Μάνος Χατζιδάκις - «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη»

(ΑΚΟΥΣΤΕ) Η δεύτερη εργασία του Μάνου Χατζιδάκι πάνω σε ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά τραγούδια.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
11/04/2013

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

Θανάσης Γιώγλου
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Τον Μάρτη του 1962 κυκλοφορούν από την Columbia οι «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη», ένας μεγάλος δίσκος με τη δεύτερη εργασία του Μάνου Χατζιδάκι πάνω στα ρεμπέτικα τραγούδια, μετά τις «Έξη λαϊκές ζωγραφιές». Μπουζούκι έπαιξαν ο Κώστας Παπαδόπουλος με το Λάκη Καρνέζη και το Στέλιο Μακρυδάκη.

Στην πρώτη έκδοση του δίσκου υπήρχαν τα εξής δώδεκα τραγούδια: 

1. Το κομπολογάκι (Φτωχό κομπολογάκι μου) Γιώργος Μητσάκης
2. Περίπατος (Μπαξέ Τσιφλίκι) Βασίλης Τσιτσάνης
3. Το δωμάτιο ενός παιδιού (Μες στον οντά) Σπ. Περιστέρης - Π. Παπαοικονόμου
4. Ανδρέας Ζέππος (Καπετάν Ανδρέας Ζέππος) Γιάννης Παπαϊωάννου
5. Ένα κορίτσι από την Αλεξάνδρεια (Αλεξανδριανή φελάχα) Δ. Σέμσης - Ρ. Εσκενάζυ
6. Η ώρα του αποχαιρετισμού (Πέρα στους πέρα κάμπους) Παραδοσιακό
7. Επιμονή (Φραγκοσυριανή κυρά μου) Μάρκος Βαμβακάρης
8. Ευγενικά παιδιά (Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη) Μπαγιαντέρας
9. Ένα δειλινό (Χωρίσαμε ένα δειλινό) Βασίλης Τσιτσάνης
10. Ο παλιός δρόμος (Πάλιωσε το σακάκι μου) Βασίλης Τσιτσάνης
11. Το Χατζηκυριάκειο - Μπαγιαντέρας
12. Όταν ανάψουν οι φωτιές (Όταν συμβεί στα πέριξ) Βασίλης Τσιτσάνης

Η ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας ήταν του Μάνου Χατζιδάκι. Στην πρώτη έκδοση του 1962, τόσο στο εξώφυλλο, όσο και στην ετικέτα του δίσκου δεν αναγράφονταν οι δημιουργοί των τραγουδιών, ενώ σε κάποια τραγούδια εκτός από τους κανονικούς τίτλους, που βρίσκονταν σε παρένθεση, ο Χατζιδάκις είχε δώσει κάποιους άλλους δικούς του. Η «Φραγκοσυριανή» για παράδειγμα, έγινε «Επιμονή», αφού, όπως είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ο Χατζιδάκις, στη φράση «μια φούντωση μια φλόγα, έχω μέσα στην καρδιά» ο Μάρκος χρησιμοποιεί την ίδια νότα σε εννέα συλλαβές. Η μη αναγραφή των ονομάτων των δημιουργών προκάλεσε την αντίδραση του Γιώργου Μητσάκη, ο οποίος στράφηκε δικαστικά εναντίον του Χατζιδάκι. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο δίσκος να αποσυρθεί και να επανακυκλοφορήσει την επόμενη χρονιά με «Το τραγούδι του γέρο-ναύτη» ή «Ναύτη γέρο-ναύτη» του Χατζιδάκι και του Ιάκωβου Καμπανέλλη, από το θεατρικό έργο του δεύτερου «Παραμύθι χωρίς όνομα», αντί για το «Φτωχό κομπολογάκι μου». Και δεν ήταν μόνο αυτό… Η κόντρα αυτή προκάλεσε τη ρήξη στη σχέση του Μητσάκη με τον ισχυρό άνδρα της Columbia Τάκη Λαμπρόπουλο κι έτσι ο συνθέτης υπέγραψε συμβόλαιο με την «αντίπαλη» Odeon-Parlophone του Μίνωα Μάτσα, με την οποία συνεργάστηκε μέχρι τα πρώτα χρόνια του ‘70. Η δεύτερη έκδοση του βινυλίου κυκλοφόρησε και στην Αμερική από την Peters International. Το Δεκέμβρη του 1998 ο δίσκος επανεκδόθηκε σε cd με 14 τραγούδια. Το «Κομπολογάκι» ξαναβρήκε τη θέση του, ενώ μπήκε και το «Τραγούδι του γέρο-ναύτη», αλλά και μια ανέκδοτη ηχογράφηση από το «Απ’ της Ζέας το λιμάνι» του Γιάννη Παπαϊωάννου και του Χαράλαμπου Βασιλειάδη, από το αρχείο του Γιώργου Παπαστεφάνου. Τόσο ο δίσκος αυτός, όσο και ο «Σκληρός Απρίλης του ‘45» αλλά και οι υπόλοιπες εργασίες του Χατζιδάκι πάνω στα ρεμπέτικα, αποτελούν το καλύτερο σχολείο για τους νεώτερους μουσικούς που θέλουν να ασχοληθούν με την ενορχήστρωση. Προσωπικά θεωρώ, πως οι εκτελέσεις αυτές από τις «Πασχαλιές» είναι ότι πληρέστερο έχει παρουσιαστεί μέχρι σήμερα, σχετικά με τα ρεμπέτικα τραγούδια, τουλάχιστον σε επίπεδο ενορχήστρωσης. Έχω την αίσθηση μάλιστα, πως και ο Σταύρος Ξαρχάκος, που λίγο μετά το Χατζιδάκι ασχολήθηκε εκτενέστατα με τα ρεμπέτικα τραγούδια, επηρεάστηκε πολύ από τον τρόπο με τον οποίο τα προσέγγισε ο Χατζιδάκις.

