Καραγκούνα αλά παριζιέν & σουίνγκ αλά ελληνικά

Ξεφυλίζοντας ένα παλιό οδηγό της νυχτερινής ζωής και της πολιτιστικής κίνησης στο Παρίσι...
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Ξεφυλίζοντας ένα παλιό οδηγό της νυχτερινής ζωής και της πολιτιστικής κίνησης στο Παρίσι (This Week In Paris) του Δεκεμβρίου του 1960 πληροφορούμαστε ότι στη γαλλική πρωτεύουσα υπήρχαν και διάφορα ελληνικά κέντρα, που, την εν λόγω εποχή, στήριζαν τη διαφήμιση τους στα «Παιδιά του Πειραιά» και στο «Ποτέ την Κυριακή» (Jamais le Dimanche).

Τα κέντρα αυτά, ρεστοράν και ταβέρνες, είχαν ελληνικές ονομασίες: Διόνυσος, Λα Ταβέρνα Γκρέκ και Όλυμπος και βρίσκονταν κοντά στον Λούβρο και στην Όπερα του Παρισιού ή στη Μονμάρτη. Στον Όλυμπο, εμφανιζόταν ο Ζαν Βασίλης και «τα μπουζούκια του Πειραιά».

Το να ξετρυπώσεις μια τέτοια πληροφορία, στο παρελθόν, προϋπέθετε αρκετό σκάλισμα δεξιά κι αριστερά. Κάτι αντίστοιχο σήμερα γίνεται με άλλη ευκολία. Δεν χρειάζεται να ψάχνεις διάφορα έντυπα στα Μοναστηράκια ή να «ψαρεύεις» πληροφορίες από γνωστούς που επισκέπτονται το Παρίσι. Πληκτρολογώντας δυο λέξεις στη μηχανή αναζήτησης του Google ενημερώνεσαι πολύ εύκολα, σχεδόν, για τα πάντα. Το μεγάλο παράθυρο που άνοιξε στον κόσμο το διαδίκτυο – μεταξύ όλων των άλλων που προσέφερε στην άμεση ενημέρωση – είχε σαν αποτέλεσμα και η εικόνα που έχουμε για τις μουσικές του κόσμου να είναι διαυγέστερη από κάθε άλλη φορά.

Στη Γαλλία, ας πούμε, υπάρχει μια μεγάλη μουσική σκηνή που πίνει νερό στο όνομα του Τζάνγκο. Η τζίπσι τζαζ, μανούς (manouche), σκηνή κι ένα μουσικό ιδίωμα που χρωστά σχεδόν τα πάντα στον Τζάνγκο Ρέινχαρντ ή Ρεινάρντ, μουσικό θρύλο που, αν και έφυγε νωρίς, το 1953, το μουσικό του σήμα ήταν τόσο ισχυρό που έφτασε μέχρι τις μέρες μας και επηρέασε εκατοντάδες σύγχρονους δεξιοτέχνες και σύνολα που αναβιώνουν το μύθο του και το πνεύμα της τζίπσι ή ευρωπαϊκής τζαζ και του σουίνγκ.

Το σουίνγκ άνθισε στη δεκαετία του ’30. Στην Αμερική με μεγάλες ορχήστρες όπως του Μπένυ Γκούντμαν (ο Βασιλιάς του, πέρα από τον ατλαντικό), ενώ, στην Ευρώπη και το Παρίσι υπήρξε η μεγάλη σχολή του Χοτ Κλαμπ και η εμβληματική μορφή του Τζάνγκο Ρέινχαρντ που μαζί με τον βιολονίστα Στεφάν Γκραπελί άφησαν εποχή.

