Δημήτρης Λέντζος – Η Χρυσή Φυσαρμόνικα (ΔΙΗΓΗΜΑ)

«Πήγαινε τώρα, χάραξε έξω, πάρε τη φυσαρμόνικα και φτιάξε τραγούδια για όλα τα «αχ» των ανθρώπων με τη πιο λυπημένη και τρυφερή νότα «μι», και θα δεις πως θα γίνεις ο πλουσιότερος…»
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Έκανε κρύο εκείνο το βράδυ, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μιας Πρωτοχρονιάς δύσκολης. Στα σπίτια των ανθρώπων όλα ήταν έτοιμα για την μεγάλη εκκίνηση του χρόνου. Φέτος όμως λείπει η χαρά λένε από τα σπίτια, τα παιδιά περιμένουν τα ελλιπή δώρα τους στις μεγάλες παύσεις των αγγελτηρίων ευχών. Οι γονείς στέκονταν όρθιοι μπροστά στα παράθυρα σαν σε εκτελεστικό απόσπασμα. Που να χωρέσουν τόσοι άνεργοι και φτωχοί σε μια Πρωτοχρονιά; Που να χωρέσει τόση λύπη στα ευφρόσυνα λόγια των εντολέων και των επιτρόπων. Στο μικρό δρομάκι το φως από τη μικρή μονοκατοικία με τα μπλε παράθυρα, σαν μάτια κλειστά, έφεγγε σαν λυχναράκι στο δάσος.


Ο μικρός κλέφτης πήδηξε από το μικρό κάγκελο της μάντρας, ανέβηκε τα τρία σκαλιά και έφτασε στην πόρτα, έβγαλε τα αντικλείδια και τα εργαλεία του από τις τσέπες του, αλλά δεν υπήρχε λόγος, η πόρτα ήταν ανοιχτή λες και τον περίμενε. Έσπρωξε με δύναμη την πόρτα και μπήκε μέσα. «Είναι κανείς εδώ;» φώναξε δυνατά. «Να τα πώ;». «Τι να πεις» ακούστηκε μια φωνή σιγανή από το μικρό δωμάτιο που έβγαινε λαχανιασμένο το φως, σαν παιδί που τρέχει. «Είναι κανείς εδώ;» ξαναρώτησε ο μικρός κλέφτης φοβισμένος. «Ναι» ακούστηκε η ίδια φωνή. «Εγώ, εδώ στο γραφείο».


Ο μικρός κλέφτης πλησίασε με τα μάτια γεμάτα φόβο, πρώτη φορά μπήκε σε σπίτι για να κλέψει, ήθελε λέει να βρει λίγα χρήματα για μια μεγάλη ανάγκη που είχε και αν τα έβρισκε, θα τα επέστρεφε με τον ίδιο τρόπο μιαν άλλη Πρωτοχρονιά. Μεγάλη ανάγκη, που δεν την είχε πει σε κανέναν, ήθελε να πάρει ένα άσπρο φουστάνι της άρρωστης μάνας του και μια μεγάλη σοκολάτα. Στο δωμάτιο έπεσε μια ησυχία σαν απαλή δροσιά που μεγάλωσε το φόβο του. Πάνω στο γραφείο ήταν ένα βιβλίο ανοιχτό με ένα μολύβι ανάμεσα, για να μη κλείνει, σε δυο σελίδες λευκές.


Ο μικρός κλέφτης πλησίασε κοιτώντας με αμηχανία αριστερά-δεξιά, ξαφνικά ακούστηκε πάλι η φωνή ο μικρός ταράχτηκε. «Κάθισε». «Ποιος είσαι τέλος πάντων, φάντασμα; Τι;» «Τίποτα απ’ όλα αυτά, το βιβλίο μπροστά σου είμαι». «Και μιλάς;». «Όπως βλέπεις μιλάω». «Είσαι δηλαδή ένα μαγικό βιβλίο». «Όλα τα βιβλία μιλάνε, όλα τα βιβλία είναι μαγικά», απάντησε το βιβλίο, που η ανάσα του μικρού κλέφτη έκανε τα φύλλα του να θροΐσουν σαν δέντρο στον μικρόν αγέρα. «Εδώ δεν υπάρχει κανείς, ούτε χρήματα υπάρχουν, λάθος σπίτι διάλεξες για να κλέψεις». «Εδώ δεν ζει κανείς; Δεν υπάρχει αφεντικό και νοικοκύρης εδώ;» ρώτησε πάλι ο μικρός κλέφτης και σκούπισε με το πάνω μέρος της παλάμης του την υγρή του κόκκινη μύτη. «Υπήρχε» απάντησε το βιβλίο, «αλλά βγήκε να πάρει τσιγάρα την περσινή πρωτοχρονιά και δεν γύρισε ποτέ πίσω, συγγραφέας ήταν ή έτσι νόμιζε αυτός, και έχει τις δύο τελευταίες σελίδες αφήσει σε εμένα ατελείωτες, να κοίτα εδώ».