Στο οπισθόφυλλο της αρχικής έκδοσης ο Μάνος Χατζιδάκις γράφει: “Ο τίτλος του έργου, μου βγήκε μέσα από το δεύτερο στίχο της «Έρημης Χώρας»* του Έλιοτ, που πρωτογνώρισα το 1943 στη θαυμαστή μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη. Ήμουν δεκαοχτώ χρονώ και ως τα είκοσί μου, που τελείωσε ο πόλεμος, ανακάλυπτα την Μεσόγειο, τον Ήλιο, τον Χριστό, την Ελλάδα και τα Ρεμπέτικα. Κάτι περίεργες και πρωτοφανέρωτες για μένα μελωδίες, μου κινήσαν την προσοχή και με φέρανε σε περιοχές πιο αυστηρές και πιο αληθινές. Μπήκα μέσα σε μικρά μαγαζιά, απίθανα κρυμμένα κι απλησίαστα, σε χώρους μυσταγωγικούς, με κείνη την τολμηρή αστοχασιά της νεότητας, μαγεμένος από τα γυάλινα κεντήματα των μπουζουκιών, από τον επίμονο και διαπεραστικό ήχο του μπαγλαμά, θαμπωμένος από το μεγαλείο και τη βαθύτητα των μελωδικών φράσεων, ξένος, μικρός κι αδύναμος, πίστεψα με μιας πως το τραγούδι αυτό που άκουγα, ήταν δικιά μου, μια ολότελα δικιά μου υπόθεση. Τον ίδιο καιρό, ο Τσαρούχης μου συνειδητοποιούσε το λυρισμό της γειτονιάς μου, ο Ελύτης τη λατρεία του Ελληνικού Ήλιου και ο Σεφέρης με τον Γκάτσο τη δυσκολία και τη σοφία της Ελληνικής γης, ενώ το υγιές ένστικτό μου με οδηγούσε μακριά από τη ρηχότητα των «πολιτισμένων» ελαφρών μας τραγουδιών ή από τη Βαλκανική Ρωμιοσύνη της «σοβαρής» μας μουσικής. Τα μπουζούκια τότε, στα μικρά και χωρίς αξιώσεις κέντρα τους, δεν είχαν φωτεινές επιγραφές από Νέον, δεν είχαν βεντέτες και ονόματα ηχηρά, δεν παρίσταναν τους «Έλληνες» για τους Τουρίστες, αλλά με σεμνότητα, με λάμπες πετρελαίου πολλές φορές, λειτουργούσαν απλά και ξεδίπλωναν με φανταστική δύναμη, μεράκια, βιώματα και πάθη, γνησίως Ελληνικά.

Το 1949, πρωτομίλησα γι’ αυτά τα τραγούδια, με φανατισμό και με αφέλεια, αλλά και με ιδέες και τόλμη, σε μια σειρά διαλέξεων που οργάνωσε το «Θέατρο Τέχνης». Κανείς δεν με πίστεψε, όμως όλοι συγχώρησαν τη νεανικότητά μου. Το 1950, παρουσίασα τις «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές». Όλοι νόμισαν πως εξευγένισα επιτυχώς τα μπουζούκια, χωρίς να σκεφθούν πώς, ποια ανάγκη μπορούσε να με οδηγήσει στο να εξευγενίζω τραγούδια μη ευγενή, γιατί να διοχετεύω το οποιοδήποτε ταλέντο μου στην υπηρεσία μιας μουσικής, που για να υπάρξει, είχε την ανάγκη μου; Είχαν και πάλι λάθος. Η επιτυχία όμως των «Έξι Λαϊκών Ζωγραφιών», ξύπνησε τους εμπόρους, τα ελαφρά θέατρα, τους μικροπρεπείς μουσικούς, τη βαθμιαία αναπτυσσόμενη τουριστική επιδίωξη, το εύκολο «Ελληνικόν μένος» των διεθνών μας προσωπικοτήτων, ώσπου ήρθε η ταινία «Ποτέ την Κυριακή» και στάθηκε η χαριστική βολή σ’ αυτό που υπήρξε κάποτε το Λαϊκό μας τραγούδι. Σήμερα, ύστερα από είκοσι χρόνια, σαν προσευχή, θέλησα να κάμω αυτόν τον δίσκο και νομίζω πως πέτυχα να ξαναζωντανέψω όλο εκείνο το μελωδικό υλικό, που χρόνια τώρα διατηρούσα μέσα μου και συγχρόνως να εκφράσω όλη την εφηβική ευαισθησία ενός Νέου Έλληνα με παράδοση, μαζί με κείνη τη λεπτή κι ανοιξιάτικη θρησκευτική ατμόσφαιρα του Επιταφίου. Μαζί κι ο Έλιοτ με τον Τσαρούχη, που ζωγράφισε το εξώφυλλο, συνθέτουν την αληθινή νεανική μου ευαισθησία και ζωγραφίζουν μ’ όλες τις αποχρώσεις μια λιτανεία από εντατικές στιγμές. Η φιλοδοξία μου ήταν να φτιάξω ένα έργο, για όλους τους αληθινούς Νέους. «Για τους γενναίους, τους ελεύθερους και δυνατούς», όπως θα έλεγε ο Εγγονόπουλος την εποχή εκείνη”.

*«Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές…»

Η αρχή από την «Έρημη Χώρα» του Έλιοτ, σε μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη, πρώτη έκδοση, «Ίκαρος», Ιούλιος 1936. (Σημείωση στο ένθετο του cd).

Video

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!