Φωτογραφίες: Αφροδίτη Ζαγγανά
Ήταν η λεγόμενη «magic hour» όταν ξεκίνησε η συναυλία. Ξέρετε, αυτή που κρατάει μερικά λεπτά μόνο και δεν είναι νύχτα, αλλά ούτε και μέρα. Που μοιάζει με στιγμή. Που, ειδικά το καλοκαίρι, το μόνο που σκέφτεσαι είναι να ήσουν σε μια παραλία από το πρωί και να νύχτωνες.
Εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, διάλεξαν για να ανέβουν στη σκηνή του Ηρωδείου την Παρασκευή το βράδυ ο Sting, o Shaggy, η υπερ-μπάντα τους και οι δύο συνοδευτικοί τραγουδιστές τους. Και άπαντες οι παρευρισκόμενοι ξεχάσαμε και τις παραλίες και το καλοκαίρι και τη ζέστη και όλα. Στα επόμενα εκατόν δέκα λεπτά παρακολουθήσαμε μια συναυλία – champions league. Ή μουντιάλ, αν προτιμάτε, που είναι και επίκαιρο - το ξεχάσαμε και αυτό κατά τη διάρκεια της συναυλίας.
Από που να αρχίσει και που να τελειώσει κανείς; Ο όρος «champions league» χρησιμοποιείται μεταξύ των Ελλήνων μουσικών όταν θέλουν να περιγράψουν το ανώτερο επίπεδο live performance που συνήθως προσφέρουν ονόματα του επιπέδου του Sting. Ναι, αυτό ήταν χθες. Από όλες τις απόψεις. Ήχος, φώτα, playlist, φωνητικά (οι δυο τραγουδιστές των φωνητικών – Melissa Musique και Gene Noble – ήταν top class, πήραν χώρο από τους «μπροστινούς» και καταχειροκροτήθηκαν δικαίως στα μέρη τους).
Η μπάντα; Παναγίτσα μου! Απίστευτοι! Ειδικά ο ντράμερ (Josh Freese) με τρέλανε. Αλάνθαστοι όλοι τους. Συντονισμένοι, προβαρισμένοι, λαμπεροί, ουσιώδεις, δεξιοτέχνες. Να πούμε και τα ονόματά τους: Kevon Webster (πλήκτρα), Rufus Miller (κιθάρες) και Dominic Miller (κιθάρες) Από κοντά τους και ο ίδιος ο Sting – στιβαρός μπασίστας – που δεν παρέλειψε να μας τους συστήσει δυο φορές (μία στην αρχή και μία λίγο πριν το τέλος).
Ένα ακόμα στοιχείο που απογείωσε το κοινό ήταν που η συναυλία ήταν αυτό που λέμε «greatest hits». Όλα τα τραγούδια που ελπίζαμε/περιμέναμε ακούστηκαν. Η συναυλία ξεκίνησε με το 44/876, το ντουέτο των δύο καλλιτεχνών που δίνει και το όνομά του στην περιοδεία, αλλά συνεχίστηκε με ό,τι φαντάζεστε: Englishman in New York (αλλά και Jamaican in New York για ευνόητους λόγους), Message in a bottle, Fields of gold (με τα κινητά να ανάβουν σαν αναπτήρες κατόπιν προτροπής του Shaggy και να φτιάχνουν μια ξεχωριστή εικόνα από την κερκίδα προς τη σκηνή), Angel (Shaggy), Shape of my heart, So lonely (που ξεσήκωσε το Ηρώδειο στο πόδι), Roxanne, Bombastic (Shaggy) για να ενωθεί και πάλι με το Roxanne και να κλείσει το βασικό μέρος του προγράμματος. Για encore, ακούστηκε ό,τι έλειπε: Desert Rose, It wasn’t me (Shaggy), Every breath you take και η βραδιά έκλεισε ρομαντικά με το Fragile.
Ο Shaggy επικοινωνιακός, κινητικότατος και δικαιολογημένα παρών στο live. Για τον Sting τι να πει κανείς; Φωνητικά άρτιος με τις ψηλές του νότες ακόμα λαμπερές και ταυτόχρονα σεμνός και δοτικός. Ίχνος «καβαλήματος» δεν εντοπίστηκε επί σκηνής στις δυο ώρες του live. Και παράλληλα, καρφίτσα δεν έπεφτε στο Ηρώδειο παρά τις τσουχτερές τιμές.
Το live επαναλαμβάνεται το Σάββατο. Αν δεν είχα εισιτήριο για τον Nick Cave και αν δεν είχε γίνει και εκείνη η συναυλιάρα του το Νοέμβριο που με αποτρέπει από το να τον χάσω, θα είχα αρχίσει ήδη να «ψάχνομαι» για δεύτερο Sting & Shaggy. Πολλά λεφτά, θα μου πείτε. Ε, το champions league έχει ακριβά εισιτήρια, τι να κάνουμε. Αξίζει, όμως, τα λεφτά του.
