ.Χατζηχρήστου, 1947)

Με μια βαρκούλα ψαριανή
μια νύχτα με σορόκο
θε να 'ρθω αραπίνα μου
ν' αράξω στο Μαρόκο.

(Μαρόκο: Γ. Πετροπουλέα, Ι.Διαμαντόπουλου, 1940)

Στη μαγεμένη την Καζαμπλάνκα
κάτω στην όμορφη Αφρική
κάποια κοπέλα με περιμένει
που την αγάπησα πολύ

Καζαμπλάνκα, Καζαμπλάνκα, Καζαμπλάνκα
πολιτεία του Μαρόκου μαγική
Καζαμπλάνκα, Καζαμπλάνκα, Καζαμπλάνκα
μια καρδιά πονάει και κλαίει για μένα εκεί.

(Καζαμπλάνκα: Β. Καραπατάκη,Χρ. Κολοκοτρώνη, 1961)

Το Μαρόκο –με την τραγουδιστική και κυρίως κινηματογραφική Καζαμπλάνκα του - κατά το παρελθόν υπήρξε διηρημένο στο γαλλικό, στο ισπανικό και στο, πιο φτωχό, αφρικανικό Μαρόκο. Η πολύπαθη, εν προκειμένω αποικιοκρατούμενη, βορειοδυτική Αφρική προσέλκυσε όχι λίγες φορές το ενδιαφέρον του ελληνικού τραγουδιού, ιδιαίτερα σε εκείνη την παλιά φάση φυγής του και κοσμικής αναζήτησής του, που κράτησε ζωηρή μέχρι και τα χρόνια του ’60. Γενικότερα, το μεσογειακό κομμάτι της μαύρης ηπείρου υπήρξε πιο προσβάσιμο, τόσο από το τραγούδι όσο και από τους σκληραγωγημένους Έλληνες που αλίευαν στα νερά της επί μέρες, ίσως και εβδομάδες ολόκληρες, με τα σφουγγαράδικα και τα ψαράδικα καΐκια τους. Ο μεσογειακός Νότος συχνά αντιμετωπίστηκε από τους λαϊκούς στιχογράφους ως Ανατολή, ενστικτωδώς βέβαια - αν και οι πολιτισμικές επιρροές που δέχτηκε ανά τους αιώνες από τους Φοίνικες και τους Άραβες είναι καταλυτικές και έτσι η γενικότερη εικόνα του συγγενική, ακόμη και η θρησκεία η οποία ποτίστηκε από τις ιδέες της Μέκκας και του Ισλάμ. Η Βορειοδυτική Αφρική με το Μαρόκο, την Καζαμπλάνκα, το Μαρακές και την Ταγγέρη στην πλευρά του Ατλαντικού, το Μαλί με το Τιμπουκτού, η Τυνησία (μεσογειακός Νότος, Μπαρμπαριά) με το Γκαμπές, το Αλγέρι, η Λιβύη με τη Βεγγάζη, τις χουρμαδιές και τη Σαχάρα, η Αίγυπτος (μέχρι το 1952 είχε περί τους 150.000 Έλληνες) με την Αλεξάνδρεια, το Κάιρο, την όαση της Σίβα, τους καταρράκτες του Ασουάν, το Πορτ-Σάιντ και τη Γάζα, το Σουδάν (ανατολική Αφρική) με το Χαρτούμ και την έρημο της Νουβίας, η Αιθιοπία με την Αντίς-Αμπέμπα, η Μοζαμβίκη και το νησί της Μαδαγασκάρης, δέχτηκαν τις επισκέψεις του ελληνικού τραγουδιού.

Με τη φουρτούνα και το σιρόκο
ήρθε μια σκούνα απ’το Μαρόκο
με τον αγέρα και με τ' αγιάζι
πάει μια μπρατσέρα για τη Βεγγάζη.

Με τον Ασίκη τον μπουρλοτιέρη
ήρθ’ ένα μπρίκι από τ’Αλγέρι
με την Ελλάδα καραβοκύρη
πάει μια φρεγάδα για το Μισσίρι.

Άγιε Νικόλα, παρακαλώ σε,
στα πέλαγα όλα λουλούδια στρώσε.

