Λουκιανός Κηλαηδόνης: «Είμαι παράλογα αισιόδοξος»

(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ & VIDEO) Συνέντευξη «ποταμός» του Λουκιανού Κηλαηδόνη για τη μεγάλη διαδρομή του στο ελληνικό τραγούδι.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Είναι μερικοί άνθρωποι που σε «κερδίζουν» και τους νιώθεις δικούς σου, πρoτού καν τους γνωρίσεις. Ένας απ’ αυτούς είναι και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Από το πρώτο τηλεφώνημα αισθάνεσαι πως μιλάς μ’ ένα φίλο σου. Πολύ περισσότερο όταν τον συναντάς από κοντά, όπως έγινε στην περίπτωσή μας, όταν πρωτοβρεθήκαμε στις 11 Αυγούστου 2008 στο σπίτι του στο Μεταξουργείο, πάνω από το ομώνυμο θέατρο στην Ακαδήμου 14-16, το χώρο, όπου μαζί με τη γυναίκα του την Άννα Βαγενά, έχουν στεγάσει ολόκληρη τη ζωή τους.

Αφορμή της συνάντησής μας ήταν μια συνέντευξη που δημοσιεύθηκε τότε σε διαδικτυακό περιοδικό. Φέτος συμπληρώνονται τριάντα ολόκληρα χρόνια από το ιστορικό πάρτι της Βουλιαγμένης και με αφορμή την εμφάνιση του Λουκιανού στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 15 Ιουνίου, θεώρησα καλό να επαναφέρω αυτή τη συνέντευξη στην επικαιρότητα, αφού μέσα της ξετυλίγεται όλο το νήμα της πορείας του Λουκιανού στο ελληνικό τραγούδι, με πολλά άγνωστα περιστατικά και με τον απολαυστικό λόγο του τραγουδοποιού. Σκόπιμα και για να μην υπάρξει σύγχυση στους αναγνώστες, έχουν αφαιρεθεί τα σχετικά με την τότε επικαιρότητα, όπως οι εμφανίσεις του Λουκιανού με το Γιάννη Μηλιώκα κλπ.

Λουκιανέ, καταρχάς σ’ ευχαριστώ πολύ για τη ζεστή φιλοξενία… Θα ήθελα να ξετυλίξουμε το νήμα της ζωής σου από την αρχή… Γεννήθηκες στη Νέα Κυψέλη, το 1943… Ποια είναι τα πρώτα σου μουσικά ακούσματα;
Ραδιόφωνο κυρίως… Αυτά που μεγάλωσε η γενιά μου ακούγοντας δυο σταθμούς στο ραδιόφωνο… «Χύμα» ακούσματα, «χύμα»… Βάζανε πολύ ελαφρό τραγούδι…

Λαϊκά τραγούδια δεν παίζανε τότε στο ραδιόφωνο;
Το λαϊκό πρωτοπαίχτηκε γύρω στο ’59-60… Ρεμπέτικο δεν παιζότανε, δεν υπήρχε… Καντάδες βάζανε, εμβατήρια, δημοτικά κλπ… Άλλα ακούσματα, ήτανε τα τραγουδάκια του σχολείου, της γειτονιάς, αυτά που είναι σαν προσκοπικά, σαν κατασκηνωτικά, ένα υλικό δηλαδή, που υπάρχει και στην πρώτη πλευρά του «Αχ πατρίδα μου γλυκιά», που έχω αυτά τα παιδικά κλπ. Στο «Αχ πατρίδα μου γλυκιά» έχω κυρίως τις επιρροές μου και ότι με διαμόρφωσε από πλευράς ελληνικής, ας πούμε, γιατί, γεννημένος το ’43, στη δεκαετία του ’50, με την εισβολή του Rock n’ roll και του αμερικάνικου τραγουδιού, ακούσαμε πάρα πολλή αμερικάνικη μουσική της εποχής από 45άρια. Τον καιρό που ο Presley έγραφε ένα καινούργιο κομμάτι, σε μια βδομάδα, δέκα μέρες βρισκόταν εδώ και το ακούγαμε. Pat Boone, Perry Como, Nat King Kole κλπ. Όλα αυτά, μαζεμένα με στοιχεία country και επτανησιακά, κάνανε την άλλη δουλειά με τους «καουμπόηδες» και τα «τζιν». Νομίζω ότι είναι εμφανή αυτά στη δουλειά μου.

Βέβαια, φαίνονται όλα αυτά… Φαντάζομαι όμως πως θα άκουγες και Θεοδωράκη-Χατζιδάκι, που εμφανίζονται, περίπου στα τέλη της δεκαετίας του ‘50…
Είχαμε ακούσει το «Γαρύφαλλο στ’ αυτί» αλλά δεν είχαμε εντοπίσει το «φαινόμενο» Χατζιδάκις. Είχαμε ακούσει κάποια σκόρπια τραγούδια. Το 1960 με τον «Επιτάφιο» εντοπίζουμε το Θεοδωράκη, «κολλάμε» στο Θεοδωράκη και μέσω Θεοδωράκη, αρχίζουμε να έχουμε μια εικόνα και μαθαίνουμε και το άλλο «αντίπαλο δέος», το Χατζιδάκι. Πολύ γρήγορα μπαίνει μέσα σ’ αυτή την τριάδα και ο Ξαρχάκος, με πολύ δυνατά στοιχεία. Η δεκαετία του ’60 είναι γεμάτη από τέτοια μουσική. Οι άνθρωποι της γενιάς μου, οι λίγο πολιτικοποιημένοι κλπ δεν ακούγαμε ξένη μουσική. Μπορεί να χαλούσε ο κόσμος από τους Beatles, αλλά τους ακούσαμε το ’70, όταν πια είχαν διαλυθεί. Εκείνη την εποχή είμαστε «κολλημένοι» στο ελληνικό πολιτικό τραγούδι. Μες στη χούντα που απαγορεύτηκε o Θεοδωράκης αρχίσαμε σιγά, σιγά να ανακαλύπτουμε τους Beatles και τους Rolling Stones.

Τότε άρχισε να ανθίζει κι ένα πιο «ελαφρό» είδος τραγουδιού, με κάποια χαρακτηριστικά δείγματα όπως «Επιπόλαιο με λες» και άλλα παρόμοια…
Και από τότε άρχισε η κάτω βόλτα του τραγουδιού…

Βγήκαν και άλλοι συνθέτες όμως, όπως ο Κουγιουμτζής…
Ναι συνυπήρχαν… Και ο Λοΐζος, ο Μούτσης, ο Μαρκόπουλος, υπήρχε και καλό τραγούδι, απλά το κενό που άφησε ο Θεοδωράκης ήταν μεγάλο… Παρόλο που εμείς ακούγαμε εκείνα τα χρόνια, όταν φίλοι έφερναν απ’ έξω, παράνομα, τραγούδια του Μίκη… Εγώ είχα φίλες τη Μαρία Δημητριάδη και την αδερφή της, την Αφροδίτη Μάνου, που μπαινοβγαίνανε και φέρνανε… Ή τραγούδια του Μίκη από τη Ζάτουνα κλπ.

Αργότερα, το 1974, ενορχήστρωσες "Τα Λαϊκά" του Θεοδωράκη και του Μάνου Ελευθερίου με το Μανώλη Μητσιά και την Τάνια Τσανακλίδου.
Έκανα εκεί την ενορχήστρωση και επίσης έκανα και τρία τραγούδια από τα "Έξι Θαλασσινά Φεγγάρια" του Θεοδωράκη και του Νίκου Γκάτσου, τα οποία είχε ηχογραφήσει ο Μίκης λίγο πριν τη δικτατορία, τρία ο Μπιθικώτσης, τρία η Μοσχολιού. Τα τρία με τον Μπιθικώτση ήταν τελειωμένα και υπήρχαν και πρόχειρες ηχογραφήσεις για τη Μοσχολιού. Έκανα τις ορχήστρες και τραγούδησε η Βίκυ… Δεν ακουστήκανε πολύ…. Κρίμα, γιατί είναι πολύ ωραία τραγούδια, έχει μερικά εξαιρετικά… Αλλά τότε, στη μεταπολίτευση, βγήκε όλος ο Θεοδωράκης μαζί, τι να πρωτακούσεις; Εκατό, διακόσια Lp και τα καινούργια και τα παλιά μαζί και χάθηκαν και τα "Έξι Θαλασσινά φεγγάρια".

Θα πρέπει να έχεις ιδιαίτερη αδυναμία σ’ ένα απ’ αυτά, στο Πανηγύρι των άστρων το οποίο είχες τραγουδήσει στο αφιέρωμα στο Μίκη Θεοδωράκη στην εκπομπή Στην Υγειά Μας το 2005 αλλά και σε άλλες εμφανίσεις σου…
«Βάλτο μαχαίρι σου στο θηκάρι…» Ναι, το αγαπώ ιδιαίτερα αυτό το τραγούδι. Το είχα πει και στο Σπύρο Παπαδόπουλο, παρουσία του Μίκη και σε μια άλλη εκπομπή αφιέρωμα στον Γκάτσο.

Ας πάμε λίγο πίσω, στην αρχή της καριέρας σου, το 1968, όταν ηχογραφείς τα δυο πρώτα σου τραγούδια, σε στίχους του Δημήτρη Ιατρόπουλου, με το Γιώργο Νταλάρα. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Γύρναγα από εταιρεία σε εταιρεία έχοντας μερικά τραγουδάκια. Εδώ που τα λέμε δεν ήταν και πολλές οι εταιρείες, πήγα στην Odeon και στην Columbia. Εγώ ήθελα να κάνω μεγάλο δίσκο. Θα είχα καμιά δεκαριά τραγούδια. Και μου είπε ο Μάτσας: «Μεγάλο δίσκο δε θα κάνεις, απλά, αν θέλεις, δυο απ’ αυτά τα τραγούδια να τα δώσεις σ’ έναν καινούργιο τραγουδιστή που προωθούμε τώρα». Είχε κάνει ο Γιώργος δυο-τρία δισκάκια με τον Μητσάκη, «Στην εποχή του Πάγκαλου» και κάποια άλλα, οπότε με την προτροπή του Μάτσα πήγα να τον ακούσω σ’ ένα κέντρο, «Τα χρυσά κλειδιά» που τραγουδούσε τότε στην Πλάκα με τον Μητσάκη. Είδα ένα παλικαράκι, λεπτό, αδύνατο, δώσαμε ένα ραντεβού στην πλατεία Κολωνακίου και γνωριστήκαμε… Κι έτσι είπε το «Παίρνω την ανηφοριά» και το «Σ’ αγαπώ». Τον ξέρω λοιπόν το Γιώργο 40 χρόνια...

Είχαν κυκλοφορήσει και σε 45άρι αυτά τα τραγούδια ή μόνο στον πρώτο μεγάλο δίσκο του Νταλάρα;
Σε 45άρι όχι, μόνο στο μεγάλο δίσκο.

