Σκεφτόμουν καθώς βάδιζα το δρόμο της επιστροφής μου έξω από την αμερικάνικη πρεσβεία, χθες βράδυ (26/10), ότι το Μέγαρο Μουσικής είναι δύσκολο venue για τις συναυλίες που έχουν θεματικές με πρωταγωνιστή το ελληνικό τραγούδι. Η αίθουσές του είναι ψυχρές και «αποστειρωμένες». Δεν αφήνουν το κοινό να χαλαρώσει και να ευχαριστηθεί το ακρόαμα. Ταυτόχρονα, «μαγκώνουν» και τους μουσικούς και τους τραγουδιστές. Επικρατεί «ηχητική ευγένεια» και αυτοσυγκράτηση που δεν ευνοεί το θυμικό του ακροατή, γεγονός που δεν επιτρέπει στο υλικό να αναδειχθεί και στους καλλιτέχνες να επικοινωνήσουν απευθείας με τις καρδιές του κοινού. Και τι είναι, στο κάτω – κάτω, το τραγούδι μας, αν δεν είναι ακριβώς αυτή η σύνδεση, αυτή η ανταλλαγή ενεργειών;
Κάτι τέτοιο συνέβη και στο χθεσινοβραδυνό αφιέρωμα στο Μάνο Ελευθερίου. Για την ακρίβεια, κάτι τέτοιο συνέβη κατά το ήμισυ. Κατά τη διάρκεια του δευτέρου μέρους. Γιατί στο πρώτο μέρος και στην παρουσίαση του «Νοητού Λύκου» (σ.σ. κύκνειο άσμα του Μάνου Ελευθερίου σε μελοποίηση Γιώργου Ανδρέου και πρώτη εκτέλεση) η «απόσταση» που σας προανέφερα λειτούργησε μάλλον ευεργετικά. Η ησυχία και η προσήλωση του ακροατηρίου επέτρεψε να ακουστεί ένα νέο έργο ιδιαιτέρως αξιόλογο. Με μια ακρόαση, θα έλεγα ότι, ο Γιώργος Ανδρέου προσέγγισε με επιστήμη και έμπνευση το κείμενο του Ελευθερίου «διαβάζοντας» και αποκρυπτογραφόντας τις στίξεις, τις ανάσες, τα σταματήματα και τα (κρυμμένα και φανερά) νοήματά του, μελοποιώντας το τελικά με τρόπο ιδανικό. Ακόμα και οι «παραξενιές» των μελωδικών γραμμών και τα «ξενίσματα» σε σχέση με την αναμενόμενη (από το ευρύ κοινό) ανάπτυξή τους, ήταν απολύτως δικαιολογημένα και έβρισκαν κάθε φορά την εξήγησή τους στον εκφερόμενο λόγο. Όσο μπόρεσα να το παρακολουθήσω σε αυτή τη μία ακρόαση, με κέρδισε.
Στο δεύτερο μέρος της βραδιάς κυριάρχισαν (κάποια από) τα τραγούδια του Μάνου Ελευθερίου (πως να χωρέσεις σε μισή συναυλία έναν από τους σημαντικότερους στιχουργούς όλων των εποχών;). Εδώ επικράτησε το φαινόμενο της εισαγωγής: «φοβισμένα» παιξίματα με αυτοσυγκράτηση, ήχος «αχνός» (τα σολιστικά όργανα – ακόμα και τα μπουζούκια – συχνά δεν ακούγονταν «μπροστά») και τελικά αποτέλεσμα: απλώς «passable». Κανένας δεν χαλάρωσε (τόσο επί σκηνής, όσο και κάτω από αυτήν). Στις στιγμές, μάλιστα, που το κοινό κλήθηκε να τραγουδήσει, το έκανε με μεγάλη προσοχή, λες και δεν ήθελε ο ένας να ενοχλήσει τον άλλο. Αν σε αυτό προσθέσουμε και μερικά λάθη (ενδεχομένως της πρεμιέρας, αλλά λάθη) σε στίχους και εισαγωγές, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν το ευχαριστήθηκα.
