Συχνά «μουρμουρίζουμε» όλοι εμείς οι μουσικογραφιάδες ότι δεν υπάρχει κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό, στα μουσικά πράγματα της χώρας. Γκρινιάζουμε πως δεν εντοπίζουμε ενδιαφέρουσες προτάσεις που να ταράζουν τα λιμνάζοντα νερά του ελληνικού ηχοτοπίου. Μα πως είναι δυνατόν; - αναρωτιέμαι. Σίγουρα υπάρχουν αξιόλογα πράγματα εκεί έξω, που, όμως, απαιτούν κόπο και «ξεβόλεμα» από τη μεριά του ακροατή. Αυτές τις σκέψεις έκανα αποχωρώντας μαγεμένος το Σάββατο το βράδυ από το Υποσκήνιο Β’ του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Είχα μόλις παρακολουθήσει το ρεσιτάλ για τσέλο και κρητική λύρα του Γιώργου Καλούδη με το γενικό τίτλο «Innovating Tradition».
Ξεβόλεμα και αναζήτηση είναι οι λέξεις - κλειδιά για το καινούργιο. Σαν ακροατές είμαστε βολεμένοι (επί τον πλείστον) και αναζητούμε τις ευκολίες μας. Γνώριμα ακούσματα, λόγια πολυτραγουδισμένα, χώρους πακτωμένους και αλκοόλ για τη διασκέδαση. Να «ενωθούμε» στο ρεφραίν και να «ξεκλέψουμε» λίγα (ή πολλά) λεπτά από το live για να πούμε τα νέα μας με τους φίλους που δεν προλαβαίνουμε να ειδωθούμε στην καθημερινότητα. Όταν έχεις να πεις κουβέντες με το διπλανό σου δεν αναζητάς άγνωστα ακούσματα. Αυτά έχουν απαιτήσεις. Θέλουν να προσηλώνεσαι. Να δίνεις σημασία. Ενώ, αν σε απασχολεί το «κοινωνικό σχόλιο» κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας, τότε η «Πριγκηπέσα» (μουσική – στίχοι: Σωκράτης Μάλαμας) -τραγούδι αριστουργηματικό κατά τα άλλα- είναι για σένα μονόδρομος.
Αν, όμως, έχεις λίγη «τσίπα» ακροατή κι αν σε «κόφτει» η μουσική στο σύνολό της, αν τη θεωρείς πρωταγωνίστρια και την αγαπάς παθολογικά, της χρωστάς ετούτο: να βρεις μια συναυλία που θα σε βουβάνει. Που θα σε κάνει να ανατριχιάσεις. Που θα σε κάνει να ξεχάσεις το κινητό στο αθόρυβο και στην τσέπη σου για μια ώρα. Μια συναυλία - ιεροτελεστία σαν αυτή που μας πρόσφερε το περασμένο Σάββατο ο Γιώργος Καλούδης.
Σκυμένος πάνω στα όργανά του, σε ένα ονειρικό τοπίο φωταγωγημένο αριστουργηματικά με συγκεκριμένη και ταιριαστή αισθητική στόχευση (από τη Σεσίλια Τσελεπίδη), ο Γιώργος Καλούδης δεν έπαιζε απλά. Προσευχόταν. Και μας είχε δεχτεί σε αυτή του την ιδιωτική στιγμή. Με κλειστά μάτια, γερμένος στο κεφάλι της λύρας, σα να της ψιθύριζε ένα μυστικό κι εκείνη -κανονικός χαφιές και μαρτυριάρα- να το μετεφερε και σε μας. Δεν ήταν ένα απλό κονσέρτο. Ήταν μια συνολική βιωματική κατάσταση στην οποία είχαμε την τύχη να παραβρεθούμε 150 άνθρωποι (τόσοι χωρούσαμε). Ήταν μια κατάθεση ψυχής με όχημα τη δεξιοτεχνία, τον αυτοσχεδιασμό, την αφοσίωση, το ταλέντο και τη μελέτη, που δεν μπορεί να σε αφήσει ασυγκίνητο. Μαγεία κανονική. Σαν ξόρκι που μετατρέπει τους ανθρώπους σε άλαλα όντα. Κιχ δεν ακούστηκε στη μιάμιση ώρα του live.