Ο μικρός πλησίασε και είδε τις δύο λευκές σελίδες. «Με πίστεψες τώρα; Και όχι τίποτα άλλο, πρέπει κι εγώ να ολοκληρωθώ ως βιβλίο, να εκδοθώ και να πάω στα χέρια των ανθρώπων να πω ότι έχω να πω, όχι δικά μου λόγια, αλλά του άλλου που λείπει, που δεν γύρισε ποτέ». «Είναι γέρος;» ρώτησε διστακτικά ο μικρός κλέφτης. «Δεν θυμάμαι, μπορεί, πάντως χρόνια παλεύει να με τελειώσει, χρόνια κάθεται πάνω μου, σκέφτεται, καπνίζει, βρίζει, βήχει, κλαίε, αλλά να, έχει αρχίσει τις σελίδες αυτές τις τελευταίες με δύο μικρούλες λεξούλες, να κοίτα εδώ ψηλά και αριστερά, να στην πρώτη λέξη «αχ» και στην άλλη την απέναντι με τη λέξη «μι», φαντάζομαι με όση ορθογραφία ξέρω ότι εννοεί μάλλον τη νότα «μι», στην πρώτη περίπτωση το «αχ» είναι ένα, χωρίς άλλην ερμηνεία». «Και τι με νοιάζουν όλα αυτά; Εγώ δεν ξέρω γράμματα, εγώ δεν αγαπώ τα βιβλία, γιατί μου τα λες εμένα όλα αυτά;» ρώτησε νευρικά ο μικρός κλέφτης. «Θα κάνουμε μια συμφωνία». «Τι συμφωνία;». «Θα γράψεις εσύ τις ιστορίες στις δύο μου λευκές σελίδες κι εγώ σαν αντάλλαγμα θα σου δώσω κάτι και θα γίνεις πλούσιος». «Να γράψω εγώ; Τι να γράψω; Εγώ σου είπα δεν ξέρω γράμματα και ορθογραφίες».


«Άκουσε να δεις» συνέχισε το βιβλίο, «θα βγεις έξω θα γυρίσεις όλο τον κόσμο και θα μου βρεις το πιο λυπημένο «αχ» του κόσμου και την πιο γλυκιά νότα «μι» και θα τα φέρεις εδώ μαζί με τις ιστορίες τους, και αυτές θα βάλουμε πάνω και μέσα στις σελίδες μου».

«Και πες ότι το κάνω αυτό, το αντάλλαγμα ποιο θα είναι;»

«Η χρυσή φυσαρμόνικα με τα μπλε μάτια».

«Έχουνε οι χρυσές φυσαρμόνικες μάτια και μάλιστα μπλε, και τι να την κάνω εγώ τη φυσαρμόνικα, δεν ξέρω να παίζω, και πως θα γίνω πλούσιος με μία φυσαρμόνικα;»

«Δε φτάσαμε ακόμα εκεί πρώτα πρέπει να γράψεις τις δύο ιστορίες, μετά είναι όλα εύκολα τα πράγματα, θα δεις».

«Εντάξει δέχομαι».

«Φύγε τώρα, άσε εδώ πάνω μου τα εργαλεία σου και τράβα στον κόσμο, εγώ θα περιμένω».


Ο μικρός κλέφτης έφυγε βιαστικά, γύρισε την πόλη όλη τη νύχτα, κόσμος δεν κυκλοφορούσε πολύς και έκανε κρύο. Πέρασε από τις φυλακές, από τα νοσοκομεία, από τα νεκροταφεία πέρασε από παντού. Άκουσε πολλά «αχ». Πρώτη φορά άκουσε τόσα πολλά «αχ» των ανθρώπων, και τα πιο πολλά ήταν των ερωτευμένων. Χιλιάδες ιστορίες που άρχιζαν όλες από «αχ».


«Θα διαλέξω μια» ψιθύρισε «θα τη γράψω να τελειώνω, να πάρω τη χρυσή φυσαρμόνικα, αλλά έχω και τη νότα, τι θα κάνω που να βρω τέτοιαν ώρα μια νότα και να είναι μάλιστα και «μι». Και πώς να την ξεχωρίσω εγώ που δεν ξέρω μουσική;» Ξεχύθηκε πάλι στους δρόμους, στην όπερα, στα καταστήματα διασκέδασης, μπήκε στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις. «Πολλές νότες» είπε «θα πάρω μια «μι» να τελειώνει αυτό το μαρτύριο το αποψινό, αυτό ήταν , γράφω τις δύο ιστορίες, και πάμε παρακάτω>> και άρχισε να τρέχει για να προλάβει τα χαράματα, να μην τον δουν που μπαίνει τέτοιαν ώρα στο ξένο σπίτι.


