Αλαΐας 33 – Στη γειτονιά του Στέλιου…

(VIDEO) Οδός Αλαΐας. Αριθμός 33. Τόπος Νέα Ιωνία Αττικής. Χρονολογία Σεπτέμβρης του 1961. Είχανε περάσει 10 χρόνια περίπου από τη λήξη του…
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 

αδελφοκτόνου σπαραγμού, είχανε περάσει 40 περίπου χρόνια από τη ματωμένη φυγή εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων από τα άγια χώματα της Μικρασίας.

Κι εγώ εφηβάκι, συνεσταλμένο, ντροπαλό, δειλό, φοβισμένο, συγκινημένο να περπατώ στον μικρό δρόμο αργά-αργά, διστακτικά, με τα βιβλία στο χέρι, με τη λαχτάρα στα μάτια, με την φωτιά στα σπλάχνα να αντικρίζω το σπίτι, να μην το χορταίνω, να ρίχνω λοξές ματιές γύρω μου, μη με δουν, μη με παρατηρήσουν, μη με διώξουν. Κι εγώ να αισθάνομαι πως βρήκα επιτέλους τη δική μου Βηθλεέμ, πως βρήκα τη φάτνη που τον Αύγουστο του 1931 γεννήθηκε ο δικός μου «Θεός», ο Στέλιος Καζαντζίδης και εγώ να αργώ να επιστρέψω σπίτι και η μάνα μου γλυκιά, ήρεμη, απλή, όπως όλες οι παλιές μανάδες να με ρωτάει με συγκατάβαση: «Γιατί άργησες παιδάκι μου;

Πέρασες πάλι από τον Στέλιο;».

Απ’ την οδό Αλαΐας, από αυτό το σπίτι, πίστευα τότε με την αθωότητα των 15 χρόνων πως αναχωρούν όλα τα πανανθρώπινα μηνύματα και αγκαλιάζουν τους απόκληρους ετούτης της γης. Όλους όσοι είχαν γραπώσει απ’ το λαιμό η ανέχεια και η στέρηση, ο καημός και το παράπονο, το αλίμονο και το αχ.

Απ’ αυτόν τον τόπο πίστευα πως αναχωρούσε εκείνη η αστείρευτη βρυσομάνα, η μάγισσα φωνή και γινότανε λάδι στις λαβωματιές των ταπεινών και γινόταν ασπίδα τους στα ύπουλα χτυπήματα των κραταιών και γινότανε προστασία στις αναρίθμητες καταιγίδες του βίου τους.

Και τελευταίος να μείνω πάνω στον φλοιό της γης θα υποστηρίζω πως τότε ήταν περισσότερο συντροφικοί οι άνθρωποι. Λιγότερο άφιλοι. Άνοιγαν πιο εύκολα τις πόρτες τους και τις καρδιές τους. Άπλωναν πιο εύκολα το χέρι στον πληγωμένο, στον πλησίον, στον οδυρόμενο. Και τα λαϊκά τραγούδια εύρισκαν τρόπο να μπουν και τόπο να σταθούν και να ανθίσουν. Να στεριώσουν. Να μεγαλώσουν. Να γίνουν οικεία. Σαν παιδιά τα είχαν τα λαϊκά τραγούδια οι μεγαλύτεροι! Σαν αδέλφια τα είχαμε εμείς. Τα αγαπούσαμε. Τα προσέχαμε. Τα προστατεύαμε. «Με ενδιαφέρει να ζωντανέψω μια εποχή που τα λαϊκά κινήματα ήταν αγνά. Τώρα είναι διαπλεκόμενα με το εμπόριο ναρκωτικών και το κοινό έγκλημα», λέει ο πολύς Κάρλος Φουέντες, ο διάσημος Μεξικανός συγγραφέας. Έτσι ήταν και το τραγούδι τότε. Αγνό. Γνήσιο. Αληθινό. Και γι’ αυτό έδινε κουράγιο στον κοσμάκη. Και δύναμη. Και υπομονή. Και γι’ αυτό ζει ρωμαλέο και αράγιστο μέχρι σήμερα.

Περνούσα συχνά τα χρόνια εκείνα απ’ την οδό Αλαΐας. Άλλωστε, το σχολείο μας -ένα μικρό ισόγειο κτίριο- απείχε πέντε λεπτά από το πατρικό σπίτι του Στέλιου. Και με τα γερά πόδια που είχαμε τότε και με το σφιχτό κορμί –που όπως λέει και ο Λευτέρης- έμοιαζε με βρεγμένο κλαδί που τρίζει όταν το ρίχνεις στη φωτιά- η απόσταση φαινότανε σαν μια δρασκελιά. Όλα ήταν αλλιώτικα τότε.

Και η Νέα Ιωνία είχε τη δική της ταυτότητα, τα δικά της όνειρα, τις δικές της παρακαταθήκες. Δεν είχε γίνει απρόσωπη, δεν είχε αλλοτριωθεί. Δεν είχαν γίνει τα τσιμεντένια μεγαθήρια. Δεν είχαν πάψει τα αργαλειά να ακούγονται, δεν είχαν σταματήσει τα τραγούδια, δεν είχαν ερημώσει οι αυλές των έντιμων, των καθαρών και ευλαβικών προσφύγων. Δεν είχε ξεθυμάνει το θεσπέσιο και μοναδικό άρωμα της Ανατολής. Υπήρχαν ακόμη τα μικρά μαγαζιά, το κουρείο του «Πέτρου», το παπουτσάδικο της «Ελισάβετ», το τσαγκαράδικο του «Ιορδάνη» και άλλα πολλά μικρούλια μαγαζάκια που πουλούσαν γκαζιέρες, μαγκάλια, τενεκεδένια κατασκευάσματα και συναντούσες ακόμη γυρολόγους και διαλαλητάδες που μαζί με την πραμάτεια τους βροντοφώναζαν πως «υπάρχουν και καλά παιδιά μ’ αισθήματα και μπέσα».