Θα μου επιτρέψεις να σου πω πως του έχω ιδιαίτερη αδυναμία και αγάπη…
Και δεν είσαι ο μόνος… Ξέρεις, υπάρχει κόσμος που είναι «τρελαμένος» με τον Νταλάρα. Κάτι ταξιτζήδες που με ρωτάνε «Πως είναι ο Γιώργος, τον ξέρεις το Γιώργο; Και πες μας για το Γιώργο», βάζουν ringtones με τραγούδια του στα κινητά, έχουνε φωτογραφίες, πάνε πρώτη σειρά στο «Παλλάς»… Τον Γιώργο, λοιπόν, τον ξέρω 40 χρόνια. Όποτε με χρειάστηκε και όποτε τον χρειάστηκα, είμαστε δίπλα, έχουμε εξαιρετικά καλές σχέσεις, είμαστε 40 χρόνια κοντά, από πριν πάει φαντάρος κλπ…”

Λίγο μετά έρχεται η «Πόλη μας» με το Μανώλη Μητσιά και τη Βίκυ Μοσχολιού…
Στη συνέχεια, έχοντας περισσότερο υλικό, ξαναγυρίζω πάλι στην Columbia και πάω μια μαγνητοταινία… «Περάστε σε μια βδομάδα, δεν τα άκουσε ο κύριος Λαμπρόπουλος, ξαναπεράστε» κλπ. Μ’ αυτό το υλικό λοιπόν, γνωρίζω την Κωστούλα τη Μητροπούλου, μέσω ενός φίλου τραγουδιστή, του Αλέξη του Γεωργίου. Κάποια στιγμή έρχεται η Κωστούλα, ακούει μερικά τραγούδια και μου λέει «Γράφω κι εγώ στίχους». Μου έδωσε μερικά και μου άρεσε πολύ το «Προς κατεδάφισιν», ο «Αρχηγός» και άλλα. Βρίσκει μια «άκρη» η Κωστούλα, να κάνει ένα χορόδραμα για τη Ραλλού Μάνου. Και της προτείνει η Ραλλού Μάνου να της γράψει ένα “story” για ένα μουσικό κλπ. Της λέει η Κωστούλα ότι «Έχω ένα συνθέτη νέο, που νομίζω ότι μπορεί…», οπότε της είπε η Ραλλού «Έρχομαι να τον ακούσω». Πήγα και της έπαιξα μερικά της Κωστούλας και δικά μου και μου είπε να κάνω τη μουσική για την «Πόλη μας». Αφού λοιπόν έκανα τη μουσική για την «Πόλη μας», η Ραλλού που ήξερε το Λαμπρόπουλο, λόγω Χατζιδάκι, είχαν συνεργαστεί παλιά και ήτανε παρέα, πήγε και του είπε «Έχω ένα συνθέτη που μού ‘κανε τη μουσική για την “Πόλη μας”» κι έγινε η συνεργασία μέσω της Ραλλούς. Έγινε το ξεκίνημα και βγήκε η «Πόλη μας» δηλαδή. Μετά άνοιξε ο δρόμος…

Νομίζω πως υπήρξε κι ένα πρόβλημα με τους στίχους του Μάνου Ελευθερίου στο «Μη χτυπάς σ’ ένα σπίτι κλειστό»…
Όταν είπα στη Μητροπούλου ότι θέλω να βάλω στο δίσκο και το «Μη χτυπάς» και οι στίχοι είναι του Μάνου Ελευθερίου, μου είπε «Όχι, εάν θα βάλεις, θα βάλεις μόνο με δικούς σου στίχους» το «Όσο αγαπιόμαστε τα δυο» και «Το καλοκαίρι σαν θα ‘ρθεί». Της είπα να το βάλω το «Μη χτυπάς» με το δικό μου όνομα. Και μου λέει «Με το όνομα το δικό σου να το βάλεις». Και κάναμε μια συμφωνία με το Μάνο ότι στο δίσκο θα μπει με το όνομα το δικό μου, κάναμε κι ένα χαρτί, έτσι σα συμφωνητικό και μόλις έγινε και το 45άρι μπήκε και το δικό του όνομα και έκτοτε υπάρχει…

Τότε γνώρισες το Μάνο Ελευθερίου;
Τον ήξερα ήδη από κάποιες αντιχουντικές συγκεντρώσεις κλπ…

Μπουζούκια στην «Πόλη μας» παίζουν ο Παπαδόπουλος με τον Καρνέζη;
Ναι. Αυτοί ήταν «αποκλειστικοί» του Λαμπρόπουλου, ηχογραφούσαν μόνο για το Λαμπρόπουλο. Ο Μάτσας είχε νομίζω το Ζαφειρίου…

Και στη συνέχεια το Νικολόπουλο με τον Πολυκανδριώτη.
Έτσι ακριβώς. Ενώ στα άλλα όργανα η κάθε εταιρεία ήταν «ανοιχτή»…  Δηλαδή το ακορντεόν ή το μεταλλόφωνο για παράδειγμα ήταν ένα, αλλά έπαιζε και για τις δυο εταιρείες, αλλά τα μπουζούκια τα θέλανε «αποκλειστικά». Όπως «αποκλειστικός» υπήρξε ο Γκάτσος για το Λαμπρόπουλο, με όσους δηλαδή συνεργάστηκε ο Γκάτσος, ήταν συνθέτες της Columbia. Το «Όσο αγαπιόμαστε τα δυο» λοιπόν, συνέπεσε να είναι μαζί με το «Μη χτυπάς» και πούλησε πολύ σαν μικρό δισκάκι, πούλησαν και κάνα δυο άλλα μικρά αλλά αυτό πήγε εξαιρετικά, γιατί παίζανε και τα δυο τραγούδια… Τότε υπήρχαν χιλιάδες juke-box στην Ελλάδα και μόνο ότι μπήκε στα juke-box, σήμαινε 100.000 κομμάτια. Αυτό έκανε το Λαμπρόπουλο να πει «Θα σου δώσω στην επόμενη συνεργασία τον Γκάτσο». Κι έγινε η «Κόκκινη κλωστή». Έχοντας ήδη γράψει το 1971 τα «Μικροαστικά» του Νεγρεπόντη, τα οποία δεν μου τα έβγαζε ο Λαμπρόπουλος. Του τα ’δινα τα άκουγε, μου ‘λεγε «Δεν τα βγάζω». Μετά μου ‘λεγε «Να τα πει ο Ανδρεάδης». Του λέω «Γιατί να τα πει ο Ανδρεάδης;», μου λέει «Γιατί είναι κωμικά». «Μα δεν είναι κωμικά τα τραγούδια αυτά. Μπορεί να ’χουνε κάποια πλάκα αλλά δεν είναι για να τα κοροιδέψουμε…» Ο Γκάτσος που τα είχε ακούσει μου είχε πει «Αυτό είναι μια σπουδαία δουλειά Λουκιανέ, να τη βγάλεις». Του λέω «Δε μου τη βγάζει ο Λαμπρόπουλος». «Περίμενε, κάτι μπορεί να γίνει και να βγει» μου ’λεγε. Και πράγματι, ένας παραγωγός που στάθηκε δίπλα μου όλα αυτά τα χρόνια, από το ξεκίνημα δηλαδή, ήταν ο Γιώργος Μακράκης, τον οποίο πέτυχα σε τέσσερις εταιρείες που άλλαξα, αυτός μου πρότεινε να κάνουμε και το τελευταίο live του Ηρωδείου, το «Μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά». Ξεκίνησα από Columbia,τον συνάντησα στη Lyra, τον συνάντησα στη Minos και τώρα ξανά και στη Legend. Eκείνος λοιπόν, κάποια στιγμή που του ‘λεγα για τα «Μικροαστικά», μου είπε «Θα σου πω κάτι αλλά να μείνει μεταξύ μας. Σε λίγο καιρό, οι Εγγλέζοι, η Emi δηλαδή, θα στείλει Εγγλέζο διευθυντή. Σ’ αυτόν θα στα “περάσω” εγώ τα “Μικροαστικά”». Και πράγματι ήρθε ο Jameson, κι επειδή δεν ήξερε τίποτα, εμπιστεύθηκε τον Μακράκη, που ήταν ο πιο έμπειρος παραγωγός και βγήκαν. Και μάλιστα πούλησαν τα «Μικροαστικά», κάτι που δεν το περίμενε κανείς απ’ αυτό το δίσκο.

Αυτός δεν είναι και ο πρώτος δίσκος με κόκκινο βινύλιο;
Nαι, το κόκκινο βινύλιο, το οποίο το έψαχνα πριν από καιρό κι έχει γίνει πια μαύρο, έγινε σκούρο βυσσινί δηλαδή. Στο φως καταλαβαίνεις ότι δεν είναι μαύρο, αλλά μετά από 35 χρόνια… Ενώ μέχρι πριν από 10 χρόνια περίπου, είχα κάνει ένα «Λυκαβηττό» με τίτλο «Η σκοτεινή πλευρά» και τους έπαιξα δουλειές άγνωστες κλπ και τους έδειξα και τα «Μικροαστικά» με το κόκκινο βινύλιο. Ήταν κόκκινο το «γαμημένο»… Τώρα μετά από καιρό το ξανακοιτάω κι έχει μείνει μόνο στην άκρη που είναι λεπτό το βινύλιο. Είχαν ένα πρόβλημα τα χρωματιστά βινύλια. Τα χρησιμοποιούσε το εργοστάσιο της Columbia που τύπωνε τους δίσκους και ήταν το μοναδικό εργοστάσιο για όλη τη Μέση Ανατολή, δηλαδή Αίγυπτο, Φεϊρούζ, Ουμ Καλσούμ κλπ. Αυτά τα τυπώνανε στην Columbia, στέλνανε τις μαγνητοταινίες από εκεί, τα τυπώνανε εδώ και τα πηγαίνανε πίσω. Eμένα επειδή μ’ άρεσε αυτή η ιστορία της δισκογραφίας, πήγαινα και στις πρέσες που τυπώνανε τους δίσκους και μέσα στα τυπογραφεία που τυπώνανε τα εξώφυλλα και εκεί είδα τα χρωματιστά βινύλια. Υπήρχε πράσινο, κόκκινο, μπλε. Αυτό λοιπόν ήταν πολύ φθηνό υλικό και πολύ μικρότερης αντοχής και στο πέμπτο παίξιμο έκανε «σκρατς». Τότε λοιπόν, ζήτησα και μου τυπώσανε καμιά δεκαριά μαύρα, για μένα και για τους φίλους μου. Τότε το μαύρο ήταν το δυσεύρετο, το κόκκινο υπήρχε παντού… Τα κόκκινα λοιπόν κάνανε «σκρατς». Ήταν φθηνό το υλικό, οξειδώθηκε και έχει πια μαυρίσει. Εν πάση περιπτώσει το’73 βγήκαν τα «Μικροαστικά» και μου άνοιξαν ένα δρόμο. Είπαν δηλαδή «Αυτός με παράξενες δουλειές, μπορεί να πουλήσει» κι έτσι έκανα και μια «μυστήρια» δουλειά τη «Media Luz» το ’76, που έπεσε βέβαια πάνω στη μεταπολίτευση, αλλά για μένα είναι μια πολύ σημαντική δουλειά.

Ήθελα να γυρίσουμε πίσω στο 1972 και στην «Κόκκινη κλωστή». Ο δίσκος αυτός κυκλοφόρησε με το Μητσιά και τη Γαλάνη, αλλά πέντε από αυτά τα τραγούδια είχαν ηχογραφηθεί και με τον Μπιθικώτση. Πολύ αργότερα, το 1987, κυκλοφόρησαν στο μεγάλο δίσκο «Λουκιανός Κηλαηδόνης-Πρώτες εκτελέσεις». Τι συνέβη και δεν βγήκαν τότε με τον Μπιθικώτση;
Δεν έπρεπε να βγούνε… Εγώ έκανα την πρώτη συνεργασία με την Columbia και πήγα σ’ αυτήν γιατί αγαπούσα πάρα πολύ τη φωνή του Μπιθικώτση. Όταν λοιπόν ήταν να κάνουμε το δίσκο με τη Ραλλού Μάνου («Η πόλη μας»), όπου ο Μανώλης θα τραγουδούσε και ζωντανά στην παράσταση, είπα στο Λαμπρόπουλο πως εγώ θέλω τα τραγούδια με τον Μπιθικώτση. Μου έφερνε δυσκολίες… Ο Λαμπρόπουλος διέβλεπε ένα τέλος της «χροιάς Μπιθικώτση». Κι ήθελε να προετοιμάσει τον διάδοχο. Έτσι λοιπόν μου έφερνε διάφορες προφάσεις, όμως μέσα σ’ όλα αυτά ήθελε κι ο Μπιθικώτσης να πάει στην Αμερική τουρνέ και δεν τον είχα… Τέλος πάντων όταν φτάνουμε στην «Κόκκινη κλωστή» του λέω «Θέλω τον Μπιθικώτση» και μου λέει «Πάρτον». Πάω λοιπόν στο Γρηγόρη και του βάζω τα τραγούδια… «Ωραία…» λέει «…ο καινούργιος Θεοδωράκης…» κλπ, του άρεσε το «Σπίτι μου με τ’ άσπρα σου γιασεμιά», το «Τι να σου κάνει ο άνθρωπος» και ξεκινάμε με τον Μπιθικώτση. Κάνουμε δυο προβούλες, πάμε στο στούντιο, λέει πέντε τραγούδια σε μια ώρα μέσα… Παίρνω ένα αντίγραφο, πάω σπίτι, τα ακούω την άλλη μέρα και αντιλαμβάνομαι πως δεν υπήρχε πια το «μέταλλο» της φωνής του Μπιθικώτση, είχε «σπάσει». Δεν το ’χα αντιληφθεί… Είχε βγάλει το «Μια γυναίκα φεύγει», είχε γίνει «μπελ κάντο», έχασε εκείνο το «μέταλλο» που αγαπήσαμε και ήταν ένας τραγουδιστής πιο «μαλακός» κι από τον Κόκοτα, πώς να σου πω, ένα πράγμα «μπελ κάντο». Τηλεφωνώ στο Λαμπρόπουλο και του λέω «Κύριε Λαμπρόπουλε, με συγχωρείτε πάρα πολύ, εκτίθεται ο Γρηγόρης μ’ αυτά τα τραγούδια, να μην τα πει ο Γρηγόρης, ας τα πει ο Μητσιάς». Απ’ αυτά λοιπόν, είχα εγώ ένα αντίγραφο στα χέρια μου, είχε μείνει κι ένα στην Columbia.Το βρήκανε ο Φαληρέας με τον Κυβέλο, δεν ξέρω κι εγώ πού διάολο το βρήκανε και τα βγάλανε… Εγώ δεν τα ’βγαζα ποτέ για να «προστατέψω» το Γρηγόρη…