(Με την Ελλάδα καραβοκύρη-.Ν. Γκάτσου, Μ.Χατζιδάκι, 1965)




Η μακρινή Ανατολή, οι Ινδίες και ο Καββαδίας

Η Άπω Ανατολή είναι το πιο μακρινό, ως ιδιοσυγκρασία, όχι όμως ως γενικότερη αίσθηση - μιας και επηρέασε φιλοσοφικά κυρίως τον δυτικό κόσμο - γεωγραφικό σχήμα. Οι Έλληνες βέβαια, λόγω της μοναδικής ναυτικής τους παράδοσης, έχουν συνδιαλλαγές με όλες τις φυλές. Ναυτικοί, έμποροι, λαθρέμποροι, κυρίαρχοι των θαλασσών. Το ελληνικό τραγούδι ταξίδεψε ως τη Σαγκάη, το Πεκίνο και το Τόκιο, κυρίως όμως το 1959 άνοιξε πανιά για τα λιμάνια του Ινδικού, στα οποία αγκυροβόλησε για κάμποσα χρόνια. Αφορμή γι αυτό το ταξίδι στάθηκε η επιτυχία που γνώρισαν οι ινδικές κινηματογραφικές ταινίες και τα τραγούδια τους στις λαϊκές γειτονιές και στους συνοικιακούς κινηματογράφους. Οι Έλληνες συνθέτες και στιχουργοί, καθ’ υπόδειξη των δισκογραφικών εταιρειών, διασκεύασαν, προσάρμοσαν στα δικά μας μέτρα ή αντέγραψαν αρκετά από τα τραγούδια αυτά. Μια ιστορία αμφισβητούμενη, για την οποία χύθηκε μπόλικο μελάνι, άφησε όμως και ωραία τραγούδια που τεκμηριώνουν την ύπαρξη μιας εποχής μεταβατικής και παράξενης, μα αληθινής.

Ο ποιητής και διηγηματογράφος ναυτικός, ταξιδευτής του παλιού και σύγχρονου κόσμου, Νίκος Καββαδίας, μας εξοικείωσε με τη ναυτική ορολογία, με τις θάλασσες και τα λιμάνια του κόσμου και μας έφερε, από νωρίς, κοντά με τα πολύ απρόσιτα και πολύ μακρινά, εκμηδενίζοντας αποστάσεις που αλλιώς θα αδυνατούσαμε ή θα δειλιάζαμε να καλύψουμε. Μας αφηγήθηκε μοναδικές ιστορίες, μας γνώρισε το ταξίδι και μας χάρισε τις εμπειρίες του.




Αμέρικα-Αμέρικα, Χόλυγουντ

Η ευδαιμονία που προκαλεί η εξιδανίκευση του ταξιδιού είναι διάχυτη, στο παρελθόν κυρίως του ελληνικού τραγουδιού. Ίσως όμως όχι πιο ισχυρή από τα αντίθετα συναισθήματα του πόνου και της θλίψης που προκάλεσε η ζοφερή πραγματικότητα που η Ελλάδα βίωσε σε διάφορες περιόδους, από τις αρχές του αιώνα έως και τα χρόνια των ’70, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η μετανάστευση προς την εύπορη Δύση. Προορισμός των Ελλήνων στις εν λόγω μετακινήσεις ήταν κυρίως η Αμερική, την οποία το τραγούδι αντιμετώπισε ως την ξενιτιά που χώρισε πρόσωπα αγαπημένα, γεμίζοντας τις ψυχές τους με την αγωνία και τη νοσταλγία του γυρισμού. Ως μακρινή πολιτεία των θεόρατων κτιρίων και των ευκαιριών, μητρόπολη του σύγχρονου πολιτισμού, δεν τη ζήλεψε, αντιθέτως προέβαλε σθεναρή αντίσταση, προτάσσοντας στον πλούτο και στην πλάνη της τις αρετές και τις αξίες μιας ζωής ταπεινής αλλά ουσιαστικής (πατρίδα, οικογένεια, φιλία).

Ανάθεμά σε ξενιτιά
μπαμπέσα ξελογιάστρα
που με συντρίμμια από καρδιές
χτίζεις παλάτια κάστρα

(Μαύρη που είναι η ξενιτιά – Σπ. Περιστέρης, 1951)

Έλα καράβι άσπρο περιστέρι
έλα δεν έχω άλλη υπομονή
θέλω να πάω πίσω στην πατρίδα
να σε προλάβω μάνα ζωντανή.