Η πόλη έρημη
, τόσο έρημη όσο ποτέ, πριν φτάσει όμως στο σπίτι με το μαγικό βιβλίο, περνώντας από ένα μικρό υπόγειο με λίγο φως, άκουσε μια φυσαρμόνικα να παίζει τα κάλαντα. Κοντοστάθηκε, δεν είχε ξανακούσει να παίζουν τόσο ωραία φυσαρμόνικα. Έσκυψε και κοίταξε μέσα, από το θαμπό τζάμι. Στο μικρό υπόγειο πάνω σ’ ένα κρεβάτι ήταν μια γυναίκα κίτρινη σαν κερί, δίπλα της καθισμένο σε ένα μικρό σκαμνί ένα μικρό παιδί, μικρότερο πολύ μικρότερο απ’ αυτόν. Βουτούσε μια άσπρη πετσέτα σε μια λεκάνη με νερό και της έβρεχε το μέτωπο και τα χείλη, πρέπει να καιγόταν σίγουρα στον πυρετό. Τότε είδε στα χείλη της να φεύγει σαν μικρό πουλί ένα «αχ» που δεν το άκουσε, ή νόμισε ότι δεν το άκουσε, γιατί αυτό το «αχ» ακούστηκε σε όλη την πόλη με τα κλειστά παράθυρα και τις κλειστές ψυχές. Σε λίγο ο μικρός στο υπόγειο ακούμπησε πάνω στο σεντόνι τη μικρή του φυσαρμόνικα κι αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της άρρωστης γυναίκας. Αυτή του χάιδεψε το κεφάλι του και ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό της κάνοντας μεγάλο κρότο.


Ο μικρός κλέφτης τρέχοντας με όση δύναμη είχε, γύρισε στο σπίτι, βρήκε τα πράγματα όπως τ’ άφησε πλησίασε στο γραφείο και κάθισε στην καρέκλα. «Ήρθες;» τον ρώτησε το βιβλίο, «δεν περίμενα να ‘ρθεις, βρήκες τίποτα;». «Βρήκα» και κάθισε και έγραψε με όσα γράμματα ήξερε και με χίλια λάθη την ιστορία του μικρού υπογείου και στις δύο σελίδες. Όταν τελείωσε μια μικρή χαρά πέρασε μέσα στο δωμάτιο σαν την πρώτη αχτίδα του ήλιου από τις χαραματιές στα κλειστά παράθυρα. «Μπράβο αυτό ήταν» είπε το βιβλίο «τόσο απλό, τόσο απλό, ενώ ο άλλος τόσα χρόνια δε βρήκε, δε βρήκε τίποτα, αυτός που έλεγε ότι θ’ αλλάξει τον κόσμο». «Τι λες μόνος σου;» το ρώτησε ο μικρός κλέφτης. «Τώρα δώσε μου τη χρυσή φυσαρμόνικα όπως συμφωνήσαμε». «Τα βιβλία κρατάνε το λόγο τους πάντα, άνοιξε το πρώτο συρτάρι στο γραφείο εκεί μέσα είναι η χρυσή φυσαρμόνικα» είπε το βιβλίο και αφού πήρε το μολύβι ανάμεσα από τις γεμάτες πια σελίδες του, έκλεισε κάνοντας ένα μικρό θόρυβο.


Ο μικρός κλέφτης άνοιξε το συρτάρι και φώναξε «Η φυσαρμόνικα, η φυσαρμόνικα, είναι η ίδια, η ίδια με του μικρού στο υπόγειο». Την πήρε στα χέρια του, την ανέβασε αργά στο πρόσωπό του άνοιξε τα δυο του χείλη και άρχισε να παίζει τα κάλαντα στο έρημο μικρό σπίτι, αυτός που δεν ήξερε από νότες και μουσικές. Το βιβλίο δεν ξαναμίλησε. «Δεν μιλάς τώρα» του είπε ο μικρός κλέφτης και πήγε να φύγει, αλλά πισωγύρισε. «Και πως θα γίνω πλούσιος δε μου είπες;» ξαναρώτησε. Το βιβλίο δεν απάντησε και πάλι, τότε ο μικρός κλέφτης το έπιασε δυνατά στα χέρια του, σαν να έπιανε κάποιον απ’ το γιακά και το άφησε με δύναμη στο γραφείο. Το βιβλίο, το μαγικό βιβλίο, άνοιξε στη μέση και τότε ξαναμίλησε: «Πώς να μιλήσω αφού ήμουνα κλειστό, πήγαινε τώρα, χάραξε έξω, πάρε τη φυσαρμόνικα και φτιάξε τραγούδια για όλα τα «αχ» των ανθρώπων με τη πιο λυπημένη και τρυφερή νότα «μι», και θα δεις πως θα γίνεις ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου και τότε θα καταλάβεις πως μόνο με ένα τραγούδι μπορεί να αλλάξεις τον κόσμο.


 

 

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!