Θα μου επιτρέψεις να διαφωνήσω. Εγώ είμαι της άποψης πως κάποια πράγματα, όπως αυτά, δεν πρέπει να μένουν στα συρτάρια και καλώς βγαίνουνε…
Εντάξει, είναι ένα ντοκουμέντο, κάτι τέτοιο. Αλλά αν βάλεις αυτά τα τραγούδια και βάλεις, ας πούμε, το Γρηγόρη του ’63, θα καταλάβεις τη διαφορά… Εγώ για κείνον το Γρηγόρη πήγα κι όταν τον έφτασα, βρήκα πια έναν άλλον Γρηγόρη...

Αν δεν απατώμαι, εκείνη την εποχή, υπήρχε στα σκαριά και μια δουλειά με το Γιάννη Παπαϊωάννου…
Ήταν αρχές του ’70 που κάναμε πολύ παρέα με το Λευτέρη Παπαδόπουλο, το Μάνο Λοΐζο, το Νταλάρα στο ξεκίνημά του και πηγαίναμε τότε στις Τζιτζιφιές, που ήταν ο Τσιτσάνης με τον Παπαϊωάννου και ο Λευτέρης τους ήξερε βεβαίως. Κάποια στιγμή ο Παπαϊωάννου του είπε «Ρε συ Λευτέρη, έχω κάποιες μελωδίες, που θα ’θελα να τους βάλεις εσύ λόγια, δηλαδή έχω βάλει εγώ, αλλά εσύ μου φαίνεται πως θα ’βαζες καλύτερα….» Και σε μένα είπε «Εσύ δεν είσαι που έχεις κάνει το “Όσο αγαπιόμαστε τα δυο” και “Ντόνα Μαντόνα γλυκιά Κεφαλονίτισσα”;» -τότε ήταν επιτυχίες- «εσύ θα ήθελα να κάνεις τις ορχήστρες που είναι έτσι δροσερές και χαρούμενες…». Αυτό εκεί έμεινε, δεν προχώρησε… Μετά από λίγο καιρό σκοτώθηκε… Θεωρώ πως ο Παπαϊωάννου, μαζί με τον Βαμβακάρη και τον Τσιτσάνη, ήταν οι σημαντικότεροι συνθέτες του ρεμπέτικου, αλλά αν με βάλεις να διαλέξω, έναν θα σου πω τον Γιάννη Παπαιωάννου… Μου πάει πιο πολύ…

Έχεις και κάποιους στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, οι οποίοι μέχρι σήμερα δεν έχουν εκδοθεί…
Έχω ακόμα κάποιους στίχους της αμελοποίητους στα χέρια μου και κάποια στιγμή θα τους κάνω… Είχαν θέμα μικρασιάτικο και όταν μου τους έδωσε η Ευτυχία, σε λίγο καιρό βγήκε και η «Μικρά Ασία» του Καλδάρα και σκέφτηκα πως δεν έπρεπε να πέσει το ένα πάνω στο άλλο.

Είχε κυκλοφορήσει και ο «Άγιος Φεβρουάριος» του Μούτση και του Ελευθερίου τότε…
Και ο «Άγιος Φεβρουάριος» ήτανε κοντά, οπότε πέρασε ο καιρός και δεν βγήκαν… Πάντως είναι μέσα στην καρδιά μου αυτοί οι στίχοι και θα τους κάνω. Η Ευτυχία μου τους έδωσε και μου είπε «Πάρτους και όποτε θέλεις να τους κάνεις», το ξέρει κι η κόρη της, το ’χω πει και σε συνεντεύξεις ότι έχω δουλειά της… Είναι ένα μεγάλο ποίημα και από τα αριστουργήματα της Ευτυχίας και δεν έχει γράψει και λίγα αριστουργήματα…

Υπάρχει και μια ιστορία εκείνης της εποχής με τον «Δραγουμάνο του βεζύρη» που το τραγούδησε σε δίσκο 45 στροφών ο Μητσιάς. Όταν έκανες τη συναυλία «Η σκοτεινή πλευρά» στο Λυκαβηττό τον Αύγουστο του 1996, ανάμεσα στα άλλα, έβαλες και μια ηχογράφηση του τραγουδιού με το Γιώργο Νταλάρα…
Aυτό είναι μια «πλάκα». Εκείνη την εποχή που κάναμε παρέα με το Λευτέρη, το Μάνο και τον Νταλάρα, παίζαμε τα τραγούδια μας ακυκλοφόρητα στα πιάνα, σε όποιο σπίτι βρισκόμαστε. Έλεγε ο Μάνος «Έγραψα ένα, “Παποράκι του Μπουρνόβα”, πως σου φαίνεται;» Τότε είχαμε γράψει και το «Δραγουμάνο του βεζύρη», το λέγαμε στις παρέες και ο Νταλάρας το ήξερε το κομμάτι. Φτάνω λοιπόν να το ηχογραφήσω και είμαι στην Columbia. Η Columbia είχε δυο στούντιο ηχογραφήσεων. Στο ένα έγραφα εγώ το «Δραγουμάνο» και στο άλλο έγραφε ο Νταλάρας κάτι του Κουγιουμτζή. Εν τω μεταξύ γινόταν κάτι διαλείμματα, άνοιγαν οι πόρτες, ακούγαμε τις ορχήστρες από μέσα κι έρχεται λοιπόν και μου λέει «Το δραγουμάνο γράφεις; Να μπω να το πω λιγάκι;» «Μπες ρε πέστο» του λέω… (Τραγουδάει): Ο δραγουμάνος του βεζύρη… και μόλις φτάνει προς το τέλος λέει «Γεια σου Λουκιανέ…» ή κάτι τέτοιο κι έφυγε τρέχοντας… Αυτό το κράτησα… Δεν το είπε ολόκληρο, δεν θα το ’βγαζα ποτέ, άλλωστε αυτός ήταν στην Odeon κι εγώ στην Columbia, αλλά το «ψαχνό» υπάρχει και με τη φωνή του Νταλάρα, ήταν ένα «καλαμπουράκι»… Σ’ αυτή τη συναυλία λοιπόν που έβαλα κι αυτό, στη «Σκοτεινή πλευρά», τους έπαιξα τραγούδια από την «Πόλη μας», που έλεγε η Μοσχολιού, όπως το «Κοιμήσου να ονειρευτείς θάλασσες και καράβια» το οποίο στην παράσταση της Ραλλούς Μάνου, ακουγόταν με τη φωνή της Νταντωνάκη… Είχα γνωρίσει τη Φλέρυ από κάτι φίλους, πριν κάνει με το Μάνο «Μεγάλους ερωτικούς» κλπ, Ήταν τραγουδίστρια του, είχε «ντουμπλάρει» τη Μελίνα στα «Παιδιά του Πειραιά» όταν παιζότανε στο Broadway. Η Φλέρυ έμενε χρόνια στην Αμερική, ξέραμε ότι είναι μια καλή τραγουδίστρια και κάποια στιγμή που η Μελίνα έφυγε για κινηματογραφικές υποχρεώσεις, την «ντουμπλάρισε» εκείνη… Είχε έρθει στην Ελλάδα με περγαμηνές και επρόκειτο να συνεργαστεί με το Χατζιδάκι εδώ πια, πέρα από το ότι είχε τραγουδήσει τα δικά του τραγούδια εκεί. Τη γνώρισα από κάτι φίλους στο Ψυχικό, ήταν πολύ καλή τραγουδίστρια και με τη φωνή της ακούγονταν στην παράσταση 2-3 τραγούδια, απ’ αυτά που στο δίσκο είπε η Μοσχολιού. Εκείνο το βράδυ στο Λυκαβηττό, γι ’αυτό το είπα και «Η σκοτεινή πλευρά», τους έβαλα και ακούσανε κάποια πράγματα που δεν έχουνε κυκλοφορήσει…

Έχεις σκεφτεί ποτέ να τα εκδώσεις αυτά;
Έχω τέτοιο υλικό αλλά θέλω δικαιώματα και διάφορα τέτοια μπλεξίματα με εταιρείες κλπ. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι παιχτήκανε στο Λυκαβηττό και υπάρχει το video και μάλιστα ήταν περισσότερα απ’ όσα έβαλα τελικά. Έχω ας πούμε πρόβα στο σπίτι μου με τον Νταλάρα να κάνει το «Σ’ αγαπώ» και το «Παίρνω την ανηφοριά» μ’ ένα πιανάκι κι ένα κασετόφωνο… Έχω πάρα πολύ καλό αρχείο και διατηρημένο και τώρα είμαι σε φάση που αρχειοθετώ, για να μπορώ να τα βρίσκω όλα εύκολα. Ένα πολύ ωραίο ταξίμι που έχει κάνει ο Τάσος ο Χαλκιάς, όταν το 1975 κάναμε με τον Γκάτσο για το BBC μια εκπομπή αντιδικτατορική και ζητήσανε μουσική. Και γράψαμε με τον Γκάτσο το «Κάποιον σταυρώνουν σήμερα» με τη Γαλάνη. Κι από την πίσω μεριά επειδή δεν είχαμε άλλο τραγούδι, φώναξα τον Τάσο Χαλκιά να το παίξει με το κλαρίνο του σαν μοιρολόι ηπειρώτικο… Αυτό τώρα, άντε βρες το… Κάποια στιγμή μπορεί και να τα βγάλω… θα δω… δε θα χαθούνε, είναι σε καλά χέρια…

Μετά τα «Μικροαστικά» ηχογραφείς, το 1975, τα «Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας».
Μετά τα «Μικροαστικά», ο Γιάννης Νεγρεπόντης μου έδωσε τα «Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας» και τα ηχογράφησα με ηθοποιούς από την παράσταση, γιατί τα «Μικροαστικά» γίνανε παράσταση από το «Μικρό θέατρο» της Κανδρεβιώτου στην Κυψέλη, τον Αλέκο τον Μάνδηλα, την Πίτσα Κονιτσιώτη, μια κοπέλα που τραγουδάει… Ατυχήσανε, πέσανε πάνω στη μεταπολίτευση, επίσης ήτανε δίσκος που αντιπαθούσε πάρα πολύ το ΚΚΕ, γιατί ο Γιάννης ήταν στην ΕΔΑ, δηλαδή δεν τον υπερασπίστηκε ούτε καν, ας πούμε, ένα κόμμα αριστερό. Κι έτσι πήγε «ντούκου». Ο Γιάννης ο Νεγρεπόντης έλεγε πάντα ότι τα «Μικροαστικά» δεν είναι πολιτικά τραγούδια, είναι κοινωνικά τραγούδια, ενώ τα «Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας» είναι πολιτικά τραγούδια. Πράγματι έχει πολλά τραγούδια, 16, τα μισά είναι καλά… «Η μετανάστευση», «Το σύστημα», οι «Ψυχώσεις» είναι μερικά τραγούδια πολύ καλά από το Νεγρεπόντη… Δεν είχε όμως τη «δύναμη» των «Μικροαστικών».

