Και λέμε …
και λέμε…
και λέμε…
και σχεδιάζομε…
και σχεδιάζομε…
και σχεδιάζομε…
και η μέρα πλησιάζει…
και πλησιάζει…
και πλησιάζει…
και όλα είναι ωραία και ανυπομονισιακά και τ' όνειρο όλο και εσίμωνε!
15 Αυγούστου: Η εξέδρα 8 πλάτος και 12 βάθος έτοιμη, με ξυλεία από πενταόροφη οικοδομή, παρακάμπτοντας όμως τσι οδηγίες που έλεγαν 12 πλάτος και 8 βάθος, λόγω ελλείψεως χώρου. «Αφού δε μα σε βάνει να τη κάμομε 12 μέτρα στο φάρδος να τη κάμομε 8, λέει ο Κατρίνης στο Κοκότα. Ξάσου! απαντάει αυτός και τη νε στελειώνανε δυό μέρες. Το βράδυ στο καφενείο κουβεντιάζομε τσι τελευταίες λεπτομέρειες. Ποιοί θα να ναι στα σουβλάκια, ποιοί στα πιοτά, ποιοί στα εισιτήρια… «Κι ίντα θα κάμομε ωρέ σεις απού θα μπαίνουνε από γύρω - γύρω τζαμπατζήδες» λέει ο Μιχάλης τση Κουμούνας και συνεχίζει κουνιώντας μανισμένος τη χέρα του. «Αγούγιας του που θα μπεί βερεσέ, ετσά και δω κιανένα θα το νε ξεκαυκαλώσω!». «Μωρέ να κόψομε μεις τα εισιτήρια, να πληρώσομε τσ’ αθρώπους κ’ ύστερα ας μπούνε όλοι βερεσέ, λεφτά θα βγάλομε κι’ από τα σουβλάκια κι’ απο τα ρακόκρασα» λέει ο Μέτζος που ήτανε ο ταμίας.
16 Αυγούστου: Η Μεγάλη Μέρα ήφτάξε, οι καρέκλες στρωμένες τα ρακόσρασα και τα σουβλάκια έτοιμα, η αγωνία στο κατακόρυφο περιμένοντας τσοι μουσαφίρηδες και όλοι από το μεσημέρι στο ταρατσάκι με τα βλέμματα να ξανοίγουνε στον δρόμο και να ανημένομε. «Νίκο σε θέλουνε στο τηλέφωνο» μου φωνιάζει η θειά μου η Βαγγελία, που είχε στο μπακάλικο τζη το κοινοτικό τηλέφωνο. «Γύρω στις 5 θα είμαστε εκεί» ακούγεται ο Φλωράς από την άλλη άκρα του σύρματος, ο άνθρωπος που είχε το πρόσταγμα εκείνη την χρονιά τση Λοξής Φάλαγγας! «Πρώτος θα έρθει ο Τάκης ο Alpha Sound με το φορτηγό και εμείς θα έρθουμε με ταξί» μου λέει και μα σε βάνει στο ταραχτά να ξανοίγομε τα φορτηγά που επερνούσανε από τον δρόμο. «Εκειόνε ναι σάικα! Εκειόνε ναι σάικα! φωνάζει το Κουμουνάκι, που δε νε σήκωνε τα μάτια του από το δρόμο! Και γλακά στην είσοδο του χωριού για να κάνει το καλύτερο θέλημα τσι ζωής του, να τσοι φέρει στο ταρατσάκι! Ο Τάκης, ο ηχολήπτης, μετρίου αναστήματος με μουστάκι και αστραφτερά μάτια ξανοίγει με απορία το ξύλινο κατασκεύασμα μας, εν είδει πάλκου και μονολογεί με την χαρακτηριστική φωνή του για να μας αναταραχήσει! «
Α! ρε Παπάζη που μας έφερες πάλι! Δεν θα στήσουμε θα περιμένουμε τον αρχηγό» συνεχίζει και εμείς πέφτουμε στα τάρταρα! «Το 'δα γω τ’ όνειρο!» Λέει ο Νταρίβας, μα θα τρώμε σουβλάκια δυο μήνες! Λέει ως ορισμένος ψήστης τσι εκδήλωσης
. «Εχετε καμία ρακή να την πιούμε μέχρι να'ρθει ο Παπάζης;» λέει ο Τάκης κάνοντας τον Χυλό να πεταχτεί απο την καρέκλα του! «Ρακή να θές! Έχουμε να σε πνίξουμε!» ανεντρανισμένος που εντέλει πίνουνε τη ρακή. Επέρασε μια ατέλειωτη ώρα, αιώνας μας εφάνηκε ώσαμε να κούσομε τη φωνή του Μακρύνου που ως εν αδεία φαντάρος είχε τ’ αμέντε του. «Εφτάξανε τα ταξά!! Εφτάξανε τα ταξά!!» Με τα γι' όργανα επ ώμου και με το Κουμουνάκι οδηγό φτάνουνε στο ταρατσάκι για να τσι καλοδεκτούνε οι ρακές με τα ξεροτήγανα αφού εμείς είχαμε καταπιεί τσι γλώσσες μας! «Στην υγειά μας» λέει ο Νικόλας με απίστευτη ηρεμία και γλυκάδα. «Καλώς εκοπιάσετε, εμείς, με την γη να ξανάρχετε σιγά - σιγά στα πόδια μας και τ’ όνειρο να’ χει πάρει και σάρκα και οστά! «Θα στήσουμε στον δρόμο» διατάζει ο αρχηγός και γυρίζει πρός το αγνάντι κρατώτας το ρακοπότηρο. «Εβίβα τσι κοστέρας» του λέει ο Γιάννης του Μακράκη, ο κεφετζής και του εξηγά ότι κοστέρα είναι τα νέφαλα που επαίζανε με τον αέρα και τον ήλιο ανάδια στα Μεραμπελιώτικα βουνά κι' αυτός με ένα μακρόσυρτο «αμααααν» δηλώνει το θαυμασμό του για κειονά που εθώργιε και όλα μπαίνουν στη θέση ‘ντως και οι καρδιές μας στο τόπο ‘ντως! «Κορίτσα να μοιράσετε τσοι ανθρώπους στα σπίτια να ξεκουραστούνε» λέω τση Γιάννας και τση Γεωργίας και αυτές με τη σειρά τους, τσοι συνοδεύουν στα σπίτια που ετοίμασανε οι Μυρσινιώτες για να τσοι φιλοξενήσουνε. Σιγά - σιγά η Μυρσίνη ήρχίξε να γεμίζει με επισκέπτες, που ερχότανε από όλο το νομό,
το sound check έγίνηκε και ο Παπάζογλου ρέγεται το ηλιοβασίλεμα στο μπαλκόνι τση Πιπίνας πάνω από τη Βρύση ίσαμε που ο Μεμέτης, ο Κουτσούρας, ο Μπάμπης, ο Γαργάλας, ο Καπηλίδης, ο Σημαδόπουλος και οι δυο Αναστασίες με τσι ζίλιες ντως, ανοίγουν τσι πύλες τ’ όνειρου και ο Νικόλας αερομεταφερόμενος στα χέρια, βρέθηκε από το μπαλκόνι στο μικρόφωνο για να ξεκινήσει το Mεγάλο και Ονειροβγαλμένο Αύγουστο τση Μυρσίνης!
Νίκος Μακρυνάκης | Θεσσαλονίκη, Ιούλιος 2013