Κάθε που ανταμώνω με το ταλέντο και την ασκητική μορφή του Γιώργου Καλούδη, μαγεύομαι. Και ζηλεύω παράφορα (και καλοπροαίρετα). Αν έχω κάτι, λοιπόν, να απευθύνω σε εκείνον από ετούτο εδώ το σημείωμα είναι ένα απλό «ευχαριστώ». Για την ελπίδα, την ψυχαγωγία και την προσευχή που μοιραστήκαμε το περασμένο Σάββατο.
Ξεβόλεμα και αναζήτηση είναι οι λέξεις - κλειδιά για το καινούργιο. Σαν ακροατές είμαστε βολεμένοι (επί τον πλείστον) και αναζητούμε τις ευκολίες μας. Γνώριμα ακούσματα, λόγια πολυτραγουδισμένα, χώρους πακτωμένους και αλκοόλ για τη διασκέδαση. Να «ενωθούμε» στο ρεφραίν και να «ξεκλέψουμε» λίγα (ή πολλά) λεπτά από το live για να πούμε τα νέα μας με τους φίλους που δεν προλαβαίνουμε να ειδωθούμε στην καθημερινότητα. Όταν έχεις να πεις κουβέντες με το διπλανό σου δεν αναζητάς άγνωστα ακούσματα. Αυτά έχουν απαιτήσεις. Θέλουν να προσηλώνεσαι. Να δίνεις σημασία. Ενώ, αν σε απασχολεί το «κοινωνικό σχόλιο» κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας, τότε η «Πριγκηπέσα» (μουσική – στίχοι: Σωκράτης Μάλαμας) -τραγούδι αριστουργηματικό κατά τα άλλα- είναι για σένα μονόδρομος.
Αν, όμως, έχεις λίγη «τσίπα» ακροατή κι αν σε «κόφτει» η μουσική στο σύνολό της, αν τη θεωρείς πρωταγωνίστρια και την αγαπάς παθολογικά, της χρωστάς ετούτο: να βρεις μια συναυλία που θα σε βουβάνει. Που θα σε κάνει να ανατριχιάσεις. Που θα σε κάνει να ξεχάσεις το κινητό στο αθόρυβο και στην τσέπη σου για μια ώρα. Μια συναυλία - ιεροτελεστία σαν αυτή που μας πρόσφερε το περασμένο Σάββατο ο Γιώργος Καλούδης.
Σκυμένος πάνω στα όργανά του, σε ένα ονειρικό τοπίο φωταγωγημένο αριστουργηματικά με συγκεκριμένη και ταιριαστή αισθητική στόχευση (από τη Σεσίλια Τσελεπίδη), ο Γιώργος Καλούδης δεν έπαιζε απλά. Προσευχόταν. Και μας είχε δεχτεί σε αυτή του την ιδιωτική στιγμή. Με κλειστά μάτια, γερμένος στο κεφάλι της λύρας, σα να της ψιθύριζε ένα μυστικό κι εκείνη -κανονικός χαφιές και μαρτυριάρα- να το μετεφερε και σε μας. Δεν ήταν ένα απλό κονσέρτο. Ήταν μια συνολική βιωματική κατάσταση στην οποία είχαμε την τύχη να παραβρεθούμε 150 άνθρωποι (τόσοι χωρούσαμε). Ήταν μια κατάθεση ψυχής με όχημα τη δεξιοτεχνία, τον αυτοσχεδιασμό, την αφοσίωση, το ταλέντο και τη μελέτη, που δεν μπορεί να σε αφήσει ασυγκίνητο. Μαγεία κανονική. Σαν ξόρκι που μετατρέπει τους ανθρώπους σε άλαλα όντα. Κιχ δεν ακούστηκε στη μιάμιση ώρα του live.
Κάθε που ανταμώνω με το ταλέντο και την ασκητική μορφή του Γιώργου Καλούδη, μαγεύομαι. Και ζηλεύω παράφορα (και καλοπροαίρετα). Αν έχω κάτι, λοιπόν, να απευθύνω σε εκείνον από ετούτο εδώ το σημείωμα είναι ένα απλό «ευχαριστώ». Για την ελπίδα, την ψυχαγωγία και την προσευχή που μοιραστήκαμε το περασμένο Σάββατο.