Το 1976 κάνεις τον «Περίπατο» με τον Μανώλη Μητσιά, σε στίχους Νίκου Γκάτσου, που είναι και ο τελευταίος σου δίσκος με άλλον τραγουδιστή. Μέχρι τότε είχες ηχογραφήσει και μερικά σκόρπια 45άρια…
Ναι με τον Γκάτσο κυρίως… Αυτά ήτανε για να περνάει ο καιρός. Καθόμασταν με τον Γκάτσο στου «Φλόκα» κάθε μεσημέρι και λέγαμε «δεν κάνουμε κανένα 45άρι;» Θέλω λοιπόν, το 1976, να κάνω τη «Media Luz», φιλόδοξο σχέδιο, ακριβή παραγωγή και μου λέει ο Μακράκης «Τραγούδια έχει;» Και του λέω «Όχι δεν έχει τραγούδια, είναι κυρίως ορχηστρικά κι αν έχει, είναι κάτι αμερικάνικα κλπ». Μου λέει «Για να σου κάνω αυτή την παραγωγή, θα μου δώσεις ένα λαϊκό δίσκο να πει ο Μανώλης». Εγώ τότε είχα κάνει την «Τύχη της Μαρούλας» μια μουσική για το «Θεσσαλικό θέατρο» με την Άννα, είχε ωραίες μελωδίες, από τις οποίες βγήκαν και τα 10 από τα τραγούδια του «Περίπατου». Μαζέματα από δω κι από κει ήταν αυτά… Είπα «Πάρτε αυτά αλλά για να μην μου κάνει ζημιά στη “Media Luz” δε θα βάλεις στο εξώφυλλο το όνομά μου, θα βάλεις μόνο το Μητσιά». Γι’ αυτό και στο εξώφυλλο γράφει μόνο «Μανώλης Μητσιάς - Περίπατος». Από πίσω λέει το όνομα το δικό μου και του Γκάτσου αλλά μπροστά δε γράφει τίποτα, γιατί θα βγαίνανε σχεδόν ταυτόχρονα στις βιτρίνες. Δεν ήθελα να λένε ο καινούργιος δίσκος του Κηλαηδόνη και να μπερδεύονται. Έγινε λοιπόν ως αντάλλαγμα για να κάνω τη «Media Luz».

Αν και στο ζήτησε η εταιρεία ο «Περίπατος» δεν «περπάτησε» τελικά. Πού οφείλεται αυτό;
Δεν το υπερασπίστηκα κι εγώ καθόλου.

Κρίμα, γιατί έχει ωραία τραγούδια…
Έχει;

Ναι, νομίζω πως έχει αρκετά όμορφα τραγούδια… Οι «Πέντε στρατηγοί», το «Χαμόσπιτο», η «Προσευχή»…
Ξέρεις το μόνο που ακούστηκε ποιο ήταν; Το «Κοριτσάκι μου με τ’ άσπρα», λίγο το έπαιξαν τα ραδιόφωνα. Έχει μερικά, το «Κρα», η «Αλεπουδίτσα» είναι χαριτωμένο. Αυτός ήταν «ανυπεράσπιστος» δίσκος. Ούτε ο Μανώλης το πρόβαλλε πολύ, ούτε κι εγώ.

Κι ο Μητσιάς είχε βγάλει μέσα σε δυο χρόνια αρκετές και όμορφες δουλειές με μεγάλους συνθέτες… «Τετραλογία», «Παραστάσεις», «Αποχαιρετισμός», τα ρεμπέτικα με τον Καλδάρα και τη Μοσχολιού, την «Αθανασία» με τον Χατζιδάκι κι ένα χρόνο μετά τον «Τρελό» με τον Άκη Πάνου.
Είμαστε και μεταπολίτευση και γίνεται ένας «ορυμαγδός»… Πουλάει ο Θεοδωράκης και μόνο ο Θεοδωράκης, πουλάν τα «Αντάρτικα» και τα πολύ πολιτικά κι αυτός ήταν ένας δίσκος λίγο «άχρωμος», παρόλο που τελικά έχει και ωραία τραγούδια, ειδικά από τον Γκάτσο. Εν πάση περιπτώσει, έρχεται η στιγμή, μετά τη «Media Luz», που βγάζει μια «αμερικανιά», όπου λέω «Καλός ο Γκάτσος κλπ, όμως κι εγώ μπορώ να γράψω στίχους, έχοντας την εμπειρία απ’ αυτούς όλους» και έχοντας καλό προηγούμενο από το «Όσο αγαπιόμαστε τα δυο» που οι στίχοι ήταν δικοί μου. Οπότε σκέφτηκα «Είναι θέμα τεμπελιάς, τώρα κάτσε και γράψε και τους στίχους». Και κάθομαι λοιπόν και ξεκινάω τον «Κάου-μπόι». Νομίζω πως το πρώτο που έγραψα ήταν το «Περπατώ μες στους δρόμους της Αθήνας ξανά», το «Δέκα μείον πέντε», λίγο η «Βουλιαγμένη», λίγο τα «Θερινά σινεμά» κλπ και είδα ότι μπορούσα να γράψω. Και δοκίμασα τραγουδιστές, όπως το Χρυσομάλλη που είχε πει στα «Μικροαστικά» το «Μακριά από την πόλη», να πει τον «Καου-μπόι» αλλά το ΄λεγε λίγο θεατρικά. Δεν ήθελα κάτι τέτοιο. Αποφάσισα να τα πω εγώ. Απλά τα «Θερινά σινεμά» επειδή το θεωρούσα ένα σημαντικό τραγούδι, πράγμα που αποδείχτηκε στην πορεία, θα ήθελα να το ‘χει πει ο Μπιθικώτσης ο παλιός. Δεν υπήρχε ο παλιός Μπιθικώτσης, υπήρχε όμως η Μοσχολιού. Γι ’αυτό πήγα και της είπα «Ρε συ Βίκυ πες το αυτό το τραγούδι…» και μού ‘πε «Θα το πω». Της είπα να πει αυτό, «Τ’ αντρειωμένου τ’ άρματα» και της έπαιξα και το «Όταν η πόλη κοιμάται». Μου ‘πε «Αυτό δεν μου πάει, δεν το καταλαβαίνω, θα σου πω όμως τα “Θερινά σινεμά” και το άλλο». Κι από κει άνοιξε ένας δρόμος, ας πούμε. Μου πήρε πολύ δουλειά για να μάθω πως γράφονται οι στίχοι, έχοντας την εμπειρία του Γκάτσου, ο οποίος Γκάτσος στα δέκα τραγούδια τα εννιά τα έγραφε πάνω σε μουσικές. Έτσι κι εγώ έχω γράψει όλα τα τραγούδια, πάνω σε μουσικές. Μέχρι να βρω τον τρόπο στον «Καου-μπόι» μου πήρε πολύ δουλειά… Η «Βουλιαγμένη» ήταν ένα τραγούδι που με βασάνιζε 18 μέρες εργάσιμες, δηλαδή καθημερινά πεντάωρα, εξάωρα, όσο άντεχα, για τους στίχους γιατί είχα τη μουσική. Με πολύ μεγάλη ευκολία, μέσα σ’ ένα χρόνο έκανα το «Ψυχραιμία παιδιά», είχα λύσει πια το θέμα της τεχνικής. E, και μετά ακολούθησαν τα «Κακά παιδιά» και όλα τα άλλα…

Γιατί, εκτός από το ότι άρχισες εσύ να γράφεις συστηματικά πια στίχους, σταμάτησες να συνεργάζεσαι και με τους τραγουδιστές;
Γιατί διαπίστωσα ότι όταν μου έλεγαν «Έλα να κάνεις μια εμφάνιση», έπρεπε να μπορεί ο Μητσιάς, τα μπουζούκια κλπ. Είπα λοιπόν ότι θα κάνω τραγούδια, που θα μπορώ να τα κάνω μόνος μου μ’ ένα πιάνο. Εάν έχω και ορχήστρα, έχει καλώς, αλλά θα αντέχουνε με μένα κι ένα πιανάκι και αυτό έκανα κι ακόμα αντέχουνε. Πολλές φορές το κάνω… Κάνω βραδιές με πιάνο κι ένα κοντραμπάσο, αν έχω κι ένα ακορντεόν, είμαι πιο πλήρης, μια χαρά είμαι… Να μπορώ να είμαι αυτάρκης για να παρουσιάζω τη δουλειά μου… Δε μπορώ να είμαι εξαρτημένος από ένα ολόκληρο σύστημα… Είπα λοιπόν «Πιάνο-φωνή» κι έτσι κατέληξα. Όποτε μου χρειάζεται συμμετοχή, τη ζητάω και την έχω… Αλλά επειδή γράφω βιωματικά τραγούδια δικά μου, ούτε πολλά γυναικεία μου προκύπτουνε κι επίσης ξέρω τι εννοώ… Στον τρόπο που τα λέω, δεν είναι ούτε «χαχα χούχα» ούτε αυτά… Είναι στο μέτρο που τους χρειάζεται, ένα «κλείσιμο ματιού». Οι άλλοι κάνουν υπερβολές, θα το πάνε εκεί, θα το πάνε αλλού κλπ. Θέλω να είναι αυτό που εννοώ….

Και το 1983 έρχεται το «Πάρτυ στη Βουλιαγμένη»… Μεγάλη ιστορία…
Μεγάλη ιστορία… Λοιπόν το 1982 κάνω τον πρώτο μου Λυκαβηττό, για τον οποίο έγραψα μετά και το τραγουδάκι «κι αν περνούσε η ώρα κι ανέβαιναν πολλοί» κλπ. Αφού γέμισε ο Λυκαβηττός και είχε μείνει άλλος ένας «Λυκαβηττός» απ’ έξω, ήρθαν οι μπάτσοι και μου λένε «Φωνάζουν απ’ έξω να μπούνε μέσα, να μπούνε;» Λέω «Να μπούνε, αφού δεν έχει άλλα εισιτήρια, να μπούνε». Ήρθαν και κάτσανε κάτω. Παίζαμε σ’ ένα παταράκι. Δεν έχω παίξει ποτέ σε εξέδρα στο Λυκαβηττό, ποτέ. Σ’ αυτά τα Ρωμαϊκά θέατρα πρέπει να παίζεις κάτω στο χώμα. Ο πρώτος θεατής είχε έρθει στα πόδια μου, μόνο πάνω μου δεν καθότανε. Ο Λυκαβηττός χωράει γύρω στις 3500 χιλιάδες με εισιτήρια, πρέπει να μπήκαν 5.000, 5.500, 6.000, γύρω γύρω, παντού. Υπάρχουν κάτι πλάνα από πάνω, που δεν καταλαβαίνεις πού είναι αυτοί που παίζουνε και πού είναι οι θεατές…Ήταν μια βραδιά χωρίς επεισόδια, πάρα πολύ ζεστή...