Ανάλογες μοντέρνες ορχήστρες οι οποίες κατά βάση είχαν σαν αναφορά τους το αμερικάνικο σουίνγκ με τις μπιγκ μπαντς υπήρξαν και στην Ελλάδα. Κάποια από τα ωραιότερα μοντέρνα τραγούδια του μεταπολεμικού γραμμόφωνου όπως το Βίρα τις άγκυρες του Μουζάκη και το Καπετάνιε χαμογέλα του Γιάκοβλεφ ήταν σουίνγκ, ενώ, και το κιθαριστικό τσιγγάνικο στυλ επηρέασε μουσικούς όπως τον Μανώλη Χιώτη που αμέσως μετά τον πόλεμο παρουσίασε μια σειρά από τραγούδια με πρότυπο τις αντίστοιχες ηχογραφήσεις του Τζάνγκο. Η συγγένεια δεν έγκειται τόσο στο γεγονός ότι ήταν παιγμένα με κιθάρες, όσο στη ρυθμική και την εν γένει συνάφειά τους.

Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο συναντάμε μουσικούς και σχήματα από διαφορετικές γωνιές του κόσμου να παίζουν με τον ιδιαίτερο τρόπο που έπαιζε ο Τζάνγκο Ρέινχαρντ. Τρεις νεότεροι ελληνικοί δίσκοι αυτής της επιρροής και αναφοράς έχουν πέσει στην αντίληψή μου.

Το πρώτο άλμπουμ είναι το Με τον άνεμο (2009) του Νίκου Παπαδιώτη, ο οποίος τραγουδά με ελληνικό στίχο κλασικά, ως επί τω πλείστον, ελληνικά τραγούδια που έχουν αυτή τη συνάφεια που λέγαμε παραπάνω (Σβήσε τη φλόγα του Χιώτη) ή εύκολα την αποκτούν (Πέφτεις σε λάθη του Τσιτσάνη κ.α,) καθώς και πασίγνωστα μουσικά θέματα της ευρύτερης βαλκανικής: ρουμάνικες χόρες, ρωσικά τραγούδια και τσιγγάνικες μελωδίες παιγμένα από ένα εξαιρετικό ορχηστρικό σχήμα, τους Opus 4. Μουσικοί με εμπειρία και δεξιοτεχνία οι Opus 4 δημιουργήθηκαν το 1997 στην νότια Γαλλία στα περίχωρα του Σεν Τροπέ, και παίζουν διασκευές τσιγγάνικων τραγουδιών και όχι μόνο. Εκ πρώτης υπάρχει μια ομοιογένεια, αν και στη δική μου αίσθηση ο δίσκος είναι διηρημένος. Από τη μια είναι ο τραγουδιστής του που ακούγεται ως νοσταλγός του αθηναϊκού ελαφρού τραγουδιού, έλκοντας τα εκφραστικά του μέσα από μια πεπαλαιωμένη, εκφραστικά, περιοχή του ελληνικού τραγουδιού και από την άλλη έχουμε την κόντρα ενός οργανικού σχήματος το οποίο διοχετεύει όλη την ενέργεια της τσιγγάνικης φλόγας και τεχνοτροπίας, που από τη φύση της έχει μια άγρια ομορφιά η οποία δεν συνάδει με την καταγωγή της φωνής του τραγουδιστή που «πνίγεται» σε ένα παλαιικό και ολίγο μελαγχολικό αστικό περιβάλλον, με το οποίο δεν έχω τίποτα, αλλά έχει άλλους κώδικες.

