Πώς είναι δυνατόν εν έτει 2012 να παρατηρούνται ακόμα τέτοια σκηνικά; Πώς επιτρέπεται ακόμα να εμποδίζεται από οποιονδήποτε η δημιουργία τέχνης ακόμα κι αν (ΑΝ λέμε) η τέχνη επιδέχεται αμφισβήτηση; Από πότε η εθνικότητα είναι κατακριτέα; Να θυμίσω πως με την όποια εθνικότητα γεννιόμαστε, δεν τη διαλέγουμε, άρα είναι μάλλον άτοπο να «καμαρώνουμε» για ένα τυχαίο γεγονός. Και πάνω απ’ όλα, ποιος είναι σε θέση να αποφασίζει ποια παράσταση θα δω εγώ; Φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα, χωρίς εμένα…
Το προηγούμενο «έργο» σε επανάληψη:
Από τα μαξιλάρια του καναπέ μου, αισθάνομαι ψυχολογική βία. Αν κάτι μου έχει μείνει, αν κάτι μου ανήκει ακόμα σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς που περνάμε, είναι η ελευθερία της σκέψης μου και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Αν επιθυμώ να «ακούσω με την καρδιά» όπως προτρέπει η παράσταση του Λαέρτη Βασιλείου, θα το κάνω. Δε με ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων, γιατί θέλω να σχηματίσω δική μου. Ειδικά σε μια χώρα, που διατείνεται πως γέννησε και τη δημοκρατία, αλλά και το θέατρο, το να βλέπω την «ιστορία να επαναλαμβάνεται», να θυμάμαι ξανά τα σκηνικά απείρου κάλλους έξω από τον κινηματογράφο “Embassy” στο Κολωνάκι το ‘88 όπου γινόταν η κινηματογραφική μεταφορά του Τελευταίου Πειρασμού του Καζαντζάκη και άλλες πολλές παρόμοιες, αν και τελικά ανούσιες εκδηλώσεις, είναι κάτι που με θλίβει. Σε έναν κόσμο που κάποιοι εδραίωσαν ακόμα και με το αίμα τους το δικαίωμά μου στην κριτική σκέψη και την ελεύθερη έκφραση, γεγονότα σαν αυτά μπορούν μόνο να με πείσουν πως αυτό το έργο, πρέπει οπωσδήποτε να το δω – με όποια έννοια θέλει καθένας να δώσει στο «έργο».
Παραθέτω κι ένα σχόλιο του Φοίβου Δεληβοριά στο Facebook, το οποίο τυγχάνει να συνοψίζει όλα τα παραπάνω: «Αν επιτρέψουμε στη λογοκρισία να πάρει τη θέση της κριτικής και στην αυτοδικία να πάρει τη θέση της δικαιοσύνης, έχουμε κατέβει και το τελευταίο σκαλί: αν το κατέβουμε κι αυτό, έχουμε τελειώσει - και ως Έθνος και ως Λαός και (το κυριότερο) ως άνθρωποι».