Είμαι βέβαιος ότι στις εναπομείνασες δυο παραστάσεις τα πράγματα θα είναι πιο οργανωμένα. Το έχουν αυτό το «κακό» οι πρεμιέρες: άγχος και τρακ που βγάζει λαθάκια. Κανένα λαθάκι, όμως, δεν μπορεί να μικρύνει το μέγεθος του τιμώμενου απόντος Μάνου Ελευθερίου. Διαφωνείτε;
Κάτι τέτοιο συνέβη και στο χθεσινοβραδυνό αφιέρωμα στο Μάνο Ελευθερίου. Για την ακρίβεια, κάτι τέτοιο συνέβη κατά το ήμισυ. Κατά τη διάρκεια του δευτέρου μέρους. Γιατί στο πρώτο μέρος και στην παρουσίαση του «Νοητού Λύκου» (σ.σ. κύκνειο άσμα του Μάνου Ελευθερίου σε μελοποίηση Γιώργου Ανδρέου και πρώτη εκτέλεση) η «απόσταση» που σας προανέφερα λειτούργησε μάλλον ευεργετικά. Η ησυχία και η προσήλωση του ακροατηρίου επέτρεψε να ακουστεί ένα νέο έργο ιδιαιτέρως αξιόλογο. Με μια ακρόαση, θα έλεγα ότι, ο Γιώργος Ανδρέου προσέγγισε με επιστήμη και έμπνευση το κείμενο του Ελευθερίου «διαβάζοντας» και αποκρυπτογραφόντας τις στίξεις, τις ανάσες, τα σταματήματα και τα (κρυμμένα και φανερά) νοήματά του, μελοποιώντας το τελικά με τρόπο ιδανικό. Ακόμα και οι «παραξενιές» των μελωδικών γραμμών και τα «ξενίσματα» σε σχέση με την αναμενόμενη (από το ευρύ κοινό) ανάπτυξή τους, ήταν απολύτως δικαιολογημένα και έβρισκαν κάθε φορά την εξήγησή τους στον εκφερόμενο λόγο. Όσο μπόρεσα να το παρακολουθήσω σε αυτή τη μία ακρόαση, με κέρδισε.
Στο δεύτερο μέρος της βραδιάς κυριάρχισαν (κάποια από) τα τραγούδια του Μάνου Ελευθερίου (πως να χωρέσεις σε μισή συναυλία έναν από τους σημαντικότερους στιχουργούς όλων των εποχών;). Εδώ επικράτησε το φαινόμενο της εισαγωγής: «φοβισμένα» παιξίματα με αυτοσυγκράτηση, ήχος «αχνός» (τα σολιστικά όργανα – ακόμα και τα μπουζούκια – συχνά δεν ακούγονταν «μπροστά») και τελικά αποτέλεσμα: απλώς «passable». Κανένας δεν χαλάρωσε (τόσο επί σκηνής, όσο και κάτω από αυτήν). Στις στιγμές, μάλιστα, που το κοινό κλήθηκε να τραγουδήσει, το έκανε με μεγάλη προσοχή, λες και δεν ήθελε ο ένας να ενοχλήσει τον άλλο. Αν σε αυτό προσθέσουμε και μερικά λάθη (ενδεχομένως της πρεμιέρας, αλλά λάθη) σε στίχους και εισαγωγές, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν το ευχαριστήθηκα.
Είμαι βέβαιος ότι στις εναπομείνασες δυο παραστάσεις τα πράγματα θα είναι πιο οργανωμένα. Το έχουν αυτό το «κακό» οι πρεμιέρες: άγχος και τρακ που βγάζει λαθάκια. Κανένα λαθάκι, όμως, δεν μπορεί να μικρύνει το μέγεθος του τιμώμενου απόντος Μάνου Ελευθερίου. Διαφωνείτε;