Μου κάνει εντύπωση που λες «χωρίς επεισόδια»… Τι είδους επεισόδια εννοείς δηλαδή;
Aργότερα έγιναν οι πιο «χοντράδες»… Αλλά θέλω να πω, πως δεν παρεξηγηθήκαν να φωνάζουν «Καθίστε κάτω» να σπρώχνονται κλπ, μια γλυκιά βραδιά, που κύλησε ομαλά… Αυτό εννοώ, γιατί από τη στιγμή που μπήκε άλλος ένας «Λυκαβηττός», θα μπορούσαν αυτοί που είναι μέσα να πουν «Τι τους βάζεις αυτούς μέσα», δεν είχε γίνει τίποτα τέτοιο… Εκείνο το βράδυ λοιπόν ήταν η πρώτη μαζική αντιμετώπιση που είχα από τον κόσμο και είδα την πολύ καλή αποδοχή που είχα. Για να ευχαριστήσω λοιπόν αυτό τον κόσμο, σκεφτόμουν για το επόμενο καλοκαίρι, να κάνω ένα πάρτυ και να περάσουμε καλά. Σκέφτηκα λοιπόν να το κάνω σ’ ένα δασάκι στο Ψυχικό. Και σκέφτομαι «Τι μαλακίες λες, εκεί δε χωράνε ούτε τριακόσιοι…» Κάποιο βράδυ, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, συνέλαβα την ιδέα, ότι όπως είναι το Ρωμαϊκό θέατρο κι εμείς παίζουμε στον κύκλο, θα κάνω στη Βουλιαγμένη που την αγαπούσα, στην Πλαζ κι εκεί που είναι ο κύκλος θα βάλω μια πλατφόρμα και θα μπω να τραγουδήσω μέσα εκεί… Αγαπούσα τη Βουλιαγμένη, είχα γράψει ήδη τη «Βουλιαγμένη», Το Γενάρη διάλεξα την ημερομηνία, την Πανσέληνο του Ιουλίου, είχε γραφτεί το «Θέλω ένα βράδυ να κάνω ένα πάρτυ»… Αυτά τα τρία μαζί και γίνεται η βραδιά στη Βουλιαγμένη και γίνεται ο χαμός. Τότε διευθυντής στην τηλεόραση ήταν ο Βασίλης ο Βασιλικός, είμαστε φίλοι, μαθαίνει ότι θα κάνω τη συναυλία στη Βουλιαγμένη και μου λέει «Να το μεταδώσουμε ζωντανά». Του λέω «Θα μου κόψει εισιτήρια κλπ». Μου λέει «Μην ανησυχείς καθόλου, δεν πρόκειται να σου κόψει τίποτα». Πράγματι έτσι έγινε. Τότε ήταν δυο κανάλια. Την άλλη μέρα όλη η Ελλάδα είχε δει τη «Βουλιαγμένη». Ήταν μια εξαιρετική βραδιά…

Υπήρχαν και πολλές συμμετοχές, Σαββόπουλος, Νταλάρας, Ζορμπαλά, Γερμανός κλπ, αλλά στο δίσκο που κυκλοφόρησε μετά, δεν μπήκαν όλα τα τραγούδια. Υπήρχε πρόβλημα με τις εταιρείες των καλλιτεχνών;
Όχι, είχαμε το «Ο.κ.» αλλά τι να πρωτοβάλεις… Εκείνο το βράδυ ο Σαββόπουλος είπε 5 τραγούδια, ο Γερμανός είπε άλλα τόσα, η Ζορμπαλά είπε κι αυτή, εγώ είπα τον «άμμο της θάλασσας», ενδεικτικά μπήκανε… Ήταν ιδέα του Πατσιφά, εγώ δεν ασχολήθηκα με το δίσκο. Αυτό που γινόταν εκείνο το βράδυ δεν μπορεί να φανεί στο δίσκο. Στο video βγαίνει… Γράψανε τη βραδιά με εφτά κάμερες με τους καλύτερους Έλληνες οπερατέρ κι έχει και πλάνα τ’ απόγευμα με το ελικόπτερο, την ώρα που μαζεύεται ο πολύς κόσμος, η πλατφόρμα μες στη θάλασσα, είναι πολύ καλογραμμένο.

Παρόλα αυτά, πέρα από ένα ντοκυμαντέρ της ΝΕΤ και της Πόπης Τσαπανίδου πριν από λίγα χρόνια, στο οποίο έδειξε αποσπάσματα από τη βραδιά, η ΕΡΤ δεν ξαναέδειξε ποτέ ολόκληρη τη συναυλία.
Ε, σκέψου ότι η ΕΡΤ το έχει, το έχει πληρώσει και το έχει παίξει μόνο μια φορά από τότε… Έχουν γίνει επέτειοι, φέτος (2008) κλείσανε 25 χρόνια, θα μπορούσε να πει «επετειακά, σας παίζω και το “Πάρτυ στη Βουλιαγμένη”»…

Στη συνέχεια έρχεται η «Χαμηλή πτήση»;
Mετά έκανα τη «Χαμηλή πτήση», «Τραγούδια για κακά παιδιά», έχω κάνει 7 «Λυκαβηττούς», όλοι ήτανε «κάτι» δεν ήταν καμία επανάληψη. Θυμάμαι τη «Σκοτεινή πλευρά» που ήταν ένας ξεχωριστός «Λυκαβηττός». Eπίσης μια πολύ σημαντική συνεργασία είναι αυτή που είχα με τη μπάντα από τη Νέα Ορλεάνη, τους «Preservation Hall Jazz Band», το «Νέα Κυψέλη-Νέα Ορλεάνη» που κάναμε 2 «Λυκαβηττούς». Κι αυτό ήταν ενδιαφέρον, γιατί πήγα στη Νέα Ορλεάνη, έφερα τελετάρχη, πως είναι δηλαδή οι κηδείες στη Νέα Ορλεάνη, έμπλεξα κι έναν Επιτάφιο δικό μας κλπ… Το Λυκαβηττό τον αισθάνομαι σα να τραγουδάω στην αυλή του σπιτιού μου, πάρα πολύ οικείο πια. Γιατί για να κάνεις 7 «Λυκαβηττούς» σημαίνει ότι για κάθε «Λυκαβηττό» έχεις περάσει πολύ χρόνο εκεί μέσα. Το «Cocktail Party» επίσης ήταν ωραίο, το οποίο κυκλοφόρησε κιόλας…

Πρόπερσι μπήκες και στο Ηρώδειο, με την Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής.
Ήταν σημαντικό επίσης το Ηρώδειο, επειδή δεν είχα παίξει ποτέ σ’ αυτό το χώρο, δεν ήξερα… Είχα τραγουδήσει μια φορά που είχε κάνει μια γιορτή για τη «Βουλή των Εφήβων» ο Λάμπρος ο Λιάβας και είχε κάνει ένα πέρασμα σε τραγούδια και χορούς του αιώνα… Είχε οπερέτα, είχε διάφορα τέτοια πράγματα. Και μου λέει «Θα κάνεις μια ενότητα με τα Ελαφρά του ’50;» του στυλ «Άι άι Μαρία» του «Fifties και ξερό ψωμί» δηλαδή. Η διαφορά με το Λυκαβηττό είναι ότι στο Λυκαβηττό είναι πιο «μαλακή» η κλίση, το Ηρώδειο είναι πιο κάθετο. Τραγουδάς και αισθάνεσαι ότι ο τελευταίος είναι πάνω απ’ το κεφάλι σου, είναι πιο κλειστό. Ωραία αίσθηση, άλλη… Ο Λυκαβηττός είναι σα να τραγουδάς σ’ ένα λόφο…

Νομίζω πως ο Λυκαβηττός βγάζει κι ένα μεγαλύτερο «κλίμα» παρέας, σε σχέση με το «επιβλητικό» Ηρώδειο…
Ναι, έτσι είναι… Το Ηρώδειο είναι κλειστό, είναι σαν το «λάκκο με τα φίδια», ας πούμε… Πάντως επειδή είχα την ΚΟΕΜ που είναι μια εξαιρετική ορχήστρα κι επειδή είχαν προηγηθεί περίπου 10-12 συναυλίες με το ίδιο πρόγραμμα ανά την Ελλάδα και το πρόγραμμα πια είχε «λιώσει», δεν υπήρχε κανένα τρακ, καμία αγωνία, κανένα τεχνικό πρόβλημα. Κύλησε μια βραδιά πάρα πολύ καλά. Ωραία εμπειρία… Εάν με βάλεις να ξαναδιαλέξω όμως, πάλι στο Λυκαβηττό θα πάω…

Έπαιξε το ρόλο της κι αυτή η καταπληκτική ορχήστρα και ακούστηκαν τα τραγούδια σου μ’ έναν άλλον ήχο… Και τα τραγούδια του Ξαρχάκου που συμπεριέλαβες στο πρόγραμμα «έδεσαν» μαζί με τα δικά σου…
Ε, βέβαια… Όπως σου λέω ότι αγαπώ τον Παπαϊωάννου από τους ρεμπέτες, από Θεοδωράκη, Χατζιδάκι και Ξαρχάκο, μου πάει αυτός ο «μπάσταρδος» πιο πολύ από τους άλλους. Και πρέπει να σου πω πως δεν ζήλεψα κανέναν συνθέτη αλλά τους θαύμασα, τον καθένα για τους δικούς του λόγους. Δεν είπα δηλαδή για ένα τραγούδι «Α, ρε να το είχα γράψει εγώ»… Όχι… Το χαιρόμουνα που το έχει γράψει αυτός, όπως έχει γράψει ο Σαββόπουλος τραγούδια, την «Πρωτομαγιά», την «Άννα» και λέω «Μπράβο ρε Διονύση, να πούμε»… Για το Θεοδωράκη, για το Χατζιδάκι, για τον Ξαρχάκο είπα «Μπράβο ρε μάγκα, είσαι ωραίος». Προσπάθησα να βγάλω κι εγώ ότι καλύτερο δικό μου προς τα έξω αλλά να είναι δικό μου. Δε ζήλεψα κανέναν… Κι όπως λέει κι ο Dylan «Τα ωραιότερα τραγούδια τα ‘χουνε γράψει άλλοι».

Μια άλλη, σημαντική, πτυχή της πορείας σου είναι πως κλήθηκες και σαν τραγουδιστής σε δουλειές άλλων συνθετών ή τραγουδιστών, όπως στο δίσκο «Ότι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» της σοπράνο Χριστίνας Ανδρέου ή σε δουλειές της Αφροδίτης Μάνου κλπ.
Σε φίλους… Μου ‘χουν προτείνει κι άλλα και διάφορα χαζά, αλλά τους είπα «Δεν είναι ρε για μένα, πώς το φανταστήκατε;» Τώρα, ας πούμε, λέω ένα τραγουδάκι στον Τσέρτο που κάνει ένα διπλό άλμπουμ με τραγούδια του Μιχάλη Σουγιούλ. Ένα με πιο «αρχοντορεμπέτικα» κι ένα με πιο «ελαφρά». Στα «ελαφρά» υπάρχει κι ένα που λέγεται «Η ξενομανία»  το οποίο, πραγματικά, είναι ένα τραγούδι που μου «πάει»…

Με τα «Ημισκούμπρια» πως προέκυψε η συνεργασία στο δίσκο τους «2030» που κάνατε το «Νωρίς»;
Τα γνώρισα τα παιδιά, χαριτωμένα παιδιά, πολύ έξυπνα και μου ‘παν «Λέμε να βάλουμε το “Νωρίς”, θα έρθεις να το πεις;» και τους είπα «Βέβαια, θα έρθω»… Πλάκα έχουν αυτοί και σαν τύποι είναι ξεχωριστοί, υπάρχουν ακόμα, έτσι δεν είναι;

Ναι βέβαια…
Κάναμε και δυο συναυλίες, «απόπειρες», παίξαμε και μία κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, κάπου προς τη Χαλκιδική, σ’ ένα κάμπινγκ, δε θυμάμαι ακριβώς πού αλλά πέρασε «ντούκου»… Έχουμε χαθεί τελευταία…

Έχεις μια ιδιαίτερη αδυναμία στα «ματζόρε», στα πιο χαρούμενα τραγούδια, έτσι δεν είναι;
Nαι, το αγαπώ το «ματζόρε», μου πάει, σαν Ίωνας, αυτό το «φως» που έχει, είναι πιο «φωτεινό»...