Έτσι κυλούσαν οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια. Οι γειτονιές της Νέας Ιωνίας, οι «γειτονιές του Στέλιου» εξακολουθούσαν να μοσχοβολούν βασιλικό και ασβέστη. Οι γειτονιές της Νέας Ιωνίας, οι «γειτονιές του Στέλιου» εξακολουθούσαν να βγάζουν στους δρόμους τα αγόρια και τα κορίτσια να παίζουν τρυφερά με τον έρωτα, να πηδούν δυνατά τις φωτιές. Και στις μικρές κάμαρες, τις κατακάθαρες, τις προσφυγικές με τα κεντημένα προσκέφαλα και πετσετάκια –σαν της κυρίας Ευαγγελίας στην οδό Αγίας Φωτεινής- πλάι στον χειροποίητο κορνιζαρισμένο σμυρναίικο σταυρό πολλοί όπως ο συμμαθητής μου ο Τηλέμαχος είχανε ένα υπέροχο αυτοσχέδιο πλαίσιο και τη φωτογραφία του τραγουδιστή που λατρεύαμε.

Κι ένα χειμωνιάτικο πρωινό Κυριακής ανέβηκε ο Καζαντζίδης να τραγουδήσει με τη Μαρινέλλα να τραγουδήσει στο «Σινέ Αφροδίτη» προς τιμήν του Ιωνιώτη, συναδέλφου και φίλου του Γιώργου Λουκά. Μαζί του ανέβηκε και η μισή καλλιτεχνική Αθήνα. Και εγώ από νωρίς εκεί. Με την Μέμα, με τον Πάνο, με τη Βίκυ. Για να του σφίξουμε το χέρι. Για να τον καμαρώσουμε. Για να τον ακούσουμε να τραγουδά κι ο βόγγος της φωνής του να αγγίζει όλη την οικουμένη.

Μας είπαν τότε πως η συναυλία θα μεταδοθεί και στους απόδημους συμπατριώτες μας όπου γης. Για να χαρούν. Για να χαμογελάσουν. Για να θυμηθούν. Για να δυναμώσουν. Δεν ξέρω αν έγινε έτσι. Εκείνο που ξέρω είναι πως εμείς όταν η εκδήλωση έλαβε τέλος πήγαμε μέχρι την οδό Αλαΐας. Και είχαμε την αίσθηση πως αυτόν τον δρόμο κατέφτασαν χιλιάδες μετανάστες. Για να αντικρίσουν και εκείνοι το σπίτι που γεννήθηκε αυτός. Που τους ταξιδεύει διαρκώς στα όνειρα με τον ωκεανό της φωνής του.
Τα χρόνια πέρασαν. Όλα τριγύρω άλλαξαν. Κι ας τα λέει διαφορετικά το τραγούδι. Τα παλιά κειμήλια απέδρασαν. Η κυρα-Γεσθημανή δεν βγαίνει πλέον στον δρόμο, στη γειτονιά, με το μεγάλο μενταγιόν με τους δυο γιους της στις δυο όψεις του.

Ο Στέλιος εγκαταστάθηκε 12 χρόνια τώρα σε άγνωστο μακρινό νησάκι. Στην αρχή του δρόμου σε ένα κηπάριο, ο Δήμος της Νέας Ιωνίας έστησε την προτομή του και εγώ εξακολουθώ να επισκέπτομαι την οδό Αλαΐας. Στέκομαι κάμποση ώρα μπροστά στο άγαλμα –όχι, τώρα πια δεν είμαι φοβισμένος- τον ακούω να τραγουδά στεντόρεια το «Υπάρχω», τον παρατηρώ κάπου κάπου να σταματά και να με ρωτάει αν τον αγαπάμε. Και ύστερα να συνεχίζει αγέρωχος το γλυκοκελάηδημά του. Και εγώ, συγκινημένος, συγκλονισμένος, πανευτυχής, τον σιγοντάρω διακριτικά, σχεδόν ευλαβικά, φερμένος λες από άλλον κόσμο. Και έπειτα αργά αργά βαδίζω τον δρόμο τον «ιερό», τον άδολο, τον εφηβικό που τόσο αγάπησα. Αλαΐας 33. Σταματώ. Συνομιλώ και πάλι με το έρημο σπίτι, κάπου κάπου σκουπίζω και ένα μου δάκρυ –τώρα πια αδιαφορώ αν με δει κανείς- και βγαίνω στην οδό Παναγούλη, γυρεύοντας απεγνωσμένα ταξί για να με πάει στην παλιά μου γειτονιά. Γιατί τώρα, τα πόδια μου δεν είναι γερά όπως τότε, ούτε η μάνα μου είναι στο σπίτι να με περιμένει και να με ρωτήσει: «Γιατί άργησες παιδάκι μου; Πέρασες πάλι απ’ τον Στέλιο;».

*Ο Μάκης Τσέλιος είναι συγγραφέας του εξαιρετικού βιβλίου «Στις γειτονιές του Στέλιου»

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!