Ήταν η λεγόμενη «magic hour» όταν ξεκίνησε η συναυλία. Ξέρετε, αυτή που κρατάει μερικά λεπτά μόνο και δεν είναι νύχτα, αλλά ούτε και μέρα. Που μοιάζει με στιγμή. Που, ειδικά το καλοκαίρι, το μόνο που σκέφτεσαι είναι να ήσουν σε μια παραλία από το πρωί και να νύχτωνες.
Εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, διάλεξαν για να ανέβουν στη σκηνή του Ηρωδείου την Παρασκευή το βράδυ ο Sting, o Shaggy, η υπερ-μπάντα τους και οι δύο συνοδευτικοί τραγουδιστές τους. Και άπαντες οι παρευρισκόμενοι ξεχάσαμε και τις παραλίες και το καλοκαίρι και τη ζέστη και όλα. Στα επόμενα εκατόν δέκα λεπτά παρακολουθήσαμε μια συναυλία – champions league. Ή μουντιάλ, αν προτιμάτε, που είναι και επίκαιρο - το ξεχάσαμε και αυτό κατά τη διάρκεια της συναυλίας.
Από που να αρχίσει και που να τελειώσει κανείς; Ο όρος «champions league» χρησιμοποιείται μεταξύ των Ελλήνων μουσικών όταν θέλουν να περιγράψουν το ανώτερο επίπεδο live performance που συνήθως προσφέρουν ονόματα του επιπέδου του Sting. Ναι, αυτό ήταν χθες. Από όλες τις απόψεις. Ήχος, φώτα, playlist, φωνητικά (οι δυο τραγουδιστές των φωνητικών – Melissa Musique και Gene Noble – ήταν top class, πήραν χώρο από τους «μπροστινούς» και καταχειροκροτήθηκαν δικαίως στα μέρη τους).
Η μπάντα; Παναγίτσα μου! Απίστευτοι! Ειδικά ο ντράμερ (Josh Freese) με τρέλανε. Αλάνθαστοι όλοι τους. Συντονισμένοι, προβαρισμένοι, λαμπεροί, ουσιώδεις, δεξιοτέχνες. Να πούμε και τα ονόματά τους: Kevon Webster (πλήκτρα), Rufus Miller (κιθάρες) και Dominic Miller (κιθάρες) Από κοντά τους και ο ίδιος ο Sting – στιβαρός μπασίστας – που δεν παρέλειψε να μας τους συστήσει δυο φορές (μία στην αρχή και μία λίγο πριν το τέλος).
Ένα ακόμα στοιχείο που απογείωσε το κοινό ήταν που η συναυλία ήταν αυτό που λέμε «greatest hits». Όλα τα τραγούδια που ελπίζαμε/περιμέναμε ακούστηκαν. Η συναυλία ξεκίνησε με το 44/876, το ντουέτο των δύο καλλιτεχνών που δίνει και το όνομά του στην περιοδεία, αλλά συνεχίστηκε με ό,τι φαντάζεστε: Englishman in New York (αλλά και Jamaican in New York για ευνόητους λόγους), Message in a bottle, Fields of gold (με τα κινητά να ανάβουν σαν αναπτήρες κατόπιν προτροπής του Shaggy και να φτιάχνουν μια ξεχωριστή εικόνα από την κερκίδα προς τη σκηνή), Angel (Shaggy), Shape of my heart, So lonely (που ξεσήκωσε το Ηρώδειο στο πόδι), Roxanne, Bombastic (Shaggy) για να ενωθεί και πάλι με το Roxanne και να κλείσει το βασικό μέρος του προγράμματος. Για encore, ακούστηκε ό,τι έλειπε: Desert Rose, It wasn’t me (Shaggy), Every breath you take και η βραδιά έκλεισε ρομαντικά με το Fragile.
Ο Shaggy επικοινωνιακός, κινητικότατος και δικαιολογημένα παρών στο live. Για τον Sting τι να πει κανείς; Φωνητικά άρτιος με τις ψηλές του νότες ακόμα λαμπερές και ταυτόχρονα σεμνός και δοτικός. Ίχνος «καβαλήματος» δεν εντοπίστηκε επί σκηνής στις δυο ώρες του live. Και παράλληλα, καρφίτσα δεν έπεφτε στο Ηρώδειο παρά τις τσουχτερές τιμές.
Το live επαναλαμβάνεται το Σάββατο. Αν δεν είχα εισιτήριο για τον Nick Cave και αν δεν είχε γίνει και εκείνη η συναυλιάρα του το Νοέμβριο που με αποτρέπει από το να τον χάσω, θα είχα αρχίσει ήδη να «ψάχνομαι» για δεύτερο Sting & Shaggy. Πολλά λεφτά, θα μου πείτε. Ε, το champions league έχει ακριβά εισιτήρια, τι να κάνουμε. Αξίζει, όμως, τα λεφτά του.