Ίσως και σαν χαρακτήρας, σαν ιδιοσυγκρασία;
Ναι, ναι, εντελώς… Και επίσης τα είδη που με επηρέασαν είναι «ματζόρε» δηλαδή οι καντάδες, τα country, αυτά ήτανε «ματζόρε», αυτό μου πήγε περισσότερο…

Θα ήθελα να αναφερθούμε και στη μουσική που έχεις γράψει για το θέατρο και δεν είναι λίγη…
Θέατρο λοιπόν… Όταν κάνω τα «Μικροαστικά», πριν ακόμα κυκλοφορήσουν, κυκλοφορούν παράνομα από το ’71 χέρι με χέρι, χάρη στο Μιχάλη τον Ακριβόπουλο, θα τον ξέρεις από τη Θεσσαλονίκη, τον λεγόμενο «Παπάρα». Αυτός είναι πρώτος ξάδερφος του Μανώλη του Μητσιά. Όταν λοιπόν γνώρισα το Μανώλη, σε κάποιες πρόβες είχε έρθει κι ο Μιχάλης. Τραγουδάει κι αυτός εξίσου καλά, σαν τον Μανώλη, θα μπορούσε να ’ναι τραγουδιστής, είναι της «Μπιθικωτσέικης» σχολής, καλός… Μου ζήτησε ένα αντίγραφο από τα «Μικροαστικά» και πριν κυκλοφορήσουν, είχε ανέβει το «Ελεύθερο θέατρο» μ’ ένα έργο, την «Ιστορία του Αλή Ρέτζο» νομίζω, στη Θεσσαλονίκη. Ήταν φίλος των παιδιών, είχε την κασέτα, ταινία μάλιστα, μπομπίνα, κασετόφωνα ακόμα δεν χρησιμοποιούσαμε και τα ‘βαλε και τα ακούσανε τα παιδιά του «Ελεύθερου θεάτρου». Και είπανε «Ρε συ, εμείς ετοιμάζουμε επιθεώρηση, αυτός μας πάει». Και μ’ έφερε σε μια επαφή ο Μιχάλης με τα παιδιά του «Ελεύθερου». Κι εκείνο το καλοκαίρι, του 1973, κάναμε το «Κι εσύ χτενίζεσαι», που έγινε της πουτάνας, διότι ήτανε σαφώς αριστερό έργο με κείμενα του Μποστ και των παιδιών κι εγώ μαζί, ήταν ένα κλείσιμο ματιού…

Με τη λογοκρισία δεν είχατε προβλήματα;
Ναι, ερχόταν κάτι τύποι… Στέλνανε τα κείμενα στην επιτροπή και βλέπανε το λογοκριτή που καθόταν κάπου κάτω μ’ ένα φακό και τα διάβαζε και τα λέγανε ακριβώς…

Ήταν ηλίθιοι πάντως, έτσι δεν είναι;
Ναι, ήταν εντελώς ηλίθιοι. Περνούσανε «χοντράδες» όπως με τα «Μικροαστικά» που επειδή έλεγε «Επαναστάτη βγάλαμε» κι όχι «Έναν αντάρτη βγάλαμε» κι επειδή αυτοί ήταν «επανάσταση», νόμιζαν ότι ήτανε δικό τους. Δηλαδή τόσο μαλάκες ήτανε… Ε λοιπόν το «Εσύ χτενίζεσαι» είχε κρυμμένα από κάτω ένα σωρό μηνύματα, όπως είχαν τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, τα τραγούδια όλων… Ήτανε ηλίθιοι…

Τώρα θυμάμαι το «Πότε θα ‘ρθει ένας καιρός, να κόψω τ’ άγρια χόρτα», το ζειμπέκικο το δικό σου και του Λευτέρη Παπαδόπουλου, με τον Μητσιά… Άλλη μια παρόμοια περίπτωση με κρυφά μηνύματα κατά του καθεστώτος…
Έλα ντε… «Και ν’ αρχινίσει ένας χορός μπρος στην κλειστή σου πόρτα»… Πόσα τέτοια; Εκεί λοιπόν ξεκινάω, είχα κάνει την «Πόλη μας» με τη Ραλλού Μάνου, είχα κάνει τη «Φαύστα» με τον Μποστ και κάνω το «μπαμ» με το «Ελεύθερο θέατρο». Όταν γίνονται οι παραστάσεις του «Ελευθέρου θεάτρου» έρχεται και με βρίσκει ο Θόδωρος ο Αγγελόπουλος και μου λέει «κάνω μια ταινία το “Θίασο”, να κάνεις τη μουσική». Από τα «Μικροαστικά» λοιπόν στο «Ελεύθερο θέατρο» κι από κει στο «Θίασο» του Αγγελόπουλου. Με τα παιδιά κάναμε 10 επιθεωρήσεις. Αν έχεις το διπλό δίσκο το «Πάμε μαέστρο» θα είδες τι έχω κάνει. Κι εκεί έχω βάλει μόνο τα πρωτότυπα, δηλαδή δικές μου μουσικές, γιατί στις επιθεωρήσεις χρησιμοποιούσαμε πάρα πολλά τραγούδια της εποχής, τα οποία δεν είχε νόημα να τα βάλω. Στην παράσταση ήταν χρήσιμα. Έχει και ωραία τραγούδια εκεί μέσα…

Στην τελική μορφή του δίσκου σε δυο κομμάτια προστέθηκαν και οι φωνές του Γιάννη Πάριου και της Δήμητρας Γαλάνη.
Στην έναρξη, ναι. Στην παράσταση τα λέγαν τα παιδιά, δεν υπήρχε Play-back. Ένα έργο που δεν πήγε καλά, αλλά είχα κάνει ωραίες μουσικές ήταν το «Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε», που έχει ωραία έναρξη, έχει μια «Ωδή στη μοτοσικλέτα», έχει μερικά καλά τραγούδια… Από κει «τσίμπησα» την «ταυτότητα», απ’ αυτή την παράσταση είναι το «Δελτίο ταυτότητος».

Η γνωριμία με την Άννα Βαγενά πότε γίνεται;
Με την Άννα γνωριστήκαμε το ’72, τον καιρό που έκανα την «Κόκκινη κλωστή» και η Άννα είχε τελειώσει το «Προξενιό της Άννας». Πήγαμε μαζί στη Θεσσαλονίκη στο Φεστιβάλ, στο οποίο η Άννα πήρε το πρώτο βραβείο για το «Προξενιό» κι εγώ άκουγα μαζί της, σ’ ένα παγκάκι, στο πανεπιστήμιο απ’ έξω, τις πρώτες μεταδόσεις από την «Κόκκινη κλωστή». Φτιάχνει η Άννα το «Θεσσαλικό θέατρο» και βέβαια είμαι παρών από την πρώτη δουλειά, που ήταν «Η αυλή των θαυμάτων» σε σκηνοθεσία του Διαγόρα Χρονόπουλου, με καλούς ηθοποιούς, Τσιάνος κλπ, το ιδρυτικό πρώτο «team» του «Θεσσαλικού». Κάνω εκεί τη μουσική και στη συνέχεια τους έκανα αρκετές μουσικές, αλλά όχι αποκλειστικά εγώ… Έκανε δηλαδή ο Μικρούτσικος τον «Καλό στρατιώτη Σβέικ», ήταν κάποια έργα που τους συμβούλευα, «πάρτε αυτόν, πάει καλύτερα, πάρτε εκείνον»… Μερικές παραστάσεις όπως «Η τύχη της Μαρούλας» ήταν πολύ χαριτωμένη. Κάναμε επίσης, το «Φιάκα», μια ωραία παράσταση στην οποία δεν υπήρχαν στίχοι τραγουδιού και είχε γράψει τα λόγια ο Λευτέρης Παπαδόπουλος….Τέτοια ήθελα να τους βάλω εκείνο το βράδυ στο Λυκαβηττό με τη «Σκοτεινή πλευρά» αλλά λέγανε «Φτάνουν τώρα αυτά, παίξε μας τον «Καου-μπόι» κλπ. Τους έλεγα «Τον “Καου μπόυ” και τη “Ρίτα” θα σας τα πω μετά», «Όχι, τώρα, τώρα…» επιμένανε…

Αυτό που δεν κατάλαβα ποτέ, είναι γιατί ο περισσότερος κόσμος, μόλις του παρουσιάσεις κάτι διαφορετικό, θα επιμείνει να ζητάει τα ίδια και τα ίδια… Εν πάση περιπτώσει… Έχεις γράψει μουσική και για τον κινηματογράφο.
Για τον κινηματογράφο, έκανα αρχικά το «Θίασο» με τον Αγγελόπουλο, το 1973, που ήταν μια πολύ σπουδαία ταινία… Εκείνη η δουλειά έγινε με πολλά βάσανα, λόγω χούντας και οικονομικών στριμωγμάτων. Σκέψου πως το «Προξενιό» είχε κοστίσει, ας πούμε 700.000 δρχ και ο «Θίασος» κόστισε 7.000.000 εκείνη την εποχή. Παρόλα αυτά ο οπερατέρ, ο Γιώργος Αρβανίτης, ο Θανάσης ο αδερφός του που έκανε τον ήχο, ο Μικές ο Καραπέρης που έκανε τα σκηνικά, όσοι δουλεύαμε γι’ αυτό, είχαμε συνείδηση, ότι εδώ γίνεται ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο. Ο «Θίασος» έχει μπει στις 10 καλύτερες ταινίες από ύπαρξης κινηματογράφου. Μπορεί να μην υπάρχει Fellini, που λέει ο λόγος και να υπάρχει ο «Θίασος». Πολύ σπουδαία ταινία. Την επόμενη χρονιά, νομίζω, έκανα την ταινία «Οι κυνηγοί» και σιγά σιγά, επειδή ο Θόδωρος θέλει το μουσικό μαζί του στα γυρίσματα, μήνες να λείπει στα χιόνια κλπ κι είχα αρχίσει να μπλέκω επαγγελματικά με το τραγούδι κι αυτό ήταν μια πολυτέλεια, δεν μπορούσα να το κάνω, έχανα λεφτά…

Είχες συνεργαστεί και με το Θανάση Βέγγο; Υπάρχει ένα ντοκουμέντο από την εκπομπή του Γιώργου Παπαστεφάνου που τραγουδάτε μαζί «Είμαι Έλλην αθλητής, οικογενειάρχης…» κλπ.
Θέατρο είχα κάνει με το Βέγγο. Δυο ή τρία έχουμε κάνει με το Θανάση. Εξαιρετικός… Το «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;», ένα άλλο «Μαμ, κακά, κοκό και νάνι», νομίζω αυτά κάναμε, δεν έχουμε κάνει άλλα… Έχω συνεργαστεί και με το «Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος». Ξανακάναμε τα «Μικροαστικά» πριν από 10 χρόνια ίσως, με την ίδια σκηνοθέτρια που τα είχε κάνει τότε, το ’75 στην Κυψέλη, τη Χαρά την Κανδρεβιώτου, κι είχα έρθει επάνω. Έχω κάνει το «Μικρό πρίγκηπα» με κείμενα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, περίπου 3-4 συνεργασίες με το «Κρατικό». Και με το «Εθνικό» έχω κάνει συνεργασίες αλλά αυτό που μου πήγαινε πιο πολύ σαν διάθεση, ήταν οι επιθεωρήσεις με το «Ελεύθερο» αλλά και με το «Θεσσαλικό». Κι εκεί έκανα το «Χαιρέτα μου τον πλάτανο» και άλλα αρκετά…

Επιστρέφοντας στη δισκογραφία, να θυμίσουμε πως το 1986 γίνεται το μεγάλο «μπαμ» με τα «Τραγούδια για κακά παιδιά»…
Ναι λόγω σάμπας, «Στα κορίτσια λέμε ναι…», αυτό «έσκισε»…