(Δεν με θαμπώνουν οι ουρανοξύστες - Θ. Δερβενιώτη, Κ.Βίρβου, 1962)

Αξιοσημείωτη, ωστόσο, είναι η έλξη που άσκησε το Χόλυγουντ, η Μέκκα του κινηματογράφου, στις γειτονιές του κόσμου, το οποίο έθρεψε γενεές επί γενεών με το όνειρό του. Για το Χόλυγουντ έγραψαν τραγούδια ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου, που το επισκέφτηκε τα χρόνια του ’50, αλλά και ο Μανώλης Χιώτης, που περιπλανήθηκε στις μεγάλες λεωφόρους του Νέου Κόσμου κι έκανε το δικό του «Honeymoon» στις μεγάλες πολιτείες του.

Μεγάλο κεφάλαιο, βεβαίως, υπήρξε και η Λατινική Αμερική με τις μελαψές ομορφιές, τους ξεσηκωτικούς χορούς και τα μαγικά παραδείσια νησιά της, που άσκησε τεράστια επιρροή στο ελληνικό και παγκόσμιο τραγούδι.




Ταξιδάκι στην Ευρώπη θα σε πάω

Η Ευρώπη υπήρξε κι εκείνη ελκυστική για το ελληνικό τραγούδι, κυρίως τα μεσογειακά πόρτο: η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία. Πόσα τραγούδια δεν ύμνησαν τις Σεβιλλιάνες, τις Παριζιάνες, τις Βενετσιάνες και τις Ναπολιτάνες, αλλά και πόσοι Έλληνες δεν γύρεψαν την τύχη τους στο Βέλγιο, στην Ολλανδία και στη Γερμανία.

Αυτού του είδους το τραγούδι, που αναφέρεται σε μακρινούς ή ξένους - τέλος πάντων -τόπους, δεν είναι ενιαίο. Άλλοτε προκύπτει αντικειμενικά αυθεντικό πέρα για πέρα αληθινό, βιογραφικό κ.λπ. κι άλλοτε εκφράζει επιθυμίες και όνειρα. Όπως και να ’χει, ο κόσμος θα εξακολουθεί, αδιάκοπα, να ερεθίζει τη φαντασία και την πένα των τραγουδοποιών και να πλημμυρίζει την έμπνευση, όπως αυτός θέλει, με μια δική του βούληση και αναπαραστατική ή περιγραφική λογική.

Τα βενετσιάνικα τα παλάτια
λάμπουν στη νύχτα σαν διαμάντια
κι όπως σαν άστρα λαμπερά καθρεφτίζονται στα νερά
η γόνδολα αργοκυλάει στους κήπους της αγάπης πάει
κι ακούς στης νύχτας τη γαλήνη
ένα τραγούδι π’ αργοσβήνει
τράβα σιγά το κουπί γονδολιέρη...

(O γονδολιέρης: Γ. Παπαδόπουλου, Στ.Χρυσίνη, 1951)




Πες πως ταξίδεψε κι αυτός

Οι αποστάσεις και οι προορισμοί, που άλλοτε το τραγούδι ονειρευόταν, έχουν πια απομυθοποιηθεί. Η επιθυμία του παλιού καιρού δείχνει σε κάποιο βαθμό να έχει πραγματωθεί - ενώ μουσικά έχει, κατά μια έννοια, ενσωματωθεί σε αυτό που ονομάζεται έθνικ ή world music. Η Δύση εφηύρε τους νέους μουσικούς όρους, βρίσκοντας διέξοδο στον κόσμο και στις μουσικές με άλλους τρόπους. Και οι νέες αποικιοκρατίες όμως επιβάλλονται πια με διαφορετικούς κυρίως οικονομικούς όρους, συνεχίζοντας να απομυζούν τις ζωές των ανθρώπων, τις αδελφές ψυχές που ονειρεύονται έχοντας πάντα το ίδιο συναισθηματικό έλλειμμα, αφού ξέρουν ότι το μαγικό ταξίδι που ονειρεύτηκαν δεν θα το κάνουν ποτέ.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!