Η λέξη που κάποτε θεωρείτο τίτλος τιμής, παράσημο αλλά και λάφυρο, ύψιστη επιθυμία και κίνητρο για τους καλλιτέχνες, κατάντησε αποπαίδι. Κάτι άβολο και ενοχλητικό, αφού ελάχιστοι πια στη δισκογραφική πιάτσα, στα μέσα ενημέρωσης και επικοινωνίας, είναι σε θέση να κατανοήσουν και να διαχειριστούν αναλόγως της αξίας και ιδιαιτερότητάς του.
Σε μια εποχή που βασιλεύει το ψεύτικο στολίδι, η απατηλή βιτρίνα, η ατάκα για την ατάκα, η φανφάρα, το φω, το σπάνιο μέταλλο -που για να το βρεις και να το αποκρυσταλλώσεις απαιτείται κόπος, μόχθος, χρόνος και γνώση- φαντάζει μίασμα, παράδειγμα προς αποφυγήν.
Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι στην κατεύθυνση αυτή αναγκάστηκαν να συμπορευτούν καλλιτέχνες και προσωπικότητες που είχαν με το σπαθί τους κατακτήσει το ακριβό δώρο της λαϊκότητας. Οι σειρήνες της ματαιοδοξίας, της επικαιρότητας και των αντιτίμων της λύγισαν τις αντιστάσεις τους. Έτσι δημιουργήθηκε ένα μισθοφορικό στράτευμα που αμήχανα, χωρίς προσανατολισμό και στόχο, πέραν του εφήμερου εδώ και τώρα και ό,τι αρπάξει… η στράτα μας, οδήγησε -ερήμην ορισμένων φαντάρων- το τραγούδι στον πάτο, το σώμα στον γκρεμό.
Η ευθύνη δεν είναι μόνο του γενικότερου συστήματος που το μόνο που επιδιώκει είναι να ξεπλένει και να ξεπλένει, ανεξάρτητα αν κάποιες φορές στην μπουγάδα μαζί με τα απόνερα βγήκαν και ρούχα πεντακάθαρα.
Τους στρατηγούς τούς θέλουμε στα δύσκολα, στη μάχη, στον αγώνα για τη νίκη αλλά και στην αναδιοργάνωση μετά την ήττα. Τότε ξεχωρίζουν οι αληθινοί ηγέτες, οι χαρισματικοί επιτελείς αλλά και οι γενναίοι ταπεινοί πολεμιστές.
Ίσως τώρα που τα πράγματα ζορίζουν -όσο ποτέ άλλοτε- σε όλα τα επίπεδα ορισμένοι πραγματικοί καλλιτέχνες, αναγνωρίζοντας τα λάθη τους, να επαναπροσδιορίσουν και τη σχέση τους με το λαϊκό τραγούδι της καρδιάς• την αληθινή υπόστασή τους. Ο κόσμος, που διψάει για αληθινές καταστάσεις, ξέρει να συγχωρεί όσους τον τίμησαν και από αδυναμία κάποια στιγμή τον παραμέλησαν, προδίδοντας κατά μία έννοια τον ίδιο τους τον εαυτό.
Σε μια εποχή που βασιλεύει το ψεύτικο στολίδι, η απατηλή βιτρίνα, η ατάκα για την ατάκα, η φανφάρα, το φω, το σπάνιο μέταλλο -που για να το βρεις και να το αποκρυσταλλώσεις απαιτείται κόπος, μόχθος, χρόνος και γνώση- φαντάζει μίασμα, παράδειγμα προς αποφυγήν.
Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι στην κατεύθυνση αυτή αναγκάστηκαν να συμπορευτούν καλλιτέχνες και προσωπικότητες που είχαν με το σπαθί τους κατακτήσει το ακριβό δώρο της λαϊκότητας. Οι σειρήνες της ματαιοδοξίας, της επικαιρότητας και των αντιτίμων της λύγισαν τις αντιστάσεις τους. Έτσι δημιουργήθηκε ένα μισθοφορικό στράτευμα που αμήχανα, χωρίς προσανατολισμό και στόχο, πέραν του εφήμερου εδώ και τώρα και ό,τι αρπάξει… η στράτα μας, οδήγησε -ερήμην ορισμένων φαντάρων- το τραγούδι στον πάτο, το σώμα στον γκρεμό.
Η ευθύνη δεν είναι μόνο του γενικότερου συστήματος που το μόνο που επιδιώκει είναι να ξεπλένει και να ξεπλένει, ανεξάρτητα αν κάποιες φορές στην μπουγάδα μαζί με τα απόνερα βγήκαν και ρούχα πεντακάθαρα.
Τους στρατηγούς τούς θέλουμε στα δύσκολα, στη μάχη, στον αγώνα για τη νίκη αλλά και στην αναδιοργάνωση μετά την ήττα. Τότε ξεχωρίζουν οι αληθινοί ηγέτες, οι χαρισματικοί επιτελείς αλλά και οι γενναίοι ταπεινοί πολεμιστές.
Ίσως τώρα που τα πράγματα ζορίζουν -όσο ποτέ άλλοτε- σε όλα τα επίπεδα ορισμένοι πραγματικοί καλλιτέχνες, αναγνωρίζοντας τα λάθη τους, να επαναπροσδιορίσουν και τη σχέση τους με το λαϊκό τραγούδι της καρδιάς• την αληθινή υπόστασή τους. Ο κόσμος, που διψάει για αληθινές καταστάσεις, ξέρει να συγχωρεί όσους τον τίμησαν και από αδυναμία κάποια στιγμή τον παραμέλησαν, προδίδοντας κατά μία έννοια τον ίδιο τους τον εαυτό.