Και επισκίασε ίσως και κάποια άλλα ωραία τραγούδια του δίσκου…
Ήταν καλός δίσκος… Είχε το «Θα δραπετεύσω» («Κα καν, κα καν») και άλλα καλά τραγούδια, αλλά αυτό που τράβηξε περισσότερο ήταν «Στα κορίτσια λέμε ναι». Την επόμενη χρονιά πήγαινα για συναυλία σε μια παραλία στη Λούτσα κι είδα έναν καρπουζά στην άκρη του δρόμου κι είχε ταμπέλα «Στα καρπούζα λέμε ναι», «Στα καρπούζα», όχι «Στα καρπούζια» (γέλια)… Το ‘χω δει «Στον Κληρίδη λέμε ναι», ο κάθε μαλάκας το πήρε κλπ….Έχω κάνει επιτυχίες όπως ο «Καου μπόι», «Όσο αγαπιόμαστε τα δυο», «Το ματς», αυτό είναι πάνω απ’ αυτά… Είναι πιο πάνω απ’ όλα… Το οποίο το πρωτόπαιξα πριν βγει στο δίσκο σε μια καλοκαιρινή συναυλία στο «Θέατρο Δάσους» στη Θεσσαλονίκη με καλή ορχήστρα, είχα πνευστά κλπ, χωρίς να το ξέρει ο κόσμος… Κι εκεί που λέει «Στην τρέλα…», ακούστηκε ένα «Ναι» και μέχρι να τελειώσει το τραγούδι είχαν καταλάβει πού θα φωνάζουνε «Ναι». Κι όταν τελειώσαμε φωνάζανε «αυτό με τα ναι, τα ναι» και το ξανάπαιξα… Ή όπως, ας πούμε, έχω πρωτοπαίξει στο Πανεπιστήμιο της Κομοτηνής. Σπούδαζε τότε ο Λάκης ο Λαζόπουλος και μου ‘πε «Έλα ρε να παίξεις για τα παιδιά στο Πανεπιστήμιο» και πήγα μ’ ένα πιανάκι και τους πρωτόπαιξα τον «Καου-μπόι» και τελείωσε και φώναζαν «Αυτό με τη Ντόλυ»… Ή αλλού έχω πρωτοπαίξει το «Τα ’φτιαξε η Μάρη με τον Άρη και το Χάρη…» κι αυτό έγινε μεγάλη επιτυχία, αλλά η σάμπα ήταν πάνω απ ’όλα… Το κατάλαβα το βράδυ που το ’γραψα, είπα στην Άννα «έχω ένα τραγούδι και γαμώ…» Και όχι τίποτα άλλο αλλά ήταν το τρίτο τραγούδι που έγραψα κι έπρεπε να γράψω άλλα επτά, αλλά ήμουν τόσο σίγουρος ότι ο δίσκος και μόνο αυτό να είχε θα «πήγαινε». Μου ‘λεγε ο Μπιθικώτσης «ένας δίσκος για να πάει Λουκιανέ, ενάμιση καλό τραγούδι θέλει…» Εγώ έβαζα δέκα καλά τραγούδια. Εάν δεις στο «Ψυχραιμία παιδιά» για παράδειγμα, δεν έχει τραγούδια «ξεπετάγματα». Δεν έχω τέτοια τραγούδια. Και αυτό μού ‘κοψε τα πόδια γιατί έλεγα «έχω το “γαμημένο” το σουξέ και τώρα πρέπει να γράφω τραγούδια για να γεμίσω το δίσκο». Παρόλα αυτά βγήκαν «Οι καλύτερες μέρες», το «Τhe fucking fifties» που επίσης το αγαπώ κλπ…

Το 1988 έρχεται ο δίσκος «Fifties και ξερό ψωμί» με επανεκτελέσεις τραγουδιών της δεκαετίας του ’50 κυρίως, από το χώρο του «ελαφρού» τραγουδιού.
Είχα πάει στο Μάτσα και του ‘λεγα να κάνω το «Αχ, πατρίδα μου γλυκιά»...

Το είχες έτοιμο από τότε;
Ναι, ναι το είχα… Και μάλιστα αυτά ήταν τραγούδια που ήθελα να τα βάλω μέσα στο «Αχ πατρίδα μου γλυκιά». Και μού ’λεγε «Nα βγάλουμε μόνο τα ελαφρά, να τα πει ο Πάριος». Του λέω «Όχι ρε Μάκη δεν κατάλαβες». Είχα πάντα διευθυντές εταιρειών που δεν με καταλάβαιναν. Ο ένας δεν κατάλαβε τα «Μικροαστικά», ο άλλος δεν κατάλαβε το «Αχ, πατρίδα μου γλυκιά»…

Ενδεχομένως να μην ήθελαν να καταλάβουν… Αυτό είναι δική μου εκτίμηση…
Απόδειξη ότι έκανε με τον Πάριο μια άλλη εκτέλεση… Και μου λέει «Τότε να κάνεις μόνο τα ερωτικά». Μου πήρε ένα κομμάτι από το «Αχ, πατρίδα μου γλυκιά» και έκανε αυτό, οπότε αναγκάστηκα αργότερα, στα «ελαφρά» του «Αχ, πατρίδα μου γλυκιά» κι έβαλα πια πολλά βαλσάκια και διάφορα άλλα… Τις σάμπες και τα swing που ήθελα, μου τα ’χε βάλει ο Μάτσας στο «Fifties και ξερό ψωμί»…

Ήταν μια εποχή τότε, που μετά την τεράστια επιτυχία που είχαν τα «Latin» με το Νταλάρα, η εταιρεία προσπάθησε να περάσει ένα τέτοιο «κλίμα» αναβίωσης του «ελαφρού» τραγουδιού της δεκαετίας του ’50 με λίγο «Latin» κλπ. Βγήκε και ο δίσκος με τον Πάριο και διάφορες άλλες συλλογές με Λατινοαμερικάνικα τραγούδια… Μέχρι κι ο Χάρρυ Κλυνν, σε άλλη εταιρεία βέβαια, είχε βγάλει το «Natin-Fatin»…
Κάπως έτσι ήταν… Εν πάση περιπτώσει έκανα το «Αχ, πατρίδα μου γλυκιά» το 1992, το οποίο κι αυτό έγινε χρυσό. Κι αυτό νομίζω πως «πήγε» κυρίως από τα «Παιδικά». Δεν πήγε για τα «ελαφρά», τα «ρεμπέτικα» ή τα «επτανησιακά». Για τα «Παιδικά» που βρίσκονται στην πρώτη όψη του που έχει τα «Χριστιανόπουλα» και όλα αυτά… Εμείς, οικογενειακά είμαστε φίλοι με τον Στεφανόπουλο, τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όταν γνώρισα την Άννα, τα πρώτα χρόνια του ’70, μέναμε σε μια πολυκατοικία στο Ψυχικό, είχαμε ένα διαμερισματάκι κάτω στον κήπο και στον 1ο ή 2ο όροφο έμενε ο Στεφανόπουλος και μένει ακόμα εκεί. Έτσι λοιπόν γνωριζόμαστε σαν γείτονες, είχαμε ένα «γεια χαρά», ξέραμε πως είναι ένας πολιτικός που λέγεται Στεφανόπουλος κλπ. Μετά που έγινε Πρόεδρος «ξαναζεσταθήκαμε», τον φωνάξαμε στο θέατρο και ήρθε… Είχε πεθάνει η γυναίκα του και μου ‘λεγε, έτσι πολύ ζεστά, «Λουκιανέ δεν θα ξεχάσω ποτέ αγόρι μου, που έπαιζες καμιά φορά πιάνο και έβγαινε η γυναίκα μου στη βεράντα και της άρεσε πολύ το “Τζιν, τζιν, τζιν…» Μια φορά με ρώτησε «Κυριακές απόγευμα ξέρεις τι κάνω;» Λέω «Ξέρω κι εγώ τι κάνετε Κυριακές απόγευμα; δεν μπορώ να ξέρω…». «Έρχεται ο φίλος μου ο Νιάνιας…» - ο Νιάνιας ήταν ένας καθηγητής, έκανε μαθήματα Δικαίου, δεν θυμάμαι ακριβώς - «παίζουμε ένα παιχνίδι με χαρτιά…» “μπιζίκι” ή κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι πως το έλεγε, «και βάζουμε το “Αχ, πατρίδα μου γλυκιά” με τα παιδικά. Μ’ αυτό περνάμε τις Κυριακές τα απογεύματα και μετά βάζουμε και λίγο Μότσαρτ και ακούμε». Αυτός ο δίσκος βοήθησε λιγάκι και τους καθηγητές που τον πήρανε στα σχολεία και ξαναθυμηθήκανε μερικά τραγούδια. Κάποια τα διέσωσα κιόλας γιατί δεν είχανε ηχογραφηθεί ποτέ. Κι εγώ τα ήξερα έτσι, προφορικά. Και βέβαια για να κάνω αυτά τα 40-50 που είναι όλη η δουλειά, στο cd έχει και λίγα περισσότερα, για να βάλω αυτά τα 20 παιδικά είχα 50 εξαιρετικά παιδικά. Για τα «ελαφρά» είχα 100. Για τα ρεμπέτικα ακόμα περισσότερα…

Είναι πολύ ωραία και η ορχήστρα με τα φυσικά όργανα, ειδικά στα ρεμπέτικα και με τη συμμετοχή της κυρα-Βαγγελιώς της Μαργαρώνη, της πιανίστριας του Τσιτσάνη…
Ο Μαργιολάς, η κυρά Βαγγελιώ, ένας κι ένας είναι οι μουσικοί… Και τα παίξαμε καθαρά και στα «τέμπη» (χρόνους) που ήταν τα κομμάτια. Γιατί κι ο ίδιος ο Τσιτσάνης το «Είμαστε αλάνια», ας πούμε, το «έτρεχε», τα «έτρεχαν» τα κομμάτια στις επόμενες εκτελέσεις. Εγώ βρήκα τις πρώτες εκτελέσεις και τα παίξαμε στα «τέμπη» τα σωστά με ένα μπουζούκι. Έβαλε δεύτερο ο Δημήτρης και μου λέει «Ρε συ τουριστικό είναι, άστο» και συμφώνησα και τα κρατήσαμε με ένα μπουζούκι… Τη Βαγγελιώ, το κοντρα μπάσο… Είχε και μερικά κομμάτια που αγαπούσα όπως ας πούμε το «Πάντα περιπλανώμενος», αυτό το είχα ακούσει μια φορά απ’ τον ίδιο το συνθέτη, έναν Μαρίνο Γαβριήλ, κουρέα στην Καλλιθέα. Αυτό το τραγουδάκι είναι «διαμάντι». Κι επίσης ένα άλλο που αγαπώ που λέει «Η ώρα πέρασε, τι περιμένεις…» κλπ. Η «πλάκα» είναι ότι σε ένα τραγούδι του Τσιτσάνη μου λέει η Βαγγελιώ «Όχι τίποτα άλλο ρε Λουκιανέ, αλλά αυτό το ‘χω παίξει στην πρώτη του εκτέλεση, πριν 40 χρόνια…» Άκου να δεις! «Και το ξαναπαίζω τώρα…» Συγκινητικά πράγματα… Η Βαγγελιώ θα ‘τανε τότε 20 χρονών κοριτσάκι και το ‘παιζε στο πιάνο κι έπαιξε ακριβώς τα ίδια πράγματα με τότε…

Εξαιρετικός άνθρωπος… Και μεγάλη, τεράστια, μουσικός…
Πραγματικά… Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος, δηλαδή έζησα μια ζωή ανάμεσα σε σημαντικούς ανθρώπους, κάνοντας ένα πράγμα που αγαπούσα. Έχω μια απεριόριστη αγάπη από τον κόσμο, απόδειξη ότι με λένε με το μικρό μου όνομα, κανείς δε με λέει «Κύριε Κηλαηδόνη», μόνο οι χαζοί να πούμε και οι πιο χαζοί λένε «Κύριε Λουκιανέ…» Έκανα ένα πράγμα που αγαπούσα, έζησα εγώ και η οικογένειά μου καλά μ’ αυτή την ιστορία και εξακολουθώ… Έχω πάρει πολύ μεγάλες χαρές, δεν έχω στεναχώριες, ήμουνα πάρα πολύ πεισματάρης σ’ αυτό που έκανα, κανείς δεν ξέρει πόσος κόπος υπάρχει πίσω από κάθε τι που έχω κάνει και δεν χρειάζεται να το ξέρει, δεν τον αφορά αυτό το θέμα… Αφορά μόνο εμένα. Με νοιάζει μόνο το αποτέλεσμα κι αυτό δικαιούται ο κόσμος.