Το δεύτερο άλμπουμ είναι μια παραγωγή του γνωστού στιχουργού Τάσου Σαμαρτζή. Το συγκρότημα λέγεται Fos και ο δίσκος Europe, Your Rope (2009). Εδώ τα πράγματα είναι αρκετά πιο μπερδεμένα. Μόνον αγγλόφωνος στίχος, αρκετές «διασκευές» σε πασίγνωστα τραγούδια της ιστορίας του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού και 4 πρωτότυπα. Τζαζ ερμηνείες αμερικάνικης παλαιάς κοπής κι ένα ορχηστρικό κράμα τζαζ και σουίνγκ με πιάνο, βιολί, κιθάρα κ.λ.π. Εδώ, εν ολίγης, επιχειρήθηκε από Έλληνες μουσικούς αυτό που θα θέλαμε, πιθανόν, να μας έχει συμβεί αλλιώς. Να έχουν ανακαλύψει, δηλαδή, τη γοητεία και τη σπουδαιότητα της ελληνικής μουσικής στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι και να την έχουν εντάξει σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο και πιο αναγνωρισμένο μουσικό περιβάλλον. Αν αυτό συνέβαινε πραγματικά, αν άκουγα δηλαδή έκπληκτους μουσικούς του κόσμου να παίρνουν από το Πέντε μάγκες στον Περαία του Γιοβάν Τσαους ή τη Σεράχ και το Αργοσβήνεις μόνη του Τσιτσάνη (για τα οποία η αλήθεια είναι ότι δεν έχουν ιδέα) αυτό που πραγματικά τους εντυπωσίασε κι ας άλλαζαν όχι μόνον τους στίχους των κομματιών, αλλά και τα φώτα, κυριολεκτικά, θα το διασκέδαζα. Εδώ, όμως, υπάρχει κάτι fake. Δημιουργούμε εντυπώσεις μόνοι μας και το βρίσκω υπερφίαλο. Δεν θα είχα την ίδια αντίδραση αν ο δίσκος ήταν μόνο μουσικός, χωρίς λόγια, ή αν είχε τους πρωτότυπους στίχους. Δεν είμαι καθόλου συντηρητικός, αλλά από ένα σημείο και μετά υπάρχει και η παραποίηση.

Το τρίτο άλμπουμ είναι το, επίσης, παρθενικό των The Swing Shoes κι έχει τίτλο Ladies & Gents, Here's The Swing Shoes (2010). Σε αυτό, εύκολα αναγνωρίζει κανείς την προσήλωση στους μουσικούς κώδικες της μανούς τζίπσι τζαζ αλά Τζάνγκο με κάποιες αποσπασματικές φολκ μπλουζ αποδράσεις. Εκτός από τις πρωταγωνιστικές κιθάρες, το μπάσο και το βιολί, σε κάποια κομμάτια ξεχωρίζει και ο ιδιαίτερος ήχος από το μπάντζο. Παλιότερα είχαμε ακούσει τους Περιστασιακό Όνειρο (Occasional Dream) να παίζουν το Minor Swing με ούτι. Η εντοπιότητα του εν λόγω εγχειρήματος, πάντως, υπάρχει κατά το ήμισυ στις επιλογές του κουαρτέτου, μιας και ο δίσκος, κυρίως, μοιράζεται ανάμεσα σε σουίνγκ στάνταρντ (Nuages, Swing 42, Minor Swing) και παραδοσιακά ελληνικά θέματα (Δεν σε θέλω πια, Καραγκούνα, Γιάννη μου το μαντήλι σου) κ.α. Η ελληνικότητα δεν είναι απωθημένο, όμως, σε μια εποχή που μπορεί κανείς πολύ εύκολα να έχει πρόσβαση στο πρωτότυπο, και στη Γαλλία υπάρχουν πάμπολλοι μετρ του είδους, ζητούμενο είναι και το να δίνεις το δικό σου γεωγραφικό στίγμα, ώστε να γίνεται παιχνίδι. Και η μουσική είναι το ωραιότερο παιχνίδι. Κάτι το οποίο, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, και οι τρεις δίσκοι, εν μέρει, ο καθένας με τον τρόπο του, παλεύουν.

 


Κεντρική: Πλανόδιος μουσικός έξω από καφέ στη Μονμάρτη.
Φωτό 2: Τα περίφημα Παρισινά καφέ, στα ασπρόμαυρα χρόνια.
Φωτό 3: Ο θρυλικός Τζάνγκο Ρέινχαρντ.


 

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!