Είσαι και σαν άνθρωπος αισιόδοξος… Αυτό βγαίνει και μέσα από τα τραγούδια σου.
Ναι… Χαζός βέβαια δεν είμαι… Βλέπω τη μαυρίλα γύρω μου αλλά δε «μασάω»… Πιστεύω πως είμαι παράλογα αισιόδοξος… Τα πράγματα δεν μπορεί να πάνε χειρότερα, κάποια στιγμή θα πάνε καλύτερα…

Αλήθεια, πώς βλέπεις σήμερα την κατάσταση στο Ελληνικό τραγούδι;
Χάλια, ποιο τραγούδι; Κι αυτό το έντεχνο μου σπάει τα νεύρα πάρα πολύ…

Εννοείς, ίσως, αυτή την περιβόητη «γενιά των τραγουδοποιών»;
Ναι, ναι… Περίδης, Μάλαμας, πολλή μαυρίλα αδερφέ μου… Πολλή μαυρίλα… Ρε λίγο φως, λίγο χαρά ρε γαμώτο… Λίγο «πλάκα»… Σχεδόν αποφάσισα να γράψω, εκείνη την εποχή, τον «Καου-μπόι» κλπ, γιατί δεν άκουγα καλά τραγούδια και να γελάει λίγο ο κόσμος. Ο Διονύσης έκανε κανένα χαριτωμένο, ο Βαγγέλης ο Γερμανός, ο Μηλιώκας… Εννοώ αυτούς που «μέτρησαν» από τότε που βγήκα εγώ και μετά, οι Κατσιμιχαίοι, στο ξεκίνημά τους, μετά «μουχλιάσανε» κι αυτοί… Κι από τους πιο καινούργιους μ’ αρέσει ο Φοίβος ο Δεληβοριάς… Tι να πω; Ψέματα να πω;

Στίχος που συχνά, χρειάζεται 10 ακροάσεις, για να καταλάβεις αυτό που θέλει να πει και φωνές που, περιστασιακά βέβαια υπάρχουν κάποια καλά δείγματα, ενώ δεν είναι τραγουδιστές, επιμένουν να τραγουδούν τα τραγούδια τους, με αποτέλεσμα οι καλοί τραγουδιστές να ψάχνουν από δω κι από κει και να καταφεύγουν σε «περίεργες» λύσεις και «ερμαφρόδιτες» συνεργασίες.
Δώστο ρε πούστη μου σε κάποιον να το πει… Είναι μερικοί συνθέτες που δεν «το ΄χανε»… Ο Μάρκος, ρε παιδί μου, είπε τα δικά του και τον φώναζε ο Τσιτσάνης και ο Παπαϊωάννου να πει και δικά τους… Ο Τσιτσάνης… Ο Θεοδωράκης… Παράξενος; Ότι θες πες… Εν πάσει περιπτώσει σε πείθει όταν λέει την «Όμορφη πόλη»…  Είπα «Θεοδωράκης» τώρα και θυμήθηκα… Ο πατέρας μου ήτανε το ’45, ’46, κρατούμενος στη Μακρόνησο στην ίδια σκηνή με το Μίκη… Το όνομα Κηλαηδόνης ήτανε γνωστό στο Μίκη, όταν βγήκα εγώ με τα «Μικροαστικά». Ήτανε στη Γαλλία και του πήγε ο Λαμπρόπουλος το δίσκο λέγοντάς του «Έχουμε έναν καινούργιο εδώ…» και μου ‘στειλε μια κάρτα. Την έχω… Και μου λέει «Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα, φαντάζομαι ότι είσαι ο γιος του Τάκη, προχώρα και θα σε παρακολουθώ». Και έκτοτε έχουμε πολύ καλή σχέση με το Μίκη. Έχω τραγουδήσει για τα γενέθλιά του, σε εκπομπές που πάω, δηλαδή είναι σαν δικός μου άνθρωπος. Μικρασιάτης, η μάνα του είναι κι αυτή από τον Τσεσμέ… Eπίσης είχα τέτοια αγάπη στο Θεοδωράκη και στη μουσική του, που η Columbia τότε είχε δυο ετικέτες, την “Coumbia” και τη “His master’s voice”. Ο Χατζιδάκις έβγαινε “Columbia”, ο Μίκης έβγαινε “His master’s voice”. Oπότε είπα στο Λαμπρόπουλο «Εγώ θα βγαίνω “His master’s voice”». Όλοι μου οι δίσκοι είναι “His master’s voice”, επειδή ήταν η ετικέτα του Μίκη. Και επίσης ήμουν ο πρώτος που έκανα δικιά μου ετικέτα. Κράτησα τα στοιχεία «Emi» κλπ κι έβαλα δικές μου ετικέτες. Τα «Μικροαστικά» είχαν δικιά τους ετικέτα, τα «Απλά μαθήματα», η «Media Luz», ότι γούσταρα έκανα με τις ετικέτες…

Ωραία πράγματα… Ξεχαστήκαμε όμως… Πριν από λίγο καιρό επανακυκλοφόρησαν τα «Φανταρίστικα» (μελοποιημένα στιχάκια φαντάρων που πρωτο δημοσιεύθηκαν στην «Ελευθεροτυπία» στη στήλη «Φαντάρε που πας;») που είχαν βγει πριν από μερικά χρόνια με το περιοδικό «Δίφωνο»… Πώς κατάφερες και μάζεψες σε ένα cd τόσους πολλούς τραγουδιστές και μάλιστα από τόσο διαφορετικούς χώρους; Είναι από τις ελάχιστες φορές που συνυπάρχουν 17 τραγουδιστές όπως ο Νταλάρας, ο Πάριος, ο Μητσιάς, ο Μητροπάνος, η Πόλυ Πάνου, ο Μαργαρίτης και τόσοι άλλοι…
Ε, τώρα έχει την «πλάκα» που έβαλα όλους αυτούς και τραγουδάνε μαζί, ωραίο είναι, έχει «πλάκα»… Ειδικά μερικές επιλογές, όπως ο Μαργαρίτης, ας πούμε, ο Σαββόπουλος είναι καλός… Χρειάστηκε πολλή δουλειά για να τους μαζέψω έναν, έναν… Αυτή είναι η σελίδα με τα τηλέφωνά τους, πέρυσι όλο το καλοκαίρι ασχολούμουν «ποιος, πότε, πού, τι»… Αυτό το χαρτί είναι «Τα φανταρίστικα», αν μπορείς να το πιστέψεις… Άθλος… Άθλος... Βέβαια η αγάπη μου είναι η Πόλυ Πάνου, σ’ αυτό το τραγουδάκι είναι «αστέρι»…

Θα ήθελα να μας πεις και δυο λόγια για μια παράσταση που παίζεται εδώ και πολλά χρόνια από την Άννα Βαγενά, αναφέρομαι στο έργο «Αγγέλα Παπάζογλου». Μια παράσταση που έχει γίνει πλέον «σημείο αναφοράς».
Ακόμα το ζητάνε αυτό… Το ’χει παίξει παντού… Προχτές ήτανε πάλι στο Μεταξοχώρι, κοντά στην Αγιά του Βόλου και της είπανε «φέρε την “Αγγέλα”». Πόσες χιλιάδες κόσμος την έχει δει; Το καταπληκτικό μ’ αυτό το έργο είναι ότι η πρώτη παράσταση δόθηκε μέσα στη μάντρα της Κοκκινιάς, που μιλάει η «Αγγέλα» και λέει «η μάντρα της Κοκκινιάς ήταν γεμάτη πτώματα μετά το μπλόκο…» Ήμουνα εκεί, το είδα, είναι πια μόνο οι τοίχοι γύρω γύρω, τα παράθυρα, χωρίς στέγη και μέσα εκεί περιγράφει που έγινε το μπλόκο και σκοτώσανε κλπ… Πολύ δυνατό κι από κείμενο, το Γιώργη τον Παπάζογλου θα τον έχεις δει… Πάμε καμιά φορά εκεί, παίζει και μπουζουκάκι, όποτε θέλει… Καλός ο Γιώργης… Αυτός έχει κάνει και φυλακή και εξορία… Μας αρέσει πολύ και ειδικά στην κόρη μου τη Γιασεμή - τη μεγάλη, τη μικρή τη λένε Μαρία, το Γιασεμή είναι το όνομα της μάνας μου, μικρασιάτικο, «Γιασμίν» που λένε οι ανατολίτες - ένα που λέει «εγώ σου ‘λεγα μπρόκολα κι εσύ μου ‘κανες πράσα κι αφού δε σακουλεύεσαι, έμπα μες στην κάσα…» Και γράφει και ποιήματα πολύ ωραία… Αυτός έβαζε τη μάνα του και του ‘λεγε ιστορίες και κράταγε σημειώσεις, αυτός διέσωσε το κείμενο της Αγγέλας… Σα «Μακρυγιάννης» είναι, ότι λέει αυτή η γυναίκα…

Κάποιος νέος δίσκος υπάρχει στα σχέδιά σου;
Όχι άμεσα δεν έχω τίποτα… Περνάω καλά, έχω ένα χώρο εδώ, έχω φτιάξει το θέατρο, κάνω αρχιτεκτονικιές «μαγκιές» εδώ μέσα και με καλύπτει. Κι επίσης έχω ένα χώρο ακριβώς από κάτω, που κατάφερα μετά από πάρα πολλά χρόνια να συγκεντρώσω όλη μου τη δουλειά, είναι ατακτοποίητη ακόμα, αλλά υπήρχανε πράγματα στο σπίτι της μάνας μου, στο σπίτι που μέναμε με την Άννα, σε κάτι αποθήκες… Τώρα είναι όλα μαζεμένα και μόλις τελειώσω αυτή την τακτοποίηση, θα κάτσω να κάνω καμιά καινούργια δουλειά… Ξέρω πως γίνεται, θα το κάνω, δεν έχω σταματήσει καθόλου, απλά λίγο καιρό ασχολήθηκα να στήσω όλο αυτό το συγκρότημα το οποίο είναι πολύ σημαντικό για μας. Είναι η δουλειά της Άννας, η δουλειά η δικιά μου, μένουμε εδώ, μένουν οι κόρες μου από κάτω… Είναι ωραία… Και γλιτώσαμε από την «κόλαση», «Πάρκαρε, ξεπάρκαρε, που πας, τι κάνεις» κλπ. Μπορεί να είσαι συνεπής στην ώρα σου, να λες «Θα δω αυτόν» και να μπορείς να ξέρεις… Όταν μέναμε στο Ψυχικό κι είχαμε ραντεβού εδώ, δεν ξέραμε αν θα φύγουμε 3 τέταρτα νωρίτερα, μια ώρα, μιάμιση, είναι «κόλαση».

Μόλις μπήκα σ’ αυτό τον πεζόδρομο που είναι στην «καρδιά» της Αθήνας, μεταξύ Πειραιώς και Κεραμεικού, σου δίνεται η αίσθηση πως μπαίνεις σε άλλη πόλη…
Έτσι είναι… Σα να μπαίνεις σε άλλη εποχή… Έχει μια πλατεία που νομίζεις ότι είναι του ’50, ας πούμε… Κι επίσης έχει μια ησυχία που δεν την έχει πουθενά, κι είσαι στο κέντρο της Αθήνας. Κι είμαστε μέσα στη δουλειά μας, για τους φίλους μας, για τους συνεργάτες μας, είναι εύκολο να έρθουν, το «Μετρό» είναι 2 βήματα, μια χαρά είμαστε…

Νομίζω πως υπάρχει και κάποια σχέση με τη Θεσσαλονίκη…
Εγώ έχω κάνει και Πολυτεχνείο απάνω… Το ’63 με ’67 ήμουνα στο Αριστοτέλειο. Την ξέρω και την πονάω τη Θεσσαλονίκη. Την ξέρω κι όπως ήτανε, με λάσπη, με κίτρινα φώτα, τα ξέρω όλα. Τη ΧΕΝ, το λιμάνι…

Λουκιανέ σ’ ευχαριστώ πολύ για όλα…
Ο.k Θανάση, να ’σαι καλά…

Video: «Το πάρτυ» & «Είμαι ένας φτωχός και μόνος καου μπόι» (Λουκιανού Κηλαηδόνη). Τραγουδά ο Λουκιανός στη συναυλία του Γιώργου Νταλάρα στο Ολυμπιακό Στάδιο το Σεπτέμβρη του 1983. (Αρχείο Θανάση Γιώγλου)

Video

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!